Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1640-1660]


  • αδάμαντας βλ. αδάμας
  • αδαμαντίνη [ἀδαμαντίνη] α-δα-μα-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. λευκή σκληρή ουσία που προστατεύει τη μύλη από τα μικρόβια, το εξωτερικό τμήμα του δοντιού: αποτριβή/λεύκανση/υποπλασία/φθορίαση ~ης. Βλ. οδοντίνη, -ίνη. ΣΥΝ. σμάλτο (2) [< γαλλ. substance adamantine]
  • αδαμάντινος , η, ο [ἀδαμάντινος] α-δα-μά-ντι-νος επίθ. (λόγ.) 1. διαμαντένιος: ~ος: διάκοσμος. ~ο: περιδέραιο/στέμμα. 2. (μτφ.) καθαρός, ακέραιος: ~ος: δικαστής (ΣΥΝ. αδέκαστος)/πολιτικός. ~η: πίστη/φωνή (για τραγουδιστή). ~ο: ήθος. ● ΣΥΜΠΛ.: αδαμάντινος χαρακτήρας: για ακέραιο και άψογο άνθρωπο. [< αγγλ. sterling character] , αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι βλ. γάμος [< 1: αρχ. ἀδαμάντινος 2: αγγλ. adamantine, γαλλ. adamantin]
  • αδαμαντοκόλλητος , η, ο [ἀδαμαντοκόλλητος] α-δα-μα-ντο-κόλ-λη-τος επίθ. (λόγ.): στολισμένος με διαμάντια: ~ος: σταυρός. ~ο: δαχτυλίδι/ευαγγέλιο/περιδέραιο.
  • αδαμαντοφόρος , ος/α, ο [ἀδαμαντοφόρος] α-δα-μα-ντο-φό-ρος επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που έχει προσαρμοσμένο πάνω του διαμάντι: ~α εργαλεία κοπής. 2. ΓΕΩΛ. (συνήθ. για τόπο) που έχει, παράγει διαμάντια: ~ο: κοίτασμα/ορυχείο. Βλ. -φόρος. [< γαλλ. diamantifère]
  • αδαμαντωρυχείο [ἀδαμαντωρυχεῖο] α-δα-μα-ντω-ρυ-χεί-ο ουσ. (ουδ.): ορυχείο εξόρυξης διαμαντιών. Βλ. -ωρυχείο. [< γαλλ. mine de diamants]
  • αδαμαντωρύχος [ἀδαμαντωρύχος] α-δα-μα-ντω-ρύ-χος ουσ. (αρσ.): εργάτης αδαμαντωρυχείου ή πρόσωπο που αναζητά διαμάντια. Βλ. -ωρύχος.
  • αδάμας [ἀδάμας] α-δά-μας ουσ. (αρσ.) {αδάμ-αντος, -αντα | -αντες, -άντων} (επίσ.) & αδάμαντας: διαμάντι. [< αρχ. ἀδάμας]
  • αδάμαστος , η, ο [ἀδάμαστος] α-δά-μα-στος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να καμφθεί, να νικηθεί: ~ος: αγωνιστής/έρωτας/λαός (= αήττητος, ακατανίκητος, ανυπότακτος). ~η: θέληση/φαντασία/ψυχή (= αλύγιστη, άκαμπτη, ακατάβλητη). ~ο: θάρρος/πνεύμα/φρόνημα (= ακλόνητο). ~οι: ήρωες. ~α: νιάτα/πάθη. Σαν ~ο (= ανήμερο) θηρίο. 2. (για ζώο) που δεν έχει ή δεν μπορεί να δαμαστεί, να τιθασευτεί. ΣΥΝ. άγριος, ατίθασος. ΑΝΤ. δαμασμένος. [< αρχ. ἀδάμαστος]
  • αδαμιαίος , α, ο [ἀδαμιαῖος] α-δα-μι-αί-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τον Αδάμ: (ΘΕΟΛ.) ~ος: θάνατος (: η απώλεια του Παραδείσου)/θρήνος (: για την απώλεια της θεωρίας του Θεού). Βλ. -ιαίος. Κυρ. στη ● ΦΡ.: με αδαμιαία περιβολή (λόγ.): γυμνός σαν τον πρωτόπλαστο Αδάμ, ολόγυμνος: Βγήκε έξω/εμφανίστηκε ~ ~ (= τσιτσίδι). Βλ. φύλλο συκής. [< γαλλ. vêtement d'Adam] [< μτγν. Ἀδαμιαῖος]
  • αδαπάνητος , η, ο [ἀδαπάνητος] α-δα-πά-νη-τος επίθ.: που δεν έχει δαπανηθεί, ξοδευτεί, εξαντληθεί: ~η: περιουσία. ~ο: κεφάλαιο. ~α: κονδύλια.|| (μτφ.-λόγ.) Θησαυρός ~ η κλασική γραμματεία. Πβ. ανεξάντλητος, αστείρευτος. ΣΥΝ. αξόδευτος [< μτγν. ἀδαπάνητος]
  • αδάπανος , η, ο [ἀδάπανος] α-δά-πα-νος επίθ.: που γίνεται χωρίς δαπάνη, έξοδα, κόστος: ~η: διαφήμιση/λύση (ΑΝΤ. δαπανηρή). Η ηλιακή ακτινοβολία προσφέρει ~η θέρμανση. Βλ. ολιγο-, πολυ-δάπανος.|| (μτφ.) ~ος: λαϊκισμός. ~η: κριτική. ΣΥΝ. ανέξοδος. ● επίρρ.: αδαπάνως (λόγ.) & αδάπανα: ~ για το Δημόσιο.|| (μτφ.) Δημαγωγεί/κατηγορεί ~ (: χωρίς πολιτικό κόστος). [< αρχ. ἀδάπανος]
