αδελφάτο [ἀδελφᾶτο] α-δελ-φά-το ουσ. (ουδ.) & αδερφάτο (παλαιότ.) 1. αδελφότητα: (με αρνητ. συνυποδ.) Επιτέθηκε στο ~ των διαφημιστών/των καναλιών. Βλ. συντεχνία.|| (αργκό-ειρων. αδερφάτο, οι ομοφυλόφιλοι). 2. διοικητικό συμβούλιο φιλανθρωπικού ιδρύματος ή ναού: το ~ του γηροκομείου. Βλ. -άτο. [< μεσν. αδελφάτον]
αδελφή [ἀδελφή] α-δελ-φή ουσ. (θηλ.) {-ές (λαϊκό-σπάν.) -άδες} & (προφ.) αδερφή 1. πρόσωπο θηλυκού γένους με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον έναν ή και τους δύο γονείς: δίδυμη/ετεροθαλής/η μεγάλη/η μικρή ~. Αγαπημένες/σιαμαίες ~ές. Μου στάθηκε σαν ~.|| Θετή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων θηλυκού γένους με το οποίο κάποιος έχει στενούς δεσμούς: Είναι φίλη και ~ μας.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα:) Εσωκλείω τη συνεισφορά από μια ~ μας. 3. (συχνά ως προσφών.) καλόγρια, μοναχή: οι ~ές της Μονής. 4. (συνήθ. ως προσφών.) νοσοκόμα, νοσηλεύτρια: αποκλειστική/εθελόντρια/επισκέπτρια/προϊσταμένη ~.|| (ως επίθ.) Σχολή ~ών Νοσοκόμων. 5. (μειωτ., συνήθ. στον τ. αδερφή) ομοφυλόφιλος άνδρας ή άνδρας με θηλυπρεπή εμφάνιση ή/και συμπεριφορά: κραγμένη/ξεφωνημένη ~. Πβ. γυναικωτός, κρυφ~, τοιούτος. ΣΥΝ. γκέι (1) ● Υποκ.: αδελφούλα & αδερφούλα (η): στις σημ. 1, 5. ● Μεγεθ.: αδερφάρα & αδελφάρα (η): στη σημ. 5. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους βλ. έλεος, πνευματικός/ή αδελφός/ή βλ. αδελφός ● ΦΡ.: αδερφάκι (μου)! βλ. αδέλφι [< 1,5: αρχ. ἀδελφή 2,3: μεσν. αδερφή 4: αγγλ. sister, γερμ. (Kranken)schwester]
αδελφικός, ή, ό [ἀδελφικός] α-δελ-φι-κός επίθ. & αδερφικός: που χαρακτηρίζει αδελφό ή αδελφή και κατ' επέκτ. ισχυρό δεσμό ανάλογο αυτού των αδελφών: ~ή: αγάπη/σχέση.|| ~ός: ασπασμός/φίλος (ΣΥΝ. επιστήθιος, καρδιακός, στενός). ~ή: αλληλεγγύη/αφοσίωση. ~ό: φιλί (: χωρίς ερωτική διάθεση). ~ά: αισθήματα/λόγια (= εγκάρδια, φιλικά). (Επ)έδειξε ~ό ενδιαφέρον και μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές.|| (για ομοεθνείς) ~ός: σπαραγμός. ~ό: αίμα. ~οί: δεσμοί. ~ά: μίση. ● επίρρ.: αδελφικά & αδερφικά: Με συμβούλεψε ~. Ζουν/συνυπάρχουν ~ (ΑΝΤ. εχθρικά). Την έβλεπε πάντα ~ (= φιλικά). [< αρχ. ἀδελφικός]
αδελφο- & αδερφο- 1. το ουσιαστικό αδελφός ως α' συνθετικό λέξεων: αδελφο-σκοτωμός/~ποίηση. ~κτόνος. 2. σε παρατακτικά σύνθετα ονόματα: ~ξάδερφα.
αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
αδελφοσκοτωμός [ἀδελφοσκοτωμός] α-δελ-φο-σκο-τω-μός ουσ. (αρσ.) & αδερφοσκοτωμός (σπάν.-λαϊκό) 1. φόνος μεταξύ αδελφιών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος και κατ' επέκτ. άγριος καβγάς: Διχόνοια και ~. Το μίσος του ~ού.|| Στο διπλανό διαμέρισμα έγινε ~ Πβ. αδελφοκτονία.
