Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11540-11560]


  • γιούχα γιού-χα ουσ. (ουδ.) {κ. θηλ. γιούχα, -ες} (προφ.): αποδοκιμασίες, γιουχαΐσματα: Έφαγαν ~. Έπεσε ~ από την εξέδρα κατά της ομάδας. ΣΥΝ. πρόγκα ΑΝΤ. ζήτω [< τουρκ. yuha]
  • γιουχάισμα γιου-χά-ι-σμα ουσ. (ουδ.) {γιουχαΐσμ-ατα} (προφ.): έντονη δημόσια αποδοκιμασία με φωνές και χειρονομίες: ~ αγανάκτησης. ~ατα του κοινού (κατά/σε βάρος των ηθοποιών). Έπεσε ~ από τους διαδηλωτές. Οι παίκτες δέχτηκαν/έφαγαν ~ατα (για την ήττα τους). Πβ. σφύριγμα, χλευασμός. Βλ. χειροκρότημα. ΣΥΝ. γιούχα, κράξιμο (1), πρόγκα ΑΝΤ. επευφημία, ζήτω, ζητωκραυγή
  • γιουχάρω γιου-χά-ρω ρ. (μτβ.) {γιούχαρ-α κ. γιουχάρ-ισα, -ίστηκε} & γιουχαΐζω (προφ.): εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου με γιουχαΐσματα: Τον ~αν/~ίστηκε από το κοινό. ΣΥΝ. αποδοκιμάζω, κράζω (1), προγκάω (1), χλευάζω ΑΝΤ. επευφημώ, ζητωκραυγάζω, χειροκροτώ (1)
  • γιοφύρι βλ. γεφύρι
  • γιρλάντα γιρ-λά-ντα ουσ. (θηλ.): μακρόστενο πλέγμα, φτιαγμένο είτε από λουλούδια είτε από χρωματιστά χαρτάκια ή/και φωτάκια, που χρησιμοποιείται ως (εορταστικό) στολίδι· κατ' επέκτ. κεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα ταινίας: αποκριάτικες/πολύχρωμες/χάρτινες/χριστουγεννιάτικες ~ες. ~ες και κορδέλες/στεφάνια. Βλ. μπορντούρα, ταινία, φεστόνι. [< μεσν. γιρλάντα]
  • γιώτα [γιῶτα] γιώ-τα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (λόγ.) ιώτα: το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: κεφαλαίο/μικρό/τονισμένο ~. ~ με διαλυτικά. Πβ. ι. Βλ. υπογεγραμμένη. ● ΦΡ.: δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία (εμφατ.): για κάτι που μεταφέρεται κατά λέξη, με τα ίδια ακριβώς λόγια, χωρίς την παραμικρή αλλαγή: Παραθέτω το κείμενο, χωρίς να αλλάξω ~ ~ (= αυτούσιο). Βλ. μέχρι κεραίας. [< αρχ. ἰῶτα]
  • γιωτάς γιω-τάς ουσ. (αρσ.) (στρατ. αργκό) 1. στρατιώτης με σωματική αναπηρία ή προβλήματα υγείας που τον καθιστούν μη μάχιμο (Σωματική Ικανότητα: Ι3, Ι4), με αποτέλεσμα να του έχουν ανατεθεί βοηθητικές υπηρεσίες ή κληρωτός που έχει απαλλαγεί πλήρως από τη στρατιωτική θητεία (Ι5). Πβ. ντακότα. Βλ. αντιρρησίας συνείδησης, -άς. 2. (μτφ.-μειωτ.) άτομο μειωμένης ικανότητας ή αντίληψης. Πβ. ανίκανος.
  • γιωταχής γιω-τα-χής ουσ. (αρσ.) {-ήδες} (προφ.): κάτοχος και οδηγός γιωταχί: πεζοί και ~ήδες.
