Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58779 εγγραφές  [11540-11560]


  • γιουσουρούμ γιου-σου-ρούμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: παζάρι, υπαίθρια αγορά (κυρ. παλαιών και μεταχειρισμένων αντικειμένων). Πβ. δημοπρατήριο. [< ανθρ. (Ηλίας) Γιουσουρούμ]
  • γιουσουφάκι γιου-σου-φά-κι ουσ. (ουδ.) (μειωτ.): πρόσωπο που υπηρετεί κάποιον τυφλά, με δουλοπρέπεια: εντεταλμένα/κομματικά ~ια. Τα ~ια της πολιτικής. Πβ. παρατρεχάμενος, τσιράκι, χανουμάκι. Βλ. παπαγαλάκι.
  • γιούτα γιού-τα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) ιούτη: ΒΟΤ. καθένα από τα δύο είδη φυτού (επιστ. ονομασ. Corchorus capsularis ή C. olitorius) που ευδοκιμεί κυρ. στην Ινδία και το Πακιστάν, από τον βλαστό του οποίου παράγονται κλωστοϋφαντουργικές ίνες. Βλ. κετσές. [< γαλλ.-αγγλ. jute]
  • γιουτιούμπ γιου-τιούμπ ουσ. (ουδ.) & γιου τιουμπ: ΔΙΑΔΙΚΤ. διαδικτυακός τόπος όπου μπορούν να ανεβάζουν βίντεο εγγεγραμμένοι μένοι χρήστες στα οποία υπάρχει δωρεάν πρόσβαση. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. ΥouTube, 2005]
  • γιούχα γιού-χα ουσ. (ουδ.) {κ. θηλ. γιούχα, -ες} (προφ.): αποδοκιμασίες, γιουχαΐσματα: Έφαγαν ~. Έπεσε ~ από την εξέδρα κατά της ομάδας. ΣΥΝ. πρόγκα ΑΝΤ. ζήτω [< τουρκ. yuha]
  • γιουχάισμα γιου-χά-ι-σμα ουσ. (ουδ.) {γιουχαΐσμ-ατα} (προφ.): έντονη δημόσια αποδοκιμασία με φωνές και χειρονομίες: ~ αγανάκτησης. ~ατα του κοινού (κατά/σε βάρος των ηθοποιών). Έπεσε ~ από τους διαδηλωτές. Οι παίκτες δέχτηκαν/έφαγαν ~ατα (για την ήττα τους). Πβ. σφύριγμα, χλευασμός. Βλ. χειροκρότημα. ΣΥΝ. γιούχα, κράξιμο (1), πρόγκα ΑΝΤ. επευφημία, ζήτω, ζητωκραυγή
  • γιουχάρω γιου-χά-ρω ρ. (μτβ.) {γιούχαρ-α κ. γιουχάρ-ισα, -ίστηκε} & γιουχαΐζω (προφ.): εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου με γιουχαΐσματα: Τον ~αν/~ίστηκε από το κοινό. ΣΥΝ. αποδοκιμάζω, κράζω (1), προγκάω (1), χλευάζω ΑΝΤ. επευφημώ, ζητωκραυγάζω, χειροκροτώ (1)
  • γιοφύρι βλ. γεφύρι
  • γιρλάντα γιρ-λά-ντα ουσ. (θηλ.): μακρόστενο πλέγμα, φτιαγμένο είτε από λουλούδια είτε από χρωματιστά χαρτάκια ή/και φωτάκια, που χρησιμοποιείται ως (εορταστικό) στολίδι· κατ' επέκτ. κεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα ταινίας: αποκριάτικες/πολύχρωμες/χάρτινες/χριστουγεννιάτικες ~ες. ~ες και κορδέλες/στεφάνια. Βλ. μπορντούρα, ταινία, φεστόνι. [< μεσν. γιρλάντα < ιταλ. ghirlanda]