αδελφοσύνη [ἀδελφοσύνη] α-δελ-φο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αδερφοσύνη: σύναψη αδελφικών, στενών σχέσεων και γενικότ. επίτευξη αρμονικής συνύπαρξης: κοινοτική/παγκόσμια ~. Ειρήνη και ~. Ελευθερία, ισότητα, ~. Το ιδεώδες/πνεύμα της ~ης. Η φιλία και η ~ θα πρέπει να διαπνέουν τις σχέσεις των ανθρώπων/λαών. Διακηρύσσω/προάγω την ~. Πβ. συν~. Βλ. -οσύνη. ΣΥΝ. αδελφικότητα, συναδέλφωση [< μεσν. αδελφοσύνη]
αδέλφωμα [ἀδέλφωμα] α-δέλ-φω-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αδέρφωμα 1. ΓΕΩΡΓ. ανάπτυξη δευτερευόντων στελεχών από τη βάση του κεντρικού στελέχους ενός φυτού: ~ αγρωστωδών ζιζανίων/σιταριού. 2. (μτφ.-λαϊκό) αδελφοσύνη.
αδελφώνω [ἀδελφώνω] α-δελ-φώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αδέλφω-σε, -θηκε, -μένος} & αδερφώνω 1. συντελώ στη δημιουργία αδελφικών και γενικότ. στενών, αρμονικών δεσμών: Η μουσική ~ει τους λαούς. Ένας κόσμος ~μένος και ειρηνικός. Ενωμένη και ~μένη χώρα. Μονιασμένοι και ~μένοι.|| (μτφ.) Το νερό και η πέτρα ~ονται (: συνυπάρχουν ισόρροπα) στην Ήπειρο. 2. ΓΕΩΡΓ. (για φυτό) βγάζει παραφυάδες: Το καλάμι ~ει γρήγορα.
άδενδρος & άδεντρος, η, ο [ἄδενδρος] ά-δεν-δρος επίθ.: (για τόπο) που δεν έχει δέντρα. Πβ. γυμνός, φαλακρός. ΑΝΤ. δενδρόφυτος, κατάφυτος [< μτγν. ἄδενδρος]
αδενοκαρκίνωμα [ἀδενοκαρκίνωμα] α-δε-νο-καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καρκίνωμα αδενικού ιστού ή γενικότ. κακοήθης όγκος, τα κύτταρα του οποίου έχουν αδενικές δομές: βλεννώδες/γαστρικό/θηλώδες/μεταστατικό ~. ~ του μαστού/νεφρού/παχέος εντέρου/προστάτη/στομάχου. Βλ. αδένωμα, -ωμα2. [< αγγλ. adenocarcinoma, γαλλ. adénocarcinome, πριν από το 1929]
αποικιοκρατία [ἀποικιοκρατία] α-ποι-κι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): το καθεστώς της πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας μιας ισχυρής χώρας σε ασθενέστερη· συνεκδ. η περίοδος κατά την οποία ίσχυσε: απελευθέρωση από την ~.|| Κατά την ~ ... Βλ. αποικιοποίηση, ιμπεριαλισμός, νεο~, -κρατία. [< αγγλ. colonialism]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.
νευροϋπόφυση νευ-ρο-ϋ-πό-φυ-ση ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης, ο οποίος διοχετεύει τα νευροπεπτίδια του υποθαλάμου και στον οποίο αποθηκεύονται η αντιδιουρητική ορμόνη και η οξυτοκίνη. [< αγγλ. neurohypophysis, 1912, γαλλ. neurohypophyse]
παντρεμένος, η, ο πα-ντρε-μέ-νος επίθ./ουσ. 1. που έχει παντρευτεί: ~ο: ζευγάρι. Είναι ~οι εδώ και δέκα χρόνια.|| (ως ουσ.) Έρευνα για τους ~ους. ΣΥΝ. έγγαμος (1), νυμφευμένος ΑΝΤ. άγαμος, ανύμφευτος, ανύπαντρος, απάντρευτος, ελεύθερος (3), εργένης 2. ΜΑΓΕΙΡ. (για φαγητό) που μαγειρεύεται με κάποιο, κυρ. ασυνήθιστο, υλικό ή συνδυάζεται με άλλο φαγητό: φάβα ~η. Σαρδέλες ~ες. Χοιρινό ~ο με κοτόπουλο. Πιλάφι ~ο με συκωτάκια. [< 1: μεσν. παντρεμένος]
τριφωσφορικός, ή, ό τρι-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που εμπεριέχει τρεις φωσφορικές ομάδες: ~ή: ινοσιτόλη. ~ό: νάτριο/νουκλεοτίδιο/οξύ. ~ά: άλατα. Βλ. διφωσφορικός. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη: νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H16N5O13P3)που τροφοδοτεί με ενέργεια τις κυτταρικές διεργασίες μέσω της ενζυμικής υδρόλυσης. [< αγγλ. adenosine triphosphate, 1932, ATP, 1939, γαλλ. adénosin triphosphate, 1939] [< αγγλ. triphosphoric, γαλλ. triphosphorique]
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