  • γιωταχί γιω-τα-χί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιώτα χι (προφ.): επιβατικό όχημα ιδιωτικής χρήσης: οδηγός ~. Βλ. ΔΧ.|| (ως επίθ.) ~ αυτοκίνητα. [< ακρ. Ι(διωτικής) Χ(ρήσης)]
  • ΓΚ (η): Γενική Κυβέρνηση.
  • γκάβακας γκά-βα-κας ουσ. (αρσ.) (μειωτ.-επιτατ.) 1. γκαβός. 2. (στρατ. αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. ψάρι. ΣΥΝ. στραβάδι (2)
  • γκαβός , ή, ό γκα-βός επίθ./ουσ. (προφ.-μειωτ.): για πρόσωπο που δεν έχει καλή όραση, στραβός, αλλήθωρος: Καλά, ~ είσαι και δεν βλέπεις; ΣΥΝ. γκάβακας (1), τυφλός (1) ● Ουσ.: γκαβά (τα): μάτια. ● ΦΡ.: άνοιξε τα γκαβά σου! (μειωτ.): οργισμένη προτροπή σε κάποιον που δεν βλέπει μπροστά του ή δεν αντιλαμβάνεται αυτό που λέγεται ή γίνεται. [< βλάχικο gav(ŭ)]
  • γκαβούλιακας γκα-βού-λια-κας ουσ. (αρσ.) (μειωτ.-εμφατ.): γκαβός. Βλ. -ούλιακας. ΣΥΝ. στραβούλιακας
  • γκαβωμάρα γκα-βω-μά-ρα ουσ. (θηλ.) & γκαβομάρα (προφ.-μειωτ.): στραβωμάρα: ~ έχεις και σκοντάφτεις συνέχεια; ΣΥΝ. τύφλα
  • γκαβώνω γκα-βώ-νω ρ. (μτβ.) {γκάβω-σε, γκαβώ-θηκα} (προφ.): τυφλώνω, στραβώνω: Μας ~σαν τα φώτα.|| Θα ~θείς με τόση τηλεόραση που βλέπεις. ~θηκα, για να διαβάσω τα γράμματά σου (: το γραφικό χαρακτήρα).
  • γκαγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & γκανγκ : απρόβλεπτο κωμικό στιγμιότυπο ή εύρημα βασισμένο στην κίνηση-έκφραση, τον διάλογο, τις γκάφες ή την υπερβολή: απολαυστικά/έξυπνα ~. Τα ~ του βωβού κινηματογράφου. Βλ. μούτα, φάρσα. [< αγγλ. gag, γαλλ. ~, 1922]
  • γκαγκά γκα-γκά επίθ. {άκλ.} (αργκό): αργόστροφος, βλάκας, χαζός: Είναι πολύ/τελείως ~ το άτομο! [< γαλλ. gaga < gâteux ‘ηλίθιος’, αγγλ. ~, 1917]
  • γκαγκανιάζω γκα-γκα-νιά-ζω ρ. (αμτβ.) {γκαγκάνια-σα} (προφ.-εμφατ.): γανιάζω: ~σα από τη ζέστη. Πβ. διψώ.|| Έχω ~σει (= εξαντληθεί) να φωνάζω.
  • γκαζάδικο γκα-ζά-δι-κο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): πετρελαιοφόρο. Πβ. δεξαμενόπλοιο, τάνκερ. Βλ. -άδικο.
  • γκαζάκι γκα-ζά-κι ουσ. (ουδ.) 1. οικιακή μικροσυσκευή για πρόχειρο μαγείρεμα ή παρασκευή αφεψημάτων που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου ή, συνήθ., βουτανίου· συνεκδ. η ίδια η φιάλη: ~ του καφέ. Ανάβω το ~. Έβαλε το μπρίκι στο ~. Πβ. καμινέτο. Βλ. γκάζι. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκευάζεται με το αντίστοιχο φιαλίδιο: εμπρησμός/επίθεση με ~ια. Εξερράγησαν ~ια. Βλ. βόμβα μολότοφ.γκαζάκια (τα): (παλαιότ.) γκαζές.

