Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 153 εγγραφές  [0-20]


  • πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~.πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]
  • πυρά πυ-ρά ουσ. (θηλ.) (λόγ.): φωτιά: (στον Μεσαίωνα) Κάηκε στην ~. Βλ. Ιερά Εξέταση.|| Άναμμα ~άς. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν ● ΦΡ.: στην πυρά (μτφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάτι στηλιτεύεται, τιμωρείται αυστηρά ή εξοντώνεται: ~ ~ το νέο βιβλίο του ... [< αρχ. πυρά]
  • πύρα πύ-ρα ουσ. (θηλ.) & πυράδα (λαϊκό-λογοτ.) 1. υψηλή θερμότητα, ζέστη: ~ του ήλιου. 2. (μτφ.) έξαψη, ξάναμμα. Πβ. φούντωμα. [< μεσν. πύρα]
  • πυραγός πυ-ρα-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ανώτερος από τον υποπυραγό και κατώτερος από τον επιπυραγό κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον υποπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος και του Πολεμικού Ναυτικού, τον αστυνόμο Β' της Ελληνικής Αστυνομίας, τον λοχαγό του Στρατού Ξηράς και τον σμηναγό της Πολεμικής Αεροπορίας. Βλ. ανθυπο~. [< πβ. γαλλ. capitaine des pomiers]
  • πυράγρα πυ-ρά-γρα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): μεταλλική λαβίδα για το σκάλισμα της φωτιάς· μασιά. [< αρχ. πυράγρα]
  • πυράκανθος πυ-ρά-καν-θος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) πυράκανθα (η): ΒΟΤ. αειθαλής θάμνος (επιστ. ονομασ. Crataegus Pyracantha) με οδοντωτά φύλλα, αγκάθια, συνήθ. λευκά άνθη και μικρούς σφαιρικούς πορτοκαλί-κόκκινους καρπούς, ο οποίος καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. [< μτγν. πυράκανθα, αγγλ. pyracanth]
  • πυρακτώνω πυ-ρα-κτώ-νω ρ. (μτβ.) {πυράκτω-σε, -θηκε, κυρ. στη μτχ. -μένος} (λόγ.) 1. υπερθερμαίνω υλικό, μέχρι να κοκκινίσει: Το νήμα της λάμπας ~θηκε. ~μένος: λαμπτήρας. ~μένο: καμίνι/σίδερο. Πβ. πυρώνω.|| O καυτός ήλιος ~ει το χώμα. 2. (μτφ.) προκαλώ ένταση, διεγείρω, πυροδοτώ: Οι διαξιφισμοί ~σαν την ατμόσφαιρα. Πβ. ηλεκτρίζω. [< 1: μτγν. πυρακτώνω]
  • πυράκτωση πυ-ρά-κτω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του πυρακτώνω: λάμπα/λυχνία ~ης. Πβ. πύρωση. [< μτγν. πυράκτωσις, γαλλ. incandescence]
  • πυραμίδα πυ-ρα-μί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. τεράστιο οικοδόμημα από ογκόλιθους, με σχήμα όμοιο με αυτό του αντίστοιχου στερεού, που το χρησιμοποιούσαν κυρ. ως ταφικό μνημείο βασιλιάδων: βαθμιδωτή/γιγάντια/κλιμακωτή ~. Οι ~ες της Αιγύπτου (= αιγυπτιακές ~ες)/της Γκίζας/των Φαραώ (βλ. μασταμπάς). Οι ~ες των Μάγια. 2. ΓΕΩΜ. πολύεδρο, που η βάση του είναι πολύγωνο και οι υπόλοιπες πλευρές του τρίγωνα, τα οποία ενώνονται σε κοινή κορυφή: κανονική (τετραγωνική)/κόλουρη ~. Βλ. κύβος. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει το αντίστοιχο σχήμα: γυάλινη/κρυστάλλινη ~. Η ~ του Λούβρου. ~ από τραπουλόχαρτα.|| (ΑΝΑΤ.) Νεφρικές ~ες. 4. (μτφ.) ιεραρχική κλίμακα όπου η διαβάθμιση γίνεται από την κορυφή (ανώτερη θέση) προς τη βάση (κατώτερη θέση): διοικητική/εκπαιδευτική/κοινωνική ~. Ανακατατάξεις στην ηγετική ~ του κόμματος. 