  • αδασμολόγητος , η, ο [ἀδασμολόγητος] α-δα-σμο-λό-γη-τος επίθ.: (κυρ. για προϊόντα) που δεν υπόκεινται σε δασμούς, δεν φορολογούνται: ~ο: αλκοόλ/όχημα/πετρέλαιο. ~ες: πρώτες ύλες. ΣΥΝ. αφορολόγητος. ΑΝΤ. δασμολογημένος. ● Ουσ.: αδασμολόγητα (τα): τα είδη που πωλούνται χωρίς δασμούς σε καταστήματα (κυρ. αεροδρομίων, λιμανιών, πλοίων) και καταχρ. τα ίδια τα καταστήματα: Κατάσχεση ~ων.|| (προφ.) Υπάλληλος στα ~. ΣΥΝ. αφορολόγητα (τα), ντιούτι φρι [< μεσν. αδασμολόγητος]
  • ΑΔΕΔΥ (η): Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων.
  • άδεια [ἄδεια] ά-δει-α ουσ. (θηλ.) {άδειας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. δικαίωμα που παραχωρείται σε κάποιον για δράση, συγκατάθεση· ειδικότ. πράξη χορήγησης αυτού του δικαιώματος από αρμόδια Αρχή και συνεκδ. το επίσημο έγγραφο που το πιστοποιεί: Έχω/ζητώ/παίρνω/χρειάζομαι ~ από .../για να ... Αρνήθηκαν να του δώσουν/παραχωρήσουν ~ προκειμένου να ... Παρακολούθηση πολιτών χωρίς ~ (= παράνομα).|| Έγγραφη/ειδική/μόνιμη/προσωρινή/τεχνική/τηλεοπτική/υποχρεωτική ~. ~ αορίστου χρόνου/(εξ)ασκήσεως επαγγέλματος (ΣΥΝ. επαγγελματική)/γάμου/εισόδου/εργασίας/καταλληλότητας/κατοχής (λ.χ. αρχαίων αντικειμένων)/κυνηγιού (= κυνηγετική)/μικροπωλητή/οικοδομής (= οικοδομική)/οπλοφορίας/προσγείωσης (αεροσκάφους)/ταξί/χρήσης (π.χ. πεζοδρομίου). Αίτηση/ακύρωση/ανανέωση/απόκτηση/έγκριση/έκδοση/εκχώρηση/θεώρηση/κάτοχος/μεταβίβαση/παραχώρηση/χορήγηση (της) ~ας. Ανανεώνω/αποκτώ/αφαιρώ/βγάζω/εκδίδω/εξασφαλίζω/παραχωρώ ~. Ανακαλείται/έληξε/παρατείνεται η ~ παραμονής. Η ~ ισχύει για δύο μήνες. Λειτουργεί χωρίς ~. Άνευ/κατόπιν ~είας. Βλ. απαγόρευση.|| Ελέγχω την ~ κυκλοφορίας και οδήγησης (πβ. δίπλωμα). 2. το νόμιμο δικαίωμα απουσίας από την εργασία, την υπηρεσία και συνεκδ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: ειδική/ετήσια/καλοκαιρινή/κανονική/προβλεπόμενη/προσωπική/προφορική ~. ~ με/χωρίς αποδοχές κ. (λόγ.) ~ άνευ/μετ' αποδοχών. ~ ανατροφής/διαρκείας/εξετάσεων/θηλασμού/κύησης/για μετεκπαίδευση/μητρότητας (: τοκετού και λοχείας)/για οικογενειακούς λόγους/ενός έτους/Χριστουγέννων. Επίδομα ~είας. Απουσιάζει με ~. Βρίσκεται/είναι/λείπει/τελεί σε ~ (= είναι αδειούχος). Ετοιμάζεται να φύγει για ~. Εξαντλώ την ~ά μου. Πήρε ~ μια εβδομάδα (βλ. διακοπές).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αγροτική/κανονική/σαρανταοκτάωρη/τιμητική/φοιτητική ~. ~ διανυκτέρευσης/εξόδου.|| Τελείωσε η ~ά μου. ● Υποκ.: αδειούλα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπαιδευτική άδεια & άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης: που χορηγείται για εκπαιδευτικούς λόγους: ~ ~ για διδακτορικό/έρευνα/μεταπτυχιακές σπουδές. ~ές ~ες σε δασκάλους/καθηγητές/πανεπιστημιακούς., ποιητική αδεία & ποιητική άδεια {επιρρ. χρήση}: ελευθερία έκφρασης βασιζόμενη στο δικαίωμα του ποιητή να παραβιάζει γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, κυρ. χάριν του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας· συχνότ. κατ' επέκτ. για οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη γλωσσική νόρμα ή την πραγματικότητα: Τα ζώα στο έργο μιλούν ~ ~. [< γαλλ. licence poétique] , άδεια απουσίας βλ. απουσία, αναρρωτική άδεια βλ. αναρρωτικός, γονική άδεια βλ. γονικός, μηχανογραφική άδεια βλ. μηχανογραφικός ● ΦΡ.: έχω άδεια: μου αναγνωρίζεται δικαίωμα αδείας ή βρίσκομαι σε άδεια: Είμαι καινούργιος στη δουλειά και δεν ~ ~.|| Δεν βρίσκεται στο γραφείο, ~ει ~., με την άδειά σας: (ως ευγενική διατύπωση ή συχνά ειρων.) εφόσον μου το επιτρέπετε: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα, ~ ~, να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση., παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία [< αρχ. ἄδεια, γαλλ. permission, permis, licence]
