Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1660-1680]


  • αδειοδοτώ [ἀδειοδοτῶ] α-δει-ο-δο-τώ ρ. (μτβ.) {αδειοδοτ-εί, (λόγ.) μτχ. θηλ. -ούσα | αδειοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για επίσημο φορέα) δίνω άδεια, επιτρέπω τη λειτουργία: Ο δήμος/η επιτροπή/το συμβούλιο (ελέγχει/επιβλέπει και) ~εί τις κατασκευές/την πραγματοποίηση τεχνικών έργων. ~ούνται έρευνες/εταιρείες. ~ούσα: Αρχή. ~ημένος: πάροχος. ~ημένα: φάρμακα. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. autoriser]
  • αδειοδωρόσημο [ἀδειοδωρόσημο] α-δει-ο-δω-ρό-ση-μο ουσ. (ουδ.): δωρόσημο.
  • άδειος , α, ο [ἄδειος] ά-δειος επίθ. 1. κενός, χωρίς περιεχόμενο: ~ος: θάλαµος/κάδος/κατάλογος (ΑΝΤ. πλήρης)/σάκος. ~α: μπαταρία (= αποφορτισμένη)/φιάλη. ~ο: αρχείο(/CD/DVD: χωρίς εγγραφές)/δοχείο/όπλο (: χωρίς γόμωση, σφαίρες)/πορτοφόλι/ποτήρι/ράφι/ρεζερβουάρ/στομάχι (: για κάποιον νηστικό)/χαρτί (πβ. άγραφο, λευκό)/ψυγείο. Πβ. αδειανός. Βλ. μισο~. ΑΝΤ. γεμάτος (1) 2. (κυρ. για χώρο) που δεν έχει συνήθ. ανθρώπους, εγκαταλελειμμένος, έρημος: ~ος: δρόμος. ~ο: γήπεδο/μαγαζί (από φιλάθλους/κόσμο, κυρ. καθ' υπερβολή). ~α: θρανία. Μίλησε σε ~ο αμφιθέατρο (: χωρίς ακροατήριο). ~ο σπίτι (: ξενοίκιαστο, χωρίς ανθρώπους ή έπιπλα).|| ~α: θέση (ΣΥΝ. ελεύθερη, κενή. ΑΝΤ. κατειλημμένη, πιασμένη). ~ο: δωμάτιο ξενοδοχείου (ΣΥΝ. διαθέσιμο)/τραπέζι εστιατορίου ή μπαρ (ΑΝΤ. ρεζερβέ). 3. (μτφ.) που δεν έχει πνευματικό ή συναισθηματικό περιεχόμενο, πλούτο: ~ος: άνθρωπος (: που δεν έχει ενδιαφέροντα). ~ες: μέρες/ώρες (: χωρίς νόημα, σκοπό, πβ. βαρετές, πληκτικές). ~ο: βλέμμα (= ανέκφραστο, απλανές). ~α: λόγια (= ανούσια, κούφια). Αισθάνομαι/μένω/νιώθω απίστευτα/εντελώς ~ (= κενός). ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια ταμεία βλ. ταμείο, άδειο/κούφιο κεφάλι βλ. κεφάλι, η πολιτική της άδειας καρέκλας βλ. καρέκλα, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά ● ΦΡ.: με άδεια χέρια & (προφ.) με αδειανά χέρια: χωρίς να προσφέρω ή να πετύχω κάτι: Πήγε επίσκεψη/ήρθε στο πάρτι ~ ~ (: χωρίς δώρο).|| Γύρισε/έφυγε ~ ~ (= άπρακτος). ΑΝΤ. με γεμάτα χέρια (1) [< γαλλ. les mains vides] , ρίχνω άδεια (για) να πιάσω γεμάτα: προσπαθώ να αποσπάσω πληροφορίες από κάποιον, προσποιούμενος άγνοια, αδιαφορία ή αναφέροντας άσχετα πράγματα., με άδειες τσέπες βλ. τσέπη [< μεσν. άδειος]
  • αδειούχος [ἀδειοῦχος] α-δει-ού-χος επίθ./ουσ. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.· που έχει 1. άδεια απουσίας από την εργασία του: ~οι: υπάλληλοι.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~οι: νεοσύλλεκτοι/φαντάροι.|| (ως ουσ.) ~ λόγω ασθένειας. (ειρων.) Εξέδραμαν οι ~οι (: για διακοπές). 2. την απαραίτητη άδεια για λειτουργία, εκτέλεση έργου ή άσκηση επαγγέλματος: ~ος: εγκαταστάτης/τεχνίτης. ~ος/α: εταιρεία. ~α: καταλύματα. Πβ. πιστοποιημένος.|| (ως ουσ.) Επίσημος ~. ~ διπλώματος/χρήσης. Βλ. -ούχος1. [< 1: γαλλ. permissionnaire 2: αγγλ. licensee, certified]
  • αδέκαρος , η, ο [ἀδέκαρος] α-δέ-κα-ρος επίθ. (οικ.): απένταρος, άφραγκος.