-άδικο

-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).

αντιρρησίας

αντιρρησίας [ἀντιρρησίας] α-ντιρ-ρη-σί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιρρησιών}: πρόσωπο που φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις, διαφωνεί. Πβ. αμφισβητίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιρρησίας συνείδησης: πρόσωπο που αρνείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ή να φέρει όπλο για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους. Βλ. ανυπότακτος, εναλλακτική θητεία. [< γαλλ. objecteur de conscience, 1933]

βόμβα

βόμβα βόμ-βα ουσ. (θηλ.) {βομβών} 1. κοίλο βλήμα με εκρηκτική ύλη και πυροδοτικό μηχανισμό, το οποίο τοποθετείται σε κάποιο μέρος ή ρίχνεται συνήθ. από πολεμικό αεροσκάφος: αυτοσχέδια/εμπρηστική/έξυπνη/θερμοβαρική/τηλεκατευθυνόμενη/χημική/ωρολογιακή ~. ~ κενού. ~ απεμπλουτισμένου ουρανίου. (παλαιότ.) ~ με φιτίλι. Έκρηξη/ρίψη/τοποθέτηση ~ας. ~-φάρσα. Η ~ εξερράγη/έσκασε στα χέρια του τρομοκράτη. Έβαλαν ~. Ο πυροτεχνουργός απενεργοποίησε/εξουδετέρωσε τη ~. Βλ. κροτίδα, οβίδα, ρουκέτα, χειροβομβίδα. ΣΥΝ. μπόμπα (1) 2. (μτφ.) καθετί αρνητικό ή/και αναπάντεχο που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, αναστάτωση, αιφνιδιασμό, ανατροπή ή καταστροφή: (ως παραθετικό σύνθ.) αποκάλυψη/δήλωση/έκθεση/επιστολή/παραίτηση-~ (πβ. καταπέλτης). Μεταγραφική/οικολογική ~. Τοξική/ωρολογιακή ~ η μόλυνση του περιβάλλοντος. Είδηση που έπεσε/έσκασε σαν ~!|| Βλ. σεξο~. ● Υποκ.: βομβίδια (τα) {σπάν. στον εν. βομβίδιο}, βομβίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα βυθού: ΣΤΡΑΤ. ειδικά σχεδιασμένη να εκρήγνυται σε συγκεκριμένο βάθος εναντίον υποβρύχιων στόχων. Βλ. νάρκη, τορπίλη.|| (μτφ.) Χωματερές-~ες ~ού (: για θαλάσσια απόβλητα)., βόμβα διασποράς: όπλο που φέρει πολλά μικρά βομβίδια, τα οποία εκτοξεύονται σε μεγάλη έκταση και εκρήγνυνται στον αέρα ή στο έδαφος. [< αγγλ. cluster bomb, 1967] , βόμβα μολότοφ & (προφ.) μολότoφ & κοκτέιλ μολότοφ: αυτοσχέδια βόμβα από γυάλινο μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και στουπί στο στόμιο ως φιτίλι: Επίθεση με ~ ~ από ομάδα κουκουλοφόρων. Βλ. γκαζάκι. [< αγγλ. molotov (cocktail), 1940, ρωσ. ανθρ. M. W. Molotow] , βρόμικη βόμβα (προφ.): η οποία διαχέει ραδιενεργό υλικό, πυρηνική βόμβα. [< αγγλ. dirty bomb, 1955] , (βόμβα) ναπάλμ βλ. ναπάλμ, ατομική βόμβα βλ. ατομικός, βόμβα (πολλών) μεγατόνων βλ. μεγάτονος, βόμβα κοβαλτίου βλ. κοβάλτιο, βόμβα νετρονίου βλ. νετρόνιο, βόμβα υδρογόνου βλ. υδρογόνο, βραδυφλεγής βόμβα βλ. βραδυφλεγής, μετεωρολογική βόμβα βλ. μετεωρολογικός, πυρηνική βόμβα βλ. πυρηνικός [< ιταλ. bomba (ηχομιμητ.), αγγλ. bomb]

γεφύρι

γεφύρι γε-φύ-ρι ουσ. (ουδ.) {γεφυρ-ιού} & γιοφύρι (λαϊκό): παραδοσιακή γέφυρα: ξύλινο/πέτρινο/τοξωτό ~. ● ΦΡ.: της Άρτας το γεφύρι & το γεφύρι της Άρτας: για έργο που καθυστερεί να ολοκληρωθεί, συνήθ. εξαιτίας αλλεπάλληλων προβλημάτων: Η διάνοιξη της οδού κατάντησε σαν ~ ~. [< μτγν. γεφύριον, μεσν. γιοφύρι]