  • αδειάζω [ἀδειάζω] α-δειά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άδεια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αδειάζ-οντας, αδεια-σμένος} 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, το καταναλώνω ή το μεταφέρω, το ξεφορτώνω κάπου αλλού: ~ τη βαλίτσα/τη δεξαμενή/τον κάδο/το περίστροφο (στον αέρα/στο σώμα κάποιου, πβ. πυροβολώ)/το συρτάρι/το τασάκι/την τσάντα. Ο σπιτονοικοκύρης μού ζήτησε ν' ~σω το σπίτι (= να το ξενοικιάσω, να φύγω).|| (προφ.) ~σε ένα ταψί μόνος του (= έφαγε)/το μισό μπουκάλι (= ήπιε)/όλο του το πιάτο.|| ~ τα απορρίμματα/τους επιβάτες (πβ. αποβιβάζω)/το λάδι (πβ. χύνω)/τα λύματα/το φορτίο. ~ το νερό στα ποτήρια (από την κανάτα, πβ. ρίχνω). ΑΝΤ. γεμίζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) αφήνω κάποιον (συνήθ. υφιστάμενο) εκτεθειμένο, ακάλυπτο, δεν τον υποστηρίζω: ~σε τον συνεργάτη/τον φίλο του. Την κρίσιμη στιγμή που τον είχα ανάγκη, με ~σε (: με εγκατέλειψε, κρέμασε, πούλησε).|| (στο ποδόσφαιρο) Πέτυχε γκολ, αφού πρώτα ~σε όλη την άμυνα (: απέφυγε τους αμυντικούς με προσποίηση). Βλ. καλύπτω. 3. (προφ.) έχω ελεύθερο χρόνο για κάτι: Θα σου τηλεφωνήσω μόλις ~σω. Δεν ~ (= δεν έχω χρόνο) να σε δω σήμερα. Χθες δεν ~σα (= δεν μου έμεινε καθόλου χρόνος) ούτε για φαΐ! Πβ. προλαβαίνω. ΣΥΝ. ευκαιρώ ● αδειάζει: (συνήθ. για χώρο) μένει άδειος, εκκενώνεται: ~ η αίθουσα (από μαθητές)/η γειτονιά/το γήπεδο/ο δρόμος/το νησί (: ερημώνει)/η παραλία/η πόλη (: εγκαταλείπεται)/το σπίτι/ο τόπος (ΑΝΤ. γεμίζει). ~σε η μπαταρία (= αποφορτίστηκε)/το ντεπόζιτο/το πορτοφόλι(/το ταμείο/η τσέπη μου (: έμεινα χωρίς λεφτά)/το στομάχι μου (: πεινάω). ~σε η θέση του διευθυντή/ένα τραπέζι (σε εστιατόριο).|| (μτφ.) ~σε η ζωή/ο νους/η ψυχή μου (από σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα). Οι λέξεις ~σαν από νόημα. ● ΦΡ.: αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο (μτφ.-προφ.): (συνήθ. στην προστ.) φεύγω από κάπου όπου είμαι ανεπιθύμητος: Μάζεψε τα πράγματά σου και άδειασέ μας ~! Άδειασέ μου ~ και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου! Δεν μας αδειάζεις ~; Πβ. κοπάνα τη, ξεκουμπίσου, σπάσε, στα τσακίδια, στρίβε, τσακίσου, φύγε. [< μεσν. αδειάζω]
  • αδειανός , ή, ό [ἀδειανός] α-δεια-νός επίθ. (οικ.-λογοτ.): άδειος, κενός. ΑΝΤ. γεμάτος (1) [< μεσν. αδειανός]
  • άδειασμα [ἄδειασμα] ά-δεια-σμα ουσ. (ουδ.) 1. αφαίρεση του περιεχομένου, εκκένωση: ~ βόθρου/κάδου/μπαταρίας (πβ. απο-, εκ-φόρτιση)/σακούλας/σκληρού δίσκου/σπιτιού από έπιπλα/της τσέπης (: ξόδεμα όλων των χρημάτων). ~ των χωριών λόγω της αστυφιλίας.|| (μτφ.) ~ του μυαλού από σκέψεις. ΑΝΤ. γέμισμα (1), τιγκάρισμα 2. (προφ.) η μη κάλυψη, στήριξη, συνήθ. υψηλά ιστάμενου προσώπου από τον ιεραρχικά ανώτερο: δημόσιο/πολιτικό ~.
  • αδειοδότηση [ἀδειοδότηση] α-δει-ο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. παροχή άδειας από επίσημο φορέα, για να λειτουργήσει ή να διεκπεραιωθεί κάτι: ~ καταστημάτων/κτισμάτων/ραδιοσταθμών/φωτοβολταϊκών (πάρκων). ~ και πιστοποίηση. Διαδικασία/φορέας ~ης. ~ήσεις των ΜΜΕ. Περιβαλλοντικές ~ήσεις. Βλ. -δότηση. [< γαλλ. autorisation]
  • αδειοδοτικός , ή, ό [ἀδειοδοτικός] α-δει-ο-δο-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που αναφέρεται στην αδειοδότηση: ~ή: διαδικασία. ~ό: καθεστώς/πλαίσιο.