  • αδέκαστος , η, ο [ἀδέκαστος] α-δέ-κα-στος επίθ. (λόγ.): που δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται και κατ' επέκτ. αντικειμενικός, αμερόληπτος: ~ος: διαιτητής/δικαστής/κριτής (= αδιάφθορος). ~η: δικαιοσύνη/ιστορία/κρίση. ~ο: δικαστήριο.|| (ως ουσ.) (επίσ.) Το ~ο (: ακέραιο, άμεμπτο) του χαρακτήρα. ● επίρρ.: αδέκαστα [< αρχ. ἀδέκαστος]
  • αδελφάτο [ἀδελφᾶτο] α-δελ-φά-το ουσ. (ουδ.) & αδερφάτο (παλαιότ.) 1. αδελφότητα: (με αρνητ. συνυποδ.) Επιτέθηκε στο ~ των διαφημιστών/των καναλιών. Βλ. συντεχνία.|| (αργκό-ειρων. αδερφάτο, οι ομοφυλόφιλοι). 2. διοικητικό συμβούλιο φιλανθρωπικού ιδρύματος ή ναού: το ~ του γηροκομείου. Βλ. -άτο. [< μεσν. αδελφάτον]
  • αδελφή [ἀδελφή] α-δελ-φή ουσ. (θηλ.) {-ές (λαϊκό-σπάν.) -άδες} & (προφ.) αδερφή 1. πρόσωπο θηλυκού γένους με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον έναν ή και τους δύο γονείς: δίδυμη/ετεροθαλής/η μεγάλη/η μικρή ~. Αγαπημένες/σιαμαίες ~ές. Μου στάθηκε σαν ~.|| Θετή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων θηλυκού γένους με το οποίο κάποιος έχει στενούς δεσμούς: Είναι φίλη και ~ μας.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα:) Εσωκλείω τη συνεισφορά από μια ~ μας. 3. (συχνά ως προσφών.) καλόγρια, μοναχή: οι ~ές της Μονής. 4. (συνήθ. ως προσφών.) νοσοκόμα, νοσηλεύτρια: αποκλειστική/εθελόντρια/επισκέπτρια/προϊσταμένη ~.|| (ως επίθ.) Σχολή ~ών Νοσοκόμων. 5. (μειωτ., συνήθ. στον τ. αδερφή) ομοφυλόφιλος άνδρας ή άνδρας με θηλυπρεπή εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: κραγμένη/ξεφωνημένη ~. Πβ. γυναικωτός, κρυφ~, τοιούτος. ΣΥΝ. γκέι (1) ● Υποκ.: αδελφούλα & αδερφούλα (η): στις σημ. 1, 5. ● Μεγεθ.: αδερφάρα & αδελφάρα (η): στη σημ. 5. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους βλ. έλεος, πνευματικός/ή αδελφός/ή βλ. αδελφός ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! βλ. αδέλφι [< 1,5: αρχ. ἀδελφή 2,3: μεσν. αδερφή 4: αγγλ. sister, γερμ. (Kranken)schwester]
  • αδέλφι [ἀδέλφι] α-δέλ-φι ουσ. (ουδ.) {αδέλφ-ια, -ιών, συνήθ. στον πληθ.} & αδέρφι 1. αδελφός (χωρίς να δηλώνεται το φύλο): Διατηρεί στενές σχέσεις με όλα τα ~ια της.|| (προφ.-οικ. στον εν.) Ήρθε τ' ~ σου;|| Mοιάζουν σαν ~ια (: σε μεγάλο βαθμό). 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει ισχυρούς δεσμούς, κυρ. φυλετικούς ή θρησκευτικούς: Έχεις κοντά σου φίλους πραγματικούς, ~ια που θα σε στηρίξουν. ● Υποκ.: αδερφάκι & αδελφάκι (το): στη σημ. 1: Η μικρή απέκτησε πρόσφατα καινούργιο ~.|| (μτφ. για πράγματα όμοια ή ομόλογα:) Σε λίγους μήνες θα κυκλοφορήσει το ~ του παλιού μοντέλου αυτοκινήτου. ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! & αδερφούλα (μου)! (σε επιφων. χρήση): προσφώνηση οικείου συνήθ. προσώπου, για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα: Μια κουβέντα είπαμε, ρε ~ ~, μην κάνεις έτσι! Αμάν μωρέ ~ ~, μας ζάλισες! Αυτές είναι διακοπές, ~ ~! [< μεσν. αδέρφιν]
  • αδελφικός , ή, ό [ἀδελφικός] α-δελ-φι-κός επίθ. & αδερφικός: που χαρακτηρίζει αδελφό ή αδελφή και κατ' επέκτ. ισχυρό δεσμό ανάλογο αυτού των αδελφών: ~ή: αγάπη/σχέση.|| ~ός: ασπασμός/φίλος (ΣΥΝ. επιστήθιος, καρδιακός, στενός). ~ή: αλληλεγγύη/αφοσίωση. ~ό: φιλί (: χωρίς ερωτική διάθεση). ~ά: αισθήματα/λόγια (= εγκάρδια, φιλικά). (Επ)έδειξε ~ό ενδιαφέρον και μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές.|| (για ομοεθνείς) ~ός: σπαραγμός. ~ό: αίμα. ~οί: δεσμοί. ~ά: μίση. ● επίρρ.: αδελφικά & αδερφικά: Με συμβούλεψε ~. Ζουν/συνυπάρχουν ~ (ΑΝΤ. εχθρικά). Την έβλεπε πάντα ~ (= φιλικά). [< αρχ. ἀδελφικός]
