Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18460-18480]


  • επιδιόρθωση [ἐπιδιόρθωση] ε-πι-δι-όρ-θω-ση ουσ. (θηλ.): διόρθωση ζημιάς, επισκευή: ~ της βλάβης (πβ. αποκατάσταση). ~ (παλαιών) αγωγών/δρόμων/κτιρίου (βλ. ανακαίνιση)/μηχανημάτων/πεζοδρομίων (πβ. ανάπλαση). ~ αυτοκινήτων/ζαντών (: στο συνεργείο). ~ώσεις δερμάτινων/ενδυμάτων (πβ. μεταποίηση)/υποδημάτων. Συντήρηση και ~ εξοπλισμού. Εργασίες ~ης. [< μτγν. ἐπιδιόρθωσις]
  • επιδιορθωτής [ἐπιδιορθωτής] ε-πι-δι-ορ-θω-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. επιδιορθώτρια}: τεχνίτης που κάνει επιδιορθώσεις: ~ παπουτσιών (= τσαγκάρης)/ρολογιών (βλ. ωρολογοποιός). Πβ. επισκευαστής.
  • επιδιορθωτικός , ή, ό [ἐπιδιορθωτικός] ε-πι-δι-ορ-θω-τι-κός επίθ.: που αποσκοπεί στην επιδιόρθωση: ~ή: συντήρηση (εξοπλισμού). ~ές: εργασίες (σε οικοδομή). Πβ. επισκευαστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: επιδιορθωτικά ένζυμα: ΒΙΟΧ. που διορθώνουν τα λάθη που δεν επιδιόρθωσαν οι DNA πολυμεράσες κατά την αντιγραφή του DNA. [< αγγλ. repair enzymes] [< μτγν. ἐπιδιορθωτικός]
  • επιδιώκω [ἐπιδιώκω] ε-πι-δι-ώ-κω ρ. (μτβ.) {επιδίω-ξε (λόγ.) επεδίω-ξε, επιδιώ-χθηκε, -χθεί, μτχ. ενεστ. επιδιώκ-οντας, -όμενος}: προσπαθώ να εκπληρώσω έναν στόχο, να πετύχω κάτι: ~ πάντα το καλύτερο. Δεν ~ει να εντυπωσιάσει. Δεν ~ξα ποτέ τη δημοσιότητα/την προβολή. ~χθηκε η υλοποίηση των στόχων. Θα ~χθεί να γίνει διάλογος με ... Οι συνομιλίες τους δεν είχαν το ~όμενο αποτέλεσμα. Πβ. απο-βλέπω, -σκοπώ, γυρεύω, επιζητώ, στοχεύω. Βλ. προσδοκώ. ΑΝΤ. αποφεύγω (3) [< αρχ. ἐπιδιώκω ‘καταδιώκω, αναζητώ’, γαλλ. poursuivre]
  • επιδίωξη [ἐπιδίωξη] ε-πι-δί-ω-ξη ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου στόχου: ~ ομοφωνίας/συμφωνίας/συναίνεσης. Η ~ της ανάπτυξης/ειρήνης/ευτυχίας (πβ. κυνήγι). ~ για κέρδος, δύναμη και εξουσία. Αγάπη ανιδιοτελής, χωρίς ~ ανταπόδοσης. Πβ. αναζήτηση, επιζήτηση. 2. (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) στόχος, σκοπός: βασική/κεντρική/κοινή/κύρια/μόνιμη/σταθερή/στρατηγική ~. Ατομικές/επαγγελματικές/ευγενείς/(μικρο)κομματικές/οικονομικές/πολιτικές/προσωπικές ~ώξεις. ~ώξεις και προσδοκίες/συμφέροντα/φιλοδοξίες. Εκπλήρωση/υλοποίηση των ~ώξεών της. Ξεκινούν συνομιλίες, με ~ την επίλυση του προβλήματος. Το να γίνω αρεστός δεν είναι (μέσα) στις ~ώξεις μου. [< πβ. μτγν. ἐπιδίωξις ‘καταδίωξη’]
  • επιδοκιμάζω [ἐπιδοκιμάζω] ε-πι-δο-κι-μά-ζω ρ. (μτβ.) {επιδοκίμα-σα, επιδοκιμάζ-εται, επιδοκιμά-στηκε κ. -σθηκε, επιδοκιμάζ-οντας}: εκφράζω την επιδοκιμασία μου: ~ την άποψή σου (πβ. προσυπογράφω, συμφωνώ). Δεν ~ βίαιες πρακτικές (πβ. ασπάζομαι, ενστερνίζομαι). Θέση που ~στηκε θερμά (πβ. χαιρετίζω). Η ταινία ~στηκε από το κοινό. ~στηκε με τη λαϊκή ψήφο (= εκλέχτηκε). Πβ. εγκρίνω, επικροτώ. ΑΝΤ. αποδοκιμάζω [< μτγν. επιδοκιμάζω, γαλλ. approuver]
  • επιδοκιμασία [ἐπιδοκιμασία] ε-πι-δο-κι-μα-σί-α ουσ. (θηλ.): αποδοχή άποψης ή προσώπου, η οποία εκδηλώνεται συνήθ. με ενθουσιασμό: ~ες και ζητωκραυγές/πανηγυρισμοί/χειροκροτήματα. (λόγ.) Εν μέσω ~ών. Η πρόταση έτυχε ~ας. Είχε/κέρδισε την ~ του κόσμου. Πβ. έγκριση, επικρότηση, προσυπογραφή, συμφωνία. ΑΝΤ. αποδοκιμασία [< γαλλ. approbation]
