Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1180-1200]


  • αγγειολογία [ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]
  • αγγειολογικός , ή, ό [ἀγγειολογικός] αγ-γει-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειολογία: ~ή: εξέταση. Ελληνική ~ή Εταιρεία. [< γαλλ. angiologique, αγγλ. angiologic(al)]
  • αγγειολόγος [ἀγγειολόγος] αγ-γει-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στη μελέτη και αντιμετώπιση των αγγειακών παθήσεων: ~-αγγειοχειρουργός. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. angiologue, αγγλ. angiologist]
  • αγγειονευρωτικός , ή, ό [ἀγγειονευρωτικός] αγ-γει-ο-νευ-ρω-τι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειονευρωτικό οίδημα & αγγειοοίδημα: ΙΑΤΡ. αλλεργική κυρ. αντίδραση που χαρακτηρίζεται από ανώδυνο πρήξιμο του δέρματος ή των βλεννογόνων: επίκτητο/κληρονομικό/συγγενές ~ ~. ~ ~ των άκρων/του προσώπου/των χειλέων. [< γαλλ. angioneurotique, 1924, αγγλ. angioneurotic]
  • αγγειοοίδημα [ἀγγειοοίδημα] αγ-γει-ο-οί-δη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. αγγειονευρωτικό οίδημα. Βλ. κνίδωση. [< αγγλ. angioedema]
  • αγγειοπάθεια [ἀγγειοπάθεια] αγ-γει-ο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε νόσος των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων: αμυλοειδής/αποφρακτική/διαβητική/εγκεφαλική/περιφερική/στεφανιαία ~. ~ες των άκρων. ~ες και σακχαρώδης διαβήτης. Βλ. εγκεφαλο-, καρδιο-πάθεια, μακρο~, μικρο~. [< αγγλ. angiopathy, γαλλ. angiopathie]
  • αγγειοπλαστείο [ἀγγειοπλαστεῖο] αγ-γει-ο-πλα-στεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): εργαστήριο κατασκευής αγγείων: παραδοσιακά ~α.
  • αγγειοπλάστης [ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.
  • αγγειοπλαστική [ἀγγειοπλαστική] αγ-γει-ο-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της κατασκευής διακοσμητικών ή χρηστικών (συνήθ. πήλινων) δοχείων και άλλων αντικειμένων: παραδοσιακή ~. Πβ. κεραμική. 2. ΙΑΤΡ. επέμβαση για τη διάνοιξη ή την αποκατάσταση αιμοφόρου αγγείου, συνήθ. αρτηρίας (κοινώς μπαλονάκι): διαδερμική/ενδοαυλική ~. ~ των καρωτίδων. ~ με τοποθέτηση νάρθηκα (στεντ). Με την ~ γεννήθηκε η επεμβατική καρδιολογία. Βλ. -πλαστική. [< 2: γαλλ. angioplastie, περ. 1960, αγγλ. angioplasty, περ. 1910, balloon angioplasty, 1979]
  • αγγειοπλαστικός , ή, ό [ἀγγειοπλαστικός] αγ-γει-ο-πλα-στι-κός επίθ. 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική: ~ός: πηλός. 2. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειοπλαστική: ~ές: επεμβάσεις. [< γαλλ. angioplastique ]
  • αγγειοσάρκωμα [ἀγγειοσάρκωμα] αγ-γει-ο-σάρ-κω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος που σχηματίζεται από αγγειακούς ιστούς: πρωτοπαθές ~. ~ του δέρματος/του ήπατος/του μαστού/του πνεύμονος. Βλ. -ωμα2. [< αγγλ. angiosarcoma]
  • αγγειοσκόπηση [ἀγγειοσκόπηση] αγ-γει-ο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξέταση του εσωτερικού των αγγείων για διαγνωστικούς λόγους. Βλ. -σκόπηση. [< γαλλ. angioscopie]
  • αγγειοσκόπιο [ἀγγειοσκόπιο] αγ-γει-ο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. όργανο (μικροσκόπιο) για την εξέταση του εσωτερικού των αγγείων: στεφανιαίο/υπερηχητικό ~. Βλ. -σκόπιο. [< αγγλ. angioscope]
  • αγγειόσπασμος [ἀγγειόσπασμος] αγ-γει-ό-σπα-σμος ουσ. (αρσ.) & αγγειοσπασμός: ΙΑΤΡ. νευρική σύσπαση των αιμοφόρων αγγείων: εγκεφαλικός/περιφερικός/πνευμονικός/στεφανιαίος ~. Βλ. ισχαιμία. [< γαλλ. vasospasme, αγγλ. vasospasm, 1902]
  • αγγειόσπερμα [ἀγγειόσπερμα] αγ-γει-ό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αγγειόσπερμο}: ΒΟΤ. υποδιαίρεση φανερόγαμων φυτών των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα βρίσκονται μέσα στα άνθη (βλ. ύπερος) και τα γονιμοποιημένα σπέρματά τους είναι κλεισμένα στους καρπούς: δι-/μονο-κοτυλήδονα ~. Βλ. γυμνόσπερμα, σπερματόφυτα. [< γαλλ. angiospermes, αγγλ. angiosperms]
  • αγγειόσπερμος , η, ο [ἀγγειόσπερμος] αγ-γει-ό-σπερ-μος επίθ.: ΒΟΤ. που αναφέρεται στα αγγειόσπερμα. [< γαλλ. angiosperme, αγγλ. angiosperm]
  • αγγειοσύσπαση [ἀγγειοσύσπαση] αγ-γει-ο-σύ-σπα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. σύσπαση του μυϊκού χιτώνα αιμοφόρου αγγείου με αποτέλεσμα τη μείωση της διαμέτρου του: αντανακλαστική/νεφρική/περιφερική ~. Η νικοτίνη προκαλεί ~ και αυξάνει την αρτηριακή πίεση. ΑΝΤ. αγγειοδιαστολή [< γαλλ. vasoconstriction]
  • αγγειοσυσπαστικός , ή, ό [ἀγγειοσυσπαστικός] αγ-γει-ο-συ-σπα-στι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που αναφέρεται στην αγγειοσύσπαση: ~ή: στηθάγχη. Η ~ή ικανότητα της αδρεναλίνης. ● Ουσ.: αγγειοσυσπαστικό (το): ΦΑΡΜΑΚ. φάρµακο που αυξάνει τη χαµηλή αρτηριακή πίεση: Τα ~ά χρησιμοποιούνται ως ρινικά αποσυμφορητικά. [< γαλλ. vasoconstricteur]
  • αγγειοσυσταλτικός , ή, ό [ἀγγειοσυσταλτικός] αγ-γει-ο-συ-σταλ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. αγγειοσυσπαστικός. ΑΝΤ. αγγειοδιασταλτικός
  • αγγειοσυστολή [ἀγγειοσυστολή] αγ-γει-ο-συ-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αγγειοσύσπαση. ΑΝΤ. αγγειοδιαστολή

