Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11500-11520]


  • γιορτάζω γιορ-τά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γιόρτα-σα, γιορτά-σει, -στηκε, γιορτάζ-οντας} 1. έχω γιορτή ή επέτειο: Πότε ~εις (: έχεις την ονομαστική σου γιορτή); ~ει τα γενέθλιά του στις ... Αυγούστου.|| ~ει τα είκοσι χρόνια του στο τραγούδι (πβ. κλείνω). ΣΥΝ. εορτάζω 2. διασκεδάζω, γλεντώ λόγω γιορτής, επετείου ή ευχάριστου γεγονότος: Πήρα πτυχίο! Θα το ~σουμε (= θα το κάψουμε)! ~σαν την επέτειο του γάμου τους/τη νίκη της ομάδας τους (πβ. πανηγυρίζω). Θα ~σω (= θα περάσω) το Πάσχα/τα Χριστούγεννα με τους δικούς μου. Δεν θα ~σουν φέτος, λόγω πένθους.γιορτάζει: (για επίσημο φορέα, τον λαό, τους πιστούς) τιμά ένα σημαντικό ιστορικό ή θρησκευτικό γεγονός με πανηγυρικές εκδηλώσεις και τελετές: Η Εκκλησία ~ τη μνήμη του Αγίου .../την Κοίμηση της Θεοτόκου. Με λαμπρή παρέλαση ~στηκε και φέτος η εθνική επέτειος. [< μεσν. γιορτάζω]
  • γιορτάρης , α, ικο γιορ-τά-ρης επίθ. (λαϊκό): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γιορτάρες μέρες: χρονιάρες μέρες.
  • γιορτάσι γιορ-τά-σι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): γλέντι, γιορτή. Πβ. πανηγύρι. [< μεσν. γιορτάσιν < αρχ. απαρέμφατο ἑορτάσειν]
  • γιορτασμός βλ. εορτασμός
  • γιορταστικός , ή, ό βλ. εορταστικός
  • γιορτή γιορ-τή ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εορτή 1. εκδήλωση με επετειακό ή ευκαιριακό χαρακτήρα και πανηγυρική συμμετοχή, συνήθ. ομαδική· κατ' επέκτ. η μέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα: αποχαιρετιστήρια/εθνική (: η ~ της 28ης Οκτωβρίου/της 25ης Μαρτίου· βλ. αργία)/επίσημη/λαϊκή/παιδική/σχολική/τοπική ~. Αθλητική ~ (= εκδήλωση). Η τελετή έναρξης της ~ής. Πρόσκληση σε ~. (Δι)οργανώνω/κάνω μια ~.|| (για διοργάνωση ή θεσμό:) H ~ του βιβλίου/του κρασιού/της μουσικής/της μπίρας/του ούζου. Η ~ των λουλουδιών (= Πρωτομαγιά).|| (μέρα αφιερωμένη σε κατηγορία ανθρώπων:) Η ~ της γυναίκας/των ερωτευμένων/της μητέρας/του πατέρα.|| (γλέντι:) Μετά τη νίκη ακολούθησε ~ (βλ. πανηγυρισμός). Χθες είχαμε ~ (πβ. πάρτι). Βλ. φιέστα.|| (ΑΡΧ.) Βακχικές ~ές.|| (μτφ., αναγέννηση, χαρά:) Η άνοιξη είναι η ~ της φύσης. Βλ. οικο~. 2. μέρα του εκκλησιαστικού εορτολόγιου, συμβατικά καθορισμένη, κατά την οποία τιμάται η μνήμη θρησκευτικού γεγονότος ή Αγίου και συνεκδ. η ονομαστική γιορτή: πασχαλινή/χριστουγεννιάτικη ~. H ~ της Παναγίας/των Τριών Ιεραρχών. Ανήμερα/την παραμονή της ~ής του Αγίου Δημητρίου.|| Αύριο έχει τη ~ της (= γιορτάζει). Χρόνια πολλά για τη ~ σου!γιορτές & εορτές (οι): η περίοδος των Χριστουγέννων και σπανιότ. του Πάσχα: επίδομα/ωράριο εορτών (= εορταστικό). Ενόψει των εορτών ... Το εστιατόριο λειτουργεί καθημερινά εκτός αργιών και εορτών. Πώς τα πέρασες (σ)τις ~; Οι ~ έρχονται/πέρασαν. ● Υποκ.: γιορτούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη/σταθερή γιορτή βλ. ακίνητος, δεσποτική εορτή βλ. εορτή, θεομητορική εορτή βλ. εορτή, κινητή εορτή βλ. κινητός, ονομαστική εορτή βλ. ονομαστικός ● ΦΡ.: γιορτές/χαρές και πανηγύρια (προφ.): μεγάλη χαρά, ξεφάντωμα: Πήρε το πτυχίο του και έχουν ~ ~! Tον υποδέχτηκαν με ~ ~ (: με ενθουσιασμό). Πολύς κόσμος, φωνές ~ ~!|| Δεν έχω καμία διάθεση για ~ ~. Βλ. φανφάρα., καλές γιορτές!: ως ευχή, συνήθ. για τα Χριστούγεννα: ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~ με υγεία και ευτυχία!|| ~ ~ και Καλή Ανάσταση!, Κυριακή κοντή γιορτή (παροιμ.): για κάτι που θα συμβεί στο άμεσο μέλλον., μεγάλη γιορτή (μτφ.) 1. σημαντική, με ευρεία απήχηση: Η ~ ~ του Ελληνισμού/της Χριστιανοσύνης. Ο Δεκαπενταύγουστος είναι ~ ~. 2. σειρά εκδηλώσεων με σχετική διάρκεια: η ~ ~ του αθλητισμού/της μουσικής. Βλ. ιβέντ.|| (οργανωμένη δραστηριότητα με στόχο την ευρύτερη προβολή τομέα ή κίνησης:) H ~ ~ του βιβλίου/του εθελοντισμού/του πολιτισμού. [< γαλλ. grande fête] , δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2 [< μεσν. γιορτή]