  • επιδοκιμαστικός , ή, ό [ἐπιδοκιμαστικός] ε-πι-δο-κι-μα-στι-κός επίθ. (λόγ.): που εκφράζει επιδοκιμασία: ~ό: νεύμα (βλ. καταφατικό)/χειροκρότημα. ~ές: χειρονομίες. ~ά: επιφωνήματα/σχόλια. ΑΝΤ. αποδοκιμαστικός, επικριτικός ● επίρρ.: επιδοκιμαστικά [< γαλλ. approbatif]
  • επίδομα [ἐπίδομα] ε-πί-δο-μα ουσ. (ουδ.) {επιδόμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΟΙΚΟΝ. ποσό που δίνεται ανά συγκεκριμένα διαστήματα ως ενίσχυση σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων του δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα: γονικό/κρατικό/μηνιαίο/οικογενειακό/προνοιακό/στεγαστικό/συμπληρωματικό/φοιτητικό ~. ~ αδείας/(κοινωνικής) αλληλεγγύης (βλ. ΕΚΑΣ)/αναπηρίας/ανεργίας/ασθενείας/γάμου/θέσης (ευθύνης)/μητρότητας/παιδιών/παραπληγίας/(πετρελαίου) θέρμανσης/χρήσης Η/Υ. Αίτηση/διεκδίκηση/δικαίωμα/κατάργηση/παροχή/χορήγηση ~ατος. Προνοιακά ~ατα. Ενσωμάτωση του ~ατος στον μισθό/στη σύνταξη. Καταβολή των ~άτων στους δικαιούχους. ~ατα: εξαθλίωσης/πείνας/πτωχοκομείου. Πβ. βοήθημα. Βλ. αναδρομικά (τα), αποζημίωση, προσαύξηση, χρονο~. [< μτγν. ἐπίδομα ‘συνεισφορά, συμμετοχή’]
  • επιδοματικός , ή, ό [ἐπιδοματικός] ε-πι-δο-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την παροχή επιδόματος: ~ή: πολιτική. ~ές: διεκδικήσεις/ενισχύσεις/παροχές. (αρνητ. συνυποδ.) Αποδοχές/μισθοί ~ού χαρακτήρα (= χαμηλές/οί). ● επίρρ.: επιδοματικά
  • επιδοματούχος [ἐπιδοματοῦχος] ε-πι-δο-μα-τού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. πρόσωπο που δικαιούται και εισπράττει επίδομα: ~ λόγω παραπληγίας. ~οι αναπηρίας. Βλ. -ούχος1.
  • επιδομή [ἐπιδομή] ε-πι-δο-μή ουσ. (θηλ.) ΤΕΧΝΟΛ. 1. το σύνολο των εγκαταστάσεων της σιδηροδρομικής γραμμής (σκυρόστρωμα, σιδηροτροχιές με τους συνδέσμους τους, στρωτήρες, έρμα): σταθερή ~. Βλ. υπερδομή. 2. τμήμα κατασκευής που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους: η ~ της γέφυρας. Βλ. υποδομή. [< γαλλ. superstructure]
  • επίδοξος , η, ο [ἐπίδοξος] ε-πί-δο-ξος επίθ.: (για πρόσ.) που επιδιώκει, φιλοδοξεί να κάνει κάτι ή που προσπάθησε ανεπιτυχώς να το πράξει: (συχνά ειρων.) ~ος: αρχηγός (κόμματος)/εραστής/συγγραφέας.|| ~ος: βιαστής/βομβιστής/ληστής. [< αρχ. ἐπίδοξος ‘πιθανός, ένδοξος’]
  • επιδόρπιο [ἐπιδόρπιο] ε-πι-δόρ-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} : το τελευταίο πιάτο ενός γεύματος, αποτελούμενο συνήθ. από γλυκό ή φρούτο: δροσερό/ελαφρύ/παγωμένο ~. ~ γάλακτος/γιαουρτιού. Για ~ μας σέρβιραν μηλόπιτα/παγωτό. Βλ. ορεκτικό, προδόρπιο. [< μτγν. ἐπιδόρπιος ΄σχετικός με το δεύτερο έδεσμα’, γαλλ. dessert]
  • επίδοση [ἐπίδοση] ε-πί-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόδοση, αποδοτικότητα: συνολική/τελική ~. Σχολική ~. Η ~ (του μαθητή) στη γραπτή εξέταση. Αξιολόγηση της/βραβείο/(ΨΥΧΟΛ.) τεστ (: για τη μέτρηση των διανοητικών δεξιοτήτων) ~ης. Απογοητευτικές/εξαιρετικές/ικανοποιητικές/κακές/κορυφαίες/λαμπρές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις. Αθλητικές/ακαδημαϊκές/αναπτυξιακές/βαθμολογικές/εξαγωγικές/επαγγελματικές/ερευνητικές/οικονομικές/παραγωγικές/σεξουαλικές ~όσεις. Δείκτες ~όσεων. Ανάλυση/αύξηση/βελτίωση/έλεγχος/μείωση/μέτρηση/σύγκριση (των) ~όσεων. Αρνητικές ~όσεις στην επιχειρηματικότητα. Τον ξεπέρασε σε ~όσεις. Διακρίθηκε για τις ~όσεις του στο σκάκι.