  • αδελφικότητα [ἀδελφικότητα] α-δελ-φι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & αδερφικότητα: αδελφοσύνη. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. fraternité]
  • αδελφίστικος , η, ο βλ. αδερφίστικος
  • αδελφο- & αδερφο- 1. το ουσιαστικό αδελφός ως α' συνθετικό λέξεων: αδελφο-σκοτωμός/~ποίηση. ~κτόνος. 2. σε παρατακτικά σύνθετα ονόματα: ~ξάδερφα.
  • αδελφοκτονία [ἀδελφοκτονία] α-δελ-φο-κτο-νί-α ουσ. (θηλ.) & αδερφοκτονία (επίσ.): φόνος αδελφού ή αδελφής και κατ' επέκτ. εμφύλιος πόλεμος: ~ για κτηματικές διαφορές. Πβ. αδελφοσκοτωμός. Βλ. -κτονία. [< μτγν. ἀδελφοκτονία]
  • αδελφοκτόνος , ος/α, ο [ἀδελφοκτόνος] α-δελ-φο-κτό-νος επίθ. & αδερφοκτόνος (λόγ.): που σχετίζεται με φόνο μεταξύ αδελφιών και κατ' επέκτ. ομοεθνών, ομόθρησκων, συνανθρώπων: ο ~ Κάιν.|| ~ος: διχασμός/πόλεμος. ~ος/α: αιματοχυσία. ~ες: συγκρούσεις. ~α: πάθη. Εμφύλιο μίσος και ~ σπαραγμός. ● Ουσ.: αδελφοκτόνος (ο/η): πρόσωπο που σκότωσε τον αδελφό ή την αδελφή του. Βλ. -κτόνος. [< αρχ. ἀδελφοκτόνος]
  • αδελφοποίηση [ἀδελφοποίηση] α-δελ-φο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίσημη πράξη σύνδεσης φορέων και οργανισμών με σκοπό την αμοιβαία συνεργασία και το αντίστοιχο αποτέλεσμα: ~ μουσείων/πανεπιστημίων/πόλεων. (Ηλεκτρονική) ~ σχολείων. ΣΥΝ. διδυμοποίηση 2. (παλαιότ.) το έθιμο της σύστασης αδελφικού δεσμού ανάμεσα σε μη συγγενικά πρόσωπα, συνήθ. μετά από ιεροτελεστία ή θρησκευτική λειτουργία: Η ~ γινόταν με ανάμειξη αίματος ή ανταλλαγή όρκων αφοσίωσης. Βλ. -ποίηση. [< 1: γαλλ. jumelage, περ. 1950, αγγλ. twinning, 1956 2: μτγν. ἀδελφοποίησις]
  • αδελφοποιούμαι [ἀδελφοποιοῦμαι] α-δελ-φο-ποι-ού-μαι ρ. {αδελφοποι-είται ...| -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: συνδέομαι με αδελφοποίηση: ~ημένοι: δήμοι. ~ημένες: πόλεις (= αδελφές πόλεις). ~ημένα: σχολεία. [< μτγν. ἀδελφοποιῶ, γαλλ. jumeler]
  • αδελφοποιτός [ἀδελφοποιτός] α-δελ-φο-ποι-τός ουσ. (αρσ.) & αδερφοποιτός (παλαιότ.): πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την εθιμική τελετή της αδελφοποίησης και κατ' επέκτ. αδελφικός φίλος: Έδωσαν όρκο μπροστά στο Ευαγγέλιο και γίνανε ~οί. Πβ. βλάμης, μπράτιμος. [< μεσν. αδελφοποιτός, αδελφοποιητός]
  • αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
  • αδελφός , ή, ό [ἀδελφός] α-δελ-φός επίθ. (λόγ.): που έχει κοινούς δεσμούς, καταγωγή ή χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο: ~οί: λαοί. ~ές: γλώσσες (: που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα)/Εκκλησίες (: που ανήκουν κυρ. στο ίδιο δόγμα)/εταιρείες (: του ίδιου ομίλου)/οργανώσεις/πόλεις (= αδελφοποιημένες). ~ά: έθνη (ΑΝΤ. ανάδελφα)/κόμματα (: με κοινή ιδεολογία)/σωματεία.|| (ΒΙΟΛ.) ~ές χρωματίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή ψυχή & αδερφή ψυχή: το πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει στενούς πνευματικούς ή ψυχικούς δεσμούς ή πολλά κοινά στοιχεία: Αναζητεί/έχει βρει την ~ ~ της, το άλλο της μισό. Είμαστε ~ές ~ές. [< αρχ. ἀδελφός, γερμ. Schwester-, γαλλ. -soeur]