αγγειογραφία

αγγειογραφία [ἀγγειογραφία] αγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ακτινογραφική εξέταση των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού διαλύματος αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: αφαιρετική/διαγνωστική/ενδοφλέβια/ηπατική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική/τρισδιάστατη/ψηφιακή ~. ~ εγκεφάλου/καρδιάς/νεφρών. ~ με αξονικό τομογράφο/καθετήρα. Βλ. στεφανιογραφία, χολ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ζωγραφική διακόσμηση ή παράσταση αγγείων και η αντίστοιχη τέχνη ή τεχνική: αρχαϊκή/αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/μελανόμορφη ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) μελέτη των ζωγραφικών παραστάσεων σε αγγεία. Βλ. αγγειολογία, -γραφία. [< 1: γαλλ. angiographie, 1952, αγγλ. angiography, 1933]

γυμνόσπερμα

γυμνόσπερμα γυ-μνό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΟΤ. κατηγορία δενδρωδών φυτών με σπόρους που δεν περικλείονται σε καρπό (επιστ. ονομασ. Gymnospermae). Βλ. αγγειόσπερμα, κρυπτό-, φανερό-γαμα, σπερματόφυτα. [< μτγν. γυμνόσπερμος, γαλλ. gymnospermes, αγγλ. gymnosperms]

εγκεφαλ- & εγκεφαλο-

εγκεφαλ- & εγκεφαλο-: α' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται στον εγκέφαλο: εγκεφαλο-νωτιαίος.|| Εγκεφαλο-γράφημα/~πάθεια. Eγκεφαλ-ίτιδα. [< διεθν. encephal(o)-, cérébro-]

ισχαιμία

ισχαιμία [ἰσχαιμία] ι-σχαι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μείωση της κυκλοφορίας του αίματος που παρατηρείται σε όργανο ή ιστό λόγω απόφραξης αρτηρίας: εγκεφαλική/οξεία/σιωπηρή (: χωρίς συμπτώματα)/στεφανιαία/τοπική/χρόνια ~. ~ των άκρων/του εντέρου/του μυοκαρδίου. Βλ. αγγειόσπασμος, -αιμία, θρόμβωση. [< γαλλ. ischémie, 1832 < νεολατ. ischaemia < αρχ. ἴσχαιμος ‘αντιαιμορραγικός’, αγγλ. ischemia, 1855]

κανατάς

κανατάς κα-να-τάς ουσ. (αρσ.) (λαϊκό-παρωχ.): κατασκευαστής ή/και πωλητής πήλινων δοχείων. Πβ. σταμνάς. Βλ. αγγειοπλάστης, -άς.

κνίδωση

κνίδωση κνί-δω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αλλεργική πάθηση που εκδηλώνεται με δερματικά εξανθήματα, συνοδεύεται από κνησμό και προκαλείται από διάφορα αίτια (π.χ. τσίμπημα εντόμων, τρόφιμα, φάρμακα, στρες, εντερικά παράσιτα): οξεία/χρόνια ~. Ηλιακή/ιδιοπαθής/μελαγχρωματική (βλ. μαστοκυττάρωση)/χολινεργική ~. Ανοσολογική ~ εξ επαφής. ~ από θερμότητα/πίεση/ψύχος. Βλ. αγγειοοίδημα. [< αρχ. κνίδωσις]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-πλαστική

-πλαστική το ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

-ωμα2

-ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.