5. το παράνομο παιχνίδι αεροπλανάκι και η αντίστοιχη επιχείρηση οργάνωσης δικτύων καταναλωτών. ● ΣΥΜΠΛ.: διατροφική πυραμίδα & πυραμίδα των τροφίμων & τροφική πυραμίδα: γραφική αναπαράσταση σε σχήμα τριγώνου που υποδεικνύει τις τροφές τις οποίες πρέπει να καταναλώνουμε (στη βάση βρίσκονται αυτές με τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά και στην κορυφή όσες πρέπει να τρώμε σε μικρές ποσότητες): μεσογειακή ~ ~. [< αγγλ. food pyramid, 1949] πυραμίδα του πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή πυραμίδα: ΔΗΜΟΓΡ. γραφική παράσταση που δείχνει τη σύνθεση και την εξέλιξη ενός πληθυσμού, όσον αφορά το φύλο και την ηλικία. [< αρχ. πυραμίς, γαλλ. pyramide, αγγλ. pyramid, 5: αμερικ. ~, 1932]
  • πυραμιδικός , ή, ό πυ-ρα-μι-δι-κός επίθ.: που σχετίζεται με πυραμίδα ή έχει το σχήμα της: ~ή: δομή/μορφή. ~ό: σύστημα/σχήμα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: συνδρομή. [< μτγν. πυραμιδικός]
  • πυραμιδοειδής , ής, ές πυ-ρα-μι-δο-ει-δής επίθ. & πυραμοειδής (λόγ.): που μοιάζει με πυραμίδα, ως προς το σχήμα ή την ιεραρχική σειρά: ~ής: κορυφή (όρους). ~ή: κτίσματα.|| (μτφ.) ~ής: οργανισμός. ~ής: δομή. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. πυραμιδωτός [< μτγν. πυραμ(ιδ)οειδής]
  • πυραμιδωτός , ή, ό πυ-ρα-μι-δω-τός επίθ.: πυραμιδοειδής. ● επίρρ.: πυραμιδωτά [< γαλλ. pyramidal]
  • πυρανάλωμα βλ. παρανάλωμα
  • πυρανάφλεξη πυ-ρα-νά-φλε-ξη ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. μη αναμενόμενη ανάφλεξη καύσιμου υλικού στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσεως, συνήθ. κατά την επαφή του με υπέρθερμα σημεία, με αποτέλεσμα κυρ. τη μειωμένη απόδοση της μηχανής. Βλ. προανάφλεξη.
  • πυρανίχνευση πυ-ρα-νί-χνευ-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. εντοπισμός πυρκαγιάς με πυρανιχνευτή: συμβατική ~. Εγκατάσταση/πίνακας/σύστημα ~ης. Βλ. πυρασφάλεια, πυροπροστασία. [< αγγλ. fire detection]
  • πυρανιχνευτής πυ-ρα-νι-χνευ-τής ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός με ειδικούς αισθητήρες ανίχνευσης για τον έγκαιρο εντοπισμό της φωτιάς: συμβατικός ~. ~ ορατού καπνού. Αναλογικοί ~ές. [< αγγλ. fire detector]
  • πυρανόμετρο πυ-ρα-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ακτινόμετρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τόσο της άμεσης όσο και της διάχυτης ηλιακής ακτινοβολίας. Πβ. πυρηλιόμετρο. Βλ. -μετρο. [< αγγλ. pyranometer, 1916]
  • πυραντίσταση πυ-ρα-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.): η ικανότητα ενός δομικού στοιχείου να αντιστέκεται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα στα θερμικά αποτελέσματα της φωτιάς: δείκτης ~ης. Βλ. πυρ-αντοχή, -ασφάλεια.
  • πυραντοχή πυ-ρα-ντο-χή ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του πυράντοχου. [< αγγλ. fire resistance]
  • πυράντοχος , η, ο πυ-ρά-ντο-χος επίθ.: που αντέχει στη φωτιά: ~η: βαφή/γυψοσανίδα/κατασκευή. ~ο: υλικό. ~ες: πόρτες/στολές (αμιάντου). Πβ. θερμοανθεκτικός, πυρίμαχος.