αδάμας

αδάμας [ἀδάμας] α-δά-μας ουσ. (αρσ.) {αδάμ-αντος, -αντα | -αντες, -άντων} (επίσ.) & αδάμαντας: διαμάντι. [< αρχ. ἀδάμας]

αναρρωτικός

αναρρωτικός, ή, ό [ἀναρρωτικός] α-ναρ-ρω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανάρρωση: ~ό: στάδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: αναρρωτική άδεια & (προφ.) αναρρωτική: που παρέχεται σε υπάλληλο ή στρατευμένο για λόγους ασθενείας: ~ ~ με αποδοχές. Λείπει με ~. Πήρε ~ ~. Βλ. ρεπό. [< γαλλ. congé de maladie]

απαγόρευση

απαγόρευση [ἀπαγόρευση] α-πα-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): αφαίρεση, στέρηση από κάποιον του δικαιώματος, της άδειας ή της δυνατότητας να κάνει κάτι, συνήθ. εκ μέρους επίσημης Αρχής, με τη μορφή νόμου ή κανονισμού: γενική/μερική/μόνιμη/πλήρης/προληπτική/ρητή/υποχρεωτική ~. ~ απόπλου (πβ. απαγορευτικό)/άσκησης επαγγέλματος/εισόδου/εξόδου/κυκλοφορίας (: οχημάτων ή πολιτών π.χ. σε καιρό πολέμου)/επικίνδυνων ουσιών/πτήσεων/στάσης-στάθμευσης. Άρση/επιβολή/παραβίαση/τήρηση ~ης. Μέτρα ~ης. Η αρχή της ~ης των διακρίσεων. ~εύσεις στο εμπόριο/στα τρόφιμα. Λογοκρισία/περιορισμοί και ~εύσεις. Θέσπιση ~εύσεων. Εφαρμόζεται η ~ του καπνίσματος (= καπνο~) στους δημόσιους χώρους. Αντιστέκομαι/αντιτίθεμαι/εναντιώνομαι/υπακούω στις ~εύσεις. Συμμορφώνομαι με τις ~εύσεις. Πβ. αποκλεισμός, παρακώλυση, παρεμπόδιση. Βλ. άδεια. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική απαγόρευση: ΝΟΜ. στέρηση ικανότητας δικαιοπραξίας από άτομο που αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του, επειδή πάσχει από μόνιμη πνευματική ή σωματική αναπηρία: Έχει τεθεί/τελεί/υποβάλλεται σε (νόμιμη) ~ ~., απαγόρευση αποδημίας βλ. αποδημία ● ΦΡ.: σε απαγόρευση & (λόγ.) υπό απαγόρευση: σε καθεστώς επίσημης στέρησης δικαιώματος: Αγαθά/ουσίες/προϊόντα που υπόκεινται ~ ~. [< μτγν. ἀπαγόρευσις, γαλλ. prohibition]