αδέλφι

αδέλφι [ἀδέλφι] α-δέλ-φι ουσ. (ουδ.) {αδέλφ-ια, -ιών, συνήθ. στον πληθ.} & αδέρφι 1. αδελφός (χωρίς να δηλώνεται το φύλο): Διατηρεί στενές σχέσεις με όλα τα ~ια της.|| (προφ.-οικ. στον εν.) Ήρθε τ' ~ σου;|| Mοιάζουν σαν ~ια (: σε μεγάλο βαθμό). 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει ισχυρούς δεσμούς, κυρ. φυλετικούς ή θρησκευτικούς: Έχεις κοντά σου φίλους πραγματικούς, ~ια που θα σε στηρίξουν. ● Υποκ.: αδερφάκι & αδελφάκι (το): στη σημ. 1: Η μικρή απέκτησε πρόσφατα καινούργιο ~.|| (μτφ. για πράγματα όμοια ή ομόλογα:) Σε λίγους μήνες θα κυκλοφορήσει το ~ του παλιού μοντέλου αυτοκινήτου. ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! & αδερφούλα (μου)! (σε επιφων. χρήση): προσφώνηση οικείου συνήθ. προσώπου, για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα: Μια κουβέντα είπαμε, ρε ~ ~, μην κάνεις έτσι! Αμάν μωρέ ~ ~, μας ζάλισες! Αυτές είναι διακοπές, ~ ~! [< μεσν. αδέρφιν]

αδελφός

αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]

αδερφίστικος

αδερφίστικος, η, ο [ἀδερφίστικος] α-δερ-φί-στι-κος επίθ. & αδελφίστικος (νεαν. αργκό-μειωτ.): που διακρίνεται για τη θηλυπρεπή του εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: ~η: φωνή. Βλ. -ίστικος.

-άτο

-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.

γυναικάδελφος

γυναικάδελφος γυ-ναι-κά-δελ-φος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. γυναικαδέλφη} & (σπάν.) γυναικάδερφος (λαϊκό-λογοτ.): αδελφός της συζύγου. Πβ. κουνιάδος. [< μεσν. γυναικάδελφος]

