αποθεματικό [ἀποθεματικό] α-πο-θε-μα-τι-κό ουσ. (ουδ.) : ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση ή το Δημόσιο) κεφάλαιο που λειτουργεί ως απόθεμα ασφαλείας: αρνητικό/γενικό/ειδικό/ελάχιστο/συνολικό ~. ~ αναπροσαρμογής/εξισορρόπησης/ρευστότητας. Αφανή-φανερά/γνήσια-καταχρηστικά/έκτακτα-τακτικά/υποχρεωτικά-προαιρετικά ~ά. ~ά των τραπεζών. ~ για αντιμετώπιση ενδεχόμενων ζημιών/διοικητικές δαπάνες.|| ~ (της) πολυκατοικίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αποθεματικό επίδοσης: ποσοστό επί των πιστώσεων υποχρεώσεων, το οποίο ανακατανέμεται (από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) στα επιτυχή επιχειρησιακά προγράμματα., αποθεματικό προγραμματισμού: ποσοστό επί των πιστώσεων υποχρεώσεων το οποίο κατανέμεται (σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και στοχεύει στην ικανή ανταπόκριση σε απρόβλεπτες εξελίξεις που αφορούν τα επιχειρησιακά προγράμματα. [< γαλλ. réserve, αγγλ. reserve]
δικαστικός, ή, ό δι-κα-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης, τα όργανα και τους λειτουργούς της: ~ός: κλάδος/πληρεξούσιος/συμβιβασμός/σύμβουλος/υπάλληλος/φάκελος. ~ή: αγωγή/αίθουσα (= αίθουσα δικαστηρίου)/γλωσσολογία (πβ. δικανική)/διαφορά/δίωξη/έκθεση/εκπροσώπηση/εντολή/οδός/πλάνη/προστασία/προσφυγή/τήβεννος/ψήφος/ψυχολογία. ~ό: γραφείο/ένσημο/επάγγελμα/έτος/μέγαρο (βλ. δικαστήριο)/ρεπορτάζ/σώμα (: οι δικαστές). ~ό προηγούμενο (= δεδικασμένο). ~ές: Αρχές/φυλακές (: για ποινές κάτω του έτους και για εγκλήματα εξ αμελείας). ~ά: έδρανα/τέλη. Δικαιώθηκε με ~ή απόφαση. Πβ. δικαστηριακός. Βλ. εξω~, παρα~, προ~. ● Ουσ.: δικαστικός (ο/η): δικαστής ή εισαγγελέας. ● επίρρ.: δικαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κινούμαι/στρέφομαι ~ εναντίον κάποιου. ΑΝΤ. εξωδίκως ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μία από τις τρεις βασικές εξουσίες της δημοκρατίας, υπεύθυνη για την απονομή δικαιοσύνης και συνεκδ. ο φορέας της. Πβ. Θέμιδα. [< γαλλ. pouvoir judiciaire] , δικαστική συνδρομή/συνεργασία & (σπάν.) δικαστική αρωγή: συμφωνία μεταξύ κρατών για άμεση βοήθεια και συνεργασία των δικαστικών Αρχών: διεθνής ~ ~. Αμοιβαία ~ ~ σε αστικές/ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση., δικαστικό συμβούλιο (κ. με κεφαλ. Δ, Σ): όργανο που ελέγχει την πορεία της ανακριτικής διαδικασίας και αποφασίζει αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη: ~ά ~α Εφετών/Πλημμελειοδικών. Βλ. βούλευμα., δικαστική αντίληψη βλ. αντίληψη, δικαστική απαγόρευση βλ. απαγόρευση, δικαστική γραφολογία βλ. γραφολογία, δικαστική συμπαράσταση βλ. συμπαράσταση, δικαστικός αγώνας βλ. αγώνας, δικαστικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, δικαστικός επιμελητής βλ. επιμελητής, δικαστικός κλητήρας βλ. κλητήρας [< αρχ. δικαστικός, γαλλ. judiciaire]
-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.
-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.