  • γιορτινός , ή, ό γιορ-τι-νός επίθ. & (λόγ.) εορτινός & εόρτιος: που σχετίζεται με γιορτή: ~ός: μήνας (κυρ. ο Δεκέμβριος). ~ή: διακόσμηση. ~ό: δείπνο/κλίμα/τραπέζι. ~ές: μέρες. ~ά: τραγούδια (π.χ. κάλαντα). Χαρούμενη και ~ή ατμόσφαιρα (πβ. εορτάσιμη). Βλ. καθημερ-, πασχαλ-ινός, χριστουγεννιάτικος. ΣΥΝ. εορταστικός ● Ουσ.: γιορτινά (τα): ενν. ρούχα: Έβαλε τα ~ του. Πβ. κυριακάτικα (τα).|| (μτφ.) Η πόλη ντύθηκε στα/φόρεσε τα ~ της (: στολίστηκε), για να υποδεχτεί τον καινούργιο χρόνο. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● επίρρ.: γιορτινά
  • γιος ουσ. (αρσ.): το αρσενικό παιδί (κυρ. σε σχέση με τους γονείς του): ο μεγάλος/μικρός (= βενιαμίν)/πρωτότοκος ~ (= πρωτογιός) της οικογένειας. Θετός ~ (πβ. ψυχογιός). Δίδυμοι γιοι. Πβ. αγόρι, γιόκας, κανακάρης. Βλ. θυγατέρα, κόρη, ακριβο-, μοναχο-, παρα-γιός. ΣΥΝ. υιός ● ΣΥΜΠΛ.: γιος του ανέμου βλ. άνεμος ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο βλ. πατέρας, κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα [< μεσν. γιος -παλαιότ. ορθογρ. γυιος]
  • γιοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΝΑΥΤ. κότερο, θαλαμηγός. [< αγγλ. yacht]
  • γιότινγκ γιό-τινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: θαλάσσιος τουρισμός που γίνεται με ενοικιασμένα ή ιδιόκτητα γιοτ. Βλ. ιστιοπλοΐα. [< αγγλ. yachting]
  • γιου-ες-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & USB: ΠΛΗΡΟΦ. δίαυλος που επιτρέπει τη σύνδεση όλων των περιφερειακών συσκευών με τον υπολογιστή: ασύρματο ~. Διεπαφή/θύρα/καλώδιο/οδηγός/πλήμνη/συνδέσεις/υποδοχές ~. ~ στικ/υψηλής ταχύτητας. [< αγγλ. Universal Serial Bus (USB), 1994]
  • γιου-πι-ες ουσ. (ουδ.) & UPS & (επίσ.) σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας: ΤΕΧΝΟΛ. περιφερειακή συσκευή τροφοδοσίας του υπολογιστή σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος για περιορισμένο διάστημα, ώστε να προλάβει ο χρήστης να κάνει αποθήκευση των εργασιών: κεντρικό ~. Eγκατάσταση/σύνδεση ~. Λογισμικό διαχείρισης/μονάδα ~. Πβ. σταθεροποιητής τάσης. [< αγγλ. Uninterruptible Power Supply (UPS)]
  • γιουάν γιου-άν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: η κινεζική νομισματική μονάδα. [< κινέζ. Yuan ‘στρογγυλός’]
  • γιουβαρλάκια γιου-βαρ-λά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιουβαρλάκι}: ΜΑΓΕΙΡ. μικρά, σφαιρικά κομμάτια από κιμά, ρύζι και μυρωδικά, μαγειρεμένα στην κατσαρόλα: ~ αβγολέμονο/σούπα. Βλ. κεφτές. [< τουρκ. yuvarlak]
  • γιουβέτσι γιου-βέ-τσι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) γκιουβέτσι 1. ΜΑΓΕΙΡ. κοκκινιστό κρέας που έχει ψηθεί στον φούρνο μέσα σε ταψί ή πήλινο σκεύος μαζί με τη σάλτσα του, νερό και ζυμαρικά, συνήθ. κριθαράκι: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι ~.|| Γαρίδες ~. 2. (σπάν.-συνεκδ.) το πήλινο σκεύος που προορίζεται για το ψήσιμο του συγκεκριμένου φαγητού: ~ με καπάκι (= γάστρα). ● Υποκ.: γιουβετσάκι (το) ● ΦΡ.: μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι (προφ.): μια έτσι, μια αλλιώς, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο. [< τουρκ. güveç]
  • γιούζερ νέιμ γιού-ζερ νέ-ιμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιουζερνέιμ (προφ.): ΠΛΗΡΟΦ. όνομα χρήστη: ~ και πάσγουορντ. Πβ. παρωνύμιο. [< αγγλ. username, 1971]
  • γιούζου γιού-ζου ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. δέντρο της Α. Ασίας (οικογ. Rutaceae, γένος Citrus) και ιδ. ο μικρός σαν γκρέιπ φρουτ καρπός του: σάλτσα ~. Βλ. υπερφρούτο. [< γαλλ.yuzu, 1922, αγγλ. ~, 1977]
  • γιούκα [γιοῦκα] γιού-κα ουσ. (θηλ. + ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. γένος αειθαλών, καλλωπιστικών φυτών (οικογ. Asparagaceae), με στενόμακρα, λογχοειδή και συνήθ. ακιδωτά φύλλα που σχηματίζουν θύσανο, από το κέντρο του οποίου βγαίνουν λευκά ή ροζ κωνοειδή άνθη. [< ισπ. yuca, γαλλ. yucca]
  • γιουκαλίλι γιου-κα-λί-λι ουσ. (ουδ.) & ουκουλέλε & (σπάν.) γιουκαλέλι: ΜΟΥΣ. μικρή τετράχορδη χαβανέζικη κιθάρα. Βλ. χαβάγια. [< αγγλ. ukulele]
  • γιούλια γιού-λια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιούλι} (λαϊκό): ΒΟΤ. μενεξέδες, βιολέτες. Πβ. ίο(ν).

