Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1700-1720]


  • αδενοσίνη [ἀδενοσίνη] α-δε-νο-σί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H13N5O4) που είναι παρόν σε όλα τα κύτταρα του σώματος, αποτελεί δομικό στοιχείο των νουκλεϊκών οξέων και το κύριο μοριακό συστατικό του DNA και του RNA: διφωσφορική ~. Βλ. -ίνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη βλ. τριφωσφορικός [< αγγλ. adenosine, περ. 1909, γαλλ. adénosine, 1919]
  • αδενοϋπόφυση [ἀδενοϋπόφυση] α-δε-νο-ϋ-πό-φυ-ση ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ο πρόσθιος λοβός της υπόφυσης που εκκρίνει ορμόνες ρυθμιστικές των άλλων ενδοκρινών αδένων. Βλ. νευροϋπόφυση. [< αγγλ. adenohypophysis, 1935]
  • άδεντρος , η, ο βλ. άδενδρος & άδεντρος
  • αδενώδης , ης, ες [ἀδενώδης] α-δε-νώ-δης επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που μοιάζει ή σχετίζεται με αδένα: ~ης: ιστός/καρκίνος. ~ης: υπερπλασία. ~ες: εξόγκωμα.|| (ΒΟΤ.) ~ης: τρίχα φυτού. ~η: φύλλα. Βλ. -ώδης. [< αρχ. ἀδενώδης, αγγλ. glandular]
  • αδένωμα [ἀδένωμα] α-δέ-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος που σχηματίζεται σε αδενικό ιστό ή από αδενικές δομές: γαστρικό/ηπατικό ~. ~ των επινεφριδίων/του θυρεοειδούς/της υποφύσεως. Βλ. αδενοκαρκίνωμα, ινο~, -ωμα2. [< γαλλ. adénome, αγγλ. adenoma]
  • αδενωματώδης , ης, ες [ἀδενωματώδης] α-δε-νω-μα-τώ-δης επίθ. {αδενωματώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΙΑΤΡ. που ανήκει σε αδένωμα ή σε οζώδη υπερπλασία αδένα: ~ης: πολυποδίαση. Βλ. -ώδης. [< αγγλ. adenomatous]
  • αδέξιος , α, ο [ἀδέξιος] α-δέ-ξι-ος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει ή δεν γίνεται με επιδεξιότητα, άνεση, χάρη στις κινήσεις ή στην εκτέλεση ενός έργου: (για πρόσ.) ~ος: οδηγός/παίκτης/τεχνίτης (βλ. ατζαμής)/χορευτής. Πβ. άγαρμπος/άτσαλος. ~ στον λόγο. Κοινωνικά ~ (βλ. άπειρος).|| ~α: απομίμηση (= ανεπιτυχής)/ερώτηση (= αδιάκριτη)/προσέγγιση/προσπάθεια (λ.χ. αθλητή). ~ο: ψέμα (: μη πειστικό). ~οι: (διπλωματικοί) χειρισμοί/στίχοι. ~ες: ενέργειες/μεθοδεύσεις. ~ες και νευρικές κινήσεις. Πβ. άστοχος. ΑΝΤ. επιδέξιος, επιτήδειος (1) ● επίρρ.: αδέξια [< μτγν. ἀδέξιος]
  • αδεξιότητα [ἀδεξιότητα] α-δε-ξι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): έλλειψη επιδεξιότητας· (συνεκδ.-κυρ. στον πληθ.) οι ανάλογες πράξεις: καλλιτεχνική/κινητική/κοινωνική/τεχνική/φυσική ~. ~ στη βάδιση/στην έκφραση/στη μαγειρική. Χειρίστηκε το θέμα με ~. Πβ. αγαρμποσύνη, ατζαμοσύνη, ατσαλοσύνη. ΑΝΤ. (επι)δεξιότητα.|| Παρατυπίες, ~ες και απροσεξίες. [< γαλλ. maladresse]
