Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11560-11580]


  • γκαζάκιας γκα-ζά-κιας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό) 1. άτομο, συνήθ. άνδρας, που εξαπολύει εμπρηστικές επιθέσεις με γκαζάκια: κουκουλοφόροι και ~ηδες. Βλ. -άκιας. 2. γκαζιάρης: μηχανόβιοι και ~ηδες. Πβ. γκαζοφονιάς.
  • γκαζέλα βλ. γαζέλα
  • γκαζές γκα-ζές ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. γκαζά} & γκαζιές (παλαιότ.-λαϊκό): μπίλιες, βόλοι. ΣΥΝ. γκαζάκια
  • γκάζι γκά-ζι ουσ. (ουδ.) {γκαζ-ιού} 1. (προφ.) φωταέριο: εστίες/κουζίνα/φούρνος ~ιού. Βλ. γκαζάκι. 2. πεντάλ αυτοκινήτου ή μοχλός μοτοσικλέτας που με το πάτημά του δίνει εντολή για απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και επιτάχυνση του οχήματος: ντίζα ~ιού. Αφήνω το ~. Πβ. γκαζιέρα, επιταχυντής. Βλ. φρένο.γκάζια (τα) (νεαν. αργκό) 1. πολύ μεγάλη ταχύτητα (οδήγησης): Ετοιμαστείτε για άγρια/τρελά ~! Τρέχει με μεγάλα ~.|| Αμάξι με πολλά ~ (= γρήγορο· πβ. άλογα). 2. ορμητική και ενθουσιώδης διάθεση· γρήγοροι, εντατικοί ρυθμοί: Ξεκίνησαν με ~ (= με φόρα).|| Έβαλε/έδωσε ~ (= εντατικοποίησε την προσπάθεια). 3. επίπληξη: Τους έβαλε ~ (= τους γκάζωσε, επέπληξε, μάλωσε). Άκουσαν ~ (από τον προπονητή). ● ΦΡ.: πατώ γκάζι ΑΝΤ. πατώ φρένο 1. πιέζω με το πόδι μου το γκάζι για να επιταχύνω: Πάτα ~ να προλάβουμε!|| (προφ.) Το πατάει (= οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, τρέχει). 2. (μτφ.) αυξάνω την απόδοσή μου, παρουσιάζω άνοδο: Η ομάδα ~ησε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. Ο δρομέας ~ησε ~ στα τελευταία λεπτά. Πβ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς.|| Η αγορά αυτοκινήτων/το χρηματιστήριο ~ησε ~., τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι (νεαν. αργκό) 1. πάτημα του γκαζιού μέχρι το τέρμα για ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας: ~ ~ και φύγαμε! Οδηγεί/πηγαίνει με ~ ~! 2. (μτφ.) εντατικοποίηση στον μέγιστο βαθμό: ~ ~ για να τελειώνουμε! Δουλεύουν με ~ ~ (: με πολύ έντονους ρυθμούς, στο μάξιμουμ)., τσιτώνω τα γκάζια βλ. τσιτώνω [< γαλλ. gaz < λατ. chaos < αρχ. χάος]
  • γκαζιά γκα-ζιά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (νεαν. αργκό): απότομο πάτημα του γκαζιού για γρήγορη ανάπτυξη ταχύτητας: ~ιές και σπινιαρίσματα. Βλ. τιμονιά.|| (συνεκδ. για δήλωση μικρής απόστασης:) Μια ~ είναι μέχρι τον σταθμό.
  • γκαζιάρης γκα-ζιά-ρης ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): νεαρός κυρ. οδηγός που συνηθίζει να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα. Πβ. γκαζάκιας, γκαζοφονιάς. Βλ. κοντράκιας, μηχανόβιος, -ιάρης.
  • γκαζιέρα γκα-ζιέ-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) γκαζάκι ή καμινέτο. Βλ. πετρογκάζ, -ιέρα. 2. ο μοχλός του γκαζιού στις μοτοσικλέτες. Βλ. σκανδάλη.
  • γκαζόζα γκα-ζό-ζα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αεριούχο αναψυκτικό που περιέχει κιτρικό οξύ: παγωμένη ~. Βλ. λεμονάδα. [< ιταλ. gazzosa]
  • γκαζόν γκα-ζόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: χαμηλή χλόη που διακοσμεί κήπους, πάρκα, παρτέρια ή αποτελεί την επίστρωση γηπέδων· κατ' επέκτ. η επιφάνεια που καλύπτεται από αυτή: πλαστικό/συνθετικό ~ (: σε αντίθεση προς το φυσικό ~). Έτοιμο ~ (σε ρολό). Υδροβόρο ~. Κούρεμα/μηχανή/πότισμα του ~. Σπόροι/ψαλίδι ~. Μην πατάτε το ~ (: σε πινακίδα). Πβ. γρασίδι, πελούζα, πρασινάδα, χλοοτάπητας, χορτάρι. [< γαλλ. gazon]