  • γιώτα [γιῶτα] γιώ-τα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (λόγ.) ιώτα: το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: κεφαλαίο/μικρό/τονισμένο ~. ~ με διαλυτικά. Πβ. ι. Βλ. υπογεγραμμένη. ● ΦΡ.: δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία (εμφατ.): για κάτι που μεταφέρεται κατά λέξη, με τα ίδια ακριβώς λόγια, χωρίς την παραμικρή αλλαγή: Παραθέτω το κείμενο, χωρίς να αλλάξω ~ ~ (= αυτούσιο). Βλ. μέχρι κεραίας. [< αρχ. ἰῶτα]
  • γιωτάς γιω-τάς ουσ. (αρσ.) (στρατ. αργκό) 1. στρατιώτης με σωματική αναπηρία ή προβλήματα υγείας που τον καθιστούν μη μάχιμο (Σωματική Ικανότητα: Ι3, Ι4), με αποτέλεσμα να του έχουν ανατεθεί βοηθητικές υπηρεσίες ή κληρωτός που έχει απαλλαγεί πλήρως από τη στρατιωτική θητεία (Ι5). Πβ. ντακότα. Βλ. αντιρρησίας συνείδησης, -άς. 2. (μτφ.-μειωτ.) άτομο μειωμένης ικανότητας ή αντίληψης. Πβ. ανίκανος.
  • γιωταχής γιω-τα-χής ουσ. (αρσ.) {-ήδες} (προφ.): κάτοχος και οδηγός γιωταχί: πεζοί και ~ήδες.
  • γιωταχί γιω-τα-χί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιώτα χι (προφ.): επιβατικό όχημα ιδιωτικής χρήσης: οδηγός ~. Βλ. ΔΧ.|| (ως επίθ.) ~ αυτοκίνητα. [< ακρ. Ι(διωτικής) Χ(ρήσης)]
  • ΓΚ (η): Γενική Κυβέρνηση.
  • γκάβακας γκά-βα-κας ουσ. (αρσ.) (μειωτ.-επιτατ.) 1. γκαβός. 2. (στρατ. αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. ψάρι. ΣΥΝ. στραβάδι (2)
  • γκαβός , ή, ό γκα-βός επίθ./ουσ. (προφ.-μειωτ.): για πρόσωπο που δεν έχει καλή όραση, στραβός, αλλήθωρος: Καλά, ~ είσαι και δεν βλέπεις; ΣΥΝ. γκάβακας (1), τυφλός (1) ● Ουσ.: γκαβά (τα): μάτια. ● ΦΡ.: άνοιξε τα γκαβά σου! (μειωτ.): οργισμένη προτροπή σε κάποιον που δεν βλέπει μπροστά του ή δεν αντιλαμβάνεται αυτό που λέγεται ή γίνεται. [< βλάχικο gav(ŭ)]
  • γκαβούλιακας γκα-βού-λια-κας ουσ. (αρσ.) (μειωτ.-εμφατ.): γκαβός. Βλ. -ούλιακας. ΣΥΝ. στραβούλιακας
  • γκαβωμάρα γκα-βω-μά-ρα ουσ. (θηλ.) & γκαβομάρα (προφ.-μειωτ.): στραβωμάρα: ~ έχεις και σκοντάφτεις συνέχεια; ΣΥΝ. τύφλα
  • γκαβώνω γκα-βώ-νω ρ. (μτβ.) {γκάβω-σε, γκαβώ-θηκα} (προφ.): τυφλώνω, στραβώνω: Μας ~σαν τα φώτα.|| Θα ~θείς με τόση τηλεόραση που βλέπεις. ~θηκα, για να διαβάσω τα γράμματά σου (: το γραφικό χαρακτήρα).
  • γκαγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & γκανγκ : απρόβλεπτο κωμικό στιγμιότυπο ή εύρημα βασισμένο στην κίνηση-έκφραση, τον διάλογο, τις γκάφες ή την υπερβολή: απολαυστικά/έξυπνα ~. Τα ~ του βωβού κινηματογράφου. Βλ. μούτα, φάρσα. [< αγγλ. gag, γαλλ. ~, 1922]