  • αδερφάτο βλ. αδελφάτο
  • αδερφή βλ. αδελφή
  • αδερφικός , ή, ό βλ. αδελφικός
  • αδερφίστικος , η, ο [ἀδερφίστικος] α-δερ-φί-στι-κος επίθ. & αδελφίστικος (νεαν. αργκό-μειωτ.): που διακρίνεται για τη θηλυπρεπή του εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: ~η: φωνή. Βλ. -ίστικος.
  • αδερφο- βλ. αδελφο-
  • αδερφός βλ. αδελφός
  • αδερφοσκοτωμός βλ. αδελφοσκοτωμός
  • αδερφοσύνη βλ. αδελφοσύνη
  • αδέρφωμα βλ. αδέλφωμα
  • αδερφώνω : βλ. αδελφώνω
  • αδέσμευτος , η, ο [ἀδέσμευτος] α-δέ-σμευ-τος επίθ. 1. που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις, έλεγχο, εξαρτήσεις ή περιορισμούς: ~ος: οργανισμός (= ανεξάρτητος). ~η: γνώμη/δημοσιογραφία/έκφραση/ενημέρωση (πβ. αντικειμενική)/κίνηση (π.χ. γυναικών, ενεργών πολιτών)/κρίση/πολιτική/σκέψη. ~ο: εμπόριο. ~οι: μπλόγκερς. ~α: κράτη (πβ. αυτεξούσια, αυτο-διοίκητα, -νομα). ~ (= ελεύθερος) από κομματικές παρεμβάσεις/σκοπιμότητες/συμφέροντα. Πνεύμα ~ο και ανήσυχο (πβ. ατίθασο).|| (ως ουσ., λόγ.) Το ~ο της Δημoκρατίας/της δικαιοσύνης.|| (ΦΥΣ.) ~ο ηλεκτρόνιο. 2. (σπάν.-επίσ.) που δεν έχει παντρευτεί ή δεν έχει ερωτικό δεσμό. Πβ. αζευγάρωτος, ανύπαντρος, ελεύθερος, εργένης. Βλ. παντρεμένος. ΑΝΤ. δεσμευμένος (2) ● επίρρ.: αδέσμευτα ● ΣΥΜΠΛ.: Αδέσμευτες Χώρες & Αδέσμευτοι (οι): ΙΣΤ. πολιτική κίνηση που αναπτύχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από χώρες κυρ. της Ασίας και της Αφρικής με στόχο την αποφυγή διπλωματικής ή πολιτικής δέσμευσης στον ανατολικό ή δυτικό συνασπισμό: διάσκεψη κορυφής/κίνημα των αδεσμεύτων. Βλ. αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός, Τρίτος Κόσμος. [< αγγλ. non-aligned countries] [< μτγν. ἀδέσμευτος]
  • αδέσποτος , η, ο [ἀδέσποτος] α-δέ-σπο-τος επίθ. 1. (για κατοικίδιο) που δεν έχει ιδιοκτήτη: ~α: σκυλιά. ΑΝΤ. δεσποζόμενος 2. που είναι άγνωστης πηγής, προέλευσης ή στόχου: ~α: πυρά. Σκοτώθηκε από ~ο βλήμα.|| (μτφ.) ~η: πληροφορία/φήμη (πβ. αβάσιμη, βλ. ράδιο-αρβύλα). ~ες: δηλώσεις/ειδήσεις. Πβ. αδιασταύρωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος. ΑΝΤ. διασταυρω-, εξακριβω-, επιβεβαιω-μένος.|| ~ο: τραγούδι (: άγνωστου δημιουργού). ● Ουσ.: αδέσποτα (τα): ζώα που δεν έχουν ιδιοκτήτη: ανεμβολίαστα/εγκαταλελειμμένα ~. Περιθάλπω/ταΐζω/υιοθετώ ένα ~ο., αδέσποτη (η): άστοχη σφαίρα ή συνηθέστ. τυχαίο, απρόσμενο χτύπημα (μπουνιά, χαστούκι): Τραυματίστηκε από μια ~.|| Πρόσεξε μη σου δώσουν/μη σου 'ρθει/μη σε πάρει/μη φας καμιά ~ στη διαδήλωση. [< αρχ. ἀδέσποτος ‘χωρίς δεσπότη, ελεύθερος, ανεξάρτητος’]