  • γκαζοτανάλια γκα-ζο-τα-νά-λια ουσ. (θηλ.): είδος πένσας στην οποία ο ένας βραχίονας διαθέτει διαφορετικές θέσεις για τον άξονα περιστροφής, έτσι ώστε να προσαρμόζεται ανάλογα με το μέγεθος του αντικειμένου το οποίο σφίγγει: ~-κλειδί. Πβ. παπαγαλάκι. Βλ. κάβουρας.
  • γκαζοτενεκές γκα-ζο-τε-νε-κές ουσ. (αρσ.) & γκαζοντενεκές: ορθογώνιο μεταλλικό δοχείο, τενεκές.
  • γκαζοφονιάς γκα-ζο-φο-νιάς ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): νεαρός κυρ. που συνηθίζει να οδηγεί γρήγορα, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Πβ. γκαζάκιας, γκαζιάρης. Βλ. κοντράκιας, μηχανόβιος.
  • γκάζωμα γκά-ζω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκαζώνω: απότομα ~ στις στροφές.|| (μτφ.) ~ στις αναπτυξιακές προσπάθειες της κυβέρνησης. ΑΝΤ. φρενάρισμα
  • γκαζώνω γκα-ζώ-νω ρ. (αμτβ κ. μτβ.) {γκάζω-σα, -μένος} (προφ.) 1. (για οδηγό) πατώ απότομα γκάζι, για να αναπτύξω γρήγορα ταχύτητα: ~σε τη μηχανή. ~σε, για να προλάβει. Πβ. μαρσ-, σπιντ-άρω. ΑΝΤ. επιβραδύνω (1), φρενάρω (1) 2. (μτφ.) εντείνω την προσπάθεια ή αναπτύσσομαι με γρήγορους ρυθμούς: Η ομάδα ~σε και οι γηπεδούχοι έμειναν πίσω. Η οικονομία της χώρας ~ει. ~ουν οι τιμές (= αυξάνονται).|| Μας έχουν ~σει τον τελευταίο καιρό (: πιέζουν για μεγαλύτερη απόδοση). Πβ. τσιτώνω τα γκάζια. 3. (κυρ. στρατ. αργκό) επιπλήττω: Με ~σε άγρια (= με μάλωσε, μου φώναξε, μου την είπε).
  • γκάιντα γκά-ι-ντα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. πνευστό όργανο που αποτελείται από δερμάτινο ασκί, επιστόμιο και τμήμα παραγωγής του ήχου, το οποίο απαρτίζουν δύο ξεχωριστοί αυλοί, ο ένας κοντός με τρύπες και ο άλλος μακρύς χωρίς τρύπες: σκωτσέζικη ~. Πβ. άσκαυλος, πίπιζα, τσαμπούνα. [< τουρκ. gayda]
  • γκαϊντατζής γκα-ϊ-ντα-τζής ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): οργανοπαίκτης γκάιντας. Βλ. ζουρνατζής. [< τουρκ. gaydacι]
  • γκαλά γκα-λά ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: επίσημη εκδήλωση με κοινωφελή συνήθ. σκοπό, δεξίωση (προς τιμήν κάποιου) ή αθλητική κυρ. διοργάνωση: ετήσιο/φιλανθρωπικό/χριστουγεννιάτικο ~. ~ μόδας/όπερας/χορού. ~ γυμναστικής/στίβου. Οργάνωσαν ~ προς τιμήν ... Πβ. γιορτή, ιβέντ, φιέστα. [< γαλλ. gala]
  • γκαλερί γκα-λε-ρί ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: χώρος έκθεσης και συχνά πώλησης έργων τέχνης, συλλεκτικών αντικειμένων: ~ ζωγραφικής. (για ζωγράφο) Εκθέτει/παρουσιάζει τους πίνακές του στην ~ ... Πβ. εκθετήριο. Βλ. δημοπρασία, πινακοθήκη, φουάρ.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Ηλεκτρονική ~. ~ φωτογραφιών. Βλ. άλμπουμ, -ερί. [< γαλλ. galerie]
  • γκαλερίστας γκα-λε-ρί-στας ουσ. (αρσ.) , γκαλερίστα (η): ιδιοκτήτης γκαλερί, έμπορος έργων τέχνης. Βλ. εκθέτης, συλλέκτης, -ίστας. [< ιταλ. gallerista, 1943, γαλλ. galeriste, 1983]
  • γκάλοπ γκά-λοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΣΤΑΤΙΣΤ. δημοσκόπηση: στημένο/τηλεφωνικό ~. Τα αποτελέσματα του ~. Τι έδειξαν τα ~ (που έγιναν) για τις εκλογές. Βλ. δειγματοληψία, έξιτ πολ, σφυγμομέτρηση. [< αμερικ. Gallup (poll), 1940, αμερικ. ανθρ. G. H. Gallup]

-άκιας

-άκιας {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~.

