ακίνητος, η, ο [ἀκίνητος] α-κί-νη-τος επίθ.: που δεν κινείται, δεν αλλάζει θέση: ~ος: στόχος. ~η: γέφυρα (ΑΝΤ. κινητή). ~ο: βλέμμα. ~α: νερά (ΣΥΝ. στάσιμος· ΑΝΤ. κινούμενος). Κάθομαι/κοιτάζω/παραμένω/στέκομαι ~. Έμεινε ~ σαν άγαλμα (= ασάλευτος)/στο κρεβάτι. Κάτσε/στάσου ~! ~, ψηλά τα χέρια (: διαταγή αστυνομικού σε ύποπτο, κακοποιό, πβ. αλτ1)! Παρακολουθούσαν ~οι και ανέκφραστοι τα διαδραματιζόμενα. Πβ. ακούνητος, αμετακίνητος.|| (μτφ.) ~ χρόνος. Βλ. -κίνητος. ΑΝΤ. αεικίνητος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη περιουσία & ιδιοκτησία: γη και κτίσματα: μεταβίβαση/φορολογία ~ης ~ας. Έχω στην κυριότητά μου ~ ~. ~ ιδιοκτησία πλήρους κυριότητας. Απαλλοτρίωση/τέλος επί ~ης ιδιοκτησίας. Πβ. ακίνητο. ΑΝΤ. κινητή περιουσία, ακίνητη/σταθερή γιορτή & εορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που γιορτάζεται πάντοτε σε σταθερή ημερομηνία. ΑΝΤ. κινητή εορτή [< μεσν. ακίνητος εορτή] [< αρχ. ἀκίνητος, γαλλ.- αγγλ. immobile]
άνεμος [ἄνεμος] ά-νε-μος ουσ. (αρσ.) {ανέμ-ου | άνεμοι (λαϊκότ.-λογοτ.) ανέμοι, -ων, -ους} 1. μάζα ατμοσφαιρικού αέρα η οποία κινείται συνήθ. παράλληλα προς την επιφάνεια της Γης με συγκεκριμένη κατεύθυνση: ανατολικός/βόρειος (= βοριάς)/δυτικός/νότιος (= νοτιάς) ~. Αιγαιοπελαγίτικος/απαλός/δροσερός/ευνοϊκός (= ούριος)/ζεστός/μανιασμένος/ξηρός/υγρός/ψυχρός ~. (ΜΕΤΕΩΡ.) Γεωστροφικός ~. Η βοή/δύναμη/πνοή του ~ου. Αντίθετοι/ασθενείς/δυνατοί/ήπιοι/θυελλώδεις/μέτριοι/σφοδροί ~οι. Ξέσπασε/σηκώθηκε/φύσηξε ισχυρός ~. ~ και βροχή (= ανεμοβρόχι). Ο ~ δυνάμωσε/κόπασε/λυσσομανάει/μαίνεται/μουγκρίζει/ουρλιάζει. Ο ~ παρέσυρε/πήρε/σάρωσε/σήκωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Πνέει ~ έντασης 8 μποφόρ. Ο ~ άλλαξε διεύθυνση/πορεία. Εξασθενούν σταδιακά οι ~οι. Ενίσχυση/ισχύς/μανία/σφοδρότητα των ~ων. Βλ. αέρας, αντιανέμιος, βαρδάρης, γαρμπής, γρέγος, μαΐστρος, μελτέμι, μουσώνας, λεβάντες, λίβας, όστρια, πουνέντες, σιρόκος, τραμουντάνα. 2. (+ γεν.) (μτφ.) τάση, κλίμα, δυναμική: επαναστατικός/νέος ~. Πνέει/φύσηξε ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης/εκσυγχρονισμού/ελευθερίας. Πβ. αύρα, ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: γιος του ανέμου (μτφ.): για πολύ γρήγορο δρομέα ή ιστιοπλόο., ηλιακός άνεμος: ΓΕΩΦ. ροή φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται συνεχώς από το ηλιακό στέμμα λόγω υπερθέρμανσης του ήλιου. [< αγγλ. solar wind, 1958] , αληγείς (άνεμοι) βλ. αληγής, αναβατικός άνεμος βλ. αναβατικός, θερμικός άνεμος βλ. θερμικός, καταβάτης/καταβατικός άνεμος βλ. καταβάτης, ούριος άνεμος βλ. ούριος, πλάγιος άνεμος βλ. πλάγιος, ριπή (του) ανέμου βλ. ριπή ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες & έσπειρες ανέμους, θα θερίσεις θύελλες (παροιμ.): η υποδαύλιση της έχθρας και της διχόνοιας οδηγεί τελικά σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα., όπου φυσά(ει) ο άνεμος (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για άτομο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν: Είναι πάντα με την εξουσία. ~ ~, δηλαδή., περί ανέμων και υδάτων: γενικά και αόριστα: Κουβεντιάσαμε/μιλούσαμε/συζητούσαμε ~ ~., ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; (προφ.): (για κάποιον