Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11600-11620]


  • γκαρίζω γκα-ρί-ζω ρ. (αμτβ.) {γκάρι-σε (λαϊκό) γκάρι-ξε, γκαρίζ-οντας} (μτφ.-μειωτ.): βγάζω δυνατή ή/και άγρια φωνή, φωνάζω· τραγουδώ δυνατά και παράφωνα: ~ει στο τηλέφωνο. Σταμάτα να ~εις! Πβ. γαβγίζω, κράζω, κραυγάζω, ουρλιάζω, τσιρίζω.|| Πβ. φαλτσάρω.γκαρίζει: (για γάιδαρο) βγάζει τη χαρακτηριστική του φωνή. Βλ. χλιμιντρίζει. [< μεσν. γκαρίζω]
  • γκαρίλα γκα-ρί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): αγριοφωνάρα: Έμπηξε μια ~. Μας πήρε τ' αυτιά με τις ~ες του. Πβ. ξεφωνητό, τσιρίδα. Βλ. -ίλα. ΣΥΝ. γαϊδουροφωνάρα
  • γκάρισμα γκά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκαρίζω: το ~ του γαϊδάρου. Βλ. χλιμίντρισμα.|| (μτφ.) Δυνατά/εκκωφαντικά ~ατα. Πβ. αγριο-, γαϊδουρο-φωνάρα. [< μεσν. γκάρισμα]
  • γκαρνταρόμπα γκαρ-ντα-ρό-μπα ουσ. (θηλ.) 1. ειδικά διαμορφωμένος χώρος στην είσοδο εστιατορίου, κέντρου διασκέδασης, θεάτρου, μουσείου, όπου μπορούν οι πελάτες, θεατές, επισκέπτες να αφήσουν το πανωφόρι τους ή/και τα προσωπικά τους είδη· (σε σπίτι) ντουλάπα ή δωμάτιο για τα ρούχα και συνήθ. τα παπούτσια και τα αξεσουάρ. Πβ. βεστιάριο, ιματιοθήκη. 2. το σύνολο των ρούχων που έχει κάποιος: ανδρική/γυναικεία/πλούσια ~. Ανανεώνω τη ~ μου. Πβ. ενδυματολόγιο. Βλ. ρουχισμός. [< γαλλ. garde-robe]
  • γκαρσόνι γκαρ-σό-νι ουσ. (ουδ.) & γκαρσόν, γκαρσόνα (η) (προφ.): σερβιτόρος: Φωνάζω το ~, για να δώσω παραγγελία/πληρώσω. Βλ. μετρ. ● ΦΡ.: γκαρσόν! (κυρ. παλαιότ.): ως προσφώνηση σε σερβιτόρο: ~, το λογαριασμό! [< γαλλ. garçon]
  • γκαρσονιέρα γκαρ-σο-νιέ-ρα ουσ. (θηλ.): μικρό διαμέρισμα με έναν κυρίως χώρο: φοιτητική ~. Ενοικιάζεται επιπλωμένη/ημιυπόγεια/ισόγεια ~. Πβ. στούντιο. Βλ. δώμα. ● Υποκ.: γκαρσονιερίτσα (η), γκαρσονιερούλα (η) [< γαλλ. garçonnière]
  • γκασπάτσο γκα-σπά-τσο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. κρύα παχύρρευστη ντοματόσουπα με κόκκινες γλυκές πιπεριές, σκόρδο, κρεμμύδι, λάδι, ξίδι και τριμμένη ψίχα ψωμιού, η οποία αποτελεί παραδοσιακό ισπανικό φαγητό: ~ με κρουτόν. ~ και παέγια. [< ισπ. Gazpacho, γαλλ. ~, διαδόθηκε περ. το 1950]
  • γκασταρμπάιτερ γκα-σταρ-μπά-ι-τερ ουσ. (αρσ.) {άκλ.} (κυρ. παλαιότ., κατά τις δεκαετίες '60, '70): ξένος εργάτης στη Γερμανία για καθορισμένο χρονικό διάστημα· επισκέπτης ή φιλοξενούμενος εργάτης. Βλ. μετανάστης. [< γερμ. Gastarbeiter]
  • γκάστρωμα γκά-στρω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκαστρώνω. Βλ. εγκυμοσύνη.