ακίνητος

ακίνητος, η, ο [ἀκίνητος] α-κί-νη-τος επίθ.: που δεν κινείται, δεν αλλάζει θέση: ~ος: στόχος. ~η: γέφυρα (ΑΝΤ. κινητή). ~ο: βλέμμα. ~α: νερά (ΣΥΝ. στάσιμος· ΑΝΤ. κινούμενος). Κάθομαι/κοιτάζω/παραμένω/στέκομαι ~. Έμεινε ~ σαν άγαλμα (= ασάλευτος)/στο κρεβάτι. Κάτσε/στάσου ~! ~, ψηλά τα χέρια (: διαταγή αστυνομικού σε ύποπτο, κακοποιό, πβ. αλτ1)! Παρακολουθούσαν ~οι και ανέκφραστοι τα διαδραματιζόμενα. Πβ. ακούνητος, αμετακίνητος.|| (μτφ.) ~ χρόνος. Βλ. -κίνητος. ΑΝΤ. αεικίνητος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη περιουσία & ιδιοκτησία: γη και κτίσματα: μεταβίβαση/φορολογία ~ης ~ας. Έχω στην κυριότητά μου ~ ~. ~ ιδιοκτησία πλήρους κυριότητας. Απαλλοτρίωση/τέλος επί ~ης ιδιοκτησίας. Πβ. ακίνητο. ΑΝΤ. κινητή περιουσία, ακίνητη/σταθερή γιορτή & εορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που γιορτάζεται πάντοτε σε σταθερή ημερομηνία. ΑΝΤ. κινητή εορτή [< μεσν. ακίνητος εορτή] [< αρχ. ἀκίνητος, γαλλ.- αγγλ. immobile]

