Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1680-1700]


  • αδελφοσκοτωμός [ἀδελφοσκοτωμός] α-δελ-φο-σκο-τω-μός ουσ. (αρσ.) & αδερφοσκοτωμός (σπάν.-λαϊκό) 1. φόνος μεταξύ αδελφιών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος και κατ' επέκτ. άγριος καβγάς: Διχόνοια και ~. Το μίσος του ~ού.|| Στο διπλανό διαμέρισμα έγινε ~ Πβ. αδελφοκτονία.
  • αδελφοσύνη [ἀδελφοσύνη] α-δελ-φο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αδερφοσύνη: σύναψη αδελφικών, στενών σχέσεων και γενικότ. επίτευξη αρμονικής συνύπαρξης: κοινοτική/παγκόσμια ~. Ειρήνη και ~. Ελευθερία, ισότητα, ~. Το ιδεώδες/πνεύμα της ~ης. Η φιλία και η ~ θα πρέπει να διαπνέουν τις σχέσεις των ανθρώπων/λαών. Διακηρύσσω/προάγω την ~. Πβ. συν~. Βλ. -οσύνη. ΣΥΝ. αδελφικότητα, συναδέλφωση [< μεσν. αδελφοσύνη]
  • αδελφότεκνος [ἀδελφότεκνος] α-δελ-φό-τε-κνος ουσ. (αρσ.): (στην Κύπρο): ανιψιός από αδελφή.
  • αδελφότητα [ἀδελφότητα] α-δελ-φό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ητος} (λόγ.) 1. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) φιλανθρωπικός, θρησκευτικός, πολιτιστικός ή συντεχνιακός σύλλογος, οργάνωση: παγκρήτια/φιλόπτωχος/φοιτητική ~. Χριστιανική ~ Νέων (ΧΑΝ). ~ κυριών/Ποντίων.|| (ΙΣΤ.) Μυστική ~. Βλ. συντεχνία, σωματείο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των μοναχών που ανήκουν στην ίδια μοναστηριακή κοινότητα: αγιοταφίτικη ~. 3. (σπάν.) αδελφοσύνη. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἀδελφότης, γαλλ. confrérie]
  • αδέλφωμα [ἀδέλφωμα] α-δέλ-φω-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αδέρφωμα 1. ΓΕΩΡΓ. ανάπτυξη δευτερευόντων στελεχών από τη βάση του κεντρικού στελέχους ενός φυτού: ~ αγρωστωδών ζιζανίων/σιταριού. 2. (μτφ.-λαϊκό) αδελφοσύνη.
  • αδελφώνω [ἀδελφώνω] α-δελ-φώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αδέλφω-σε, -θηκε, -μένος} & αδερφώνω 1. συντελώ στη δημιουργία αδελφικών και γενικότ. στενών, αρμονικών δεσμών: Η μουσική ~ει τους λαούς. Ένας κόσμος ~μένος και ειρηνικός. Ενωμένη και ~μένη χώρα. Μονιασμένοι και ~μένοι.|| (μτφ.) Το νερό και η πέτρα ~ονται (: συνυπάρχουν ισόρροπα) στην Ήπειρο. 2. ΓΕΩΡΓ. (για φυτό) βγάζει παραφυάδες: Το καλάμι ~ει γρήγορα.
  • αδεν- βλ. αδενο- & αδενό-
  • αδένας [ἀδένας] α-δέ-νας ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιθηλιακό όργανο που εκκρίνει ειδικές ουσίες (π.χ. βλέννες, ορμόνες, γάλα στα θηλαστικά), αναγκαίες για τη λειτουργία του οργανισμού: θύμος/μαστικός/υπογλώσσιος ~. Βλεννογόνοι/βουβωνικοί/γεννητικοί/δακρυϊκοί/εξωκρινείς/μικτοί (: με ενδοκρινή και εξωκρινή μοίρα)/σιελογόνοι ~ες. Βλ. λεμφαδένες, πάγκρεας. ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες βλ. ενδοκρινής, θυρεοειδής (αδένας) βλ. θυρεοειδής, ιδρωτοποιοί αδένες βλ. ιδρωτοποιός, μεταξογόνος αδένας βλ. μεταξογόνος, παραθυρεοειδείς αδένες βλ. παραθυρεοειδής, σιελογόνοι αδένες βλ. σιελογόνος, σμηγματογόνοι αδένες βλ. σμηγματογόνος [< αρχ. ἀδήν, γαλλ. glande]
  • άδενδρος & άδεντρος , η, ο [ἄδενδρος] ά-δεν-δρος επίθ.: (για τόπο) που δεν έχει δέντρα. Πβ. γυμνός, φαλακρός. ΑΝΤ. δενδρόφυτος, κατάφυτος [< μτγν. ἄδενδρος]
  • αδενεκτομή [ἀδενεκτομή] α-δε-νε-κτο-μή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εγχείρηση για την αφαίρεση αδένα. Βλ. -εκτομή. [< γαλλ. adénectomie]