ανακωχή

ανακωχή [ἀνακωχή] α-να-κω-χή ουσ. (θηλ.): διακοπή των εχθροπραξιών για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα με αμοιβαία συμφωνία ανάμεσα στις εμπόλεμες χώρες ή δυνάμεις: άμεση/προσωρινή ~. Όροι/περίοδος/συνθήκη ~ής. Έκαναν/ζήτησαν/υπέγραψαν ~. Παραβίασαν την ~. Πβ. ειρήνευση, εκεχειρία, κατάπαυση.|| (μτφ.) Μετά από μια μικρή ~ (: προσωρινή διακοπή των συγκρούσεων), άρχισαν και πάλι να τσακώνονται. [< αρχ. ἀνακωχή]

ανταλλαγή

ανταλλαγή [ἀνταλλαγή] α-νταλ-λα-γή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ δώρων/επισκέψεων/επιστολών/νομισμάτων/οικοπέδων. ~ βαρύτατων κατηγοριών/ευχών/ύβρεων/φιλοφρονήσεων (πβ. ανταπόδοση). Ελεύθερη ~ απόψεων/γνώσεων/εμπειριών/ιδεών. Δυνατότητα/σύστημα ~ής (πληροφοριών). Καθεστώς (εμπορικών) ~ών.|| ~ τεχνολογίας μεταξύ εταιρειών. Πρόγραμμα ~ής μαθητών/φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακαδημαϊκές/πολιτιστικές ~ές. ~ές εκπαιδευτικών/επιστημόνων. Στο πλαίσιο μορφωτικών ~ών ...|| (ΦΥΣ.) ~ θερμότητας με το περιβάλλον.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (μεταξύ συστημάτων). ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλαγή αιχμαλώτων: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές., ανταλλαγή εδαφών: ΝΟΜ. αμοιβαία παραχώρηση χερσαίων ή/και θαλάσσιων περιοχών ανάμεσα σε εμπόλεμα γειτονικά κράτη στα πλαίσια διεθνούς συμφωνίας., ανταλλαγή πληθυσμών (παλαιότ.): ΝΟΜ. συμφωνία μεταξύ όμορων εμπόλεμων κρατών περί αμοιβαίας μετανάστευσης των μειονοτήτων τους και εγκατάστασής τους σε αυτό από το οποίο κατάγονται: βίαιη/υποχρεωτική ~ ~. Βλ. απέλαση, εκπατρισμός. ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών: κατά τη διάρκεια ανταπόδοσης πυροβολισμών: νεκρός ~ ~. Έχασε τη ζωή του/σκοτώθηκε ~ ~. [< μτγν. ἀνταλλαγή, γαλλ. échange, αγγλ. exchange]

άσφαιρος

άσφαιρος, η, ο [ἄσφαιρος] ά-σφαι-ρος επίθ. 1. που δεν περιέχει σφαίρα ή σφαίρες: ~ο: όπλο.|| (κατ' επέκτ.) ~η: βολή. Βλ. -σφαιρος. ΑΝΤ. ένσφαιρος (1) 2. (μτφ.) που δεν πετυχαίνει τον στόχο του: ~η: κριτική. ~ες: καταγγελίες. Πβ. άκαπνος, αναποτελεσματικός, ατελέσφορος. 3. (μτφ.-προφ.) στείρος. ● ΣΥΜΠΛ.: άσφαιρα (πυρά) 1. πυρά με φυσίγγια που δεν περιέχουν γόμωση: εκπαίδευση στρατιωτών/πυροβολισμοί με ~ ~. 2. (μτφ.) επιθέσεις που δεν βρίσκουν τον στόχο τους: ~ ~ κατά του πληθωρισμού. Απειλές/κατηγορίες που είναι ~ ~. Ανταλλάσσουν/ρίχνουν ~ ~.