αντιρρησίας

αντιρρησίας[ἀντιρρησίας] α-ντιρ-ρη-σί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιρρησιών}: πρόσωπο που φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις, διαφωνεί. Πβ. αμφισβητίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιρρησίας συνείδησης: πρόσωπο που αρνείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ή να φέρει όπλο για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους. Βλ. ανυπότακτος, εναλλακτική θητεία. [< γαλλ. objecteur de conscience, 1933]

γεφύρι

γεφύριγε-φύ-ρι ουσ. (ουδ.) {γεφυρ-ιού} & γιοφύρι (λαϊκό): παραδοσιακή γέφυρα: ξύλινο/πέτρινο/τοξωτό ~. ● ΦΡ.: της Άρτας το γεφύρι & το γεφύρι της Άρτας: για έργο που καθυστερεί να ολοκληρωθεί, συνήθ. εξαιτίας αλλεπάλληλων προβλημάτων: Η διάνοιξη της οδού κατάντησε σαν ~ ~. [< μτγν. γεφύριον, μεσν. γιοφύρι]

ΔΧ

ΔΧ: Δημόσιας Χρήσης (ενν. όχημα). Βλ. ΙΧ.

κετσές

κετσέςκε-τσές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες ίνες, συνήθ. φυσικές, που χρησιμοποιείται κυρ. για την επένδυση επιφανειών: ~ στο εσωτερικό των θυρών αυτοκινήτου/στρώματος. Πβ. πίλημα. Βλ. γιούτα, -ές. [< τουρκ. keçe]

μέχρι

μέχριμέ-χρι πρόθ. & μέχρις (όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν, όχι συχνά) 1. δηλώνει όριο χρονικό, τοπικό ή ποσοτικό: ~ πότε; ~ αύριο/σήμερα/τώρα. ~ το βράδυ/την Κυριακή/το πρωί. Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή από τις αρχές ~ τα τέλη Μαρτίου. Παράταση ~ τις 25/01. Παιχνίδι για ηλικίες από 2 ~ 4 χρονών. Θα είμαι στο γραφείο ~ τις 7 μ.μ.|| ~ εδώ/εκεί/κάτω/πάνω. ~ πού θα φτάσουμε; Θα περπατήσουμε ~ την κορυφή του λόφου. Τη συνόδευσα ~ ενός σημείου. Να σε πάω ~ το (= στο) σπίτι;|| Μέτρα από το 1 ~ το 10. Από την τελική εξέταση μπορεί να πάρει κανείς ~ 30 μονάδες. (εμφατ. + και:) Μεγάλη μείωση τιμών ~ και (= ακόμη και) 50%. Οι άνεμοι αύριο θα είναι βορειοανατολικοί ισχυροί ~ πολύ ισχυροί. Κατηγορία ανδρών (στην πάλη) ~ 120 κιλά. Θα υπήρχαν ~ και εκατό άτομα (= κατά προσέγγιση, περίπου).|| (σε μια ιεραρχία, κατάταξη) Έφθασε ~ τον βαθμό του ναυάρχου/την τέταρτη θέση/τον τρίτο γύρο. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, φτάνοντας ~ διευθυντής.|| (μτφ.) Έφτασε ~ την τρέλα. Πβ. ίσαμε. Βλ. από. ΣΥΝ. έως & ως 2. σε θέση χρονικού συνδέσμου: Όλα πήγαιναν καλά ~ που τον γνώρισε.|| Ανακατεύουμε όλα τα υλικά ~ να γίνει ένας ομοιόμορφος χυλός. ΣΥΝ. ώσπου ● ΦΡ.: μέχρι που (εμφατ.): για να τονιστεί μια πράξη: Και τι δεν κάνει μόνος του, ~ ~ έβαψε όλο το σπίτι!, μέχρι(ς) ενός σημείου/βαθμού (μτφ.): ως ένα σημείο, βαθμό: Τα σχέδιά τους υλοποιήθηκαν ~ ~. Η συμπεριφορά του δικαιολογείται ~ ~., μέχρι(ς) εξαντλήσεως (λόγ.) 1. ώσπου να καταναλωθεί κάτι εντελώς: Η προσφορά ισχύει ~ ~ των αποθεμάτων. 2. έως να κουραστεί, να εξουθενωθεί κάποιος: πρόβες/χορός ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως, μέχρις ενός (λόγ.): μέχρι και τον τελευταίο: Θυσιάστηκαν/πολέμησαν/σκοτώθηκαν ~ ~., από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, έως/μέχρις ότου (να) βλ. έως & ως, μέχρι αηδίας βλ. αηδία, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, μέχρι μυελού οστέων βλ. μυελός, μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) βλ. νεότερος, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως βλ. πτώση, μέχρι τέλους βλ. τέλος, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, μέχρι την ώρα που βλ. ώρα, μέχρι του σημείου να βλ. σημείο, μέχρι τούδε βλ. τούδε, μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου βλ. απόδειξη, μέχρι(ς) ενός ορίου βλ. όριο, μέχρι(ς) εσχάτων βλ. έσχατος, μέχρι/έως θανάτου βλ. θάνατος, μέχρι/έως πρότινος βλ. πρότινος, μέχρι/ως εδώ βλ. εδώ, μέχρι/ως το(ν) λαιμό βλ. λαιμός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, ως/μέχρι το κόκαλο βλ. κόκαλο, ως/μέχρι τότε βλ. τότε [< αρχ. μέχρι, μέχρις]

