Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11020-11040]


  • γαύρος1 [γαῦρος] γαύ-ρος ουσ. (αρσ.): ΙΧΘΥΟΛ. μικρόσωμο πελαγικό ψάρι (επιστ. ονομασ. Engraulis encrasicholus) με μεγάλο στόμα, ασημένια κοιλιά και γαλαζοπράσινη ράχη, το οποίο ζει σε κοπάδια και αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ μαρινάτος/νωπός/παστός/τηγανητός/στον φούρνο. Βλ. αντσούγια, αφρόψαρο, σαρδέλα. ● Υποκ.: γαυράκι (το): Βλ. μαριδάκι.
  • γαύρος2 [γαῦρος] γαύ-ρος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. φυλλοβόλο δέντρο (επιστ. ονομασ. Carpinus betulus) με κοντό κορμό, μυτερά οδοντωτά φύλλα και κιτρινωπά άνθη σε ταξιανθίες.
  • ΓΓ 1. (η) Γενική Γραμματεία. 2. (ο/η) Γενικός/-ή Γραμματέας.
  • ΓΓΑ (η): Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
  • ΓΓΑΕ (η): Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού.
  • ΓΓΔΒΜΝΓ (η): Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς. (του Υ.ΠΑΙ.Θ.).
  • ΓΓΕΤ (η): Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας.
  • ΓΓΙΦ (η): Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων.
  • ΓΓΚ (η): Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
  • ΓΓΝΓ (η): Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
  • ΓΓΟΣΑΕ (η): Γενική Γραμματεία Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων (του ΥΠ.ΕΘ.Α.).
  • ΓΓΠΠ (η): Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας).
  • ΓΓΠΣ (η): Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (του ΥΠ.ΟΙΚ.).
  • ΓΔΑΠΚ (η): Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
  • γδάρσιμο γδάρ-σι-μο ουσ. (ουδ.) {γδαρσίμ-ατος | -ατα}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γδέρνω: ~ του δέρματος. ~ των ποδιών στα βράχια (πβ. αμυχή, γρατζουνιά). ~ της ζάντας/του προφυλακτήρα. Τριβή και ~ επιφάνειας.|| ~ των σφαγίων. Πβ. εκδορά.|| (μτφ.) ~ στον λαιμό (= ερεθισμός, πονόλαιμος). Φορολογικό ~ των πολιτών. Πβ. καταλήστευση. ● ΦΡ.: είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα
  • γδάρτης γδάρ-της ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ., για έμπορο, δημόσια επιχείρηση) που εκμεταλλεύεται τον πελάτη ή τον πολίτη, χρεώνοντάς τον με μεγάλο ποσό. Πβ. αγιογδύτης, κερδοσκόπος. Βλ. λωποδύτης. 2. (σπάν.) εκδορέας. Βλ. -έας. ● ΣΥΜΠΛ.: γδάρτης καλωδίων: ΤΕΧΝΟΛ. απογυμνωτής. ● ΦΡ.: Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) βλ. Μάρτης
  • γδέρνω γδέρ-νω ρ. (μτβ.) {έγδαρα, γδάρ-θηκε, -θεί, -μένος, γδέρν-οντας} 1. προκαλώ εκδορές στο δέρμα: Έγδαρε το χέρι του. ~θηκε στο καρφί/στον τοίχο. ~μένα: γόνατα. Πβ. γρατζουνώ. 2. (κατ' επέκτ.) χαράζω μια επιφάνεια: Σκούπα που δεν ~ει τα ξύλινα πατώματα. Το τραπέζι ~θηκε στη μετακόμιση.|| (μτφ.) Ο βήχας μού έχει γδάρει τον λαιμό (= ερεθίσει). 3. αφαιρώ το δέρμα νεκρού ζώου με αιχμηρό όργανο: Έγδαραν τα θηράματα. 4. (μτφ.) χρεώνω κάποιον με πολύ υψηλό ποσό, τον εξαντλώ οικονομικά: Μας έγδαραν κανονικά/στην κυριολεξία (π.χ. για ακριβό εστιατόριο). Πβ. γδύνω, κατα-κλέβω, -ληστεύω, μαδώ. ● ΦΡ.: θα σε γδάρω ζωντανό! (απειλητ.): για εκφοβισμό ή αποτροπή: Αν κάτι πάει στραβά, ~ ~, κακομοίρη μου! ΣΥΝ. θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! [< μεσν. γδέρνω]
  • γδικιέμαι βλ. εκδικούμαι
  • γδικιωμός γδι-κιω-μός ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): εκδίκηση. Πβ. αντίποινα, αυτοδικία. Βλ. βεντέτα. [< μεσν. γδικιωμός]
  • γδούπος [γδοῦπος] γδού-πος ουσ. (αρσ.) (προφ.): στιγμιαίος, υπόκωφος θόρυβος από πτώση ή χτύπημα: Ακούστηκε ένας ~. Ο σάκος έπεσε με ~ο στο πάτωμα. Βλ. βαρύγδουπος. [< αρχ. γδοῦπος, δοῦπος]