ασφάλεια

ασφάλεια [ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~.ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]

βάπτισμα

βάπτισμα βά-πτι-σμα ουσ. (ουδ.) & (προφ.) βάφτισμα 1. ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο κατά το οποίο ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο νερό της κολυμβήθρας, για να εξαγνιστεί από το προπατορικό αμάρτημα και ταυτόχρονα λαμβάνει το χριστιανικό του όνομα: ~-χρίσμα. Πβ. βάπτιση. Βλ. αερο~, νηπιοβαπτισμός. 2. (μτφ.) πρώτη συμμετοχή ή εμπειρία: το θεατρικό ~ της νέας ηθοποιού (πβ. ντεμπούτο). ● ΦΡ.: (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός: βιώνω κάτι ή συμμετέχω σε αυτό για πρώτη φορά, αποκτώ την πρώτη μου εμπειρία: Έλαβε/πήρε το ~ ~ στην πολιτική. [< γαλλ. (prendre) le baptême du feu] [< μτγν. βάπτισμα]

γαία

γαία [γαῖα] γαί-α ουσ. (θηλ.) (αρχαιοπρ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω: (ως έκφρ. παντελούς αδιαφορίας) ας καταστραφούν τα πάντα, ας γίνει ό,τι θέλει: Το μόνο που τον νοιάζει είναι να πετύχει τον στόχο του και κατά τ' άλλα ~ ~! ● βλ. γαίες, γη [< αρχ. γαῖα]

γέεννα

γέεννα γέ-εν-να ουσ. (θηλ.) & γέενα: ΕΚΚΛΗΣ. κυρ. στη ● ΦΡ.: στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς: (ως δήλωση μεταθανάτιας τιμωρίας) στη φωτιά της κόλασης, στην κόλαση: Ρίχτηκε ~ ~. Πβ. αιώνιο πυρ. ΣΥΝ. στο πυρ το εξώτερο(ν) (2) [< μτγν. γέεννα]

γυνή

γυνή γυ-νή ουσ. (θηλ.) {γυναικ-ός (εσφαλμ. γυνής)} (λόγ.): γυναίκα. Στις ● ΦΡ.: η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα: ΕΚΚΛΗΣ. (από το μυστήριο του γάμου) προτροπή να σέβεται και να τιμά η γυναίκα τον σύζυγό της., πυρ, γυνή και θάλασσα (μειωτ.): διατύπωση που εμφανίζει τη γυναίκα ως μία από τις μεγαλύτερες συμφορές., συν γυναιξί και τέκνοις (ΚΔ): (για άνδρα) μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του· κατ' επέκτ. οικογενειακώς: Ήταν όλοι εκεί ~ ~. [< αρχ. γυνή]

διασταυρούμενος

διασταυρούμενος, η, ο δι-α-σταυ-ρού-με-νος επίθ. (λόγ.) & διασταυρωμένος: που διασταυρώνεται: ~η: (ΒΙΟΛ.) κληρονομικότητα (: που μεταβιβάζεται χιαστί, από πρόγονο σε απόγονο διαφορετικού φύλου). (κυριολ. κ. μτφ.) ~ες: πορείες.|| (μτφ.) ~ος: έλεγχος. ~η: είδηση. Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω.|| Νεκροκεφαλή με ~α οστά (: ως σήμανση σε τοξικό σκεύασμα). ● ΣΥΜΠΛ.: διασταυρούμενα πυρά (επίσ.) & διασταυρωμένα πυρά 1. (μτφ.) (συνήθ. για δημόσια πρόσωπα) σφοδρές επιθέσεις ή κατηγορίες που προέρχονται από διαφορετικές πλευρές: Ο υπουργός δέχτηκε τα ~ ~ των βουλευτών όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βλ. διασταύρωσαν τα ξίφη τους. 2. βολές πυροβόλων όπλων που προέρχονται από διαφορετικά σημεία: Τραυματίστηκε από ~ ~ μεταξύ συμμοριών. [< γαλλ. feux croisés] , διασταυρούμενη αντίδραση: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. αλληλεπίδραση αντιγόνου με αντίσωμα που δημιουργήθηκε εναντίον άλλου παρόμοιου αντιγόνου. [< αγγλ. cross-reaction, 1946] [< αρχ. διασταυροῦμαι 'οχυρώνω με πασσάλους', γαλλ. croisé]