|| (ΑΘΛ.) Ατομική (πβ. ρεκόρ)/παγκόσμια/πανευρωπαϊκή ~. Είχε/πέτυχε/σημείωσε την καλύτερη φετινή ~ στον κόσμο.|| (κυρ. για μηχανές) Οι ~όσεις του αυτοκινήτου (: επιτάχυνση, ταχύτητα)/κινητήρα/υπολογιστή. Ελαστικά υψηλών ~όσεων. 2. συστηματική ενασχόληση με ικανοποιητικά αποτελέσματα: Έχει ~ στη μουσική. Βλ. κλίση. 3. (επίσ.) παράδοση εγγράφου, τίτλου: αυτοπρόσωπη/ιδιόχειρη ~. ~ απόφασης/δικογράφου/ειδοποίησης/επιστολής/πρόσκλησης/ψηφίσματος (πβ. κοινοποίηση). ~ διαπιστευτηρίων. Τελετή ~ης βραβείου/τιμητικής διάκρισης. Βλ. επιδοτήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: αποθεματικό επίδοσης βλ. αποθεματικό [< 1,2: αρχ. ἐπίδοσις, αγγλ.-γαλλ. performance 3: μτγν. ~]
  • επιδοτήριο [ἐπιδοτήριο] ε-πι-δο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιδοτηρί-ου | -ων}: ΝΟΜ. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι παραδόθηκε έγγραφο στον παραλήπτη του. Βλ. δικαστικός επιμελητής.
  • επιδότηση [ἐπιδότηση] ε-πι-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) ΟΙΚΟΝ. 1. χρηματική ενίσχυση, κυρ. από δημόσιο φορέα, σε παραγωγούς αγαθών ή παρόχους υπηρεσιών με σκοπό την προώθηση οικονομικών δραστηριοτήτων και γενικότ. την ανάπτυξη ενός τομέα· συνεκδ. το αντίστοιχο ποσό: άμεση (: από τον προϋπολογισμό)/έμμεση (π.χ. με φορολογικές ή δασμολογικές απαλλαγές)/ευρωπαϊκή (/κοινοτική) ~. ~ νέων επαγγελματιών/επιστημόνων/επιχειρήσεων. ~ήσεις ελαιολάδου/επενδύσεων. Πρόγραμμα/σχέδιο ~ης. Οι αγρότες/κτηνοτρόφοι πήραν ~ ύψους ... ευρώ.|| Ο δικαιούχος εισπράττει/παίρνει την ~. Πβ. επιχορήγηση, πριμοδότηση. 2. παροχή επιδόματος, χρηματοδότηση: ~ (αγοράς) κατοικίας/ενοικίου/ηλιακού θερμοσίφωνα/κόστους δανεισμού/προμήθειας (εξοπλισμού)/φορητών υπολογιστών. Βλ. -δότηση. [< αγγλ. subsidy, grant, γαλλ. subside, subvention]
  • επιδοτικός , ή, ό [ἐπιδοτικός] ε-πι-δο-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που δίνει έμφαση σε κάτι: ~ή: σημασία (: των συνδέσμων π.χ. "και", "ακόμη και", "και μάλιστα")/σύνδεση όρων ή προτάσεων (: παρατακτική σύνδεση στην οποία το δεύτερο σκέλος παρουσιάζεται ως πιο σημαντικό, π.χ. "όχι μόνο ..., αλλά και ...", "όχι μόνο δεν ..., μα και δεν ..."). Πβ. εμφατικός, επιτατικός. ● επίρρ.: επιδοτικά [< πβ. μτγν. ἐπιδοτικός ‘γενναιόδωρος, υποχωρητικός’]
  • επιδοτώ [ἐπιδοτῶ] ε-πι-δο-τώ ρ. (μτβ.) {επιδοτ-εί, -ώντας | επιδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, (σπάν.) -ημένος} : δίνω επιδότηση για την προώθηση μιας δραστηριότητας· ενισχύω χρηματικά μια κοινωνικά και οικονομικά ευαίσθητη ομάδα: Προγράμματα που ~ούν τις νέες τεχνολογίες (πβ. χρηματοδοτώ). Το ελαιόλαδο ~είται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. ~ούνται άτομα με ειδικές ανάγκες/μικρομεσαίες επιχειρήσεις/με ... ευρώ οι νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες. ~ούμενη: ανεργία. ~ούμενα προγράμματα/στεγαστικά δάνεια. Πβ. επιχορηγώ, πριμοδοτώ. Βλ. -δοτώ. [< αγγλ. subsidize, γαλλ. subventionner]
  • επιδράμω [ἐπιδράμω] ε-πι-δρά-μω ρ. (αμτβ.) {συνηθέστ. στον αόρ. επέδραμ-ε} (λόγ.): κάνω επιδρομή: Η αστυνομία ~ε στο κτίριο. [< αρχ. ἐπιδράμω, υποτ. αορ. β’ του ρ. ἐπιτρέχω ‘εισβάλλω’]