αδελφάτο

αδελφάτο [ἀδελφᾶτο] α-δελ-φά-το ουσ. (ουδ.) & αδερφάτο (παλαιότ.) 1. αδελφότητα: (με αρνητ. συνυποδ.) Επιτέθηκε στο ~ των διαφημιστών/των καναλιών. Βλ. συντεχνία.|| (αργκό-ειρων. αδερφάτο, οι ομοφυλόφιλοι). 2. διοικητικό συμβούλιο φιλανθρωπικού ιδρύματος ή ναού: το ~ του γηροκομείου. Βλ. -άτο. [< μεσν. αδελφάτον]

αδελφή

αδελφή [ἀδελφή] α-δελ-φή ουσ. (θηλ.) {-ές (λαϊκό-σπάν.) -άδες} & (προφ.) αδερφή 1. πρόσωπο θηλυκού γένους με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον έναν ή και τους δύο γονείς: δίδυμη/ετεροθαλής/η μεγάλη/η μικρή ~. Αγαπημένες/σιαμαίες ~ές. Μου στάθηκε σαν ~.|| Θετή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων θηλυκού γένους με το οποίο κάποιος έχει στενούς δεσμούς: Είναι φίλη και ~ μας.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα:) Εσωκλείω τη συνεισφορά από μια ~ μας. 3. (συχνά ως προσφών.) καλόγρια, μοναχή: οι ~ές της Μονής. 4. (συνήθ. ως προσφών.) νοσοκόμα, νοσηλεύτρια: αποκλειστική/εθελόντρια/επισκέπτρια/προϊσταμένη ~.|| (ως επίθ.) Σχολή ~ών Νοσοκόμων. 5. (μειωτ., συνήθ. στον τ. αδερφή) ομοφυλόφιλος άνδρας ή άνδρας με θηλυπρεπή εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: κραγμένη/ξεφωνημένη ~. Πβ. γυναικωτός, κρυφ~, τοιούτος. ΣΥΝ. γκέι (1) ● Υποκ.: αδελφούλα & αδερφούλα (η): στις σημ. 1, 5. ● Μεγεθ.: αδερφάρα & αδελφάρα (η): στη σημ. 5. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους βλ. έλεος, πνευματικός/ή αδελφός/ή βλ. αδελφός ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! βλ. αδέλφι [< 1,5: αρχ. ἀδελφή 2,3: μεσν. αδερφή 4: αγγλ. sister, γερμ. (Kranken)schwester]

αδελφικός

αδελφικός, ή, ό [ἀδελφικός] α-δελ-φι-κός επίθ. & αδερφικός: που χαρακτηρίζει αδελφό ή αδελφή και κατ' επέκτ. ισχυρό δεσμό ανάλογο αυτού των αδελφών: ~ή: αγάπη/σχέση.|| ~ός: ασπασμός/φίλος (ΣΥΝ. επιστήθιος, καρδιακός, στενός). ~ή: αλληλεγγύη/αφοσίωση. ~ό: φιλί (: χωρίς ερωτική διάθεση). ~ά: αισθήματα/λόγια (= εγκάρδια, φιλικά). (Επ)έδειξε ~ό ενδιαφέρον και μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές.|| (για ομοεθνείς) ~ός: σπαραγμός. ~ό: αίμα. ~οί: δεσμοί. ~ά: μίση. ● επίρρ.: αδελφικά & αδερφικά: Με συμβούλεψε ~. Ζουν/συνυπάρχουν ~ (ΑΝΤ. εχθρικά). Την έβλεπε πάντα ~ (= φιλικά). [< αρχ. ἀδελφικός]

αδελφο-

αδελφο- & αδερφο- 1. το ουσιαστικό αδελφός ως α' συνθετικό λέξεων: αδελφο-σκοτωμός/~ποίηση. ~κτόνος. 2. σε παρατακτικά σύνθετα ονόματα: ~ξάδερφα.

αδελφός

αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]

αδελφοσκοτωμός

αδελφοσκοτωμός [ἀδελφοσκοτωμός] α-δελ-φο-σκο-τω-μός ουσ. (αρσ.) & αδερφοσκοτωμός (σπάν.-λαϊκό) 1. φόνος μεταξύ αδελφιών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος και κατ' επέκτ. άγριος καβγάς: Διχόνοια και ~. Το μίσος του ~ού.|| Στο διπλανό διαμέρισμα έγινε ~ Πβ. αδελφοκτονία.

αδελφοσύνη

αδελφοσύνη [ἀδελφοσύνη] α-δελ-φο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αδερφοσύνη: σύναψη αδελφικών, στενών σχέσεων και γενικότ. επίτευξη αρμονικής συνύπαρξης: κοινοτική/παγκόσμια ~. Ειρήνη και ~. Ελευθερία, ισότητα, ~. Το ιδεώδες/πνεύμα της ~ης. Η φιλία και η ~ θα πρέπει να διαπνέουν τις σχέσεις των ανθρώπων/λαών. Διακηρύσσω/προάγω την ~. Πβ. συν~. Βλ. -οσύνη. ΣΥΝ. αδελφικότητα, συναδέλφωση [< μεσν. αδελφοσύνη]

αδέλφωμα

αδέλφωμα [ἀδέλφωμα] α-δέλ-φω-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αδέρφωμα 1. ΓΕΩΡΓ. ανάπτυξη δευτερευόντων στελεχών από τη βάση του κεντρικού στελέχους ενός φυτού: ~ αγρωστωδών ζιζανίων/σιταριού. 2. (μτφ.-λαϊκό) αδελφοσύνη.