απουσία

απουσία [ἀπουσία] α-που-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο δεν βρίσκεται σε ορισμένο μέρος ή χώρο, όπου ήταν πιθανόν, αναμενόταν ή έπρεπε να παρίσταται: αδικαιολόγητη/αναγκαστική/αυθαίρετη/μακροχρόνια/συνειδητή ~. ~ μισθωτού από την εργασία/τα καθήκοντά του. Πολύμηνη ~ υπαλλήλου λόγω ασθένειας. ~ αθλητή λόγω τιμωρίας/τραυματισμού. ~ από τη συνεδρίαση (ΣΥΝ. αποχή, ΑΝΤ. συμμετοχή). ~ αγαπημένου προσώπου. Επιστροφή ύστερα από μακρά/πολύχρονη ~. Ήταν αισθητή η ~ σου, μας έλειψες πολύ. (λόγ.) Εξέταση μαρτύρων εν τη ~ της Πολιτικής Αγωγής.|| (για μαθητές) Καταχώρηση των ~ών. Τήρηση του βιβλίου ~ών. Ωριαία ~ (βλ. αποβολή). Αριθμός/δελτίο ~ών (βλ. απουσιολόγιο). Μου έβαλαν/πήρα ~. Έμεινε στην ίδια τάξη από ~ες. Βλ. κοπάνα.|| Η ομάδα θα αγωνιστεί με πέντε ~ες (: απόντες).|| Εκδήλωση μνήμης για τα δέκα χρόνια ~ας (: από τον θάνατο) του ποιητή. ΑΝΤ. παρουσία (1) 2. έλλειψη, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια στοιχείου, πράγματος: ~ άγχους/κανόνων/κριτηρίων/μνήμης (= αμνησία)/νοήματος/πληροφόρησης/πόνου/υποδομών. ~ αποτελεσματικού συντονισμού/εναλλακτικών λύσεων. ~ βαθύτερου προβληματισμού/γόνιμου διαλόγου. ~ κοινής λογικής/κριτικής σκέψης. ~ επαρκών μέτρων υγιεινής. ~ αντιπυρικών ζωνών σε δάσος. ΑΝΤ. ύπαρξη (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια απουσίας: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δικαίωμα απουσίας από τη δουλειά: ειδική/κανονική ~ ~. ~ ~ με/χωρίς αποδοχές. ~ ~ για ασθένεια παιδιών/συμμετοχή σε συνέδριο. [< αγγλ. leave of absence] ● ΦΡ.: έλαμψε διά της απουσίας του (λόγ.) & έλαμψε με την απουσία του (ειρων.): αισθητή απουσία επίσημου συνήθ. προσώπου από εκδήλωση, συγκέντρωση: Από το δείπνο ~αν ~ τους οι τοπικοί βουλευτές. [< γαλλ. briller par son absence] , παίρνω απουσίες (οικ.): (στο απουσιολόγιο) σημειώνω τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν. [< αρχ. ἀπουσία, γαλλ. absence]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

γονικός

γονικός, ή, ό γο-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τους γονείς: ~ός: έλεγχος (π.χ. για την πρόσβαση των παιδιών στο διαδίκτυο). ~ή: ευθύνη/φροντίδα. ~ό: επίδομα. ~ές: υποχρεώσεις. Απαραίτητη/επιθυμητή η ~ή συναίνεση (: χαρακτηρισμός καταλληλότητας τηλεοπτικών προγραμμάτων) Βλ. μητρ-, πατρ-ικός, πατρο~, προ~. ΣΥΝ. γονεϊκός 2. ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκεται σε υψηλότερη ιεραρχικά βαθμίδα σε σχέση με κάτι άλλο, το οποίο και περικλείει: ~ός: κατάλογος/φάκελος. ~ή: διεργασία. ΣΥΝ. πατρικός (4) ● ΣΥΜΠΛ.: γονική άδεια: ΝΟΜ. που χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο γονιό με ανήλικο τέκνο, για την εκπλήρωση γονεϊκών ευθυνών: ~ ~ ανατροφής., γονική παροχή: ΝΟΜ. μεταβίβαση με συμβολαιογραφική πράξη περιουσιακού στοιχείου από τον γονέα προς το παιδί, χωρίς την απαίτηση ανταλλάγματος: Έκανε το σπίτι του ~ ~ (στον γιο του)., γονική μέριμνα βλ. μέριμνα [< αρχ. γονικός 2: αγγλ. parent]