που δεν τον περιμέναμε) για ποιο λόγο ήρθες εδώ;, σαν άνεμος/σαν τον άνεμο: πολύ γρήγορα: Έφυγε/όρμηξε/πέρασε ~ ~. Είναι γρήγορος/τρέχει ~ ~. Πβ. σίφουνας., σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: σε διάφορες κατευθύνσεις: Η οικογένεια χώρισε και σκορπίστηκε ~ ~., φτερό στον άνεμο (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αυτός που παρασύρεται από τους άλλους, δεν μπορεί να ελέγξει την πορεία του, άγεται και φέρεται: Είμαι/νιώθω ~ ~ (= ευάλωτος). Είναι/κατάντησε ~ ~ των αυθαιρεσιών (πβ. έρμαιο).|| Οι πολύ κακές καιρικές συνθήκες έκαναν το αεροπλάνο να μοιάζει ~ ~., κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο βλ. κόντρα, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα [< αρχ. ἄνεμος, γαλλ. vent, αγγλ. wind]
εορτασμός [ἑορτασμός] ε-ορ-τα-σμός ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & (προφ.) γιορτασμός: τέλεση γιορτής· σύνολο εκδηλώσεων που είναι αφιερωμένες σε κάποια γιορτή: διήμερος/επετειακός ~. Ο ~ της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος. Ο ~ του Πάσχα. Ο επίσημος ~ του Αγίου ... (πβ. πανήγυρη). Λαμπροί/φαντασμαγορικοί ~οί για το νέο έτος. Βλ. συν~. [< μτγν. ἑορτασμός]
εορταστικός, ή, ό [ἑορταστικός] ε-ορ-τα-στι-κός επίθ. (επίσ.) & (προφ.) γιορταστικός: που σχετίζεται με εορτή: ~ός: διάκοσμος. ~ή: ατμόσφαιρα/περίοδος. ~ό: κλίμα/τραπέζι/τριήμερο. ~ές: εκδηλώσεις (: εορτασμοί). ~ά: εδέσματα. Το ~ό ωράριο των καταστημάτων. Σε ~ούς ρυθμούς κινείται η αγορά. Πβ. γιορτινός, πανηγυρικός. ● επίρρ.: εορταστικά [< αρχ. ἑορταστικός]
εορτή [ἑορτή] ε-ορ-τή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): γιορτή, συνήθ. επίσημη ή θρησκευτική. Βλ. προεόρτια. ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. προς τιμήν του Χριστού: η ~ ~ της Αναλήψεως/της Πεντηκοστής/των Χριστουγέννων., θεομητορική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τη Θεοτόκο: η ~ ~ του Ευαγγελισμού., ακίνητη/σταθερή γιορτή βλ. ακίνητος, κινητή εορτή βλ. κινητός, ονομαστική εορτή βλ. ονομαστικός ● ΦΡ.: κατόπιν εορτής βλ. κατόπιν [< αρχ. ἑορτή]
θυγατέρα θυ-γα-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.-λογοτ.): κόρη, θηλυκό παιδί: αγαπητή/ακριβή (= ακριβο~)/μονάκριβη ~. Βλ. μοναχο~, πρωτο~. ● ΦΡ.: κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα [< μεσν. θυγατέρα]
ιβέντ [ἰβέντ] ι-βέντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): εκδήλωση: αθλητικό/καλλιτεχνικό/πολιτιστικό ~. Τεστ ~ (: δοκιμαστική διοργάνωση ενόψει της επίσημης, βλ. πρόβα τζενεράλε). Πβ. χάπενινγκ. [< αγγλ. event]
ιστιοπλοΐα [ἱστιοπλοΐα] ι-στι-ο-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. πλεύση με ιστιοφόρο: ~ ανοιχτής θαλάσσης. Το (ολυμπιακό) άθλημα της ~ας. Πβ. ιστιοδρομία. Βλ. ναυταθλητισμός, φιν, -πλοΐα. [< γαλλ. navigation à voiles, γερμ. Segel(schif)fahrt]
κεφτές κε-φτές ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} & (σπάν.-λαϊκό) κιοφτές: ΜΑΓΕΙΡ. μικρό σφαιρικό κομμάτι από κιμά ζυμωμένο με ψωμί, αβγά και καρυκεύματα, που τρώγεται τηγανητό ή ψητό: ~έδες με πατάτες. Πλάθω ~έδες. Βλ. -ές, -κεφτές, μπιφτέκι. ● Υποκ.: κεφτεδάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.}: ~ια στον φούρνο/με κόκκινη σάλτσα. Βλ. σουτζουκάκι. [< τουρκ. köfte]