κλίση κλί-ση ουσ. (θηλ.) 1. λοξότητα ευθείας ή επιπέδου σε σχέση με άλλη ευθεία ή επίπεδο αναφοράς: αξονική/απότομη/κατηφορική/μεγάλη/μέγιστη επιτρεπόμενη/ομαλή ~. ~ του εδάφους/του οδοστρώματος/της στέγης/του τοίχου. Γωνία ~ης ...%. Το πλοίο πήρε ~ δεκαπέντε μοιρών (= έγειρε· πβ. πλάγιασμα). Βλ. ανάκλιση.|| (σε αεροσκάφη:) Πηδάλιο ~εως. Βλ. από-, σύγ-κλιση.|| Τον αποχαιρέτησε με μια ~ του κεφαλιού. Βλ. υπόκλιση. 2. (μτφ.) ροπή, τάση: έμφυτη/καλλιτεχνική (: φλέβα)/φυσική ~. ~εις και ενδιαφέροντα. Καλλιέργεια ιδιαίτερων ~εων. Έχει ~ στη μουσική. Πβ. έφεση, προδιάθεση. 3. ΓΡΑΜΜ. ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κλίνεται μια συγκεκριμένη ομάδα λέξεων: η ~ του άρθρου/του ρήματος ...|| Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ουσιαστικών (στην αρχαί ελληνική). Βλ. συζυγία. ● ΣΥΜΠΛ.: κλίση ευθείας: ΓΕΩΜ. (για δεδομένη ευθεία ε στο καρτεσιανό επίπεδο) η γωνία που σχηματίζεται από την ευθεία ε και τον άξονα των τετμημένων. [< 1,3: μτγν. κλίσις 2: γαλλ. inclination]
-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
προσδοκώ [προσδοκῶ] προσ-δο-κώ ρ. (μτβ.) {προσδοκ-άς ..., -ώντας | προσδοκ-άται, -ώμενος} (λόγ.): περιμένω να γίνει κάτι που επιθυμώ, θεωρώ πολύ πιθανό να συμβεί κάτι: Οι καταστηματάρχες ~ούν αύξηση των πωλήσεών τους. Με τα νέα μέτρα ~άται η εξυγίανση της εταιρείας. Από την είσπραξη των φόρων ~ώνται έσοδα ύψους ... ευρώ. ~ώμενη: απόδοση. ~ώμενο: κέρδος/όφελος. ~ώμενα: αποτελέσματα. Πβ. ανα-, προσ-μένω.|| (ΓΡΑΜΜ., ως ουσ.) Υποθετικός λόγος που δηλώνει το ~ώμενο. ΑΝΤ. απεύχομαι ● ΣΥΜΠΛ.: το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος [< αρχ. προσδοκῶ]
υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]
υποδομή [ὑποδομή] υ-πο-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο ή την προϋπόθεση για να δημιουργηθεί, να λειτουργήσει κάτι ή να αναπτυχθεί κάποιος: δικτυακή/θεσμική/ξενοδοχειακή/οικονομική/τεχνική/τεχνολογική/τουριστική/υλική ~. Κτιριακή/υλικοτεχνική ~ του εργαστηρίου/του σχολείου. Αθλητικές/ερευνητικές/κοινωνικές/νοσοκομειακές/οδικές/πράσινες (= οικολογικές) ~ές. Η επιχείρηση διαθέτει την αναγκαία/απαραίτητη/κατάλληλη ~. Ελλείψεις/προβλήματα ~ής. Έργα (συγκοινωνιακής) ~ής (π.χ. δρόμοι, λιμάνια, γέφυρες). Βλ. εξοπλισμός.|| Εκπαιδευτική/θεωρητική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η επιστημονική ~ του ανθρώπινου δυναμικού. Πβ. υπόβαθρο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ πλέγματος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. δομική κατασκευή ή τμήμα της που βρίσκεται κάτω από το έδαφος ή αποτελεί τη βάση μεγαλύτερης κατασκευής: κτιριολογική ~. Υλικά ~ής. Βλ. επιδομή. ΑΝΤ. ανωδομή 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) βάση. Βλ. υπερδομή. ● ΣΥΜΠΛ.: υποδομή δημόσιου κλειδιού: ΠΛΗΡΟΦ. συνδυασμός λογισμικού, τεχνολογιών κρυπτογραφίας και υπηρεσιών, ο οποίος πιστοποιεί την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται σε μια συναλλαγή στο διαδίκτυο και προστατεύει την ασφάλειά της. [< αγγλ. Public Key Infrastructure (PKI)] [< πβ. αρχ. ὑποδομή ' τοίχος στήριξης', γαλλ. substructure, infrastructure]
επιδοτήριο [ἐπιδοτήριο] ε-πι-δο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιδοτηρί-ου | -ων}: ΝΟΜ. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι παραδόθηκε έγγραφο στον παραλήπτη του. Βλ. δικαστικός επιμελητής.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