μούτα

μούταμού-τα ουσ. (θηλ.): γκριμάτσα κυρ. ηθοποιού: θεατρικές/κωμικές ~ες. Βλ. γκαγκ.

μπορντούρα

μπορντούραμπορ-ντού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό πλαίσιο, τελείωμα ή γενικότ. άκρη αντικειμένου: ασημένια/αυτοκόλλητη/γύψινη/δαντελένια/μεταξωτή/ξύλινη/σκαλιστή/χρυσή ~. ~ πιάτου/τοίχου/υφάσματος (πβ. παρυφή)/χαρτιού (πβ. βινιέτα). ~ από λουλούδια. Κέντημα/μανίκια/τραπεζομάντιλο/φόρεμα με ~. Ταπετσαρίες-~ες. Βλ. ζωφόρος, ρέλι, σιρίτι, τρέσα, φεστόνι. 2. φράχτης ή σειρά φυτών, συνήθ. με ψαλιδισμένο σχήμα, στην άκρη ή σε μονοπάτι κήπου: χαμηλή ~. Ηλεκτρικό ψαλίδι/κουρευτικό ~ας. Θάμνοι σε διάταξη ~ας. Πβ. φυτοφράκτης. [< ιταλ. bordura]

-ούλιακας

-ούλιακας(μειωτ.-εμφατ.): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για την έκφραση αρνητικής ιδιότητας: γκαβ~ (πβ. γκάβ-ακας)/μπεκρ~ (βλ. -ας)/στραβ~/χαζ~.

παπαγαλάκι

παπαγαλάκιπα-πα-γα-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) ΟΡΝΙΘ. κ. ΤΕΧΝΟΛ. μικρός παπαγάλος. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτων και διασπείρει συνήθ. ελλιπείς ή ψευδείς πληροφορίες: τηλεοπτικά ~ια. Πβ. κεκράκτες, φερέφωνο.

υπογεγραμμένη

υπογεγραμμένη[ὑπογεγραμμένη] υ-πο-γε-γραμ-μέ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. (στην αρχαία Ελληνική) το μικρό γιώτα των διφθόγγων αι, ηι, ωι, το οποίο γραφόταν κάτω από τα φωνήεντα α, η και ω: π.χ. ᾄδω, ἀποθνῄσκω, ᾠδή. [< νεολατ. iota subscriptum]

χειροκρότημα

χειροκρότημαχει-ρο-κρό-τη-μα ουσ. (ουδ.) {χειροκροτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: απλόχερο/ασταμάτητο/αυθόρμητο/γενναιόδωρο/δυνατό/εγκάρδιο/ένθερμο ή θερμό/ενθουσιώδες/ζεστό/καταιγιστικό/συγκρατημένο ~. Αποθεωτικά/ζωηρά/θυελλώδη/ξέφρενα ~ατα. Το ~ των θεατών. ~ατα και επευφημίες (βλ. μπιζάρισμα). Μέσα σε πλήθος/(λόγ.) εν μέσω ~άτων. Απέσπασε/δέχτηκε/εισέπραξε το ~ του κόσμου. Ένα ~, παρακαλώ, για τους νικητές! Το κοινό ξέσπασε σε (ρυθμικά) ~ατα. Τον υποδέχτηκαν με φωνές και ~ατα. Η αίθουσα σείστηκε από τα ~ατα. Πβ. παλαμάκια. Βλ. γιουχάισμα, κονσέρβα, ποδοκρότημα.|| (κατ' επέκτ.) Δεν επιζητεί το ~ (= την επιδοκιμασία). Του αξίζει ένα μεγάλο ~. [< γαλλ. battement de mains]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.