Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10980-11000]


  • γαρουφαλιά βλ. γαριφαλιά
  • γαστέρα γα-στέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. κοιλιά. [< αρχ. γαστήρ]
  • γαστερό- βλ. γαστρο-
  • γαστερόποδα γα-στε-ρό-πο-δα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων (λόγ.) -όδων}: ΖΩΟΛ. ομοταξία υδρόβιων και χερσαίων μαλακίων (πεταλίδες, σαλιγκάρια), που φέρουν στην κοιλιακή χώρα ένα πλατύ, μυώδες πόδι το οποίο τους επιτρέπει να έρπουν. Βλ. αμφί-, αρθρό-, κεφαλό-ποδα. [< γαλλ. gastéropodes, αγγλ. gasteropoda]
  • γαστρ- βλ. γαστρο-
  • γάστρα γά-στρα ουσ. (θηλ.) 1. στρογγυλό ή ωοειδές, βαθύ, πήλινο ή μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με καπάκι για ψήσιμο φαγητών στον φούρνο: κρέας με πατάτες στη ~. Βλ. γιουβέτσι, ταψί. 2. ΝΑΥΤ. τα ύφαλα του πλοίου. Βλ. ίσαλα, καρίνα. [< αρχ. γάστρα]
  • γαστραλγία γα-στραλ-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. έντονος πόνος στο στομάχι ή το επιγάστριο, που εμφανίζεται σε χρόνιες ή οξείες παθήσεις. Πβ. κοιλό-, στομαχό-πονος. Βλ. -αλγία, γαστρ-, γαστρεντερ-ίτιδα. [< γερμ. Gastralgie, γαλλ. gastralgie, αγγλ. gastralgia]
  • γαστρεκτομή γα-στρε-κτο-μή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος του στομάχου (σε περιπτώσεις καρκίνου, έλκους ή βαριάς μορφής παχυσαρκίας): κάθετη/μερική/ολική ~. Βλ. γαστρο-, -εκτομή. [< γαλλ. gastrectomie, αγγλ. gastrectomy]
  • γαστρεντερικός , ή, ό γα-στρε-ντε-ρι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το στομάχι και το έντερο: ~ός: σωλήνας. ~ή: αιμορραγία/οδός/ορμόνη (= γκρελίνη). ~ό: σύστημα. ~οί: υποδοχείς. ~ές: διαταραχές. ~ά: συμπτώματα. Βλ. πεπτικός. [< γαλλ. gastro-intestinal, αγγλ. gastroenteric]
  • γαστρεντερίτιδα γα-στρε-ντε-ρί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του στομάχου και του εντέρου η οποία εκδηλώνεται κυρ. με εμετούς, διάρροια, πυρετό, κολικούς και ναυτία: ηωσινοφιλική/ιογενής/οξεία ~. ~ λόγω σαλμονέλας/στρες/τροφικής δηλητηρίασης. [< γαλλ. gastroentérite, αγγλ. gastroenteritis]
  • γαστρεντερολογία γα-στρε-ντε-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): ΙΑΤΡ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη λειτουργία και τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος, καθώς και των παρακείμενων οργάνων (ήπαρ, χολή, πάγκρεας). Βλ. -λογία. [< γαλλ. gastroentérologie, 1938, αγγλ. gastroenterology, περ. 1904]
  • γαστρεντερολογικός , ή, ό γα-στρε-ντε-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη γαστρεντερολογία: ~ή: κλινική/χειρουργική. ~ές: εξετάσεις (: γαστροσκόπηση, μανομετρία).|| (ως ουδ. ουσ., το αντίστοιχο νοσοκομειακό τμήμα) Διευθυντής ~ού. [< αγγλ. gastroenterological, 1927]
  • γαστρεντερολόγος γα-στρε-ντε-ρο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): γιατρός ειδικευμένος στη γαστρεντερολογία. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. gastroentérologue, περ. 1950, αγγλ. gastro-enterologist]
  • γαστρικός , ή, ό γα-στρι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην κοιλιά ή το στομάχι: ~ός: βλεννογόνος/δακτύλιος. ~ή: αρτηρία/δυσφορία/ζώνη/κένωση/παλινδρόμηση/πάρεση/πτύχωση (: επέμβαση για τον περιορισμό της χωρητικότητας του στομάχου στα παχύσαρκα άτομα). ~ό: μανίκι/μπαλόνι (= ενδογαστρικό)/οξύ. ~οί: πολύποδες.|| ~ή πλύση/~ό έλκος (ενν. στομάχου). Βλ. ρινο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρική παράκαμψη βλ. παράκαμψη, γαστρικό υγρό βλ. υγρό [< γαλλ. gastrique, αγγλ. gastric banding, 1983]
  • γαστριμαργία γα-στρι-μαρ-γί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): υπερβολική επιθυμία για το καλό συνήθ. φαγητό. Πβ. αδηφαγία, βουλιμία, λαιμαργία, καλο-, πολυ-φαγία. [< αρχ. γαστριμαργία]
  • γαστριμαργικός , ή, ό γα-στρι-μαρ-γι-κός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που σχετίζεται με τη γαστριμαργία και γενικότ. τη διατροφή: ~ή: εμπειρία/πανδαισία. ~ές: απολαύσεις/δημιουργίες/συνήθειες. ~ά: γούστα. Βλ. γαστρονομικός. [< μτγν. γαστριμαργικός]
  • γαστρίμαργος , η, ο γα-στρί-μαρ-γος επίθ./ουσ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που χαρακτηρίζεται από γαστριμαργία. Πβ. καλοφαγάς, κοιλιόδουλος, λαίμαργος, λιχούδης. [< αρχ. γαστρίμαργος]
  • γαστρίνη γα-στρί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από το πυλωρικό άντρο του στομάχου και διεγείρει την έκκριση του γαστρικού οξέος. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. gastrine, 1905, αγγλ. gastrin, 1905]
  • γαστρίτιδα γα-στρί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του βλεννογόνου του στομάχου η οποία οφείλεται σε μόλυνση από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, σε παρασιτώσεις, σε υπερέκκριση γαστρικού υγρού, στο στρες και εκδηλώνεται με δυσπεψία, φούσκωμα, ναυτία, εμετούς και απώλεια της όρεξης: αιμορραγική/αλκαλική/ατροφική/οξεία/χρόνια ~. Βλ. γαστρεντερίτιδα, έλκος, -ίτιδα. [< γαλλ. gastrite, αγγλ. gastritis]
  • γαστρο- & γαστρό-, γαστερό-, γαστρί-, γαστρι-, γαστρ- (κυρ. επιστ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο στομάχι: γαστρο-ρραγία/~σκόπηση. Γαστρ-εντερολόγος.|| Γαστερό-ποδα.|| (κατ' επέκτ. με αναφορά στο φαγητό:) Γαστρο-νομία/~νομικός. Γαστρί-μαργος.

