Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11580-11600]


  • γκάμα γκά-μα ουσ. (θηλ.): σύνολο, σειρά πολλών συγγενών στοιχείων, ποικιλία: μουσική ~. ~ αντιλήψεων/απόψεων/θεμάτων/προτάσεων/συναισθημάτων (πβ. βεντάλια). Υπάρχει (μια) ευρεία/ολοκληρωμένη/πλήρης ~ προϊόντων και υπηρεσιών. Μπορείτε να διαλέξετε από μια μεγάλη/πλούσια ~ χρωμάτων. Συσκευές σε όλες τις ~ες τιμών. Πβ. έκταση, εύρος, κλίμακα, φάσμα. [< ιταλ. gamma]
  • γκαμήλα βλ. καμήλα
  • γκαμπαρντίνα βλ. καμπαρντίνα
  • γκανάζ γκα-νάζ ουσ. (ουδ. + θηλ.) & γκανάς: ΖΑΧΑΡ. κρεμώδες μείγμα λιωμένης σοκολάτας και κρέμας γάλακτος που χρησιμοποιείται για γέμιση ή επικάλυψη. [< γαλλ. ganache]
  • γκανγκ βλ. γκαγκ
  • γκάνγκστερ γκάν-γκστερ ουσ. (αρσ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & γκάγκστερ 1. (κυρ. παλαιότ. στην Αμερική) μέλος οργανωμένου κυκλώματος εγκληματιών: αδίστακτος/ένοπλος ~. ~ και πληρωμένοι δολοφόνοι. Ο σκοτεινός κόσμος των ~ και της μαφίας. Βλ. μαφιόζος.|| (ως επίθ.) Ταινίες ~ (= γκανγκστερικές). 2. (κατ' επεκτ.) κακούργος, εγκληματίας. Πβ. κακοποιός. Βλ. απατεώνας. [< αμερικ. gangster, γαλλ. ~, περ. 1925]
  • γκανγκστερικός , ή, ό γκαν-γκστε-ρι-κός επίθ. & γκαγκστερικός: που σχετίζεται με τους γκάνγκστερ ή ταιριάζει στον τρόπο δράσης τους: ~ή: ταινία.|| ~ή: απαγωγή/επίθεση. Βλ. μαφιόζικος. ● επίρρ.: γκανγκστερικά
  • γκανγκστερισμός γκαν-γκστε-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) & γκαγκστερισμός: ο τρόπος δράσης και η συμπεριφορά των γκάνγκστερ· κατ΄επέκτ. κάθε βίαιη, εκβιαστική, παράνομη μέθοδος για την επίτευξη κάποιου σκοπού: ~, δωροδοκία και διαφθορά. Βλ. -ισμός. [< αμερικ. gangsterism, 1927, γαλλ. gangstérisme, 1934]
  • γκανιάν γκα-νιάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (στον ιππόδρομο) το άλογο που θεωρείται ο επικρατέστερος νικητής της κούρσας· γενικότ. φαβορί: το ~ της ημέρας. Ποντάρω στο ~. Παίζει ~ (: στοιχηματίζει σε αυτό). Βλ. δίδυμο, πλασέ.|| (μτφ., για πολιτικό υποψήφιο) Πάει για ~ στις εκλογές. [< γαλλ. gagnant]
  • γκανιότα γκα-νιό-τα ουσ. (θηλ.): ποσοστό κέρδους που αποκομίζει ο διοργανωτής ενός στοιχήματος ή τυχερού παιχνιδιού ή ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικής λέσχης από τα ποσά που έχουν ποντάρει οι παίκτες: ~ του καζίνο/του ΟΠΑΠ. Αίθουσα πόκερ που κρατά/χρεώνει ~. Mίζες, τζόγος και ~ες. Βλ. μπουκ. [< γαλλ. cagnotte]