  • αδενικός , ή, ό [ἀδενικός] α-δε-νι-κός επίθ. 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τους αδένες: ~ός: ιστός/πυρετός (= λοιμώδης μονοπυρήνωση)/σχηματισμός. ~ή: έκκριση/υπερπλασία. ~ό: επιθήλιο/καρκίνωμα (= αδενοκαρκίνωμα)/κύτταρο/νεόπλασμα. 2. (παλαιότ.-σπάν.) που υποφέρει από αδενοπάθεια: ~ό: παιδί. [< γαλλ. glandulaire]
  • αδενίνη [ἀδενίνη] α-δε-νί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. αζωτούχος βάση που ανήκει στις πουρίνες και βρίσκεται στα νουκλεϊκά οξέα DNA και RNA. Βλ. -ίνη. [< γερμ. Adenin, γαλλ. adénine]
  • αδενίτιδα [ἀδενίτιδα] α-δε-νί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή αδένα, συνήθ. των λεμφαδένων: βουβωνική/οξεία/τραχηλική/φυματιώδης ~. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενοπάθεια, περι~, σιαλ~, -ίτιδα. [< γαλλ. adénite, αγγλ. adenitis]
  • αδενο- & αδενό- & αδεν-: ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό αδένας ως α' συνθετικό όρων: αδενο-ειδεκτομή/~ειδής/~καρκίνωμα/~πάθεια/~ϋπόφυση. Αδεν-εκτομή
  • αδενοειδεκτομή [ἀδενοειδεκτομή] α-δε-νο-ει-δε-κτο-μή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων με χειρουργική επέμβαση: ~ για την αντιμετώπιση της αποφρακτικής άπνοιας. Βλ. -εκτομή. [< γαλλ. adénoï dectomie]
  • αδενοειδής , ής, ές [ἀδενοειδής] α-δε-νο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει μορφή αδένα ή αναπτύσσεται σε αυτόν: ~ής: ιστός/σχηματισμός. ~ής: έκφυση/κύστη. ~ές: επιθηλίωμα/(κυστικό) καρκίνωμα/προσωπείο (: χαρακτηριστική έκφραση προσώπου με το στόμα ανοιχτό και ανυψωμένο το άνω χείλος για διευκόλυνση της αναπνοής λόγω υπερτροφικών αμυγδαλών). Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: αδενοειδείς εκβλαστήσεις: παθολογική υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας: λοιμώξεις/χειρουργική αφαίρεση των ~ών ~ήσεων (= αδενοειδεκτομή). ΣΥΝ. κρεατάκια [< γαλλ. végétations adénoï des] [< μτγν. ἀδενοειδής, γαλλ. adénoïde]
  • αδενοειδίτιδα [ἀδενοειδίτιδα] α-δε-νο-ει-δί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή των αδενοειδών εκβλαστήσεων που εμφανίζεται πολύ συχνά στα παιδιά. Βλ. αμυγδαλίτιδα, -ίτιδα. [< αγγλ. adenoiditis]
  • αδενοϊός [ἀδενοϊός] α-δε-νο-ϊ-ός {συνήθ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. ιός που προκαλεί λοιμώξεις στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και διάφορες παθήσεις σε ζώα. [< αγγλ. adenovirus, 1950, γαλλ. adénovirus, 1968]
  • αδενοκαρκίνωμα [ἀδενοκαρκίνωμα] α-δε-νο-καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καρκίνωμα αδενικού ιστού ή γενικότ. κακοήθης όγκος, τα κύτταρα του οποίου έχουν αδενικές δομές: βλεννώδες/γαστρικό/θηλώδες/μεταστατικό ~. ~ του μαστού/νεφρού/παχέος εντέρου/προστάτη/στομάχου. Βλ. αδένωμα, -ωμα2. [< αγγλ. adenocarcinoma, γαλλ. adénocarcinome, πριν από το 1929]
  • αδενοπάθεια [ἀδενοπάθεια] α-δε-νο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΙΑΤΡ. κοινή ονομασία φλεγμονών στους λεμφαδένες, κυρ. της τραχείας και των πνευμόνων: πρωτοπαθής/δευτεροπαθής ~. Φυματίωση και ~. Η ~ εκδηλώνεται με πρήξιμο των αδένων, δέκατα, αδυναμία και απώλεια βάρους. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενίτιδα, -πάθεια. [< γαλλ. adénopathie, αγγλ. adenopathy]