  • γκαστρώνω γκα-στρώ-νω ρ. (μτβ.) {γκάστρω-σα, γκαστρώ-θηκα, -μένος} (λαϊκό) 1. (για άνδρα ή αρσ. ζώο) αφήνω έγκυο (γυναίκα ή θηλ. ζώο αντίστοιχα). 2. (μτφ.) εξαντλώ την υπομονή κάποιου: Τελείωνε καμιά φορά! Μας ~σες! Έλα, πες μου και με ~σες (: μη με παιδεύεις, ταλαιπωρείς)! ΣΥΝ. πρήζω ● Παθ.: γκαστρώνομαι: (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) μένω έγκυος. ΣΥΝ. πιάνω παιδί, συλλαμβάνω (3) ● ΦΡ.: η κάλπη είναι γκαστρωμένη (προφ.): για σκληρή εκλογική αναμέτρηση, το αποτέλεσμα της οποίας είναι αβέβαιο., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) βλ. γάμος [< μεσν. εγγαστρώνω]
  • γκάτζετ γκά-τζετ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΤΕΧΝΟΛ. μικρή και πρακτική μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή ή εργαλείο, συνήθ. τελευταίας τεχνολογίας. ● Υποκ.: γκατζετάκι (το) [< αγγλ. gadget, γαλλ. ~, περ. 1946]
  • γκατζετάκιας γκα-τζε-τά-κιας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): πρόσωπο που έχει εμμονή με την απόκτηση γκάτζετ. Βλ. -άκιας.
  • γκάφα γκά-φα ουσ. (θηλ.) (προφ.): εσφαλμένη ενέργεια ή λόγος με δυσάρεστες συνέπειες που οφείλεται σε αφέλεια, άγνοια ή απρονοησία: ~ ολκής (= πρωτοφανής). Η μια ~ μετά την/πίσω από την άλλη! Πολιτικές ~ες. Πέφτει από τη μια ~ στην άλλη. Υπέπεσε σε ~. Έκανε (επική/μεγάλη/χοντρή) ~ (= πατάτα)! Πβ. λάθος, σφάλμα, χοντράδα. Βλ. αυτογκόλ. [< γαλλ. gaffe]
  • γκαφατζής γκα-φα-τζής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. γκαφατζού} (προφ.): πρόσωπο που κάνει συχνά γκάφες.
  • γκέι γκέ-ι ουσ. (αρσ.) {άκλ.} (προφ.) 1. (συνήθ. για άνδρα) ομοφυλόφιλος. ΑΝΤ. στρέιτ 2. (ως επίθ.) ομοφυλοφιλικός: ~ ζευγάρι/κίνημα/κοινότητα/μπαρ. [< αγγλ. gay, 1953]
  • γκέιζερ γκέ-ι-ζερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΓΕΩΛ. θερμοπίδακας. [< αγγλ. geyser]
  • γκέισα γκέ-ι-σα ουσ. (θηλ.): Γιαπωνέζα που έχει εκπαιδευτεί να διασκεδάζει άντρες με συζήτηση, χορό και τραγούδι: μαθητευόμενες ~ες. Βλ. παλλακίδα. [< γαλλ.-αγγλ. geisha]
  • γκέκας γκέ-κας ουσ. (αρσ.) {-ηδες} (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. ο ελληνικός ιχνηλάτης. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κ. με κεφαλ. Γ) κάτοικος της Β. Αλβανίας.
  • γκέκο γκέ-κο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΖΩΟΛ. κάθε γένος σαύρας (οικογ. Geckonidae), με ικανότητα προσκόλλησης και αναρρίχησης σε κάθε επιφάνεια χάρη στα πολυάριθμα τριχίδια των πελμάτων της. Πβ. σαμιαμίδι. [< γαλλ. gecko]
  • γκελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.) 1. αναπήδηση ενός ελαστικού κυρ. αντικειμένου κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια: Η μπάλα έκανε ~ στον τοίχο. ΣΥΝ. γκέλα (2) 2. (μτφ.) θετική εντύπωση, απήχηση, επιτυχία (στο κοινό): Ηθοποιός που κάνει ~ (= έχει πέραση). Έχει ~ πάνω στη σκηνή. [< τουρκ. gel]