αντσούγια

αντσούγια [ἀντσούγια] αν-τσού-για ουσ. (θηλ.) & αντζούγια: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαύρος ή σαρδέλα που συντηρείται συνήθ. σε άλμη ή λάδι: ~ σε κονσέρβα. Παστές ~ιες. Πίτσα με ~ιες. [< ιταλ. acciuga]

βαρύγδουπος

βαρύγδουπος, η, ο βα-ρύ-γδου-πος επίθ. (λόγ.): που προκαλεί αίσθηση, χωρίς να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο· μεγαλοπρεπής, υπερβολικός, για λόγους επίδειξης, εντυπωσιασμού ή/και παραπλάνησης: ~ος: τίτλος. ~η: ανακοίνωση (ΑΝΤ. λιτή, περιεκτική). ~ο: ύφος. ~ες: εκφράσεις/εξαγγελίες/λέξεις/υποσχέσεις. ~α: λόγια (: μπαρούφες, φανφάρες, φληναφήματα). Πβ. ηχηρός, μεγαλόστομος. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύγδουπες δηλώσεις: πομπώδεις, βαρυσήμαντες δηλώσεις, συνήθ. χωρίς να μετουσιώνονται σε πράξεις. [< αρχ. βαρύγδουπος ‘βροντώδης’]

-έας

-έας: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα ή μέσο: διερμην~/συγγραφ~/τραυματιοφορ~.|| Δολιοφθορ~/καταστροφ~.|| Προβολ~.

εκδικούμαι

εκδικούμαι [ἐκδικοῦμαι] εκ-δι-κού-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {εκδικ-είσαι ... | -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος} & (λαϊκό) γδικιέμαι, εκδικιέμαι: παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ κάποιον για το κακό που προξένησε: Αποφάσισε/ορκίστηκε να ~θεί (για) τον φόνο του αδελφού του. Τον/την ~ήθηκε για το χωρισμό τους. Βλ. αντ~.|| Η ιστορία/η φύση ~είται. ΣΥΝ. παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου [< μτγν. ἐκδικοῦμαι]

κρέμασμα

κρέμασμα κρέ-μα-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. στερέωση από ψηλό σημείο: ~ των κουρτινών/των ρούχων (στην ντουλάπα)/της ταμπέλας. ~ από το ταβάνι. ~ με γάντζο (πβ. ανάρτηση).|| (μτφ.) ~ του δέρματος (= χαλάρωση). ΑΝΤ. ξεκρέμασμα 2. απαγχονισμός. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (αργκό της πληροφ.) πρόβλημα λειτουργίας, μπλοκάρισμα: ~ατα του συστήματος. Πβ. κόλλημα, κρασάρισμα. 4. (μτφ.-χιουμορ.) γάμος. ΣΥΝ. κρεμάλα (3) ● ΦΡ.: είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο: (ως έκφρ. έντονης δυσαρέσκειας) πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά. ΣΥΝ. είναι για/θέλει κρεμάλα [< μτγν. κρέμασμα 3: αγγλ. hanging]

λωποδύτης

λωποδύτης λω-πο-δύ-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κλέφτης, απατεώνας. Πβ. αγιογδύτης, αγύρτης, αρπάχτρα. [< αρχ. λωποδύτης ‘κλέφτης (ρούχων’)]

Μάρτης

Μάρτης Μάρ-της ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. Μάρτιος. 2. (κ. με πεζό μ) βραχιολάκι πλεγμένο από λευκά και κόκκινα νήματα που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προστατεύει από τον μαρτιάτικο ήλιο. ● ΦΡ.: από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα (παροιμ.): για τις αλλαγές του καιρού που παρατηρούνται τους συγκεκριμένους μήνες, προμηνύοντας τη μετάβαση στο καλοκαίρι και τον χειμώνα, αντίστοιχα., λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; (παροιμ.): συνήθ. για πρόσωπο που επιδιώκει να εμφανίζεται παντού., Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) (παροιμ.): για τις κακές καιρικές συνθήκες του Μαρτίου (κυρ. απότομο και δυνατό κρύο)., αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω [< μεσν. Μάρτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.