αδενίτιδα

αδενίτιδα [ἀδενίτιδα] α-δε-νί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή αδένα, συνήθ. των λεμφαδένων: βουβωνική/οξεία/τραχηλική/φυματιώδης ~. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενοπάθεια, περι~, σιαλ~, -ίτιδα. [< γαλλ. adénite, αγγλ. adenitis]

αδενο- & αδενό-

αδενο- & αδενό- & αδεν-: ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό αδένας ως α' συνθετικό όρων: αδενο-ειδεκτομή/~ειδής/~καρκίνωμα/~πάθεια/~ϋπόφυση. Αδεν-εκτομή

αδενοπάθεια

αδενοπάθεια [ἀδενοπάθεια] α-δε-νο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΙΑΤΡ. κοινή ονομασία φλεγμονών στους λεμφαδένες, κυρ. της τραχείας και των πνευμόνων: πρωτοπαθής/δευτεροπαθής ~. Φυματίωση και ~. Η ~ εκδηλώνεται με πρήξιμο των αδένων, δέκατα, αδυναμία και απώλεια βάρους. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενίτιδα, -πάθεια. [< γαλλ. adénopathie, αγγλ. adenopathy]

αδένωμα

αδένωμα [ἀδένωμα] α-δέ-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος που σχηματίζεται σε αδενικό ιστό ή από αδενικές δομές: γαστρικό/ηπατικό ~. ~ των επινεφριδίων/του θυρεοειδούς/της υποφύσεως. Βλ. αδενοκαρκίνωμα, ινο~, -ωμα2. [< γαλλ. adénome, αγγλ. adenoma]

αμυγδαλίτιδα

αμυγδαλίτιδα [ἀμυγδαλίτιδα] α-μυ-γδα-λί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μόλυνση και φλεγμονή των αμυγδαλών από ιούς ή βακτηρίδια: οξεία/πυώδης/στρεπτοκοκκική/υποτροπιάζουσα ~. Βλ. αδενοειδίτιδα, -ίτιδα. [< γαλλ. amygdalite]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

-εκτομή

-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.

ενδοκρινής

ενδοκρινής, ής, ές [ἐνδοκρινής] εν-δο-κρι-νής επίθ. {ενδοκριν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} ΑΝΤ. εξωκρινής: ΙΑΤΡ. ενδοκρινικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες: που παράγουν ορμόνες και τις διοχετεύουν στο αίμα. Βλ. γονάδες, επινεφρίδια, επί-, υπό-φυση, θυρεοειδής (αδένας), πάγκρεας, παραθυρεοειδείς αδένες. [< γαλλ. endocrine, 1919, αγγλ. endocrine, 1914]

θυρεοειδής

θυρεοειδής, ής, ές θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή παράγεται από αυτόν: ~ές: νεύρο. ~είς: ορμόνες. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. θυρεοειδικός ● ΣΥΜΠΛ.: θυρεοειδής (αδένας): ΑΝΑΤ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την αύξηση του βάρους του σώματος: δυσλειτουργία του ~ούς (~α). Βλ. παραθυρεοειδείς αδένες, υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός., θυρεοειδής χόνδρος: ΑΝΑΤ. το μήλο του Αδάμ. [< μτγν. θυρεοειδής, γαλλ. thyroïde, αγγλ. thyroid]