αποθεματικό

αποθεματικό [ἀποθεματικό] α-πο-θε-μα-τι-κό ουσ. (ουδ.) : ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση ή το Δημόσιο) κεφάλαιο που λειτουργεί ως απόθεμα ασφαλείας: αρνητικό/γενικό/ειδικό/ελάχιστο/συνολικό ~. ~ αναπροσαρμογής/εξισορρόπησης/ρευστότητας. Αφανή-φανερά/γνήσια-καταχρηστικά/έκτακτα-τακτικά/υποχρεωτικά-προαιρετικά ~ά. ~ά των τραπεζών. ~ για αντιμετώπιση ενδεχόμενων ζημιών/διοικητικές δαπάνες.|| ~ (της) πολυκατοικίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αποθεματικό επίδοσης: ποσοστό επί των πιστώσεων υποχρεώσεων, το οποίο ανακατανέμεται (από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) στα επιτυχή επιχειρησιακά προγράμματα., αποθεματικό προγραμματισμού: ποσοστό επί των πιστώσεων υποχρεώσεων το οποίο κατανέμεται (σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και στοχεύει στην ικανή ανταπόκριση σε απρόβλεπτες εξελίξεις που αφορούν τα επιχειρησιακά προγράμματα. [< γαλλ. réserve, αγγλ. reserve]