-δότηση

-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

καλύπτω

καλύπτω κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {κάλυ-ψα, καλύ-φθηκε κ. -φτηκε, -μμένος (λόγ. κεκαλυμμένος), καλύπτ-οντας, -όμενος} 1. τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι άλλο: Το πάτωμα ~φθηκε με μάρμαρο/μοκέτα/πλακάκια (= επενδύθηκε, επικαλύφθηκε, στρώθηκε). Τα πάντα έχουν ~φτεί από/με σκόνη/σύννεφα καπνού/χιόνι. ΣΥΝ. σκεπάζω.|| ~ψαν (= γέμισαν) τον λάκκο με χώμα.|| ~ψε το πρόσωπο με τα χέρια της. Κάλυπτε (= έκρυβε) την είσοδο με το σώμα του.|| Τον ~ψε με μια κουβέρτα.|| Τοίχος ~μμένος με ταπετσαρία (βλ. περι~). Τούρτα ~μμένη με σαντιγί. Η διόρθωση των γραπτών γίνεται με ~μμένα τα ονόματα (των εξεταζομένων). ~μμένος με κουκούλα.|| (μτφ.) Πέπλο μυστηρίου ~ει την υπόθεση. Η δυνατή μουσική ~ψε τις φωνές. 2. (μτφ.) προστατεύω, προφυλάσσω: (σε ένοπλη συμπλοκή) ~ψέ με (να περάσω απέναντι)! Αν γίνει σεισμός, ~φθείτε κάτω από κάποιο έπιπλο!|| Δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα, τον ~ει ο νόμος. Σε περίπτωση ατυχήματος/βλάβης, σας ~ει η ασφάλεια/η εγγύηση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ~ψε τον υπουργό (: τον άφησε εκτεθειμένο, τον άδειασε). Θέλω να είμαι ~μμένος (= διασφαλισμένος) ό,τι και να γίνει.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~μμένα: ομόλογα (: πλήρους εξασφάλισης). Βλ. ακάλυπτη επιταγή. 3. (μτφ.) εκπληρώνω, ικανοποιώ: Δεν νιώθει συναισθηματικά ~μμένη από τη σχέση της. Προσπαθούν να ~ψουν τις ανάγκες/τις απαιτήσεις/τα γούστα του κοινού. Πβ. ανταποκρίν-, αντεπεξέρχ-ομαι. Βλ. υπερ~.|| Η υποτροφία τού ~ει τα δίδακτρα. Η δαπάνη ~φθηκε από δωρεές/έρανο. Διακοπές με όλα τα έξοδα ~μμένα (= πληρωμένα).|| Η προσφορά δεν ~ει τη ζήτηση (: είναι μικρότερή της).|| (προφ.) Δεν έχω να προσθέσω τίποτα, με έχεις ~ψει (: είπες όσα ήθελα να πω). 4. (μτφ.) διανύω, διατρέχω: ~ψαν μια απόσταση/διαδρομή ... χιλιομέτρων. 5. (μτφ.) εξετάζω, πραγματεύομαι· (ειδικότ., στη δημοσιογραφία) ερευνώ ή/και παρουσιάζω ένα θέμα ή γεγονός: Η μελέτη ~ει την περίοδο από τον ... μέχρι τον ... αιώνα π.Χ.|| ~ μια συνέντευξη ραδιοφωνικά/τηλεοπτικά. Ποιος ~ψε το ρεπορτάζ; Η εκδήλωση ~εται (= μεταδίδεται) από τα κανάλια.|| Η ορχήστρα ~ψε (= ανέλαβε) το μουσικό μέρος της εκδήλωσης. 6. (μτφ.) αναπληρώνω, συμπληρώνω: Οι κενές θέσεις θα ~φθούν από τους επιλαχόντες.|| Στο τελευταίο πεντάλεπτο, ~ψαν τη διαφορά στο σκορ. Τρέχει για να ~ψει τον χαμένο χρόνο. 7. (μτφ.) ολοκληρώνω, τελειώνω: ~ψαν την ύλη του μαθήματος. 8. (μτφ.) αποκρύπτω, συγκαλύπτω: Θέλουν να ~ψουν το σκάνδαλο. Βλ. ανα~. ΣΥΝ. αποσιωπώ, θάβω (4), καπακώνω (3), κουκουλώνω (2) ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), ξεσκεπάζω (2) ● καλύπτει: καταλαμβάνει: Οι εγκαταστάσεις ~ουν (= πιάνουν) (μια) έκταση ... στρεμμάτων.|| Η ανθολογία/έκθεση ~ μια περίοδο ... ετών. Πβ. διαρκεί. ● ΦΡ.: καλύπτω το κενό/τα κενά: αντιμετωπίζω τις ελλείψεις που έχουν δημιουργηθεί: Προσπαθούν να ~ψουν το κενό που δημιουργήθηκε με την αποχώρησή του.|| Πρέπει να ~ψεις τα κενά σου στα Μαθηματικά!, καλυφθείτε!: ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα σε στρατιώτες να φορέσουν τα πηλήκια ή τους μπερέδες τους. ΑΝΤ. αποκαλυφθείτε!, καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος, φυλάω/καλύπτω τα νώτα μου βλ. νώτα ● βλ. κεκαλυμμένος [< αρχ. καλύπτω, γαλλ. couvrir, αγγλ. cover]