άνεμος

άνεμος [ἄνεμος] ά-νε-μος ουσ. (αρσ.) {ανέμ-ου | άνεμοι (λαϊκότ.-λογοτ.) ανέμοι, -ων, -ους} 1. μάζα ατμοσφαιρικού αέρα η οποία κινείται συνήθ. παράλληλα προς την επιφάνεια της Γης με συγκεκριμένη κατεύθυνση: ανατολικός/βόρειος (= βοριάς)/δυτικός/νότιος (= νοτιάς) ~. Αιγαιοπελαγίτικος/απαλός/δροσερός/ευνοϊκός (= ούριος)/ζεστός/μανιασμένος/ξηρός/υγρός/ψυχρός ~. (ΜΕΤΕΩΡ.) Γεωστροφικός ~. Η βοή/δύναμη/πνοή του ~ου. Αντίθετοι/ασθενείς/δυνατοί/ήπιοι/θυελλώδεις/μέτριοι/σφοδροί ~οι. Ξέσπασε/σηκώθηκε/φύσηξε ισχυρός ~. ~ και βροχή (= ανεμοβρόχι). Ο ~ δυνάμωσε/κόπασε/λυσσομανάει/μαίνεται/μουγκρίζει/ουρλιάζει. Ο ~ παρέσυρε/πήρε/σάρωσε/σήκωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Πνέει ~ έντασης 8 μποφόρ. Ο ~ άλλαξε διεύθυνση/πορεία. Εξασθενούν σταδιακά οι ~οι. Ενίσχυση/ισχύς/μανία/σφοδρότητα των ~ων. Βλ. αέρας, αντιανέμιος, βαρδάρης, γαρμπής, γρέγος, μαΐστρος, μελτέμι, μουσώνας, λεβάντες, λίβας, όστρια, πουνέντες, σιρόκος, τραμουντάνα. 2. (+ γεν.) (μτφ.) τάση, κλίμα, δυναμική: επαναστατικός/νέος ~. Πνέει/φύσηξε ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης/εκσυγχρονισμού/ελευθερίας. Πβ. αύρα, ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: γιος του ανέμου (μτφ.): για πολύ γρήγορο δρομέα ή ιστιοπλόο., ηλιακός άνεμος: ΓΕΩΦ. ροή φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται συνεχώς από το ηλιακό στέμμα λόγω υπερθέρμανσης του ήλιου. [< αγγλ. solar wind, 1958] , αληγείς (άνεμοι) βλ. αληγής, αναβατικός άνεμος βλ. αναβατικός, θερμικός άνεμος βλ. θερμικός, καταβάτης/καταβατικός άνεμος βλ. καταβάτης, ούριος άνεμος βλ. ούριος, πλάγιος άνεμος βλ. πλάγιος, ριπή (του) ανέμου βλ. ριπή ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες & έσπειρες ανέμους, θα θερίσεις θύελλες (παροιμ.): η υποδαύλιση της έχθρας και της διχόνοιας οδηγεί τελικά σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα., όπου φυσά(ει) ο άνεμος (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για άτομο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν: Είναι πάντα με την εξουσία. ~ ~, δηλαδή., περί ανέμων και υδάτων: γενικά και αόριστα: Κουβεντιάσαμε/μιλούσαμε/συζητούσαμε ~ ~., ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; (προφ.): (για κάποιον που δεν τον περιμέναμε) για ποιο λόγο ήρθες εδώ;, σαν άνεμος/σαν τον άνεμο: πολύ γρήγορα: Έφυγε/όρμηξε/πέρασε ~ ~. Είναι γρήγορος/τρέχει ~ ~. Πβ. σίφουνας., σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: σε διάφορες κατευθύνσεις: Η οικογένεια χώρισε και σκορπίστηκε ~ ~., φτερό στον άνεμο (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αυτός που παρασύρεται από τους άλλους, δεν μπορεί να ελέγξει την πορεία του, άγεται και φέρεται: Είμαι/νιώθω ~ ~ (= ευάλωτος). Είναι/κατάντησε ~ ~ των αυθαιρεσιών (πβ. έρμαιο).|| Οι πολύ κακές καιρικές συνθήκες έκαναν το αεροπλάνο να μοιάζει ~ ~., κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο βλ. κόντρα, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα [< αρχ. ἄνεμος, γαλλ. vent, αγγλ. wind]

