αμαξοστάσιο [ἁμαξοστάσιο] α-μα-ξο-στά-σι-ο ουσ. (ουδ.): χώρος κυρ. στάθμευσης, φύλαξης, αλλά και συντήρησης, επισκευής μεγάλων τροχοφόρων ή ηλεκτροκίνητων οχημάτων συγκοινωνιακού οργανισμού: το ~ του δήμου/της Ε.ΘΕ.Λ./των ΗΛΠΑΠ/των ΗΣΑΠ/του μετρό/του ΟΣΕ/του τραμ. Οι συρμοί αποσύρθηκαν στα ~α. Βλ. γκαράζ, μηχανοστάσιο, ντεπό, -στάσιο.
απατεώνας [ἀπατεώνας] α-πα-τε-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. απατεώνισσα}: πρόσωπο που εξαπατά συστηματικά τους άλλους με σκοπό το προσωπικό, συνήθ. οικονομικό, κέρδος: αδίστακτος/επαγγελματίας ~. Είναι ψεύτης και ~. Δίκτυο/σπείρα/συμμορία ~ων. Τον ξεγέλασε ένας ~. Έπεσε θύμα ~α. Πβ. αγύρτης, κατεργάρης, κλέφτης, κομπιναδόρος, λαμόγιο, λοβιτουρατζής, μασκαράς, μούτρο, μπαγαπόντης, τσαρλατάνος.|| (ως επίθ.) ~ εργοδότης. Βλ. μεγαλο~, μικρο~. ● Υποκ.: απατεωνίσκος (ο) [< αρχ. ἀπατεών]
βουλκανιζατέρ βουλ-κα-νι-ζα-τέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: συνεργείο ή σπανιότ. συσκευή επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών σε οχήματα: βαφείο-φανοποιείο-~. Λάστιχα-~. [< γαλλ. vulcanisateur]
γκαγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & γκανγκ : απρόβλεπτο κωμικό στιγμιότυπο ή εύρημα βασισμένο στην κίνηση-έκφραση, τον διάλογο, τις γκάφες ή την υπερβολή: απολαυστικά/έξυπνα ~. Τα ~ του βωβού κινηματογράφου. Βλ. μούτα, φάρσα. [< αγγλ. gag, γαλλ. ~, 1922]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
καμήλα κα-μή-λα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γκαμήλα 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο μηρυκαστικό της ερήμου και των άνυδρων στεπών (γένος Camelus), με ψηλά πόδια, μακρύ και καμπυλωτό λαιμό, κρεμαστά χείλη, πυκνό κιτρινο-κόκκινο, καφέ ή σχεδόν μαύρο τρίχωμα και ένα ή δύο λιπώδη εξογκώματα (ύβους) στη ράχη: γάλα ~ας. Η καμπούρα της ~ας. Ύφασμα από τρίχα ~ας (πβ. καμηλό). Βόλτα/σαφάρι με ~ες. Καραβάνι από ~ες. Βλ. βακτριανή, δρομάδα.|| Έχει μνήμη ~ας (= ελέφαντα). ΣΥΝ. κάμηλος 2. (μτφ.-μειωτ.) ψηλή και άχαρη γυναίκα. ● ΦΡ.: ο δρόμος της καμήλας (μτφ.): μέση οδός, συμβιβαστική λύση. [< μεσν. καμήλα, αγγλ. camel, γερμ. kamel, γαλλ. chameau]
καμπαρντίνα κα-μπαρ-ντί-να ουσ. (θηλ.) & καπαρντίνα & γκαμπαρντίνα: ελαφρύ, συνήθ. μακρύ, αδιάβροχο πανωφόρι με φαρδύ πέτο, διπλά κουμπιά, υφασμάτινες λωρίδες στα μανίκια, επωμίδες και ζώνη με κρίκους στις άκρες· λεπτό ή χοντρό ύφασμα με λοξή πλέξη που χρησιμοποιείται συνήθ. σε αδιάβροχα παλτό, φορέματα και κοστούμια: κλασική/μαύρη ~.|| Βαμβακερή/μάλλινη/μεταξωτή ~. (ως επίθ.) Παντελόνι ~. [< γαλλ. gabardine, 1925, ισπ. gabardina, πβ. μεσν. γκαβαρδίνα < βεν. gavardina]
κωλοφαρδία κω-λο-φαρ-δί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.): υπερβολική ή/και ανέλπιστη τύχη: Αυτό θα πει ~! Έχει απίστευτη/μεγάλη ~. Βλ. γκαντεμιά.
μαφιόζικος, η, ο μα-φιό-ζι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τη μαφία ή τον μαφιόζο: ~η: απαγωγή/εκτέλεση/επίθεση/οικογένεια/οργάνωση/ταινία. ~ο: έγκλημα/κύκλωμα/σύστημα/χτύπημα. ~ες: μέθοδοι. Τον εκτέλεσαν με ~ο τρόπο.
μαφιόζος μα-φιό-ζος ουσ. (αρσ.) {θηλ. μαφιόζα} 1. μέλος της μαφίας και κατ' επέκτ. κακοποιός. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας που δρα παρασκηνιακά, για να πετύχει τον σκοπό του: οι ~οι των γηπέδων. Βλ. αρχι~, γκάνγκστερ, -όζος. [< ιταλ. mafioso]
μπαλκονόπορτα μπαλ-κο-νό-πορ-τα ουσ. (θηλ.): πόρτα που βγάζει σε μπαλκόνι.
μπουκ ουσ. (αρσ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς, συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): μπουκμέικερ. [< αγγλ. book, 1900]
φανοποιός φα-νο-ποι-ός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τεχνίτης που εργάζεται σε φανοποιείο. Βλ. -ποιός. ΣΥΝ. φαναρτζής (1) [< γαλλ. tôlier]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