  • γκαντέμης γκα-ντέ-μης ουσ. (αρσ.) {γκαντέμηδες} & καντέμης, γκαντέμω & γκαντέμισσα (η) (προφ.): άτυχος, κακότυχος. Πβ. μαυρόγατα. ΣΥΝ. γρουσούζης (1) ΑΝΤ. γουρλής, καλότυχος, τυχερός (2) [< τουρκ. kadem]
  • γκαντεμιά γκα-ντε-μιά ουσ. (θηλ.) & καντεμιά (προφ.): κακοτυχία· συνεκδ. ατυχές συμβάν, αναποδιά: Με έχει βρει/με κυνηγάει (η) ~. Τι ~ είναι πια αυτή; Με την ~ που έχω/με δέρνει/με τρώει ... Φτού, ~! ΣΥΝ. γκίνια, γρουσουζιά. ΑΝΤ. καλοτυχία, τύχη. Βλ. κωλοφαρδία, ρέντα.|| Απανωτές ~ιές. Από μια ~, άργησα στο ραντεβού.
  • γκαντεμιάζω γκα-ντε-μιά-ζω ρ. (μτβ.) {γκαντέμια-σα} (προφ.): γρουσουζεύω: Μας ~σε (= γλωσσόφαγε, μάτιασε) και πάνε όλα στραβά.
  • γκαντέμικος , η, ο γκα-ντέ-μι-κος επίθ. (προφ.): άτυχος, κακότυχος, γρουσούζικος: ~η: μέρα. ΑΝΤ. γούρικος, γουρλίδικος, τυχερός (2)
  • γκαράζ γκα-ράζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ιδιωτικός ή δημόσιος, συνήθ. στεγασμένος χώρος στάθμευσης ή/και φύλαξης οχημάτων: κλειστό/υπόγειο ~ (πολυ)κατοικίας. Δημοτικό/πολυώροφο/υπαίθριο ~. ~ πιλοτής. Το ~ του πλοίου. Οι θέσεις/η πόρτα (= γκαραζόπορτα)/το τηλεχειριστήριο του ~. Αφήνω/βάζω/παρκάρω το αυτοκίνητο στο ~. Πβ. πάρκινγκ. Βλ. αμαξοστάσιο. 2. (σπάν.) συνεργείο οχημάτων. Βλ. βουλκανιζατέρ. [< γαλλ. garage, 1896]
  • γκαράζ & γκάρατζ γκα-ράζ ουσ. (ουδ. + θηλ.): ΜΟΥΣ. είδος δυνατής και ακατέργαστης ροκ μουσικής: ~-πανκ.|| (ως επίθ.) ~ μπάντα. [< αμερικ. garage & garage band, 1972]
  • γκαραζιέρης γκα-ρα-ζιέ-ρης ουσ. (αρσ.) (προφ.): εργαζόμενος σε συνεργείο αυτοκινήτων. Βλ. φανοποιός, -ιέρης.
  • γκαραζόπορτα γκα-ρα-ζό-πορ-τα ουσ. (θηλ.): πλατιά, μεταλλική πόρτα του γκαράζ: αυτόματη/ηλεκτρική/σπαστή ~. ~ οροφής. Μηχανισμός/(τηλε)χειριστήριο ~ας. Βλ. μπαλκονόπορτα.
  • γκαραντί γκα-ρα-ντί επίθ. {άκλ.} (προφ.): που παρέχει εγγύηση, εξασφάλιση, σιγουριά: ~ μέθοδος (= δοκιμασμένη)/πληροφορίες (= αξιόπιστες, διασταυρωμένες). Ο λόγος του/η συσκευή είναι ~. Το έχει ~ (= βέβαιο) ότι θα κερδίσει.|| (ως επίρρ.) Σου το υπογράφω ~ ότι (: σου το λέω με σιγουριά, εγγυημένα) ...|| (ως ουσ.) ~ γνησιότητας. [< γαλλ. garantie]
  • γκαρδιακός , ή, ό γκαρ-δια-κός επίθ. (λαϊκό): εγκάρδιος: ~ός: φίλος. Πβ. αδελφικός, επιστήθιος, καρδιακός, στενός. [< μεσν. (ε)γκαρδιακός]