εορτασμός

εορτασμός [ἑορτασμός] ε-ορ-τα-σμός ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & (προφ.) γιορτασμός: τέλεση γιορτής· σύνολο εκδηλώσεων που είναι αφιερωμένες σε κάποια γιορτή: διήμερος/επετειακός ~. Ο ~ της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος. Ο ~ του Πάσχα. Ο επίσημος ~ του Αγίου ... (πβ. πανήγυρη). Λαμπροί/φαντασμαγορικοί ~οί για το νέο έτος. Βλ. συν~. [< μτγν. ἑορτασμός]

εορταστικός

εορταστικός, ή, ό [ἑορταστικός] ε-ορ-τα-στι-κός επίθ. (επίσ.) & (προφ.) γιορταστικός: που σχετίζεται με εορτή: ~ός: διάκοσμος. ~ή: ατμόσφαιρα/περίοδος. ~ό: κλίμα/τραπέζι/τριήμερο. ~ές: εκδηλώσεις (: εορτασμοί). ~ά: εδέσματα. Το ~ό ωράριο των καταστημάτων. Σε ~ούς ρυθμούς κινείται η αγορά. Πβ. γιορτινός, πανηγυρικός. ● επίρρ.: εορταστικά [< αρχ. ἑορταστικός]

εορτή

εορτή [ἑορτή] ε-ορ-τή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): γιορτή, συνήθ. επίσημη ή θρησκευτική. Βλ. προεόρτια. ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. προς τιμήν του Χριστού: η ~ ~ της Αναλήψεως/της Πεντηκοστής/των Χριστουγέννων., θεομητορική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τη Θεοτόκο: η ~ ~ του Ευαγγελισμού., ακίνητη/σταθερή γιορτή βλ. ακίνητος, κινητή εορτή βλ. κινητός, ονομαστική εορτή βλ. ονομαστικός ● ΦΡ.: κατόπιν εορτής βλ. κατόπιν [< αρχ. ἑορτή]

θυγατέρα

θυγατέρα θυ-γα-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.-λογοτ.): κόρη, θηλυκό παιδί: αγαπητή/ακριβή (= ακριβο~)/μονάκριβη ~. Βλ. μοναχο~, πρωτο~. ● ΦΡ.: κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα [< μεσν. θυγατέρα]

ιβέντ

ιβέντ [ἰβέντ] ι-βέντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): εκδήλωση: αθλητικό/καλλιτεχνικό/πολιτιστικό ~. Τεστ ~ (: δοκιμαστική διοργάνωση ενόψει της επίσημης, βλ. πρόβα τζενεράλε). Πβ. χάπενινγκ. [< αγγλ. event]

ιστιοπλοΐα

ιστιοπλοΐα [ἱστιοπλοΐα] ι-στι-ο-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. πλεύση με ιστιοφόρο: ~ ανοιχτής θαλάσσης. Το (ολυμπιακό) άθλημα της ~ας. Πβ. ιστιοδρομία. Βλ. ναυταθλητισμός, φιν, -πλοΐα. [< γαλλ. navigation à voiles, γερμ. Segel(schif)fahrt]

κεφτές

κεφτές κε-φτές ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} & (σπάν.-λαϊκό) κιοφτές: ΜΑΓΕΙΡ. μικρό σφαιρικό κομμάτι από κιμά ζυμωμένο με ψωμί, αβγά και καρυκεύματα, που τρώγεται τηγανητό ή ψητό: ~έδες με πατάτες. Πλάθω ~έδες. Βλ. -ές, -κεφτές, μπιφτέκι. ● Υποκ.: κεφτεδάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.}: ~ια στον φούρνο/με κόκκινη σάλτσα. Βλ. σουτζουκάκι. [< τουρκ. köfte]