άλμπουμ

άλμπουμ [ἄλμπουμ] άλ-μπουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. δεμένα φύλλα από χοντρό υλικό, συνήθ. χαρτόνι, με ή χωρίς ειδικές υποδοχές για την ταξινόμηση και προστασία διάφορων συλλογών: οικογενειακό/φωτογραφικό ~. ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων.|| Ψηφιακό ~ φωτογραφιών. Πβ. λεύκωμα. 2. μουσική συνήθ. ηχογράφηση που κυκλοφορεί σε ψηφιακό δίσκο ή σε δίσκο του πικάπ: διπλό/ζωντανό (= λάιβ)/μονό ~. Η δημοφιλής τραγουδίστρια ετοιμάζει/κυκλοφορεί το νέο προσωπικό της ~. Πβ. σιντί. 3. έντυπη, συνήθ. πολυτελής, συλλογή εικόνων ζωγραφικής, στίχων: ~ με γκραβούρες. [< γαλλ.-αγγλ. album]

γαζέλα

γαζέλα γα-ζέ-λα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) γκαζέλα 1. ΖΩΟΛ. είδος μικρής αντιλόπης της ασιατικής και της αφρικανικής ηπείρου (γένη Gazella και Procapra), με πυρόξανθο χρώμα, λευκή κοιλιά και μεγάλα κέρατα, το οποίο φημίζεται για τη χάρη, την ταχύτητα και τα μεγάλα άλματά του. 2. (μτφ.) όμορφη και λυγερόκορμη κοπέλα, συνήθ. μοντέλο, που διακρίνεται για τη χάρη και την κομψότητά της: μαύρη (= Αφροαμερικανίδα)/μελαχρινή ~ του μόντελινγκ/της πασαρέλας. || (για γυναίκα) Τα μάτια της γαζέλας (: μεγάλα και λαμπερά). 3. ΟΙΚΟΝ. (σπανιότ.-μτφ.) ταχέως αναπτυσσόμενη μικρομεσαία επιχείρηση. [< 1, 2: γαλλ. gazelle 3: αμερικ. gazelle (company)]

γκαζάκι

γκαζάκι γκα-ζά-κι ουσ. (ουδ.) 1. οικιακή μικροσυσκευή για πρόχειρο μαγείρεμα ή παρασκευή αφεψημάτων που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου ή, συνήθ., βουτανίου· συνεκδ. η ίδια η φιάλη: ~ του καφέ. Ανάβω το ~. Έβαλε το μπρίκι στο ~. Πβ. καμινέτο. Βλ. γκάζι. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκευάζεται με το αντίστοιχο φιαλίδιο: εμπρησμός/επίθεση με ~ια. Εξερράγησαν ~ια. Βλ. βόμβα μολότοφ.γκαζάκια (τα): (παλαιότ.) γκαζές.

δειγματοληψία

δειγματοληψία δειγ-μα-το-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος επιλογής αντιπροσωπευτικού μέρους ενός πληθυσμού, για τον προσδιορισμό παραμέτρων ή χαρακτηριστικών του συνόλου: συστηματική/τυχαία ~. ~ με ερωτηματολόγια. ~ που διενεργείται σε μηνιαία βάση. Βλ. σφυγμομέτρηση. 2. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. λήψη τυχαίου δείγματος από ένα σύνολο, ώστε να γίνει εξέτασή του ή/και έλεγχος ποιότητας: ~ αίματος/νερού/τροφίμων. Σημεία ~ας. ~ες και αναλύσεις. 3. ΤΕΧΝΟΛ. μέτρηση κατά τακτά χρονικά διαστήματα του εύρους κύματος, με στόχο τη μετατροπή του από αναλογικό σε ψηφιακό: ~ ήχου/σήματος. Βλ. -ληψία. [< γαλλ. prise d'échantillons, αγγλ. sampling]

