αδενίτιδα [ἀδενίτιδα] α-δε-νί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή αδένα, συνήθ. των λεμφαδένων: βουβωνική/οξεία/τραχηλική/φυματιώδης ~. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενοπάθεια, περι~, σιαλ~, -ίτιδα. [< γαλλ. adénite, αγγλ. adenitis]
αδενο- & αδενό- & αδεν-: ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό αδένας ως α' συνθετικό όρων: αδενο-ειδεκτομή/~ειδής/~καρκίνωμα/~πάθεια/~ϋπόφυση. Αδεν-εκτομή
αδενοπάθεια [ἀδενοπάθεια] α-δε-νο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΙΑΤΡ. κοινή ονομασία φλεγμονών στους λεμφαδένες, κυρ. της τραχείας και των πνευμόνων: πρωτοπαθής/δευτεροπαθής ~. Φυματίωση και ~. Η ~ εκδηλώνεται με πρήξιμο των αδένων, δέκατα, αδυναμία και απώλεια βάρους. Πβ. λεμφ~. Βλ. αδενίτιδα, -πάθεια. [< γαλλ. adénopathie, αγγλ. adenopathy]
αδένωμα [ἀδένωμα] α-δέ-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος που σχηματίζεται σε αδενικό ιστό ή από αδενικές δομές: γαστρικό/ηπατικό ~. ~ των επινεφριδίων/του θυρεοειδούς/της υποφύσεως. Βλ. αδενοκαρκίνωμα, ινο~, -ωμα2. [< γαλλ. adénome, αγγλ. adenoma]
αμυγδαλίτιδα [ἀμυγδαλίτιδα] α-μυ-γδα-λί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μόλυνση και φλεγμονή των αμυγδαλών από ιούς ή βακτηρίδια: οξεία/πυώδης/στρεπτοκοκκική/υποτροπιάζουσα ~. Βλ. αδενοειδίτιδα, -ίτιδα. [< γαλλ. amygdalite]
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.
ενδοκρινής, ής, ές [ἐνδοκρινής] εν-δο-κρι-νής επίθ. {ενδοκριν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} ΑΝΤ. εξωκρινής: ΙΑΤΡ. ενδοκρινικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ενδοκρινείς αδένες: που παράγουν ορμόνες και τις διοχετεύουν στο αίμα. Βλ. γονάδες, επινεφρίδια, επί-, υπό-φυση, θυρεοειδής (αδένας), πάγκρεας, παραθυρεοειδείς αδένες. [< γαλλ. endocrine, 1919, αγγλ. endocrine, 1914]
θυρεοειδής, ής, ές θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή παράγεται από αυτόν: ~ές: νεύρο. ~είς: ορμόνες. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. θυρεοειδικός ● ΣΥΜΠΛ.: θυρεοειδής (αδένας): ΑΝΑΤ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την αύξηση του βάρους του σώματος: δυσλειτουργία του ~ούς (~α). Βλ. παραθυρεοειδείς αδένες, υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός., θυρεοειδής χόνδρος: ΑΝΑΤ. το μήλο του Αδάμ. [< μτγν. θυρεοειδής, γαλλ. thyroïde, αγγλ. thyroid]
ιδρωτοποιός, ός, ό [ἱδρωτοποιός] ι-δρω-το-ποι-ός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιδρωτοποιοί αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν ιδρώτα. Βλ. -ποιός. [< μτγν. ἱδρωτοποιός, γαλλ. sudorifère]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
λεμφαδένες λεμ-φα-δέ-νες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. λεμφαδένας}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ωοειδή όργανα μεγέθους λίγων χιλιοστών, τα οποία αποτελούνται από λεμφοκύτταρα, βρίσκονται σε διάφορα σημεία του σώματος, συνδέονται με τα λεμφαγγεία και βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων: επιχώριοι/μασχαλιαίοι/τραχηλικοί ~. ~ της βουβωνικής χώρας/του λαιμού/του μαστού/του μεσοθωρακίου.|| Πρησμένοι/ψηλαφητοί ~. Αφαίρεση (: σε περίπτωση καρκίνου των ~ων)/διήθηση/διόγκωση (= λεμφαδενοπάθεια)/φλεγμονή (= λεμφαδενίτιδα) των ~ων. Βλ. σαρκοείδωση. ΣΥΝ. λεμφογάγγλια ● ΣΥΜΠΛ.: φρουρός λεμφαδένας & λεμφαδένας φρουρός: ΙΑΤΡ. ο πρώτος λεμφαδένας στον οποίο γίνεται μετάσταση καρκινικών κυττάρων από έναν πρωτοπαθή όγκο: βιοψία/χαρτογράφηση του ~ού ~α. [< αγγλ. sentinel lymph node] [< νεολατ. lymphaden]
μεταξογόνος, ος, ο με-τα-ξο-γό-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταξογόνος αδένας: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αδένας του μεταξοσκώληκα που εκκρίνει την ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.
-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παραθυρεοειδής, ής, ές πα-ρα-θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθυρεοειδείς αδένες: ΑΝΑΤ. καθένας από τους τέσσερις μικρούς ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται κοντά στον θυρεοειδή αδένα και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Βλ. -ειδής. [< γαλλ. parathyroïdes, αγγλ. parathyroid glands] , παραθυρεοειδής ορμόνη: ΒΙΟΧ. παραθορμόνη. [< , αγγλ. parathyroid, 1907, γαλλ. parathyroïde, 1907]
σιελογόνος, ος, ο σι-ε-λο-γό-νος επίθ. & σιαλογόνος: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σιελογόνοι αδένες: ΑΝΑΤ. που παράγουν σάλιο το οποίο απελευθερώνεται στο στόμα. [< γαλλ. sialogène, αγγλ. sialogenous]
σμηγματογόνος, ος, ο σμηγ-μα-το-γό-νος επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει ή περιέχει σμήγμα: ~ος: σπίλος. ~ος: κύστη.|| ~ος: υπερπλασία. Βλ. -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: σμηγματογόνοι αδένες: που εκκρίνουν σμήγμα και βρίσκονται κυρ. στους θύλακες των τριχών του κεφαλιού και του σώματος, εκτός από παλάμες και τις πατούσες. Βλ. κυψελίδα. [< γαλλ. sébacé]
συντεχνία συ-ντε-χνί-α ουσ. (θηλ.) {συντεχνιών} 1. κλειστή ένωση εμπόρων, τεχνιτών ή άλλων επαγγελματιών με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου τους και την αλληλεγγύη των μελών της· γενικότ. κάθε οργάνωση επαγγελματιών: ~ αρτοποιών/υφαντουργών.|| (ΙΣΤ.) Βυζαντινές/μεσαιωνικές ~ες. Πβ. σινάφι. 2. οργανωμένη ομάδα προσώπων, συνήθ. του ίδιου επαγγέλματος, που ενεργεί αποκλειστικά με βάση τα στενά συμφέροντά της, συχνά σε βάρος άλλων. Πβ. κάστα, λόμπι. [< 1: μτγν. συντεχνία, γαλλ. corporation]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