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

έλεος

έλεος [ἔλεος] έ-λε-ος ουσ. (ουδ.) {ελέ-ους | -η} 1. ευσπλαχνία, συμπόνια: Δείχνω ~. Ζητώ το ~ κάποιου. Χωρίς ~ (= ανηλεώς). Συμπάθεια και ~ για τους άλλους. Πβ. ελεημοσύνη, λύπηση, οίκτος, πονοψυχία.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η αγάπη και το ~ του Θεού. 2. (ως επιφών.) δηλώνει αγανάκτηση, διαφωνία ή δυσαρέσκεια για κάτι που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό· φτάνει πια: ~ με το ψέμα και την κοροϊδία! ~ ρε παιδιά, ούτε ίχνος ντροπής; Η πόλη είναι γεμάτη σκουπίδια εδώ και μέρες. ~! 3. (ως επιφών.) για έκφραση βοήθειας, λύπησης, συγχώρεσης: ~, σταμάτα.ελέη (τα): αγαθά: τα ~ της φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους 1. μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας που προσφέρει φιλανθρωπικό έργο: μοναστικό τάγμα/ορφανοτροφείο των ~ών ~. 2. (συνήθ. ειρων.) πρόσωπο φιλάνθρωπο ή σεμνότυφο. 3. (καταχρ.-αργκό) ομοφυλόφιλος. [< γαλλ. soeur de la charité] , άγγελος του ελέους βλ. άγγελος ● ΦΡ.: πλούσια τα ελέη: για αφθονία, συνήθ. αγαθών ή χαρισμάτων: Έχουν ~ ~, δεν τους λείπει τίποτα.|| (συνήθ. για γυναίκα με πλούσια σωματικά προσόντα) Είναι ψηλή με ~ ~., στο έλεος (κάποιου): στην απόλυτη διάθεση, υπό την επίδραση, την κυριαρχία κάποιου: Βρίσκεται/είναι ~ ~ της τύχης/της φύσης/της φωτιάς., στο έλεος του Θεού: χωρίς καμία απολύτως βοήθεια: Αφήνω/εγκαταλείπω κάποιον ~ ~., τα ελέη του Θεού: τα άφθονα αγαθά που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους: (συχνά ως ευχή:) Μακάρι να 'χεις όλα ~ ~. Πβ. του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά. [< 1: μτγν. ἔλεος]

καρέκλα

καρέκλα κα-ρέ-κλα ουσ. (θηλ.) {καρεκλών} 1. κάθισμα συνήθ. ατομικό, με στήριγμα στην πλάτη: δερμάτινη/μπαμπού/ξύλινη/πλαστική/σιδερένια/ψάθινη ~. Κουνιστή/ορθοπαιδική ~. Περιστρεφόμενη ~ γραφείου (με ροδάκια). Τα μπράτσα/τα πόδια της ~ας. Κάλυμμα ~ας. Το τραπέζι και οι ~ες της κουζίνας. ~ες καφενείου. Σηκώνομαι από την ~. Βλ. σεζλόγκ, σκαμπό.|| Αναπηρική (= αμαξίδιο)/γυναικολογική/εξεταστική/οδοντιατρική ~. ~ αιμοληψίας. 2. (συνεκδ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) αξίωμα, θέση: διευθυντική/κυβερνητική/προεδρική/υπουργική ~ (πβ. θώκος). Η διεκδίκηση/η μάχη της ~ας. Πριονίζω την ~ κάποιου (= τον υπονομεύω). Βλ. έδρα. ● Υποκ.: καρεκλάκι (το): στη σημ. 1: παιδικό ~., καρεκλίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: η πολιτική της άδειας καρέκλας: τακτική υπονόμευσης μιας συνέλευσης που συνίσταται σε εσκεμμένη απουσία ενός προσώπου από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. [< γαλλ. la politique de la chaise vide] , καρέκλα σκηνοθέτη & πολυθρόνα σκηνοθέτη: πάνινο πτυσσόμενο κάθισμα με ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. [< αγγλ. director's chair, 1953] , μουσικές καρέκλες: παιχνίδι με καρέκλες τοποθετημένες πλάτη με πλάτη σε δύο σειρές, ο αριθμός των οποίων είναι κατά μία μικρότερος από τον αριθμό των παικτών, που γυρίζουν γύρω από αυτές όσο ακούγεται μουσική και τρέχουν να καθίσουν, όταν αυτή σταματήσει· αυτός που μένει όρθιος αποκλείεται από το παιχνίδι, ενώ νικητής αναδεικνύεται όποιος από τους δύο τελευταίους παίκτες προλάβει να καθίσει στη μία και μοναδική καρέκλα που θα έχει απομείνει. [< γαλλ. chaises musicales] , ηλεκτρική καρέκλα βλ. ηλεκτρικός ● ΦΡ.: τρίζει η καρέκλα (κάποιου): κινδυνεύει να χάσει τη θέση του: ~ ~ του αρχηγού., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες βλ. βρέχω, ζεσταίνω την καρέκλα (μου) βλ. ζεσταίνω [< μεσν. καρέκλα]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

-κτονία

-κτονία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει φόνο, θάνατο, εξόντωση: αδελφο~/ανθρωπο~/γενο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/τεκνο~.|| Λιμο~.|| Ζωο~. Mυο~.