διασταυρώνω

διασταυρώνω δι-α-σταυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {διασταύρω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος, διασταυρών-οντας, διασταυρ-ούμενος} 1. ΒΙΟΛ. δημιουργώ μικτό είδος φυτού ή ζώου (με στόχο την καλλιέργεια, εκτροφή), τεχνητά ή φυσικά, μέσω του συνδυασμού των γονιδίων από διαφορετικές ποικιλίες ή ράτσες: ~ουμε διάφορα είδη καλαμποκιού/σιταριού.|| (μτφ.) Στο έργο του ~ει θέματα από τη λαϊκή παράδοση και την ιστορία. Πβ. διαπλέκω. 2. (μτφ.) επιβεβαιώνω, ελέγχω, συγκρίνω: ~ γεγονότα/ειδήσεις/στοιχεία. ~σε την ακρίβεια/αλήθεια όσων έμαθε. ~μένες: πηγές/πληροφορίες. 3. (σπάν.) τοποθετώ συνήθ. δύο αντικείμενα σε σχήμα σταυρού ή Χ: ~μένοι: ιμάντες. ~μένα: πόδια. ● Παθ.: διασταυρώνομαι: (για δρόμο, γραμμή) συναντιέται, τέμνεται σε κάποιο σημείο κάθετα ή διαγώνια: ~εται ισόπεδα με τη λεωφόρο. Οι γραμμές του μετρό ~ονται σε δύο σταθμούς.|| (συναντιέμαι με κάποιον ή κάτι, συνήθ. καθώς κινούμαστε προς διαφορετικές κατευθύνσεις:) ~θήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας.|| (μτφ.) ~ονται οι ζωές/μοίρες/πορείες κάποιων. Στην περιοχή αυτή ~θηκαν ποικίλα πολιτιστικά ρεύματα. ● ΦΡ.: διασταυρώνονται τα βλέμματά μας & οι ματιές μας (μτφ.): κοιτάζει στιγμιαία ο ένας τον άλλο στα μάτια., διασταύρωσαν τα ξίφη τους & τα πυρά τους (μτφ.): (κυρ. σε πολιτική διαμάχη) ήρθαν σε οξεία αντιπαράθεση, σύγκρουση: Kυβέρνηση και αντιπολίτευση ~ ~ στη Bουλή για το μεταναστευτικό πρόβλημα. [< μτγν. διασταυρῶ ‘περιφράσσω με πασσάλους’, γαλλ. croiser]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

καταιγιστικός

καταιγιστικός, ή, ό κα-ται-γι-στι-κός επίθ.: αδιάκοπος, έντονος, ορμητικός: (μτφ.) ~ός: ρυθμός. ~ή: επίθεση/κριτική/προπαγάνδα. ~ό: χειροκρότημα/χιούμορ. ~ές: αλλαγές/αποκαλύψεις/εξελίξεις (= ραγδαίες, ταχύτατες)/επιδόσεις (βλ. εντυπωσιακός)/ερωτήσεις. ~ά: γεγονότα. (για πρόσ.) ~ στις απαντήσεις του. (ΑΘΛ.) ~οί οι γηπεδούχοι. || ~ός: βομβαρδισμός. ● επίρρ.: καταιγιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταιγιστικά πυρά 1. ξαφνικές και συνεχείς βολές: Άρματα μάχης άρχισαν να βάλουν με/να ρίχνουν ~ ~. Δέχτηκαν ~ ~ από αυτόματα. Πβ. βολή κατά ριπάς. 2. (μτφ.) αλλεπάλληλες σφοδρές κατηγορίες: Εξαπέλυσε ~ ~ εναντίον των υπευθύνων.

κατάπαυση

κατάπαυση κα-τά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): διακοπή, λήξη, τερματισμός: οριστική/προσωρινή/τελική ~ των βομβαρδισμών/των εχθροπραξιών/του πολέμου. Πβ. σταμάτημα. ΑΝΤ. παράταση, συνέχιση.|| ~ του πόνου (πβ. ανακούφιση, καταπράυνση). ● ΣΥΜΠΛ.: κατάπαυση (του) πυρός: ΣΤΡΑΤ. παύση των εχθροπραξιών: μονομερής ~ ~. Γραμμή/ζώνη ~ης ~. Κηρύχθηκε/συμφωνήθηκε (αμοιβαία) ~ ~. Πβ. ανακωχή, εκεχειρία. Βλ. μορατόριουμ. [< αρχ. κατάπαυσις, γαλλ. cessation]