δημοπρασία

δημοπρασία δη-μο-πρα-σί-α ουσ. (θηλ.) {δημοπρασιών}: δημόσια εκποίηση περιουσιακού στοιχείου ή ανάθεση εκτέλεσης έργου σε όποιον κάνει την καλύτερη προσφορά: αντίστροφη (: κατά την οποία γίνονται προσφορές από υποψήφιους πελάτες)/ηλεκτρονική/μειοδοτική (: το έργο το αναλαμβάνει εκείνος που προσφέρει το χαμηλότερο κόστος)/ολλανδική (: κατά την οποία ο δημοπράτης θέτει υψηλή τιμή εκκίνησης που ελαττώνεται σταδιακά μέχρι να βρεθεί αγοραστής)/πλειοδοτική (: το προς πώληση αντικείμενο κατοχυρώνεται σε όποιον προσφέρει το μεγαλύτερο ποσό) ~. Μυστική/φανερή ~. (περιληπτική) διακήρυξη ~ας. ~ εντόκων γραμματίων. ~ έργων τέχνης/σπάνιων βιβλίων. Πβ. πλειστηριασμός.|| ~ για την εκτέλεση έργων οδοποιίας. [< γαλλ. vente aux enchères, γερμ. Auktion, Versteigerung]

εκθέτης

εκθέτης [ἐκθέτης] εκ-θέ-της ουσ. (αρσ.) 1. {σπάν. θηλ. εκθέτρια} πρόσωπο ή εταιρεία που παίρνει μέρος σε έκθεση, παρουσιάζoντας έργα τέχνης ή εμπορικά προϊόντα: άμεσοι/έμμεσοι ~ες. Περιήγηση στα περίπτερα των ~ών.|| (ως επίθ.) ~τρια: επιχείρηση. Βλ. -θέτης. 2. ΜΑΘ. αριθμητική ή αλγεβρική έκφραση που εκφράζει τη δύναμη στην οποία είναι υψωμένη μια ποσότητα και σημειώνεται άνω δεξιά της· κατ' επέκτ. κάθε σύμβολο, στον γραπτό λόγο, που τίθεται στην ίδια θέση: αρνητικός/μέγιστος ~. Δυνάμεις αριθμών (ή παραστάσεων) με ~η έναν φυσικό αριθμό. Βλ. δείκτης. [< πβ. μτγν. ἐκθέτης 'μπαλκόνι', γαλλ. exposant]

ζουρνατζής

ζουρνατζής ζουρ-να-τζής ουσ. (αρσ.): λαϊκός οργανοπαίκτης του ζουρνά. Βλ. νταουλτζής. [< τουρκ. zurnacı]

κάβουρας

κάβουρας κά-βου-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. {προφ. θηλ. καβουρίνα} καρκινοειδές μαλακόστρακο (επιστ. ονομασ. Cancer, Carcinus) με πλατύ κέλυφος και ισχυρές δαγκάνες, που ανήκει στα δεκάποδα, είναι κυρ. υδρόβιο και μερικά είδη του είναι φαγώσιμα: βασιλικός/κόκκινος/μπλε/πράσινος ~. Βλ. καβουρομάνα. ΣΥΝ. καβούρι, καρκίνος (4) 2. μεταλλικό εργαλείο για (ξε)βίδωμα, με λαβίδα και κινητό σκέλος που ρυθμίζει το άνοιγμά της. Πβ. γαλλικό κλειδί, παπαγαλάκι. Βλ. κατσαβίδι. ● ΦΡ.: σαν τον κάβουρα: πολύ αργά: Πάει/περπατάει ~ ~.|| (μτφ.) Η έρευνα προχωρά ~ ~. Πβ. καρκινοβατώ., τι 'ναι ο κάβουρας, τι 'ν(αι) το ζουμί του (παροιμ.): για κάτι που δεν επαρκεί, επειδή είναι πολύ λίγο, ελάχιστο: Η σύνταξη δεν φτάνει, ~ ~!, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< μεσν. κάβουρος]

κοντράκιας

κοντράκιας κο-ντρά-κιας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): νεαρός συνήθ. άνδρας που συμμετέχει σε κόντρες με αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες. Βλ. -άκιας, γκαζιάρης, γκαζοφονιάς, καμικάζι.

