αντιρρησίας[ἀντιρρησίας] α-ντιρ-ρη-σί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιρρησιών}: πρόσωπο που φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις, διαφωνεί. Πβ. αμφισβητίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιρρησίας συνείδησης: πρόσωπο που αρνείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ή να φέρει όπλο για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους. Βλ. ανυπότακτος, εναλλακτική θητεία. [< γαλλ. objecteur de conscience, 1933]
γεφύριγε-φύ-ρι ουσ. (ουδ.) {γεφυρ-ιού} & γιοφύρι (λαϊκό): παραδοσιακή γέφυρα: ξύλινο/πέτρινο/τοξωτό ~. ● ΦΡ.: της Άρτας το γεφύρι & το γεφύρι της Άρτας: για έργο που καθυστερεί να ολοκληρωθεί, συνήθ. εξαιτίας αλλεπάλληλων προβλημάτων: Η διάνοιξη της οδού κατάντησε σαν ~ ~. [< μτγν. γεφύριον, μεσν. γιοφύρι]
ΔΧ: Δημόσιας Χρήσης (ενν. όχημα). Βλ. ΙΧ.
κετσέςκε-τσές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες ίνες, συνήθ. φυσικές, που χρησιμοποιείται κυρ. για την επένδυση επιφανειών: ~ στο εσωτερικό των θυρών αυτοκινήτου/στρώματος. Πβ. πίλημα. Βλ. γιούτα, -ές. [< τουρκ. keçe]
μέχριμέ-χρι πρόθ. & μέχρις (όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν, όχι συχνά) 1. δηλώνει όριο χρονικό, τοπικό ή ποσοτικό: ~ πότε; ~ αύριο/σήμερα/τώρα. ~ το βράδυ/την Κυριακή/το πρωί. Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή από τις αρχές ~ τα τέλη Μαρτίου. Παράταση ~ τις 25/01. Παιχνίδι για ηλικίες από 2 ~ 4 χρονών. Θα είμαι στο γραφείο ~ τις 7 μ.μ.|| ~ εδώ/εκεί/κάτω/πάνω. ~ πού θα φτάσουμε; Θα περπατήσουμε ~ την κορυφή του λόφου. Τη συνόδευσα ~ ενός σημείου. Να σε πάω ~ το (= στο) σπίτι;|| Μέτρα από το 1 ~ το 10. Από την τελική εξέταση μπορεί να πάρει κανείς ~ 30 μονάδες. (εμφατ. + και:) Μεγάλη μείωση τιμών ~ και (= ακόμη και) 50%. Οι άνεμοι αύριο θα είναι βορειοανατολικοί ισχυροί ~ πολύ ισχυροί. Κατηγορία ανδρών (στην πάλη) ~ 120 κιλά. Θα υπήρχαν ~ και εκατό άτομα (= κατά προσέγγιση, περίπου).|| (σε μια ιεραρχία, κατάταξη) Έφθασε ~ τον βαθμό του ναυάρχου/την τέταρτη θέση/τον τρίτο γύρο. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, φτάνοντας ~ διευθυντής.|| (μτφ.) Έφτασε ~ την τρέλα. Πβ. ίσαμε. Βλ. από. ΣΥΝ. έως & ως 2. σε θέση χρονικού συνδέσμου: Όλα πήγαιναν καλά ~ που τον γνώρισε.|| Ανακατεύουμε όλα τα υλικά ~ να γίνει ένας ομοιόμορφος χυλός. ΣΥΝ. ώσπου ● ΦΡ.: μέχρι που (εμφατ.): για να τονιστεί μια πράξη: Και τι δεν κάνει μόνος του, ~ ~ έβαψε όλο το σπίτι!, μέχρι(ς) ενός σημείου/βαθμού (μτφ.): ως ένα σημείο, βαθμό: Τα σχέδιά τους υλοποιήθηκαν ~ ~. Η συμπεριφορά του δικαιολογείται ~ ~., μέχρι(ς) εξαντλήσεως (λόγ.) 1. ώσπου να καταναλωθεί κάτι εντελώς: Η προσφορά ισχύει ~ ~ των αποθεμάτων. 2. έως να κουραστεί, να εξουθενωθεί κάποιος: πρόβες/χορός ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως, μέχρις ενός (λόγ.): μέχρι και τον τελευταίο: Θυσιάστηκαν/πολέμησαν/σκοτώθηκαν ~ ~., από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, έως/μέχρις ότου (να) βλ. έως & ως, μέχρι αηδίας βλ. αηδία, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, μέχρι μυελού οστέων βλ. μυελός, μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας (διαταγής) βλ. νεότερος, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως βλ. πτώση, μέχρι τέλους βλ. τέλος, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, μέχρι την ώρα που βλ. ώρα, μέχρι του σημείου να βλ. σημείο, μέχρι τούδε βλ. τούδε, μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου βλ. απόδειξη, μέχρι(ς) ενός ορίου βλ. όριο, μέχρι(ς) εσχάτων βλ. έσχατος, μέχρι/έως θανάτου βλ. θάνατος, μέχρι/έως πρότινος βλ. πρότινος, μέχρι/ως εδώ βλ. εδώ, μέχρι/ως το(ν) λαιμό βλ. λαιμός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, ως/μέχρι το κόκαλο βλ. κόκαλο, ως/μέχρι τότε βλ. τότε [< αρχ. μέχρι, μέχρις]
μούταμού-τα ουσ. (θηλ.): γκριμάτσα κυρ. ηθοποιού: θεατρικές/κωμικές ~ες. Βλ. γκαγκ.