κύβος

κύβος κύ-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. κανονικό, πολύεδρο στερεό με δώδεκα ίσες ακμές και έξι έδρες που είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα. Βλ. κύλινδρος, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, πυραμίδα, σφαίρα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει σχήμα κύβου: πλαστικός ~. ~οι ζάχαρης/πάγου/σημειώσεων (: για το γραφείο). Βλ. ζάρι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~οι βοδινού/ζωμού κρέατος/κότας/λαχανικών.|| (στον πληθ., παιχνίδι για νήπια:) (Ξύλινοι) ~οι με αριθμούς/γράμματα/εικόνες. Κατασκευές με ~ους. 3. ΜΑΘ. η τρίτη δύναμη ενός αριθμού: Δύο στον/(λόγ.) εις τον ~ο (23) (βλ. δευτέρα, τετράγωνο).|| (μτφ.-ειρων.) Ηλιθιότητα στον ~ο (= σε μεγάλο βαθμό)! ΣΥΝ. τρίτη (3) ● Υποκ.: κυβάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: τέλειος κύβος 1. ΜΑΘ. αριθμός που είναι κύβος ακέραιου αριθμού. 2. ΓΕΩΜ. οτιδήποτε έχει ιδανικό κυβικό σχήμα. ● ΦΡ.: ο κύβος ερρίφθη (λόγ.): για τετελεσμένο γεγονός ή οριστική και αμετάκλητη απόφαση: ~ ~ για το νομοσχέδιο. [< λατ. alea jacta est] [< αρχ. κύβος]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

ομαδόν

ομαδόν [ὁμαδόν] ο-μα-δόν επίρρ. (αρχαιοπρ.): ομαδικά, κατά ομάδες: Εγκατέλειψαν ~ το κτίριο. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρ/πυρά ομαδόν 1. (μτφ.) λεκτική επίθεση, εξαπόλυση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον/κατά του δημάρχου/του προϋπολογισμού. Το νομοσχέδιο δέχτηκε ~ ~ από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης. 2. ΣΤΡΑΤ. πυρά από ομάδα στρατιωτών που πυροβολούν ταυτόχρονα. [< μεσν. ομαδόν, γαλλ. d΄ensemble, γερμ. Massenfeuer]

παρανάλωμα

παρανάλωμα πα-ρα-νά-λω-μα ουσ. (ουδ.) & (προφ.-εσφαλμ.) πυρανάλωμα: μόνο στη ● ΦΡ.: παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς (λόγ.): για κάτι που καίγεται, καταστρέφεται ολοσχερώς: Χίλια στρέμματα δασικής έκτασης έγιναν ~ του πυρός. Το σπίτι/χωριό έγινε ~ (του πυρός). Πβ. γίνεται στάχτη. [< μτγν. παρανάλωμα ‘σπατάλη, ξόδεμα’]

προανάφλεξη

προανάφλεξη προ-α-νά-φλε-ξη ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. ανάφλεξη καύσιμου μείγματος στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης κατά τη φάση της συμπίεσης. [< αγγλ. pre-ignition]

πυρασφάλεια

πυρασφάλεια πυ-ρα-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.): πυροπροστασία· ασφάλεια πυρός: άσκηση/κανονισμός/μελέτες/πιστοποιητικό/προδιαγραφές ~ας. Πόρτες/συστήματα ~ας. Βλ. πυρανίχνευση. [< γαλλ. assurance contre l'incendie]

φίλιος

φίλιος, α, ο φί-λι-ος επίθ. (σπάν.-λόγ.): που έχει φιλική διάθεση ή συμπεριφορά, ακίνδυνος: ~ο: έδαφος. ~ες: δυνάμεις. Πβ. συμμαχικός. ● ΣΥΜΠΛ.: φίλια πυρά 1. (μτφ.) λεκτική επίθεση, σκληρή κριτική από φιλικό πρόσωπο ή από άτομο του ίδιου χώρου: Βουλευτές της κυβέρνησης εκτόξευσαν ~ ~ κατά του Υπουργού. 2. βολές, πυροβολισμοί από συμμαχικές δυνάμεις: στρατιώτες νεκροί από ~ ~. [< αρχ. φίλιος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.