-αλγία

-αλγία: (κυρ. στην ιατρ. ορολογία) λεξικό επίθημα που δηλώνει πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αυχεν~, ισχι~/καυσ~/κεφαλ~/μυ~/νευρ~/οσφυ~.

αμφι- & αμφί-

αμφι- & αμφί- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που σημαίνει 1. από τη μία και από την άλλη μεριά και κατ' επέκτ. δύο διαφορετικές ή αντίθετες πλευρές: (κυρ. επιστ.) αμφί-κυρτος. Αμφι-κλινής.|| (μτφ.) Αμφι-ταλαντεύομαι.|| Aμφί-θυμος. 2. διπλή ιδιότητα: αμφί-χειρας (= αμφιδέξιος). Αμφί-βια.|| Αμφι-θαλής. ΑΝΤ. ετερο-.|| (μτφ.) Αμφί-σημος. Πβ. δί-.

γαριφαλιά

γαριφαλιά γα-ρι-φα-λιά ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γαρουφαλιά: ΒΟΤ. πολυετές ποώδες, αγγειόσπερμο, καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Dianthus caryophyllus), με λεπτούς βλαστούς που χωρίζονται με γόνατα (κόμπους), στενά αυλακωτά φύλλα και αρωματικά άνθη με πριονωτά πέταλα σε διάφορα χρώματα.

γαστρεντερίτιδα

γαστρεντερίτιδα γα-στρε-ντε-ρί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του στομάχου και του εντέρου η οποία εκδηλώνεται κυρ. με εμετούς, διάρροια, πυρετό, κολικούς και ναυτία: ηωσινοφιλική/ιογενής/οξεία ~. ~ λόγω σαλμονέλας/στρες/τροφικής δηλητηρίασης. [< γαλλ. gastroentérite, αγγλ. gastroenteritis]

γαστρο-

γαστρο- & γαστρό-, γαστερό-, γαστρί-, γαστρι-, γαστρ- (κυρ. επιστ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο στομάχι: γαστρο-ρραγία/~σκόπηση. Γαστρ-εντερολόγος.|| Γαστερό-ποδα.|| (κατ' επέκτ. με αναφορά στο φαγητό:) Γαστρο-νομία/~νομικός. Γαστρί-μαργος.