-άκιας

-άκιας {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~.

αυτογκόλ

αυτογκόλ [αὐτογκόλ] αυ-το-γκόλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΑΘΛ. γκολ που σημειώνει κατά λάθος ένας ποδοσφαιριστής σε βάρος της ομάδας του. Βλ. αυτοκαλάθι. 2. (μτφ.) λάθος που αποβαίνει σε βάρος αυτού που το διαπράττει: πολιτικό ~. Βλ. γκάφα, μπούμερανγκ, φάουλ. [< ιταλ. autogo(a)l, 1908,  γαλλ. autogoal, 1963]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

δώμα

δώμα [δῶμα] δώ-μα ουσ. (ουδ.) {δώμ-ατος | -ατα} ΑΡΧΙΤ. 1. δωμάτιο ή μικρό διαμέρισμα που κατασκευάζεται σε ταράτσα: μεζονέτα/ρετιρέ με ~. 2. επίπεδη στέγη, ταράτσα: πράσινα φυτεμένα ~ατα (: με κήπο, πβ. ταρατσόκηπος).δώματα (τα): (κυρ. μτφ.-ειρων.) πολυτελή διαμερίσματα, μέγαρα: τα ~ της εξουσίας.|| (λογοτ.) Τα ουράνια ~ (= ο ουρανός). [< 1: αρχ. δῶμα ‘σπίτι, κύριο δωμάτιο’ 2: μτγν. ~.]

εγκυμοσύνη

εγκυμοσύνη [ἐγκυμοσύνη] ε-γκυ-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.): κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου έως τον τοκετό (κατά μέσο όρο 267 ημέρες): ανεπιθύμητη/επαπειλούμενη/προχωρημένη/φυσιολογική ~. Άδεια/περίοδος/ρούχα/συμπτώματα/τεστ ~ης. ~ υψηλού κινδύνου. Διέκοψε την ~ της (βλ. άμβλωση). Είχε δύσκολη/εύκολη ~. Ομαλή έκβαση/εξέλιξη της ~ης. Βρίσκεται στον τρίτο μήνα της ~ης. Πβ. κύηση, κυοφορία. Βλ. αποβολή, -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωμήτριος εγκυμοσύνη βλ. εξωμήτριος, σακχαρώδης διαβήτης (της) κύησης/εγκυμοσύνης βλ. διαβήτης2

-ίλα

-ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]

μετρ

μετρ ουσ. (αρσ.) {άκλ.} 1. επαγγελματίας που θεωρείται δάσκαλος, αυθεντία στον τομέα του: ~ της κομμωτικής/της μόδας/της υψηλής ραπτικής (= μόδιστρος). Τα μυστικά της κουζίνας από τον ~ του είδους ... Πβ. μαέστρος, μάστορας. 2. επικεφαλής προσωπικού ξενοδοχείου, εστιατορίου, κέντρου διασκέδασης. ● ΣΥΜΠΛ.: γκραν μετρ: ΑΘΛ. τίτλος σκακιστών διεθνούς επιπέδου και η αντίστοιχη κατηγορία: ~ ~ ανδρών/γυναικών.|| Σημείωσε νόρμα ~ ~. [< γαλλ. maître]

παλλακίδα

παλλακίδα παλ-λα-κί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΡΧ. γυναίκα που συμβίωνε με πλούσιο συνήθ. άνδρα και είχε ερωτική σχέση μαζί του, χωρίς να είναι η επίσημη σύζυγός του. [< αρχ. παλλακίς]

ρουχισμός

ρουχισμός ρου-χι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): σύνολο ρούχων ορισμένης κατηγορίας: αθλητικός/γυναικείος/ιατρικός/οικιακός/ορειβατικός/ποδηλατικός/προστατευτικός/στρατιωτικός/χειμερινός/χιονοδρομικός ~. Είδη/καταστήματα (= ρουχάδικα) ~ού. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ιματισμός (1)

χλιμιντρίζει

χλιμιντρίζει χλι-μι-ντρί-ζει ρ. (αμτβ.) {χλιμίντρι-σε, χλιμιντρί-σει, χλιμιντρίζ-οντας} & χλιμιντράει & χλιμιντρά: (για άλογο ή μουλάρι) βγάζει τη χαρακτηριστική του φωνή. Βλ. γκαρίζει. ΣΥΝ. χρεμετίζει ● χλιμιντρίζω: (μτφ.-λογοτ.) βγάζω δυνατή και μακρόσυρτη φωνή με αυξομειώσεις της έντασης: Τι θες πάλι; ~σε εκνευρισμένος. [< μεσν. χλιμιτρίζω]

χλιμίντρισμα

χλιμίντρισμα χλι-μί-ντρι-σμα ουσ. (ουδ.) {χλιμιντρίσμ-ατα}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χλιμιντρίζει: τα ~ατα των αλόγων. Βλ. γκάρισμα. [< μεσν. χλιμίντρισμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.