αμαξοστάσιο

αμαξοστάσιο [ἁμαξοστάσιο] α-μα-ξο-στά-σι-ο ουσ. (ουδ.): χώρος κυρ. στάθμευσης, φύλαξης, αλλά και συντήρησης, επισκευής μεγάλων τροχοφόρων ή ηλεκτροκίνητων οχημάτων συγκοινωνιακού οργανισμού: το ~ του δήμου/της Ε.ΘΕ.Λ./των ΗΛΠΑΠ/των ΗΣΑΠ/του μετρό/του ΟΣΕ/του τραμ. Οι συρμοί αποσύρθηκαν στα ~α. Βλ. γκαράζ, μηχανοστάσιο, ντεπό, -στάσιο.

απατεώνας

απατεώνας [ἀπατεώνας] α-πα-τε-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. απατεώνισσα}: πρόσωπο που εξαπατά συστηματικά τους άλλους με σκοπό το προσωπικό, συνήθ. οικονομικό, κέρδος: αδίστακτος/επαγγελματίας ~. Είναι ψεύτης και ~. Δίκτυο/σπείρα/συμμορία ~ων. Τον ξεγέλασε ένας ~. Έπεσε θύμα ~α. Πβ. αγύρτης, κατεργάρης, κλέφτης, κομπιναδόρος, λαμόγιο, λοβιτουρατζής, μασκαράς, μούτρο, μπαγαπόντης, τσαρλατάνος.|| (ως επίθ.) ~ εργοδότης. Βλ. μεγαλο~, μικρο~. ● Υποκ.: απατεωνίσκος (ο) [< αρχ. ἀπατεών]

βουλκανιζατέρ

βουλκανιζατέρ βουλ-κα-νι-ζα-τέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: συνεργείο ή σπανιότ. συσκευή επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών σε οχήματα: βαφείο-φανοποιείο-~. Λάστιχα-~. [< γαλλ. vulcanisateur]

γκαγκ

γκαγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & γκανγκ : απρόβλεπτο κωμικό στιγμιότυπο ή εύρημα βασισμένο στην κίνηση-έκφραση, τον διάλογο, τις γκάφες ή την υπερβολή: απολαυστικά/έξυπνα ~. Τα ~ του βωβού κινηματογράφου. Βλ. μούτα, φάρσα. [< αγγλ. gag, γαλλ. ~, 1922]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

καμήλα

καμήλα κα-μή-λα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γκαμήλα 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο μηρυκαστικό της ερήμου και των άνυδρων στεπών (γένος Camelus), με ψηλά πόδια, μακρύ και καμπυλωτό λαιμό, κρεμαστά χείλη, πυκνό κιτρινο-κόκκινο, καφέ ή σχεδόν μαύρο τρίχωμα και ένα ή δύο λιπώδη εξογκώματα (ύβους) στη ράχη: γάλα ~ας. Η καμπούρα της ~ας. Ύφασμα από τρίχα ~ας (πβ. καμηλό). Βόλτα/σαφάρι με ~ες. Καραβάνι από ~ες. Βλ. βακτριανή, δρομάδα.|| Έχει μνήμη ~ας (= ελέφαντα). ΣΥΝ. κάμηλος 2. (μτφ.-μειωτ.) ψηλή και άχαρη γυναίκα. ● ΦΡ.: ο δρόμος της καμήλας (μτφ.): μέση οδός, συμβιβαστική λύση. [< μεσν. καμήλα, αγγλ. camel, γερμ. kamel, γαλλ. chameau]

καμπαρντίνα

καμπαρντίνα κα-μπαρ-ντί-να ουσ. (θηλ.) & καπαρντίνα & γκαμπαρντίνα: ελαφρύ, συνήθ. μακρύ, αδιάβροχο πανωφόρι με φαρδύ πέτο, διπλά κουμπιά, υφασμάτινες λωρίδες στα μανίκια, επωμίδες και ζώνη με κρίκους στις άκρες· λεπτό ή χοντρό ύφασμα με λοξή πλέξη που χρησιμοποιείται συνήθ. σε αδιάβροχα παλτό, φορέματα και κοστούμια: κλασική/μαύρη ~.|| Βαμβακερή/μάλλινη/μεταξωτή ~. (ως επίθ.) Παντελόνι ~. [< γαλλ. gabardine, 1925, ισπ. gabardina, πβ. μεσν. γκαβαρδίνα < βεν. gavardina]

κωλοφαρδία

κωλοφαρδία κω-λο-φαρ-δί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.): υπερβολική ή/και ανέλπιστη τύχη: Αυτό θα πει ~! Έχει απίστευτη/μεγάλη ~. Βλ. γκαντεμιά.

μαφιόζικος

μαφιόζικος, η, ο μα-φιό-ζι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τη μαφία ή τον μαφιόζο: ~η: απαγωγή/εκτέλεση/επίθεση/οικογένεια/οργάνωση/ταινία. ~ο: έγκλημα/κύκλωμα/σύστημα/χτύπημα. ~ες: μέθοδοι. Τον εκτέλεσαν με ~ο τρόπο.

μαφιόζος

μαφιόζος μα-φιό-ζος ουσ. (αρσ.) {θηλ. μαφιόζα} 1. μέλος της μαφίας και κατ' επέκτ. κακοποιός. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας που δρα παρασκηνιακά, για να πετύχει τον σκοπό του: οι ~οι των γηπέδων. Βλ. αρχι~, γκάνγκστερ, -όζος. [< ιταλ. mafioso]

μπαλκονόπορτα

μπαλκονόπορτα μπαλ-κο-νό-πορ-τα ουσ. (θηλ.): πόρτα που βγάζει σε μπαλκόνι.

μπουκ

μπουκ ουσ. (αρσ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς, συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): μπουκμέικερ. [< αγγλ. book, 1900]

φανοποιός

φανοποιός φα-νο-ποι-ός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τεχνίτης που εργάζεται σε φανοποιείο. Βλ. -ποιός. ΣΥΝ. φαναρτζής (1) [< γαλλ. tôlier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.