δικαστικός

δικαστικός, ή, ό δι-κα-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης, τα όργανα και τους λειτουργούς της: ~ός: κλάδος/πληρεξούσιος/συμβιβασμός/σύμβουλος/υπάλληλος/φάκελος. ~ή: αγωγή/αίθουσα (= αίθουσα δικαστηρίου)/γλωσσολογία (πβ. δικανική)/διαφορά/δίωξη/έκθεση/εκπροσώπηση/εντολή/οδός/πλάνη/προστασία/προσφυγή/τήβεννος/ψήφος/ψυχολογία. ~ό: γραφείο/ένσημο/επάγγελμα/έτος/μέγαρο (βλ. δικαστήριο)/ρεπορτάζ/σώμα (: οι δικαστές). ~ό προηγούμενο (= δεδικασμένο). ~ές: Αρχές/φυλακές (: για ποινές κάτω του έτους και για εγκλήματα εξ αμελείας). ~ά: έδρανα/τέλη. Δικαιώθηκε με ~ή απόφαση. Πβ. δικαστηριακός. Βλ. εξω~, παρα~, προ~. ● Ουσ.: δικαστικός (ο/η): δικαστής ή εισαγγελέας. ● επίρρ.: δικαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κινούμαι/στρέφομαι ~ εναντίον κάποιου. ΑΝΤ. εξωδίκως ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μία από τις τρεις βασικές εξουσίες της δημοκρατίας, υπεύθυνη για την απονομή δικαιοσύνης και συνεκδ. ο φορέας της. Πβ. Θέμιδα. [< γαλλ. pouvoir judiciaire] , δικαστική συνδρομή/συνεργασία & (σπάν.) δικαστική αρωγή: συμφωνία μεταξύ κρατών για άμεση βοήθεια και συνεργασία των δικαστικών Αρχών: διεθνής ~ ~. Αμοιβαία ~ ~ σε αστικές/ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση., δικαστικό συμβούλιο (κ. με κεφαλ. Δ, Σ): όργανο που ελέγχει την πορεία της ανακριτικής διαδικασίας και αποφασίζει αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη: ~ά ~α Εφετών/Πλημμελειοδικών. Βλ. βούλευμα., δικαστική αντίληψη βλ. αντίληψη, δικαστική απαγόρευση βλ. απαγόρευση, δικαστική γραφολογία βλ. γραφολογία, δικαστική συμπαράσταση βλ. συμπαράσταση, δικαστικός αγώνας βλ. αγώνας, δικαστικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, δικαστικός επιμελητής βλ. επιμελητής, δικαστικός κλητήρας βλ. κλητήρας [< αρχ. δικαστικός, γαλλ. judiciaire]