αδελφώνω

αδελφώνω [ἀδελφώνω] α-δελ-φώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αδέλφω-σε, -θηκε, -μένος} & αδερφώνω 1. συντελώ στη δημιουργία αδελφικών και γενικότ. στενών, αρμονικών δεσμών: Η μουσική ~ει τους λαούς. Ένας κόσμος ~μένος και ειρηνικός. Ενωμένη και ~μένη χώρα. Μονιασμένοι και ~μένοι.|| (μτφ.) Το νερό και η πέτρα ~ονται (: συνυπάρχουν ισόρροπα) στην Ήπειρο. 2. ΓΕΩΡΓ. (για φυτό) βγάζει παραφυάδες: Το καλάμι ~ει γρήγορα.

άδενδρος & άδεντρος

άδενδρος & άδεντρος, η, ο [ἄδενδρος] ά-δεν-δρος επίθ.: (για τόπο) που δεν έχει δέντρα. Πβ. γυμνός, φαλακρός. ΑΝΤ. δενδρόφυτος, κατάφυτος [< μτγν. ἄδενδρος]

αδενοκαρκίνωμα

αδενοκαρκίνωμα [ἀδενοκαρκίνωμα] α-δε-νο-καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καρκίνωμα αδενικού ιστού ή γενικότ. κακοήθης όγκος, τα κύτταρα του οποίου έχουν αδενικές δομές: βλεννώδες/γαστρικό/θηλώδες/μεταστατικό ~. ~ του μαστού/νεφρού/παχέος εντέρου/προστάτη/στομάχου. Βλ. αδένωμα, -ωμα2. [< αγγλ. adenocarcinoma, γαλλ. adénocarcinome, πριν από το 1929]

αποικιοκρατία

αποικιοκρατία [ἀποικιοκρατία] α-ποι-κι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): το καθεστώς της πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας μιας ισχυρής χώρας σε ασθενέστερη· συνεκδ. η περίοδος κατά την οποία ίσχυσε: απελευθέρωση από την ~.|| Κατά την ~ ... Βλ. αποικιοποίηση, ιμπεριαλισμός, νεο~, -κρατία. [< αγγλ. colonialism]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

νευροϋπόφυση

νευροϋπόφυση νευ-ρο-ϋ-πό-φυ-ση ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης, ο οποίος διοχετεύει τα νευροπεπτίδια του υποθαλάμου και στον οποίο αποθηκεύονται η αντιδιουρητική ορμόνη και η οξυτοκίνη. [< αγγλ. neurohypophysis, 1912, γαλλ. neurohypophyse]

παντρεμένος

παντρεμένος, η, ο πα-ντρε-μέ-νος επίθ./ουσ. 1. που έχει παντρευτεί: ~ο: ζευγάρι. Είναι ~οι εδώ και δέκα χρόνια.|| (ως ουσ.) Έρευνα για τους ~ους. ΣΥΝ. έγγαμος (1), νυμφευμένος ΑΝΤ. άγαμος, ανύμφευτος, ανύπαντρος, απάντρευτος, ελεύθερος (3), εργένης 2. ΜΑΓΕΙΡ. (για φαγητό) που μαγειρεύεται με κάποιο, κυρ. ασυνήθιστο, υλικό ή συνδυάζεται με άλλο φαγητό: φάβα ~η. Σαρδέλες ~ες. Χοιρινό ~ο με κοτόπουλο. Πιλάφι ~ο με συκωτάκια. [< 1: μεσν. παντρεμένος]

τριφωσφορικός

τριφωσφορικός, ή, ό τρι-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που εμπεριέχει τρεις φωσφορικές ομάδες: ~ή: ινοσιτόλη. ~ό: νάτριο/νουκλεοτίδιο/οξύ. ~ά: άλατα. Βλ. διφωσφορικός. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη: νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H16N5O13P3)που τροφοδοτεί με ενέργεια τις κυτταρικές διεργασίες μέσω της ενζυμικής υδρόλυσης. [< αγγλ. adenosine triphosphate, 1932, ATP, 1939, γαλλ. adénosin triphosphate, 1939] [< αγγλ. triphosphoric, γαλλ. triphosphorique]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.