αντσούγια [ἀντσούγια] αν-τσού-για ουσ. (θηλ.) & αντζούγια: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαύρος ή σαρδέλα που συντηρείται συνήθ. σε άλμη ή λάδι: ~ σε κονσέρβα. Παστές ~ιες. Πίτσα με ~ιες. [< ιταλ. acciuga]
βαρύγδουπος, η, ο βα-ρύ-γδου-πος επίθ. (λόγ.): που προκαλεί αίσθηση, χωρίς να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο· μεγαλοπρεπής, υπερβολικός, για λόγους επίδειξης, εντυπωσιασμού ή/και παραπλάνησης: ~ος: τίτλος. ~η: ανακοίνωση (ΑΝΤ. λιτή, περιεκτική). ~ο: ύφος. ~ες: εκφράσεις/εξαγγελίες/λέξεις/υποσχέσεις. ~α: λόγια (: μπαρούφες, φανφάρες, φληναφήματα). Πβ. ηχηρός, μεγαλόστομος. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύγδουπες δηλώσεις: πομπώδεις, βαρυσήμαντες δηλώσεις, συνήθ. χωρίς να μετουσιώνονται σε πράξεις. [< αρχ. βαρύγδουπος ‘βροντώδης’]
-έας: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα ή μέσο: διερμην~/συγγραφ~/τραυματιοφορ~.|| Δολιοφθορ~/καταστροφ~.|| Προβολ~.
εκδικούμαι [ἐκδικοῦμαι] εκ-δι-κού-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {εκδικ-είσαι ... | -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος} & (λαϊκό) γδικιέμαι, εκδικιέμαι: παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ κάποιον για το κακό που προξένησε: Αποφάσισε/ορκίστηκε να ~θεί (για) τον φόνο του αδελφού του. Τον/την ~ήθηκε για το χωρισμό τους. Βλ. αντ~.|| Η ιστορία/η φύση ~είται. ΣΥΝ. παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου [< μτγν. ἐκδικοῦμαι]
κρέμασμα κρέ-μα-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. στερέωση από ψηλό σημείο: ~ των κουρτινών/των ρούχων (στην ντουλάπα)/της ταμπέλας. ~ από το ταβάνι. ~ με γάντζο (πβ. ανάρτηση).|| (μτφ.) ~ του δέρματος (= χαλάρωση). ΑΝΤ. ξεκρέμασμα 2. απαγχονισμός. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (αργκό της πληροφ.) πρόβλημα λειτουργίας, μπλοκάρισμα: ~ατα του συστήματος. Πβ. κόλλημα, κρασάρισμα. 4. (μτφ.-χιουμορ.) γάμος. ΣΥΝ. κρεμάλα (3) ● ΦΡ.: είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο: (ως έκφρ. έντονης δυσαρέσκειας) πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά. ΣΥΝ. είναι για/θέλει κρεμάλα [< μτγν. κρέμασμα 3: αγγλ. hanging]
λωποδύτης λω-πο-δύ-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κλέφτης, απατεώνας. Πβ. αγιογδύτης, αγύρτης, αρπάχτρα. [< αρχ. λωποδύτης ‘κλέφτης (ρούχων’)]
Μάρτης Μάρ-της ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. Μάρτιος. 2. (κ. με πεζό μ) βραχιολάκι πλεγμένο από λευκά και κόκκινα νήματα που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προστατεύει από τον μαρτιάτικο ήλιο. ● ΦΡ.: από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα (παροιμ.): για τις αλλαγές του καιρού που παρατηρούνται τους συγκεκριμένους μήνες, προμηνύοντας τη μετάβαση στο καλοκαίρι και τον χειμώνα, αντίστοιχα., λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; (παροιμ.): συνήθ. για πρόσωπο που επιδιώκει να εμφανίζεται παντού., Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) (παροιμ.): για τις κακές καιρικές συνθήκες του Μαρτίου (κυρ. απότομο και δυνατό κρύο)., αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω [< μεσν. Μάρτης]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