κινητός, ή, ό κι-νη-τός επίθ. 1. που είναι δυνατό να κινηθεί ή να μετακινηθεί, που μπορεί κάποιος να του αλλάξει θέση, να τον μεταφέρει: ~ός: γερανός. ~ή: βάση/γέφυρα/σκάλα/συσκευή/τεχνολογία. ~ό: μηχάνημα/ουραίο (τουφεκιού)/στέλεχος (μηχανισμού)/στήριγμα/σύστημα/τηλέφωνο (= κινητό). ~ά: διαχωριστικά/εξαρτήματα/μέρη (π.χ. οροφής)/χωρίσματα. Πβ. κινούμενος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ά πράγματα μεγάλης αξίας. ΑΝΤ. ακίνητος, σταθερός (2) 2. που χρησιμοποιεί ειδικά εξοπλισμένο και διαμορφωμένο μεταφορικό μέσο, συνήθ. βαν, για να μετακινείται από μέρος σε μέρος: ~ός: σταθμός (παροχής ιατρικής φροντίδας). ~ή: καντίνα. ~ό: συνεργείο (τηλεόρασης). (ΣΤΡΑΤ.) ~ή Ομάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (ακρ. Κ.ΟΜ.Α.Κ.). Βλ. -κίνητος. 3. (σπανιότ.) που μεταβάλλεται, αλλάζει: ~ή: κλίμακα μισθών/ωρών εργασίας. ● Ουσ.: κινητά (τα): κινητή περιουσία: ~ και ακίνητα. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητή εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. της οποίας η ημερομηνία δεν είναι σταθερή (εξαρτάται από το Πάσχα). ΑΝΤ. ακίνητη/σταθερή γιορτή [< μεσν. κινητή εορτή] , κινητή μονάδα: που είναι πλήρως εξοπλισμένη για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, συνήθ. δημόσιας ωφέλειας, και μεταφέρεται με ειδικά διαμορφωμένο όχημα: ~ ~ αιμοληψίας/ενημέρωσης/προληπτικής ιατρικής/ψυχικής υγείας., κινητή περιουσία: περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να μεταφερθούν. ΑΝΤ. ακίνητη περιουσία, κινητή τηλεφωνία: ΤΗΛΕΠ. που αναφέρεται στην επικοινωνία μέσω κινητού τηλεφώνου, στην τεχνολογία και τις υπηρεσίες που την υποστηρίζουν: εταιρική/συνδρομητική ~ ~. Ακτινοβολία/δίκτυο/κεραίες/σύνδεση/τέλη ~ής ~ας. ΑΝΤ. σταθερή τηλεφωνία [< αγγλ. mobile telephony] , κινητό γραφείο: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. φορητή ηλεκτρονική συσκευή (κυρ. λάπτοπ ή κινητό τηλέφωνο με ηλεκτρονικό στιλό), που παρέχει δυνατότητες γραφείου. [< αγγλ. mobile office] , κινητός μέσος (όρος): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέση τιμή μιας αξίας (μετοχής, νομίσματος) για συγκεκριμένη χρονική περίοδο που προηγήθηκε. [< αγγλ. moving average, 1912] , κινητά φύλλα βλ. φύλλο, κινητές αξίες βλ. αξία, κινητές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, κινητή βιβλιοθήκη βλ. βιβλιοθήκη, κινητή μάθηση βλ. μάθηση ● ΦΡ.: είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια [< 1: αρχ. κινητός, γαλλ.-αγγλ. mobile]
μανά μα-νά: μόνο στη ● ΦΡ.: ξανά μανά βλ. ξανά ΜΑΝΑ
ονομαστικός, ή, ό [ὀνομαστικός] ο-νο-μα-στι-κός επίθ. 1. που περιέχει ονόματα: ~ός: (τηλεφωνικός) κατάλογος. ~ή: κατάσταση (μαθητών)/λίστα (επιτυχόντων). Χρονολογικοί, θεματικοί και ~οί πίνακες. 2. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. για ποσό) που ισχύει επίσημα κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πληθωριστικές πιέσεις, κρατήσεις, προσαυξήσεις, επιβαρύνσεις: ~ός: (φορολογικός) συντελεστής. ~ή: αμοιβή/(συναλλαγματική) ισοτιμία/σύγκλιση/τιμή. ~ό: ΑΕΠ/επιτόκιο/(μετοχικό) κεφάλαιο/κόστος (εργασίας). Αύξηση τόσο σε ~ούς όσο και σε πραγματικούς όρους. Πβ. τρέχων. 