κινητός

κινητός, ή, ό κι-νη-τός επίθ. 1. που είναι δυνατό να κινηθεί ή να μετακινηθεί, που μπορεί κάποιος να του αλλάξει θέση, να τον μεταφέρει: ~ός: γερανός. ~ή: βάση/γέφυρα/σκάλα/συσκευή/τεχνολογία. ~ό: μηχάνημα/ουραίο (τουφεκιού)/στέλεχος (μηχανισμού)/στήριγμα/σύστημα/τηλέφωνο (= κινητό). ~ά: διαχωριστικά/εξαρτήματα/μέρη (π.χ. οροφής)/χωρίσματα. Πβ. κινούμενος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ά πράγματα μεγάλης αξίας. ΑΝΤ. ακίνητος, σταθερός (2) 2. που χρησιμοποιεί ειδικά εξοπλισμένο και διαμορφωμένο μεταφορικό μέσο, συνήθ. βαν, για να μετακινείται από μέρος σε μέρος: ~ός: σταθμός (παροχής ιατρικής φροντίδας). ~ή: καντίνα. ~ό: συνεργείο (τηλεόρασης). (ΣΤΡΑΤ.) ~ή Ομάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (ακρ. Κ.ΟΜ.Α.Κ.). Βλ. -κίνητος. 3. (σπανιότ.) που μεταβάλλεται, αλλάζει: ~ή: κλίμακα μισθών/ωρών εργασίας. ● Ουσ.: κινητά (τα): κινητή περιουσία: ~ και ακίνητα. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητή εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. της οποίας η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (εξαρτάται από το Πάσχα). ΑΝΤ. ακίνητη/σταθερή γιορτή [< μεσν. κινητή εορτή] , κινητή μονάδα: που είναι πλήρως εξοπλισμένη για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, συνήθ. δημόσιας ωφέλειας, και μεταφέρεται με ειδικά διαμορφωμένο όχημα: ~ ~ αιμοληψίας/ενημέρωσης/προληπτικής ιατρικής/ψυχικής υγείας., κινητή περιουσία: περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να μεταφερθούν. ΑΝΤ. ακίνητη περιουσία, κινητή τηλεφωνία: ΤΗΛΕΠ. που αναφέρεται στην επικοινωνία μέσω κινητού τηλεφώνου, στην τεχνολογία και τις υπηρεσίες που την υποστηρίζουν: εταιρική/συνδρομητική ~ ~. Ακτινοβολία/δίκτυο/κεραίες/σύνδεση/τέλη ~ής ~ας. ΑΝΤ. σταθερή τηλεφωνία [< αγγλ. mobile telephony] , κινητό γραφείο: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. φορητή ηλεκτρονική συσκευή (κυρ. λάπτοπ ή κινητό τηλέφωνο με ηλεκτρονικό στιλό), που παρέχει δυνατότητες γραφείου. [< αγγλ. mobile office] , κινητός μέσος (όρος): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέση τιμή μιας αξίας (μετοχής, νομίσματος) για συγκεκριμένη χρονική περίοδο που προηγήθηκε. [< αγγλ. moving average, 1912] , κινητά φύλλα βλ. φύλλο, κινητές αξίες βλ. αξία, κινητές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, κινητή βιβλιοθήκη βλ. βιβλιοθήκη, κινητή μάθηση βλ. μάθηση ● ΦΡ.: είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια [< 1: αρχ. κινητός, γαλλ.-αγγλ. mobile]