γκάζι

γκάζι γκά-ζι ουσ. (ουδ.) {γκαζ-ιού} 1. (προφ.) φωταέριο: εστίες/κουζίνα/φούρνος ~ιού. Βλ. γκαζάκι. 2. πεντάλ αυτοκινήτου ή μοχλός μοτοσικλέτας που με το πάτημά του δίνει εντολή για απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και επιτάχυνση του οχήματος: ντίζα ~ιού. Αφήνω το ~. Πβ. γκαζιέρα, επιταχυντής. Βλ. φρένο.γκάζια (τα) (νεαν. αργκό) 1. πολύ μεγάλη ταχύτητα (οδήγησης): Ετοιμαστείτε για άγρια/τρελά ~! Τρέχει με μεγάλα ~.|| Αμάξι με πολλά ~ (= γρήγορο· πβ. άλογα). 2. ορμητική και ενθουσιώδης διάθεση· γρήγοροι, εντατικοί ρυθμοί: Ξεκίνησαν με ~ (= με φόρα).|| Έβαλε/έδωσε ~ (= εντατικοποίησε την προσπάθεια). 3. επίπληξη: Τους έβαλε ~ (= τους γκάζωσε, επέπληξε, μάλωσε). Άκουσαν ~ (από τον προπονητή). ● ΦΡ.: πατώ γκάζι ΑΝΤ. πατώ φρένο 1. πιέζω με το πόδι μου το γκάζι για να επιταχύνω: Πάτα ~ να προλάβουμε!|| (προφ.) Το πατάει (= οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, τρέχει). 2. (μτφ.) αυξάνω την απόδοσή μου, παρουσιάζω άνοδο: Η ομάδα ~ησε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. Ο δρομέας ~ησε ~ στα τελευταία λεπτά. Πβ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς.|| Η αγορά αυτοκινήτων/το χρηματιστήριο ~ησε ~., τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι (νεαν. αργκό) 1. πάτημα του γκαζιού μέχρι το τέρμα για ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας: ~ ~ και φύγαμε! Οδηγεί/πηγαίνει με ~ ~! 2. (μτφ.) εντατικοποίηση στον μέγιστο βαθμό: ~ ~ για να τελειώνουμε! Δουλεύουν με ~ ~ (: με πολύ έντονους ρυθμούς, στο μάξιμουμ)., τσιτώνω τα γκάζια βλ. τσιτώνω [< γαλλ. gaz < λατ. chaos < αρχ. χάος]

ΔΧ

ΔΧ: Δημόσιας Χρήσης (ενν. όχημα). Βλ. ΙΧ.

μέχρι

μέχρι μέ-χρι πρόθ. & μέχρις (όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν, όχι συχνά) 1. δηλώνει όριο χρονικό, τοπικό ή ποσοτικό: ~ πότε; ~ αύριο/σήμερα/τώρα. ~ το βράδυ/την Κυριακή/το πρωί. Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή από τις αρχές ~ τα τέλη Μαρτίου. Παράταση ~ τις 25/01. Παιχνίδι για ηλικίες από 2 ~ 4 χρονών. Θα είμαι στο γραφείο ~ τις 7 μ.μ.|| ~ εδώ/εκεί/κάτω/πάνω. ~ πού θα φτάσουμε; Θα περπατήσουμε ~ την κορυφή του λόφου. Τη συνόδευσα ~ ενός σημείου. Να σε πάω ~ το (= στο) σπίτι;|| Μέτρα από το 1 ~ το 10. Από την τελική εξέταση μπορεί να πάρει κανείς ~ 30 μονάδες. (εμφατ. + και:) Μεγάλη μείωση τιμών ~ και (= ακόμη και) 50%. Οι άνεμοι αύριο θα είναι βορειοανατολικοί ισχυροί ~ πολύ ισχυροί. Κατηγορία ανδρών (στην πάλη) ~ 120 κιλά. Θα υπήρχαν ~ και εκατό άτομα (= κατά προσέγγιση, περίπου).|| (σε μια ιεραρχία, κατάταξη) Έφθασε ~ τον βαθμό του ναυάρχου/την τέταρτη θέση/τον τρίτο γύρο. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, φτάνοντας ~ διευθυντής.|| (μτφ.) Έφτασε ~ την τρέλα. Πβ. ίσαμε. Βλ. από. ΣΥΝ. έως & ως 2. σε θέση χρονικού συνδέσμου: Όλα πήγαιναν καλά ~ που τον γνώρισε.|| Ανακατεύουμε όλα τα υλικά ~ να γίνει ένας ομοιόμορφος χυλός. ΣΥΝ. ώσπου ● ΦΡ.: μέχρι που (εμφατ.): για να τονιστεί μια πράξη: Και τι δεν κάνει μόνος του, ~ ~ έβαψε όλο το σπίτι!, μέχρι(ς) ενός σημείου/βαθμού (μτφ.): ως ένα σημείο, βαθμό: Τα σχέδιά τους υλοποιήθηκαν ~ ~. Η συμπεριφορά του δικαιολογείται ~ ~., μέχρι(ς) εξαντλήσεως (λόγ.) 1. ώσπου να καταναλωθεί κάτι εντελώς: Η προσφορά ισχύει ~ ~ των αποθεμάτων. 2. έως να κουραστεί, να εξουθενωθεί κάποιος: πρόβες/χορός ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως, μέχρις ενός (λόγ.): μέχρι και τον τελευταίο: Θυσιάστηκαν/πολέμησαν/σκοτώθηκαν ~ ~., από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, έως/μέχρις ότου (να) βλ. έως & ως, μέχρι αηδίας βλ. αηδία, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, μέχρι μυελού οστέων βλ. μυελός, μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) βλ. νεότερος, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως βλ. πτώση, μέχρι τέλους βλ. τέλος, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, μέχρι την ώρα που βλ. ώρα, μέχρι του σημείου να βλ. σημείο, μέχρι τούδε βλ. τούδε, μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου βλ. απόδειξη, μέχρι(ς) ενός ορίου βλ. όριο, μέχρι(ς) εσχάτων βλ. έσχατος, μέχρι/έως θανάτου βλ. θάνατος, μέχρι/έως πρότινος βλ. πρότινος, μέχρι/ως εδώ βλ. εδώ, μέχρι/ως το(ν) λαιμό βλ. λαιμός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, ως/μέχρι το κόκαλο βλ. κόκαλο, ως/μέχρι τότε βλ. τότε [< αρχ. μέχρι, μέχρις]