-κτόνος

-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~. 2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

συντεχνία

συντεχνία συ-ντε-χνί-α ουσ. (θηλ.) {συντεχνιών} 1. κλειστή ένωση εμπόρων, τεχνιτών ή άλλων επαγγελματιών με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου τους και την αλληλεγγύη των μελών της· γενικότ. κάθε οργάνωση επαγγελματιών: ~ αρτοποιών/υφαντουργών.|| (ΙΣΤ.) Βυζαντινές/μεσαιωνικές ~ες. Πβ. σινάφι. 2. οργανωμένη ομάδα προσώπων, συνήθ. του ίδιου επαγγέλματος, που ενεργεί αποκλειστικά με βάση τα στενά συμφέροντά της, συχνά σε βάρος άλλων. Πβ. κάστα, λόμπι. [< 1: μτγν. συντεχνία, γαλλ. corporation]

ταμείο

ταμείο [ταμεῖο] τα-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μεταλλικό συνήθ. κουτί ή συρτάρι στο οποίο φυλάσσονται οι εισπράξεις· συνεκδ. συγκεντρωμένα χρήματα, έσοδα: Κλειδώνω το ~. Βρήκε το ~ ανοιχτό και τα λεφτά είχαν κάνει φτερά.|| (μτφ.) Άδειασαν/γέμισαν τα ~α.|| Κοινό/οικογενειακό ~. Βιβλίο/διαχείριση/έλλειμμα/πλεόνασμα/υπόλοιπο ~ου. Κρατώ το ~ του συλλόγου. Έβαλε χέρι στο ~ της εταιρείας (: έκανε κατάχρηση, υπεξαίρεση). 2. γραφείο, θυρίδα συναλλαγών: κεντρικό ~. ~ καταστήματος/τράπεζας (πβ. γκισέ). Υπεύθυνος ~ου (βλ. ταμίας). Περάστε στο πρώτο ~ παρακαλώ. Εισιτήρια προπωλούνται στο ~ του θεάτρου (πβ. εκδοτήριο). Λειτουργούν δύο ~α. Τεράστιες ουρές στα ~α.|| (σε κατάστημα) Το ~ του σούπερ μάρκετ. Κάθεται στο ~. 3. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) υπηρεσία, φορέας που διαχειρίζεται χρηματικά ποσά: ίδρυση/σύσταση ~ου. Το καταστατικό του ~ου. Αύξηση/διαρροή των πόρων του ~ου. Το Δημόσιο ~. Περιφερειακό ~ Ανάπτυξης. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό ~ (ακρ. ΕΚΤ). Ενοριακό Φιλόπτωχο ~. ~ διαχείρισης κρίσεων/εγγυήσεων. Eπενδυτικά ~α. Βλ. κορβανάς.|| Παγκόσμιο ~ για τη Φύση (βλ. μη κυβερνητική οργάνωση). || Πράσινο ~. 4. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) οργανισμός ασφάλισης των εργαζομένων: επικουρικό/κύριο ~. Aσφαλιστικά/επαγγελματικά/ευγενή/συνταξιοδοτικά ~α. ~ Αλληλοβοηθείας/ανεργίας/Περιθάλψεως/Πρόνοιας/Υγείας. Τα αποθεματικά/οι ασφαλισμένοι/η διοίκηση/οι εισφορές του ~ου. Εξυγίανση/κρατήσεις υπέρ/οι οφειλέτες/τα χρέη των ~ων. Συγχωνεύσεις ~ων. O γιατρός είναι συμβεβλημένος με όλα τα ~α. 5. (μτφ.) έκδοση, βιβλιοθήκη που αποθησαυρίζει πληροφορίες: ~ γνώσεων. Βλ. τράπεζα. ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια ταμεία (μτφ.): οικονομική στενότητα, έλλειψη ρευστού: τα ~ ~ του κράτους/του οργανισμού. Η νέα διοίκηση βρήκε/παρέλαβε ~ ~., Διαρθρωτικά Ταμεία: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προγραμμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επιλέξιμες περιοχές. Βλ. Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ακρ. ΔΝΤ): ΟΙΚΟΝ. οργανισμός αρμόδιος για τη διαχείριση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, την επόπτευση της νομισματικής πολιτικής κάθε χώρας ενταγμένης σε αυτό και την παροχή δανείων προς τα κράτη-μέλη του για την αντιμετώπιση προβλημάτων σχετικών με το ισοζύγιο πληρωμών. [< αγγλ. International Monetary Fund, 1944] , μαύρα ταμεία: παράνομα κεφάλαια: τα ~ ~ της εταιρείας. Πβ. βρόμικο/μαύρο χρήμα. Βλ. μίζα, προμήθεια. [< γαλλ. caisses noires] , Ταμείο Αρωγής: ΟΙΚΟΝ. επικουρικό ταμείο οικονομικής ενίσχυσης: ~ ~ φοιτητών (: κυρ. για κάλυψη έκτακτων αναγκών).|| ~ ~ πυρόπληκτων., Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ακρ. ΤΠΔ): ΟΙΚΟΝ. αυτόνομος χρηματοπιστωτικός οργανισμός (ΝΠΔΔ., ιδρύθηκε το 1919 και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών), με αποστολή την αποκλειστική φύλαξη και διαχείριση παρακαταθηκών και τη χορήγηση δανείων: στεγαστικό δάνειο από το ~ ~., Ταμείο Συνοχής: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικό μέσο χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει ως στόχο να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική σύγκλιση των χωρών της., Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας: ΟΙΚΟΝ. νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος: Ελληνικό/Ευρωπαϊκό ~ ~. [< αγγλ. Financial Stability Fund] , Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός, Μετοχικό Ταμείο βλ. μετοχικός ● ΦΡ.: κάνω ταμείο (προφ.) 1. & κλείνω ταμείο: (για έμπορο, επιχείρηση) λογαριάζω τις εισπράξεις και τις πληρωμές της ημέρας μετά το πέρας των συναλλαγών: (συνήθ. για καθαρό κέρδος) Tι ~ έκανες σήμερα; 2. (μτφ.) κάνω απολογισμό: ~ ~ για τα χρόνια που πέρασαν. [< γαλλ. faire sa caisse] , μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται (κυρ. μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι τα σφάλματα πρέπει να διορθώνονται την ίδια στιγμή, πριν είναι πια αργά., πήγε ταμείο (αργκό) 1. (στο Στοίχημα) για κέρδη από επιτυχημένη πρόβλεψη. ΑΝΤ. πήγε στον κουβά 2. αποκόμισε κέρδη: Παρά την οικονομική κρίση, η εταιρεία ~ ~., σπάει (τα) ταμεία (μτφ.-εμφατ.): σημειώνει πολύ μεγάλη εμπορική, εισπρακτική επιτυχία: (συνήθ. για θεάματα) Η παράσταση/ταινία ~ ~.|| Προϊόν/προσφορά που ~ ~., το ταμείο(ν) είναι μείον: δεν υπάρχει απόθεμα, δεν φτάνουν τα χρήματα: Δεν έχουμε περιθώρια για πολυτέλειες, ~ ~. Βλ. έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου. [< μτγν. ταμεῖον, αγγλ. cash, fund, γαλλ. caisse, fonds 5: νεολατ. thesaurus]