μανά

μανά μα-νά: μόνο στη ● ΦΡ.: ξανά μανά βλ. ξανά ΜΑΝΑ

ονομαστικός

ονομαστικός, ή, ό [ὀνομαστικός] ο-νο-μα-στι-κός επίθ. 1. που περιέχει ονόματα: ~ός: (τηλεφωνικός) κατάλογος. ~ή: κατάσταση (μαθητών)/λίστα (επιτυχόντων). Χρονολογικοί, θεματικοί και ~οί πίνακες. 2. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. για ποσό) που ισχύει επίσημα κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πληθωριστικές πιέσεις, κρατήσεις, προσαυξήσεις, επιβαρύνσεις: ~ός: (φορολογικός) συντελεστής. ~ή: αμοιβή/(συναλλαγματική) ισοτιμία/σύγκλιση/τιμή. ~ό: ΑΕΠ/επιτόκιο/(μετοχικό) κεφάλαιο/κόστος (εργασίας). Αύξηση τόσο σε ~ούς όσο και σε πραγματικούς όρους. Πβ. τρέχων. 3. (για μέγεθος) μέγιστη απόδοση σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να συνυπολογίζονται δευτερεύοντες παράγοντες που μπορεί να την επηρεάσουν· που ισχύει κατ' όνομα: ~ός: αριθμός (στροφών)/όγκος. ~ή: διάμετρος/ένταση/(θερμική) ισχύς/παροχή/ποσότητα. ~ό: βάρος/εύρος/πάχος/ρεύμα/φορτίο. ~ές: διαστάσεις. ~ή ταχύτητα λήψης δεδομένων. 4. που αναγράφει το όνομα του προσώπου για το οποίο εκδίδεται: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: τίτλος (ΑΝΤ. ανώνυμος). ~ές: μετοχές. ~ά: χρεόγραφα. || ~ά και αριθμημένα εισιτήρια.|| ~ή: αναφορά/επιστολή/καταγγελία/πρόσκληση. ● επίρρ.: ονομαστικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ονομαστική αξία & ονομαστική τιμή, αξία στο άρτιο: ΟΙΚΟΝ. η αναγραφόμενη σε νόμισμα ή τίτλο αξία του, η οποία θεωρείται ότι ισχύει επίσημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και η πραγματική (δεδομένου του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης): ~ ~ γραμματίου/ομολόγου. [< αγγλ. nominal value] , ονομαστική εορτή & γιορτή: ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη μνήμη Αγίου (ή Μάρτυρα ή Οσίου) και κατ' επέκτ. γιορτάζει κάθε άτομο που έχει το όνομά του: Πότε έχεις την ~ σου ~;, ονομαστική ψηφοφορία & ψηφοφορία με ονομαστική κλήση: (συνήθ. στη Βουλή) διαδικασία κατά την οποία κάθε βουλευτής εκφράζει την προτίμησή του με ναι, όχι ή παρών, όταν ακούσει να εκφωνείται (με αλφαβητική σειρά) το όνομά του από κατάλογο: μυστική/φανερή ~ ~. Πρόταση ~ής ~ας., ονομαστική κλήση βλ. κλήση, ονομαστική μετοχή βλ. μετοχή, ονομαστική πίεση βλ. πίεση, ονομαστικός μισθός βλ. μισθός [< αρχ. ὀνομαστικός, γαλλ. nominatif, nominal, πβ. γαλλ. onomastique, αγγλ. onomastic]

Πασχαλιά2

Πασχαλιά2 Πα-σχα-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): Πάσχα. Πβ. Λαμπρή. ● ΦΡ.: δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή (παροιμ.): δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα επιτυχίες ή ευχάριστα γεγονότα. [< μεσν. πασχαλία]