μούτα

μούτα μού-τα ουσ. (θηλ.): γκριμάτσα κυρ. ηθοποιού: θεατρικές/κωμικές ~ες. Βλ. γκαγκ.

μπορντούρα

μπορντούρα μπορ-ντού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό πλαίσιο, τελείωμα ή γενικότ. άκρη αντικειμένου: ασημένια/αυτοκόλλητη/γύψινη/δαντελένια/μεταξωτή/ξύλινη/σκαλιστή/χρυσή ~. ~ πιάτου/τοίχου/υφάσματος (πβ. παρυφή)/χαρτιού (πβ. βινιέτα). ~ από λουλούδια. Κέντημα/μανίκια/τραπεζομάντιλο/φόρεμα με ~. Ταπετσαρίες-~ες. Βλ. ζωφόρος, ρέλι, σιρίτι, τρέσα, φεστόνι. 2. φράχτης ή σειρά φυτών, συνήθ. με ψαλιδισμένο σχήμα, στην άκρη ή σε μονοπάτι κήπου: χαμηλή ~. Ηλεκτρικό ψαλίδι/κουρευτικό ~ας. Θάμνοι σε διάταξη ~ας. Πβ. φυτοφράκτης. [< ιταλ. bordura]

-ούλιακας

-ούλιακας (μειωτ.-εμφατ.): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για την έκφραση αρνητικής ιδιότητας: γκαβ~ (πβ. γκάβ-ακας)/μπεκρ~ (βλ. -ας)/στραβ~/χαζ~.

υπογεγραμμένη

υπογεγραμμένη [ὑπογεγραμμένη] υ-πο-γε-γραμ-μέ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. (στην αρχαία Ελληνική) το μικρό γιώτα των διφθόγγων αι, ηι, ωι, το οποίο γραφόταν κάτω από τα φωνήεντα α, η και ω: π.χ. ᾄδω, ἀποθνῄσκω, ᾠδή. [< νεολατ. iota subscriptum]

χειροκρότημα

χειροκρότημα χει-ρο-κρό-τη-μα ουσ. (ουδ.) {χειροκροτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: απλόχερο/ασταμάτητο/αυθόρμητο/γενναιόδωρο/δυνατό/εγκάρδιο/ένθερμο ή θερμό/ενθουσιώδες/ζεστό/καταιγιστικό/συγκρατημένο ~. Αποθεωτικά/ζωηρά/θυελλώδη/ξέφρενα ~ατα. Το ~ των θεατών. ~ατα και επευφημίες (βλ. μπιζάρισμα). Μέσα σε πλήθος/(λόγ.) εν μέσω ~άτων. Απέσπασε/δέχτηκε/εισέπραξε το ~ του κόσμου. Ένα ~, παρακαλώ, για τους νικητές! Το κοινό ξέσπασε σε (ρυθμικά) ~ατα. Τον υποδέχτηκαν με φωνές και ~ατα. Η αίθουσα σείστηκε από τα ~ατα. Πβ. παλαμάκια. Βλ. γιουχάισμα, κονσέρβα, ποδοκρότημα.|| (κατ' επέκτ.) Δεν επιζητεί το ~ (= την επιδοκιμασία). Του αξίζει ένα μεγάλο ~. [< γαλλ. battement de mains]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.