μηχανογραφικός

μηχανογραφικός, ή, ό μη-χα-νο-γρα-φι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη μηχανογράφηση: ~ός: έλεγχος/εξοπλισμός. ~ή: διαχείριση/επεξεργασία/εφαρμογή/κάλυψη/οργάνωση/τήρηση βιβλίων/υποδομή/υποστήριξη. ● Ουσ.: μηχανογραφικό (το): το δελτίο που συμπληρώνουν οι υποψήφιοι φοιτητές/σπουδαστές για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλώνοντας με σειρά προτίμησης τις σχολές στις οποίες επιθυμούν να εισαχθούν. ● επίρρ.: μηχανογραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανογραφική άδεια: που δικαιούται δημόσιος υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας· αντιστοιχεί σε μία ημέρα ανά δίμηνο: ~ ~ με πλήρεις αποδοχές. [< γαλλ. mécanographique]

οδοντίνη

οδοντίνη [ὀδοντίνη] ο-δο-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. η ουσία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του δοντιού, βρίσκεται κάτω από το σμάλτο και περιβάλλει τον πολφό: διάβρωση/υπερευαισθησία ~ης. Βλ. αδαμαντίνη. [< γαλλ. dentine]

ολιγο- & ολιγό- & ολιγ-

ολιγο- & ολιγό- & ολιγ- (λόγ.): α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του λίγου, ελλειπούς ή αδύναμου: ολιγο-ετής/~ήμερος. Ολιγ-άριθμος (πβ. ευ-, ΑΝΤ. πολυ-).|| Ολιγο-σακχαρίτης (βλ. μονο-).|| (μτφ.) Ολιγό-ψυχος (= λιγό- κ. λιπό-, βλ. μικρό-, ολό-).