λεμονάδα

λεμονάδα λε-μο-νά-δα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αναψυκτικό από χυμό λεμονιού, ζάχαρη και νερό: παγωμένη/σπιτική ~. Πβ. λεμονίτα. || ~ με τσίντζερ. Βλ. -άδα, γκαζόζα, λιμοντσέλο. ● Υποκ.: λεμοναδίτσα (η) [< βεν. limonada]

πετρογκάζ

πετρογκάζ πε-τρο-γκάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για μαγείρεμα που λειτουργεί με υγραέριο. [< ελλην. εμπορ. ονομασ. ~, 1953]

σκανδάλη

σκανδάλη σκαν-δά-λη ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. μικρό σιδερένιο εξάρτημα πυροβόλου όπλου, το οποίο, όταν πιεστεί, προκαλεί εκπυρσοκρότηση: διπλή (βλ. δισκάνδαλος)/μαλακή/μονή (βλ. μονοσκάνδαλος)/ρυθμιζόμενη ~. Πάτησε/πίεσε/τράβηξε τη ~ (= πυροβόλησε). ~ διπλής ενέργειας. Ασφάλεια της ~ης.|| (κατ' επέκτ.) Πλαστική ~ (: σε ψαροντούφεκο). ~ γκαζιού. ● ΦΡ.: με το δάχτυλο στη σκανδάλη βλ. δάχτυλο [< μτγν. σκανδάλη]

τιμονιά

τιμονιά τι-μο-νιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): ο τρόπος που χειρίζεται κάποιος το τιμόνι, συνήθ. του αυτοκινήτου, και κυρ. απότομη στροφή του τιμονιού: ανάποδη/κακή/λάθος ~. Απαλές/άτσαλες/γρήγορες/κοφτές ~ιές. ~ αριστερά. Τραβώ (μια) ~. Βλ. γκαζιά, στραβο~.

τσιτώνω

τσιτώνω τσι-τώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τσίτω-σα, τσιτώ-σει, -θηκα, -θεί, -μένος, τσιτών-οντας} (προφ.) 1. τεντώνω στο έπακρο: ~σε η φούστα πάνω της, επειδή πάχυνε. ~θηκε το δέρμα λόγω λίφτινγκ.|| (κατ' επέκτ.) ~ τα ηχεία (= αυξάνω στο τέρμα την ένταση). ΣΥΝ. τεζάρω (2) ΑΝΤ. λασκάρω (1), χαλαρώνω (2) 2. (μτφ.) έχω ή προκαλώ σε κάποιον εκνευρισμό: Έχω ~σει (: είναι τεντωμένα τα νεύρα μου). Μην ~εις (πβ. παίρνω ανάποδες)! Με ~σε άσχημα (: με εκνεύρισε). ● Μτχ.: τσιτωμένος , η, ο: που έχει τσιτωθεί: ~ο: πρόσωπο. ~α: σεντόνια. ΣΥΝ. τσιτωτός.|| (μτφ.) ~α: νεύρα. Φαίνεσαι λίγο ~. ΣΥΝ. τεντωμένος. ● ΦΡ.: τσιτώνω τα γκάζια (νεαν. αργκό) 1. (για οδηγό) επιταχύνω. 2. (μτφ.) εντείνω την προσπάθεια, εντατικοποιώ τους ρυθμούς. Πβ. γκαζώνω, τα δίνω όλα., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, τα τέζαρε/τέντωσε/τσίτωσε βλ. τεζάρω

φρένο

φρένο φρέ-νο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός επιβράδυνσης ή/και ακινητοποίησης κινούμενου ή περιστρεφόμενου αντικειμένου, κυρ. ειδικότ. οχήματος: δυνατά/μαλακά/μπροστά/πίσω/υδραυλικά ~α. Τα ~α του αυτοκινήτου/της μηχανής/του ποδηλάτου. Η βαλβίδα/μανέτα/τρόμπα του ~ου. Τα πεντάλ/τακάκια των ~ων. Δίσκοι (βλ. δισκόφρενο)/σιαγόνες ~ων. Έλεγχος των/συνεργείο/υγρά/φώτα ~ων. Αφήνω το ~. Δεν έπιασαν τα ~α. Πβ. (τροχο)πέδη. Βλ. αερόφρενα, ποδό-, σερβό-, χειρό-φρενο.|| (συνεκδ.) Ακούστηκαν απότομα ~α (= φρεναρίσματα). ● ΦΡ.: βάζω/μπαίνει φρένο σε κάτι (μτφ.-προφ.): ανακόπτω, εμποδίζω την εκδήλωση ενός φαινομένου ή την εξέλιξη μιας κατάστασης: Μπήκε ~ στα δάνεια. Έβαλε ~ (= τέλος) στις παράλογες απαιτήσεις τους. Βλ. εμπόδιο, πρόσκομμα, φραγμός., πατώ φρένο ΑΝΤ. πατώ γκάζι 1. πιέζω με το πόδι μου το φρένο για να μειώσω ταχύτητα. ΣΥΝ. φρενάρω (1) 2. (μτφ.) επιβραδύνω: Πάτησαν ~ στις διαπραγματεύσεις. [< ιταλ. freno]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.