3. (για μέγεθος) μέγιστη απόδοση σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να συνυπολογίζονται δευτερεύοντες παράγοντες που μπορεί να την επηρεάσουν· που ισχύει κατ' όνομα: ~ός: αριθμός (στροφών)/όγκος. ~ή: διάμετρος/ένταση/(θερμική) ισχύς/παροχή/ποσότητα. ~ό: βάρος/εύρος/πάχος/ρεύμα/φορτίο. ~ές: διαστάσεις. ~ή ταχύτητα λήψης δεδομένων. 4. που αναγράφει το όνομα του προσώπου για το οποίο εκδίδεται: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: τίτλος (ΑΝΤ. ανώνυμος). ~ές: μετοχές. ~ά: χρεόγραφα. || ~ά και αριθμημένα εισιτήρια.|| ~ή: αναφορά/επιστολή/καταγγελία/πρόσκληση. ● επίρρ.: ονομαστικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ονομαστική αξία & ονομαστική τιμή, αξία στο άρτιο: ΟΙΚΟΝ. η αναγραφόμενη σε νόμισμα ή τίτλο αξία του, η οποία θεωρείται ότι ισχύει επίσημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και η πραγματική (δεδομένου του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης): ~ ~ γραμματίου/ομολόγου. [< αγγλ. nominal value] , ονομαστική εορτή & γιορτή: ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη μνήμη Αγίου (ή Μάρτυρα ή Οσίου) και κατ' επέκτ. γιορτάζει κάθε άτομο που έχει το όνομά του: Πότε έχεις την ~ σου ~;, ονομαστική ψηφοφορία & ψηφοφορία με ονομαστική κλήση: (συνήθ. στη Βουλή) διαδικασία κατά την οποία κάθε βουλευτής εκφράζει την προτίμησή του με ναι, όχι ή παρών, όταν ακούσει να εκφωνείται (με αλφαβητική σειρά) το όνομά του από κατάλογο: μυστική/φανερή ~ ~. Πρόταση ~ής ~ας., ονομαστική κλήση βλ. κλήση, ονομαστική μετοχή βλ. μετοχή, ονομαστική πίεση βλ. πίεση, ονομαστικός μισθός βλ. μισθός [< αρχ. ὀνομαστικός, γαλλ. nominatif, nominal, πβ. γαλλ. onomastique, αγγλ. onomastic]
Πασχαλιά2 Πα-σχα-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): Πάσχα. Πβ. Λαμπρή. ● ΦΡ.: δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή (παροιμ.): δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα επιτυχίες ή ευχάριστα γεγονότα. [< μεσν. πασχαλία]
πατέρας πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) {πατέρ-ες (προφ. στη σημ. 1, -άδες)} & (λόγ.) πατήρ {γεν. πατρός, κλητ. πάτερ} 1. άνδρας που έχει αποκτήσει παιδί: βιολογικός (βλ. τεστ πατρότητας)/φυσικός ~. Θετός ~ (= ψυχο~). Καλός/στοργικός/τρυφερός ~. Σύζυγος και ~ τριών παιδιών (= τρίτεκνος). Ο ρόλος του ~α (στην οικογένεια). Η Γιορτή/(Παγκόσμια) (Η)μέρα του ~α. Ορφανός από ~α. Η γιαγιά από τον ~α (= από την πλευρά, από το σόι του ~α). Έγινε (για πρώτη φορά) ~. Φτυστός ο ~ του. Πβ. γεννήτορας, γέρος, μπαμπάς. Βλ. γονέας, μητέρα, παππούς, -πατέρας, πατρο-.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Όνομα πατρός (= πατρώνυμο).|| Μου στάθηκε σαν (αληθινός/πραγματικός) ~. Τον είχα σαν ~α μου. 2. αρσενικό ζώο που έχει αποκτήσει νεογνά. 3. (κ. με κεφαλ. Π, μτφ.) εφευρέτης, ιδρυτής: ο ~ της Ιατρικής/Τυπογραφίας. Πβ. θεμελιωτής, πατριάρχης. Βλ. πρωτεργάτης, σκαπανέας. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) ο Θεός: ο (επ)ουράνιος ~.|| Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας ή μοναχός: αγιορείτες ~ες. Ο ~/πατήρ Νικόδημος. Βλ. πάτερ. ● πατέρες (οι): πρόγονοι: η γη/η κληρονομιά/οι παραδόσεις των ~ων (= προπατόρων) μας. ● Υποκ.: πατερούλης (ο): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Πατέρες: ΕΚΚΛΗΣ. ονομασία των Επισκόπων και ειδικότ. των μελών της Ιεράς Συνόδου· οι Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν.] , Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις τρεις Κυριακές του χρόνου, κατά τις οποίες εορτάζονται οι Πατέρες της Α', Δ' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αντίστοιχα., οι Πατέρες της Εκκλησίας & οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: ΘΕΟΛ. εκκλησιαστικοί άνδρες, κυρ. κληρικοί, που με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν το χριστιανικό δόγμα: Αποστολικοί ~ ~. Βλ. πατερικός, πατρολογία. [< μτγν.] , πατέρας του έθνους 1. για άνδρα που υπήρξε αρχηγός και καθοδηγητής ενός έθνους. Βλ. εθνάρχης. 2. {στον πληθ.} (ειρων.) εθνοπατέρας., πατέρας-αφέντης (κυρ. παλαιότ.): αυταρχικός πατέρας, αρχηγός της οικογένειας. Πβ. κύρης. [< ιταλ. padre padrone] , πνευματικός πατέρας 1. (μτφ.) πνευματικός άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση της σκέψης ενός προσώπου: ο ~ ~ ενός λογοτέχνη/πολιτικού. Τον θεωρούσε ~ό του ~α. Πβ. δάσκαλος, μέντορας, πυγμαλίων. 2. (μτφ.) εισηγητής ιδέας ή τάσης: ο ~ ~ ενός θεσμού/κινήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. ανάδοχος ή εξομολόγος. ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο: με κληρονομικό τρόπο: Τα μυστικά της τέχνης τους διδάσκονται/μεταβιβάζονται/περνούν ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de père en fils] , λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα βλ. σκοτώνω, μου ζητάει κάποιος τη μάνα και τον πατέρα βλ. μάνα, παιδί της μάνας/του πατέρα του βλ. παιδί, πάτερ φαμίλιας βλ. φαμίλια, πόλεμος πατήρ πάντων βλ. πόλεμος, χωράφι του πατέρα του βλ. χωράφι [< 1: μεσν. πατέρας < αρχ. πατήρ 2: γαλλ. père 3: αρχ. ~, γαλλ. ~ 4: μτγν. πατήρ 5: μτγν. κ. μεσν.]
υπερφρούτο [ὑπερφροῦτο] υ-περ-φρού-το ουσ. (ουδ.): φρούτο εξαιρετικά πλούσιο σε θρεπτικές και αντιοξειδωτικές ουσίες. Βλ. αχλαδόμηλο, γιούζου, υπερτροφή. [< αγγλ. superfruit, 2005]
φανφάρα φαν-φά-ρα ουσ. (θηλ.) & φαμφάρα: ΜΟΥΣ. μελωδία ή μοτίβο για τρομπέτες ή/και άλλα χάλκινα πνευστά, για εορταστικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς· συνεκδ. η αντίστοιχη μπάντα. ● φανφάρες (οι) (κυρ. μτφ.-προφ.): βαρύγδουπα, στομφώδη λόγια· πομπώδεις εκδηλώσεις: επικοινωνιακές/προεκλογικές ~ (= μεγαλοστομίες, φλυαρίες). Πβ. αερολογίες, πομφόλυγες, φληναφήματα.|| Τελετές χωρίς (περιττές) ~ και τυμπανοκρουσίες (πβ. εντυπωσιασμός). Είναι όλο ~ (= εφέ, φιγούρα) και υποσχέσεις. [< ιταλ. fanfara, γαλλ. fanfare]
φιέστα φιέ-στα ουσ. (θηλ.) 1. πανηγυρικός εορτασμός ενός γεγονότος: ολυμπιακή/πρωτοχρονιάτικη/χριστουγεννιάτικη ~. ~ εγκαινίων/τίτλου/υποδοχής. ΣΥΝ. γιορτή (1) 2. (μειωτ.) κάθε εκδήλωση που λαμβάνει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις, ενώ υστερεί σε περιεχόμενο: επικοινωνιακή/κακόγουστη/κομματική/λαμπρή/προεκλογική/προπαγανδιστική ~. Πβ. επίδειξη, πανηγύρι, παράτα1. [< ιταλ. διαλεκτ. fiesta, ισπ. ~]
χαβάγια χα-βά-για ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. χαβανέζικη, συνήθ. εξάχορδη, κιθάρα. Βλ. γιουκαλίλι. [< αγγλ. Hawaiian guitar, 1928]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