μπορντούραμπορ-ντού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό πλαίσιο, τελείωμα ή γενικότ. άκρη αντικειμένου: ασημένια/αυτοκόλλητη/γύψινη/δαντελένια/μεταξωτή/ξύλινη/σκαλιστή/χρυσή ~. ~ πιάτου/τοίχου/υφάσματος (πβ. παρυφή)/χαρτιού (πβ. βινιέτα). ~ από λουλούδια. Κέντημα/μανίκια/τραπεζομάντιλο/φόρεμα με ~. Ταπετσαρίες-~ες. Βλ. ζωφόρος, ρέλι, σιρίτι, τρέσα, φεστόνι. 2. φράχτης ή σειρά φυτών, συνήθ. με ψαλιδισμένο σχήμα, στην άκρη ή σε μονοπάτι κήπου: χαμηλή ~. Ηλεκτρικό ψαλίδι/κουρευτικό ~ας. Θάμνοι σε διάταξη ~ας. Πβ. φυτοφράκτης. [< ιταλ. bordura]
-ούλιακας(μειωτ.-εμφατ.): επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για την έκφραση αρνητικής ιδιότητας: γκαβ~ (πβ. γκάβ-ακας)/μπεκρ~ (βλ. -ας)/στραβ~/χαζ~.
παπαγαλάκιπα-πα-γα-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) ΟΡΝΙΘ. κ. ΤΕΧΝΟΛ. μικρός παπαγάλος. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτων και διασπείρει συνήθ. ελλιπείς ή ψευδείς πληροφορίες: τηλεοπτικά ~ια. Πβ. κεκράκτες, φερέφωνο.
υπογεγραμμένη[ὑπογεγραμμένη] υ-πο-γε-γραμ-μέ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. (στην αρχαία Ελληνική) το μικρό γιώτα των διφθόγγων αι, ηι, ωι, το οποίο γραφόταν κάτω από τα φωνήεντα α, η και ω: π.χ. ᾄδω, ἀποθνῄσκω, ᾠδή. [< νεολατ. iota subscriptum]
χειροκρότημαχει-ρο-κρό-τη-μα ουσ. (ουδ.) {χειροκροτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: απλόχερο/ασταμάτητο/αυθόρμητο/γενναιόδωρο/δυνατό/εγκάρδιο/ένθερμο ή θερμό/ενθουσιώδες/ζεστό/καταιγιστικό/συγκρατημένο ~. Αποθεωτικά/ζωηρά/θυελλώδη/ξέφρενα ~ατα. Το ~ των θεατών. ~ατα και επευφημίες (βλ. μπιζάρισμα). Μέσα σε πλήθος/(λόγ.) εν μέσω ~άτων. Απέσπασε/δέχτηκε/εισέπραξε το ~ του κόσμου. Ένα ~, παρακαλώ, για τους νικητές! Το κοινό ξέσπασε σε (ρυθμικά) ~ατα. Τον υποδέχτηκαν με φωνές και ~ατα. Η αίθουσα σείστηκε από τα ~ατα. Πβ. παλαμάκια. Βλ. γιουχάισμα, κονσέρβα, ποδοκρότημα.|| (κατ' επέκτ.) Δεν επιζητεί το ~ (= την επιδοκιμασία). Του αξίζει ένα μεγάλο ~. [< γαλλ. battement de mains]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