τσέπη

τσέπη τσέ-πη ουσ. (θηλ.) 1. μέρος συνήθ. ρούχου που μοιάζει με θήκη και χρησιμοποιείται κυρ. για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: κρυφή/μπροστινή/πίσω/πλαϊνή/τρύπια ~. ~ καγκουρό (: με δύο ανοίγματα για τα χέρια)/με φερμουάρ. Οι ~ες του μπουφάν/παντελονιού. Σακάκι με μικρές/χωρίς ~ες. Έβαλε το πορτοφόλι στην/έβγαλε το σημείωμα από την ~. Του έπεσαν τα κλειδιά από την ~. Περπατά με τα χέρια στις ~ες. Δεν έχω φράγκο στην ~ (= είμαι άφραγκος). Βλ. κωλότσεπη.|| Τσάντα με εξωτερικές ~ες. Σακίδιο/χαρτοφύλακας με εσωτερικές ~ες.|| ~ες στις πλάτες καθισμάτων. 2. (μτφ.) εισόδημα, οικονομική κατάσταση: λύσεις για κάθε ~/για όλες τις ~ες. Έβαλε/ξόδεψε/πλήρωσε από την ~ της χιλιάδες ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οπωροκηπευτικών καίνε/πλήττουν την ~ των καταναλωτών. Δεν θα επιβαρυνθεί η ~ μας. Τα λεφτά θα πάνε στις ~ες των λίγων. Πβ. βαλάντιο, πορτοφόλι.τσέπης: για αντικείμενο που έχει μικρές διαστάσεις και κατ' επέκτ. για καθετί που είναι μικρότερο από το κανονικό: αριθμομηχανή/βιβλίο/ημερολόγιο/φακός ~.|| Ρολόγια χειρός και ~ης.|| Θωρηκτό/υποβρύχιο ~. ● Υποκ.: τσεπάκι (το): στη σημ. 1., τσεπούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιές τσέπες (μτφ.): οικονομική ευρωστία: πελάτες με (αρκετά) ~ ~. Οι έχοντες ~ ~., γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη (μτφ.): οικονομική άνεση, πολλά χρήματα: Διαθέτει/έχει ~ ~. Με ~ ~ έφυγε για το εξωτερικό. Πβ. γερό/μεγάλο πορτοφόλι., πάρκο τσέπης βλ. πάρκο, υπολογιστής τσέπης βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου (μτφ.-προφ.): (δεν) έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω κάτι: Το νοίκι είναι πολύ ακριβό, δεν το ~ ~. Θα αγοράσει το αυτοκίνητο τώρα που το ~ ~ του., βάζω στην τσέπη (μτφ.): τσεπώνω: Έβαλε ~ εκατομμύρια ευρώ., έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του (ειρων.): είναι τσιγκούνης. Πβ. καβουροτσέπης, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος., έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου (μτφ.-προφ.): τον έχω υπό τον έλεγχό μου: Με έχει ~ ~ της και με κάνει ό,τι θέλει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη.|| (για πράγμα) Έχει το βραβείο/την επιτυχία ~ ~ του (: είναι σίγουρος νικητής)., κοιτάει (μόνο) την τσέπη του (προφ.): ενδιαφέρεται μόνο για το συμφέρον του, συνήθ. οικονομικό., ματώνει η τσέπη (κάποιου) (μτφ.-προφ.): είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αδρά, για να αποκτήσει κάτι., με άδειες τσέπες (προφ.): χωρίς χρήματα: γιορτές/διακοπές ~ ~. Γύρισε σπίτι/έμεινε/έφυγε ~ ~., τα σάβανα δεν έχουν τσέπες (γνωμ.): για να δηλωθεί η ματαιότητα συσσώρευσης υλικών αγαθών., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη βλ. δάκρυ, με τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, οι τσέπες του είναι τρύπιες/έχει τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, σε μέγεθος τσέπης βλ. μέγεθος [< τουρκ. cep, αγγλ. pocket]