σημαία

σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

φύλλο

φύλλο φύλ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} καθένα από τα λεπτά, πεπλατυσμένα, μεμβρανώδη και συνήθ. πράσινα μέρη που εκφύονται στον βλαστό ή τα κλαδιά των φυτών και των δέντρων, το οποίο αποτελεί βασικό όργανο της φωτοσύνθεσης, της διαπνοής και της αναπνοής: απολιθωμένα/βελονοειδή/κίτρινα/μαραμένα/ξερά/οδοντωτά/πεσμένα/σαρκώδη/σκληρά/σχιστά/χλωρά ~α. ~α δάφνης/ελιάς/καπνού/κάππαρης. Τα μέρη/νεύρα του ~ου. Το θρόισμα των ~ων. Δέντρα που ρίχνουν τα ~α τους τον χειμώνα (= φυλλοβόλα). Πέφτουν τα ~α. Η ροδιά άρχισε να βγάζει ~α. Βλ. παράφυλλα, φύλλωμα.|| Σαλάτα με ~α ρόκας.|| Τρέμω σαν το ~ (: από τον φόβο ή το κρύο). 2. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πέταλο: τα ροζ ~α του τριαντάφυλλου. Πβ. σέπαλο. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με φύλλο δέντρου: ακρυλικά/ξύλινα/πλαστικά/πολυκαρβονικά/χαλύβδινα ~α. ~α αλουμινίου/αμιάντου/γυαλιού/ζελατίνης/καπλαμά. Στεφάνι από ~α χρυσού.|| Φούστα με ~α (: κομμάτια υφάσματος ραμμένα μαζί). 4. εφημερίδα: απογευματινό/ημερήσιο/κυριακάτικο/πρωινό/σημερινό ~. ~ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Αριθμός ~ου. Έκδοση/κυκλοφορία του ~ου. Αρχείο ~ων. Βλ. τεύχος. 5. ορθογώνιο συνήθ. κομμάτι χαρτιού: άκοπα/ανταλλακτικά/τυπογραφικά ~α. ~α εκτύπωσης/ντοσιέ/σημειώσεων. Τα ~α του βιβλίου/τετραδίου. Διπλώνω/κόβω/σκίζω/τσαλακώνω ένα ~. Γράψτε το όνομά σας σε ένα ~. Μπλοκ ριγέ πενήντα ~ων.|| Το γύρισε το ~ (: άλλαξε τακτική). Πβ. σελίδα. Βλ. εξώ-, οπισθό-, παρά-φυλλο. ΣΥΝ. κόλλα (2) 6. επίσημο συνήθ. έγγραφο που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ή εξυπηρετεί ορισμένο σκοπό: ενημερωτικό/συμπληρωματικό ~. ~ αδείας/αξιολόγησης (εκπαιδευτικού/μαθητή)/ασκήσεων/ελέγχου/καταχώρησης (αποδείξεων)/μισθοδοσίας/υπολογισμού (αξίας ακινήτου). Φυλάξτε το ~ οδηγιών χρήσης (πβ. μπροσούρα, προσπέκτους). Πβ. φυλλάδιο. 7. ΜΑΓΕΙΡ. πλατύ στρώμα ζύμης, κατάλληλο κυρ. για πίτες και γλυκίσματα: έτοιμο/λεπτό/παραδοσιακό/τραγανό/χωριάτικο ~. ~ κουρού/σφολιάτας. Πολύ λεπτό ~ ζύμης για μπακλαβά. Ανοίγω ~. Απλώνουμε το ~ σε βουτυρωμένο ταψί. 8. τραπουλόχαρτο: Ανακατεύω τα ~α. Παίρνω/πετάω/ρίχνω/τραβάω ένα ~.|| Ποιος κάνει ~α (: μοιράζει); Έχω κακό/καλό ~ (: συνδυασμό χαρτιών· πβ. χέρι). ΣΥΝ. χαρτί (4) 9. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: αναδιπλούμενα ~α. Τα ~α της ντουλάπας. Βλ. (παρα)θυρόφυλλο. ● Υποκ.: φυλλαράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητά φύλλα: άδετες κόλλες χαρτιού: Βιβλία/κώδικες που τηρούνται σε ~ ~. Βλ. δελτίο, καρτέλα., κίτρινο φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η ομάδα που χάνει· συνεκδ. ήττα., ροζ φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η νικήτρια ομάδα· συνεκδ. νίκη., υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που χρησιμοποιείται κυρ. για αριθμητικούς υπολογισμούς, στο οποίο τα δεδομένα οργανώνονται σε στήλες και κελιά: επεξεργασία ~ών ~ων. [< αγγλ. spreadsheet, 1981] , φύλλο αγώνα & (λόγ.) αγώνος (επίσ.): ΑΘΛ. (στα ομαδικά αθλήματα) επίσημο έγγραφο στο οποίο καταγράφονται πληροφορίες σχετικές με συγκεκριμένο αγώνα και όλα τα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκειά του και αμέσως μετά τη λήξη του: Το ~ ~ καίει τους γηπεδούχους (: είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό γι' αυτούς)., φύλλο εργασίας 1. ΠΛΗΡΟΦ. λογιστικό φύλλο. 2. κομμάτι χαρτιού συνήθ. με ασκήσεις, ερωτήσεις: ~ ~ στη Χημεία. [< 2: αγγλ. worksheet, 1930] , ωραίο φύλλο: ΒΟΤ. κολεός., φύλλο κρούστας βλ. κρούστα, φύλλο πορείας βλ. πορεία, φύλλο συκής βλ. συκή ● ΦΡ.: ούτε ένα πράσινο φύλλο (μτφ.-προφ.): απολύτως τίποτα: Δεν μου έφερε ~ ~ από το ταξίδι του., φύλλο (και) φτερό (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί εξονυχιστικός έλεγχος ή διάλυση, ολοκληρωτική καταστροφή: Έκαναν ~ ~ το σπίτι του, για να βρουν ενοχοποιητικά στοιχεία.|| Με το που άνοιξα το βιβλίο, έγινε ~ ~., δεν κουνάει/κουνιέται φύλλο βλ. κουνώ, δίνω φύλλο πορείας (σε κάποιον) βλ. δίνω [< 1,2: αρχ. φύλλον, γαλλ. feuille 2: μεσν. ~. 7: πβ. αγγλ. phyllo & filo, 1950 8: ιταλ. carte]

-ωρυχείο

-ωρυχείο: το ουσιαστικό ορυχείο ως β' συνθετικό: αδαμαντ~/ανθρακ~/αργυρ~/λιγνιτ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.

-ωρύχος

-ωρύχος: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά κυρ. σε εργάτη ορυχείου: αδαμαντ~/ανθρακ~/μεταλλ~/χρυσ~.|| Aλατ~.|| Τυμβ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.