γαστρονομικός

γαστρονομικός, ή, ό γα-στρο-νο-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη γαστρονομία: ~ός: οδηγός (βλ. τσελεμεντές)/πολιτισμός. ~ή: κουλτούρα/παράδοση. ~ές: απολαύσεις/προκλήσεις. Πβ. γκουρμέ. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρονομικός τουρισμός: που έχει ως κίνητρο την απόκτηση γαστρονομικών εμπειριών και την ανακάλυψη των εδεσμάτων και των διατροφικών συνηθειών μιας περιοχής. Βλ. οινοτουρισμός. [< γαλλ. gastronomique, αγγλ. gastronomic]

γιουβέτσι

γιουβέτσι γιου-βέ-τσι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) γκιουβέτσι 1. ΜΑΓΕΙΡ. κοκκινιστό κρέας που έχει ψηθεί στον φούρνο μέσα σε ταψί ή πήλινο σκεύος μαζί με τη σάλτσα του, νερό και ζυμαρικά, συνήθ. κριθαράκι: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι ~.|| Γαρίδες ~. 2. (σπάν.-συνεκδ.) το πήλινο σκεύος που προορίζεται για το ψήσιμο του συγκεκριμένου φαγητού: ~ με καπάκι (= γάστρα). ● Υποκ.: γιουβετσάκι (το) ● ΦΡ.: μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι (προφ.): μια έτσι, μια αλλιώς, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο. [< τουρκ. güveç]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

παράκαμψη

παράκαμψη πα-ρά-καμ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. αποφυγή εμποδίου ή δυσκολίας, προβλήματος: ~ διοδίων. Ανοίχτηκε νέος δρόμος για την ~ του κέντρου της πόλης.|| (μτφ.) ~ του βέτο/της γραφειοκρατίας/της διαδικασίας/του νόμου. ~ των μεσαζόντων. Κατά ~ της ιεραρχίας. Πβ. ξεπέρασμα, υπέρβαση, υπερκέραση. 2. (συνεκδ.) παρακαμπτήριος: ~ στην εθνική οδό ... ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρική παράκαμψη: ΙΑΤΡ. χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, κατά την οποία δημιουργείται ένας μικρός χώρος στο στομάχι που συνδέεται απευθείας με το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου: λαπαροσκοπική ~ ~. Πβ. γαστροπλαστική. [< αγγλ. gastric bypass, 1967] , αορτοστεφανιαία παράκαμψη βλ. αορτοστεφανιαίος [< γαλλ. déviation]

πεπτικός

πεπτικός, ή, ό πε-πτι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πέψη: ~ός: σωλήνας (: περιλαμβάνει τη στοματική κοιλότητα, τον φάρυγγα, τον οισοφάγο, το στομάχι και το έντερο). ~ό: έλκος. ~ά: υγρά (: παράγονται από τους σιελογόνους και τους γαστρικούς αδένες, το συκώτι και το πάγκρεας). Πβ. χωνευτικός. Βλ. γαστρεντερικός. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτικό σύστημα: το σύνολο των οργάνων που συμμετέχουν στη λήψη και πέψη της τροφής: ανώτερο (: κυρ. στόμα, οισοφάγος, στομάχι)/κατώτερο (: παχύ και λεπτό έντερο) ~ ~. Παθήσεις του ~ού ~ήματος. Βλ. γαστροσκόπηση. [< αρχ. πεπτικός, γαλλ. digestif]

υγρό

υγρό [ὑγρό] υ-γρό ουσ. (ουδ.) 1. ΦΥΣ. σώμα με συγκεκριμένο όγκο, αλλά ακαθόριστο σχήμα· κατάσταση της ύλης κατά την οποία τα μόρια μιας ουσίας ρέουν ελεύθερα και έχουν μικρή συνοχή μεταξύ τους: αλκαλικό/εύφλεκτο/παχύρρευστο/ψυκτικό ~. ~ καθαρισμού/μπαταρίας. Βλ. αέριο, στερεό.|| ~ πιάτων (= απορρυπαντικό)/φακών επαφής. 2. ΦΥΣΙΟΛ. κάθε ρευστό συστατικό που βρίσκεται στον οργανισμό ή εκκρίνεται από αυτόν: εντερικό/οργανικό/παγκρεατικό ~. ~ά του κόλπου (ή κολπικά ~ά).υγρά (τα): το νερό, τα ροφήματα και τα αφεψήματα: Το καλοκαίρι πρέπει να καταναλώνονται άφθονα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρικό υγρό: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. όξινο υγρό που εκκρίνουν οι αδένες του στομαχικού βλεννογόνου, το οποίο συμβάλλει στη διάσπαση των τροφών και στην καταστροφή μικροοργανισμών: παλινδρόμηση ~ού ~ού στον οισοφάγο (= γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση)., αμνιακό υγρό βλ. αμνιακός, εγκεφαλονωτιαίο υγρό βλ. εγκεφαλονωτιαίος, υδατοειδές υγρό βλ. υδατοειδής [< αρχ. ὑγρόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.