φωλιά

φωλιά φω-λιά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) φωλεά 1. χώρος ή κατασκευή όπου γεννούν τα ζώα, ιδ. τα πτηνά, και προστατεύονται τόσο τα ίδια όσο και τα νεογνά τους: εξωτερική/πλαστική/τεχνητή/υπόγεια ~. ~ιές των μυρμηγκιών (= μυρμηγκοφωλιές)/χελιδονιών (= χελιδονοφωλιές). Προστασία των ~ιών από τη θήρευση. Τα πουλιά κάνουν/φτιάχνουν/χτίζουν τη ~ τους. Βλ. μονιά. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα: μεταλλική ~ (ηχείων).|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ιές με γέμιση/πατάτας. ~ιές από κανταΐφι. Σαλάτα σε ~ παρμεζάνας.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ πολυβόλων (: οχυρωμένος χώρος όπου τοποθετείται πολυβόλο). 3. (μτφ.) χώρος συγκέντρωσης, προστασίας, συνήθ. πολλών ανθρώπων: ζεστή/οικογενειακή/παιδική ~. Πβ. καταφύγιο.|| ~ τρομοκρατών. Πβ. άντρο, κρησφύγετο, λημέρι.|| Τη δική του ~ απέκτησε ο πολιτιστικός σύλλογος. Πβ. στέγη. 4. ΟΙΚΟΔ. εσοχή, συνήθ. τοίχου ή εργαλείου: ~ άξονα. Ανοίγω ~ιές για στήριξη δοκών. 5. ΤΕΧΝΟΛ. είδος υποδοχής για τη συγκράτηση ενός εξαρτήματος: ~ ντίζας. ● Υποκ.: φωλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτική φωλιά: μυστικός χώρος, συνήθ. σπίτι, συνάντησης και κυρ. συνεύρεσης εραστών: κρυφή ~ ~. [< γαλλ. nid d'amour, love nest, 1919] , πυροσβεστική φωλιά: μεταλλικό κιβώτιο, συνήθ. κόκκινου χρώματος, που περιέχει μέσα πυρόσβεσης και τοποθετείται σε κτίρια ή υπαίθριους χώρους σε καθορισμένα σημεία για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης φωτιάς., σύνδρομο της άδειας φωλιάς: ΨΥΧΟΛ. αίσθημα κατάθλιψης, απογοήτευσης και μοναξιάς που νιώθουν ορισμένοι γονείς, όταν τα παιδιά τους μεγαλώνουν και φεύγουν από το πατρικό σπίτι. [< αγγλ. empty-nest syndrome, 1965] ● ΦΡ.: έχει λερωμένη/χεσμένη τη φωλιά του (προφ.): για κάποιον που έχει κάνει κάτι μεμπτό, άξιο επίκρισης. [< αρχ. φωλεά, γαλλ. nid, αγγλ. nest]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.