ιδρωτοποιός

ιδρωτοποιός, ός, ό [ἱδρωτοποιός] ι-δρω-το-ποι-ός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιδρωτοποιοί αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν ιδρώτα. Βλ. -ποιός. [< μτγν. ἱδρωτοποιός, γαλλ. sudorifère]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

λεμφαδένες

λεμφαδένες λεμ-φα-δέ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. λεμφαδένας}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ωοειδή όργανα μεγέθους λίγων χιλιοστών, τα οποία αποτελούνται από λεμφοκύτταρα, βρίσκονται σε διάφορα σημεία του σώματος, συνδέονται με τα λεμφαγγεία και βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων: επιχώριοι/μασχαλιαίοι/τραχηλικοί ~. ~ της βουβωνικής χώρας/του λαιμού/του μαστού/του μεσοθωρακίου.|| Πρησμένοι/ψηλαφητοί ~. Αφαίρεση (: σε περίπτωση καρκίνου των ~ων)/διήθηση/διόγκωση (= λεμφαδενοπάθεια)/φλεγμονή (= λεμφαδενίτιδα) των ~ων. Βλ. σαρκοείδωση. ΣΥΝ. λεμφογάγγλια ● ΣΥΜΠΛ.: φρουρός λεμφαδένας & λεμφαδένας φρουρός: ΙΑΤΡ. ο πρώτος λεμφαδένας στον οποίο γίνεται μετάσταση καρκινικών κυττάρων από έναν πρωτοπαθή όγκο: βιοψία/χαρτογράφηση του ~ού ~α. [< αγγλ. sentinel lymph node] [< νεολατ. lymphaden]

μεταξογόνος

μεταξογόνος, ος, ο με-τα-ξο-γό-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταξογόνος αδένας: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αδένας του μεταξοσκώληκα που εκκρίνει την ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραθυρεοειδής

παραθυρεοειδής, ής, ές πα-ρα-θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθυρεοειδείς αδένες: ΑΝΑΤ. καθένας από τους τέσσερις μικρούς ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται κοντά στον θυρεοειδή αδένα και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Βλ. -ειδής. [< γαλλ. parathyroïdes, αγγλ. parathyroid glands] , παραθυρεοειδής ορμόνη: ΒΙΟΧ. παραθορμόνη. [< , αγγλ. parathyroid, 1907, γαλλ. parathyroïde, 1907]

σιελογόνος

σιελογόνος, ος, ο σι-ε-λο-γό-νος επίθ. & σιαλογόνος: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σιελογόνοι αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν σάλιο το οποίο απελευθερώνεται στο στόμα. [< γαλλ. sialogène, αγγλ. sialogenous]

σμηγματογόνος

σμηγματογόνος, ος, ο σμηγ-μα-το-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει ή περιέχει σμήγμα: ~ος: σπίλος. ~ος: κύστη.|| ~ος: υπερπλασία. Βλ. -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: σμηγματογόνοι αδένες: που εκκρίνουν σμήγμα και βρίσκονται κυρ. στους θύλακες των τριχών του κεφαλιού και του σώματος, εκτός από παλάμες και τις πατούσες. Βλ. κυψελίδα. [< γαλλ. sébacé]

συντεχνία

συντεχνία συ-ντε-χνί-α ουσ. (θηλ.) {συντεχνιών} 1. κλειστή ένωση εμπόρων, τεχνιτών ή άλλων επαγγελματιών με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου τους και την αλληλεγγύη των μελών της· γενικότ. κάθε οργάνωση επαγγελματιών: ~ αρτοποιών/υφαντουργών.|| (ΙΣΤ.) Βυζαντινές/μεσαιωνικές ~ες. Πβ. σινάφι. 2. οργανωμένη ομάδα προσώπων, συνήθ. του ίδιου επαγγέλματος, που ενεργεί αποκλειστικά με βάση τα στενά συμφέροντά της, συχνά σε βάρος άλλων. Πβ. κάστα, λόμπι. [< 1: μτγν. συντεχνία, γαλλ. corporation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.