-δότηση

-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

κλίση

κλίση κλί-ση ουσ. (θηλ.) 1. λοξότητα ευθείας ή επιπέδου σε σχέση με άλλη ευθεία ή επίπεδο αναφοράς: αξονική/απότομη/κατηφορική/μεγάλη/μέγιστη επιτρεπόμενη/ομαλή ~. ~ του εδάφους/του οδοστρώματος/της στέγης/του τοίχου. Γωνία ~ης ...%. Το πλοίο πήρε ~ δεκαπέντε μοιρών (= έγειρε· πβ. πλάγιασμα). Βλ. ανάκλιση.|| (σε αεροσκάφη:) Πηδάλιο ~εως. Βλ. από-, σύγ-κλιση.|| Τον αποχαιρέτησε με μια ~ του κεφαλιού. Βλ. υπόκλιση. 2. (μτφ.) ροπή, τάση: έμφυτη/καλλιτεχνική (: φλέβα)/φυσική ~. ~εις και ενδιαφέροντα. Καλλιέργεια ιδιαίτερων ~εων. Έχει ~ στη μουσική. Πβ. έφεση, προδιάθεση. 3. ΓΡΑΜΜ. ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κλίνεται μια συγκεκριμένη ομάδα λέξεων: η ~ του άρθρου/του ρήματος ...|| Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ουσιαστικών (στην αρχαί ελληνική). Βλ. συζυγία. ● ΣΥΜΠΛ.: κλίση ευθείας: ΓΕΩΜ. (για δεδομένη ευθεία ε στο καρτεσιανό επίπεδο) η γωνία που σχηματίζεται από την ευθεία ε και τον άξονα των τετμημένων. [< 1,3: μτγν. κλίσις 2: γαλλ. inclination]

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

προσδοκώ

προσδοκώ [προσδοκῶ] προσ-δο-κώ ρ. (μτβ.) {προσδοκ-άς ..., -ώντας | προσδοκ-άται, -ώμενος} (λόγ.): περιμένω να γίνει κάτι που επιθυμώ, θεωρώ πολύ πιθανό να συμβεί κάτι: Οι καταστηματάρχες ~ούν αύξηση των πωλήσεών τους. Με τα νέα μέτρα ~άται η εξυγίανση της εταιρείας. Από την είσπραξη των φόρων ~ώνται έσοδα ύψους ... ευρώ. ~ώμενη: απόδοση. ~ώμενο: κέρδος/όφελος. ~ώμενα: αποτελέσματα. Πβ. ανα-, προσ-μένω.|| (ΓΡΑΜΜ., ως ουσ.) Υποθετικός λόγος που δηλώνει το ~ώμενο. ΑΝΤ. απεύχομαι ● ΣΥΜΠΛ.: το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος [< αρχ. προσδοκῶ]

υπερδομή

υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]

υποδομή

υποδομή [ὑποδομή] υ-πο-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο ή την προϋπόθεση για να δημιουργηθεί, να λειτουργήσει κάτι ή να αναπτυχθεί κάποιος: δικτυακή/θεσμική/ξενοδοχειακή/οικονομική/τεχνική/τεχνολογική/τουριστική/υλική ~. Κτιριακή/υλικοτεχνική ~ του εργαστηρίου/του σχολείου. Αθλητικές/ερευνητικές/κοινωνικές/νοσοκομειακές/οδικές/πράσινες (= οικολογικές) ~ές. Η επιχείρηση διαθέτει την αναγκαία/απαραίτητη/κατάλληλη ~. Ελλείψεις/προβλήματα ~ής. Έργα (συγκοινωνιακής) ~ής (π.χ. δρόμοι, λιμάνια, γέφυρες). Βλ. εξοπλισμός.|| Εκπαιδευτική/θεωρητική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η επιστημονική ~ του ανθρώπινου δυναμικού. Πβ. υπόβαθρο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ πλέγματος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. δομική κατασκευή ή τμήμα της που βρίσκεται κάτω από το έδαφος ή αποτελεί τη βάση μεγαλύτερης κατασκευής: κτιριολογική ~. Υλικά ~ής. Βλ. επιδομή. ΑΝΤ. ανωδομή 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) βάση. Βλ. υπερδομή. ● ΣΥΜΠΛ.: υποδομή δημόσιου κλειδιού: ΠΛΗΡΟΦ. συνδυασμός λογισμικού, τεχνολογιών κρυπτογραφίας και υπηρεσιών, ο οποίος πιστοποιεί την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται σε μια συναλλαγή στο διαδίκτυο και προστατεύει την ασφάλειά της. [< αγγλ. Public Key Infrastructure (PKI)] [< πβ. αρχ. ὑποδομή ' τοίχος στήριξης', γαλλ. substructure, infrastructure]

επιδοτήριο

επιδοτήριο [ἐπιδοτήριο] ε-πι-δο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιδοτηρί-ου | -ων}: ΝΟΜ. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι παραδόθηκε έγγραφο στον παραλήπτη του. Βλ. δικαστικός επιμελητής.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.