πατέρας

πατέρας πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) {πατέρ-ες (προφ. στη σημ. 1, -άδες)} & (λόγ.) πατήρ {γεν. πατρός, κλητ. πάτερ} 1. άνδρας που έχει αποκτήσει παιδί: βιολογικός (βλ. τεστ πατρότητας)/φυσικός ~. Θετός ~ (= ψυχο~). Καλός/στοργικός/τρυφερός ~. Σύζυγος και ~ τριών παιδιών (= τρίτεκνος). Ο ρόλος του ~α (στην οικογένεια). Η Γιορτή/(Παγκόσμια) (Η)μέρα του ~α. Ορφανός από ~α. Η γιαγιά από τον ~α (= από την πλευρά, από το σόι του ~α). Έγινε (για πρώτη φορά) ~. Φτυστός ο ~ του. Πβ. γεννήτορας, γέρος, μπαμπάς. Βλ. γονέας, μητέρα, παππούς, -πατέρας, πατρο-.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Όνομα πατρός (= πατρώνυμο).|| Μου στάθηκε σαν (αληθινός/πραγματικός) ~. Τον είχα σαν ~α μου. 2. αρσενικό ζώο που έχει αποκτήσει νεογνά. 3. (κ. με κεφαλ. Π, μτφ.) εφευρέτης, ιδρυτής: ο ~ της Ιατρικής/Τυπογραφίας. Πβ. θεμελιωτής, πατριάρχης. Βλ. πρωτεργάτης, σκαπανέας. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) ο Θεός: ο (επ)ουράνιος ~.|| Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας ή μοναχός: αγιορείτες ~ες. Ο ~/πατήρ Νικόδημος. Βλ. πάτερ.πατέρες (οι): πρόγονοι: η γη/η κληρονομιά/οι παραδόσεις των ~ων (= προπατόρων) μας. ● Υποκ.: πατερούλης (ο): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Πατέρες: ΕΚΚΛΗΣ. ονομασία των Επισκόπων και ειδικότ. των μελών της Ιεράς Συνόδου· οι Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν.] , Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις τρεις Κυριακές του χρόνου, κατά τις οποίες εορτάζονται οι Πατέρες της Α', Δ' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αντίστοιχα., οι Πατέρες της Εκκλησίας & οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: ΘΕΟΛ. εκκλησιαστικοί άνδρες, κυρ. κληρικοί, που με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν το χριστιανικό δόγμα: Αποστολικοί ~ ~. Βλ. πατερικός, πατρολογία. [< μτγν.] , πατέρας του έθνους 1. για άνδρα που υπήρξε αρχηγός και καθοδηγητής ενός έθνους. Βλ. εθνάρχης. 2. {στον πληθ.} (ειρων.) εθνοπατέρας., πατέρας-αφέντης (κυρ. παλαιότ.): αυταρχικός πατέρας, αρχηγός της οικογένειας. Πβ. κύρης. [< ιταλ. padre padrone] , πνευματικός πατέρας 1. (μτφ.) πνευματικός άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση της σκέψης ενός προσώπου: ο ~ ~ ενός λογοτέχνη/πολιτικού. Τον θεωρούσε ~ό του ~α. Πβ. δάσκαλος, μέντορας, πυγμαλίων. 2. (μτφ.) εισηγητής ιδέας ή τάσης: ο ~ ~ ενός θεσμού/κινήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. ανάδοχος ή εξομολόγος. ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο: με κληρονομικό τρόπο: Τα μυστικά της τέχνης τους διδάσκονται/μεταβιβάζονται/περνούν ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de père en fils] , λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα βλ. σκοτώνω, μου ζητάει κάποιος τη μάνα και τον πατέρα βλ. μάνα, παιδί της μάνας/του πατέρα του βλ. παιδί, πάτερ φαμίλιας βλ. φαμίλια, πόλεμος πατήρ πάντων βλ. πόλεμος, χωράφι του πατέρα του βλ. χωράφι [< 1: μεσν. πατέρας < αρχ. πατήρ 2: γαλλ. père 3: αρχ. ~, γαλλ. ~ 4: μτγν. πατήρ 5: μτγν. κ. μεσν.]

υπερφρούτο

υπερφρούτο [ὑπερφροῦτο] υ-περ-φρού-το ουσ. (ουδ.): φρούτο εξαιρετικά πλούσιο σε θρεπτικές και αντιοξειδωτικές ουσίες. Βλ. αχλαδόμηλο, γιούζου, υπερτροφή. [< αγγλ. superfruit, 2005]

φανφάρα

φανφάρα φαν-φά-ρα ουσ. (θηλ.) & φαμφάρα: ΜΟΥΣ. μελωδία ή μοτίβο για τρομπέτες ή/και άλλα χάλκινα πνευστά, για εορταστικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς· συνεκδ. η αντίστοιχη μπάντα. ● φανφάρες (οι) (κυρ. μτφ.-προφ.): βαρύγδουπα, στομφώδη λόγια· πομπώδεις εκδηλώσεις: επικοινωνιακές/προεκλογικές ~ (= μεγαλοστομίες, φλυαρίες). Πβ. αερολογίες, πομφόλυγες, φληναφήματα.|| Τελετές χωρίς (περιττές) ~ και τυμπανοκρουσίες (πβ. εντυπωσιασμός). Είναι όλο ~ (= εφέ, φιγούρα) και υποσχέσεις. [< ιταλ. fanfara, γαλλ. fanfare]

φιέστα

φιέστα φιέ-στα ουσ. (θηλ.) 1. πανηγυρικός εορτασμός ενός γεγονότος: ολυμπιακή/πρωτοχρονιάτικη/χριστουγεννιάτικη ~. ~ εγκαινίων/τίτλου/υποδοχής. ΣΥΝ. γιορτή (1) 2. (μειωτ.) κάθε εκδήλωση που λαμβάνει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις, ενώ υστερεί σε περιεχόμενο: επικοινωνιακή/κακόγουστη/κομματική/λαμπρή/προεκλογική/προπαγανδιστική ~. Πβ. επίδειξη, πανηγύρι, παράτα1. [< ιταλ. διαλεκτ. fiesta, ισπ. ~]

χαβάγια

χαβάγια χα-βά-για ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. χαβανέζικη, συνήθ. εξάχορδη, κιθάρα. Βλ. γιουκαλίλι. [< αγγλ. Hawaiian guitar, 1928]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.