-δίκης {-δίκη (λόγ.) -δίκου | -δικών} (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κυρ. δικαστή: αερο~/ειρηνο~/ιερο~/πλημμελειο~/πρωτο~/πταισματο~/στρατο~.|| Αγωνο~. Χασο~.
-διπλος , η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
-δόμος: λεξικό επίθημα αρσενικών και σπανιότ. θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει τον επαγγελματία στην κατασκευή ή τον σχεδιασμό αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: οικο~/πολεο~.
-δόρος λεξικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγελματική ιδιότητα: γυψα~/λουστρα~/πρεσα~.2. {κ. σπάν. θηλ. -δόρισσα} αυτόν που επιδίδεται με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι, συνήθ. με αρνητική συνυποδήλωση: αβαντα~/ατακα~/σουλατσα~/τζογα~/τριπλα~/τσιλια~. 3. μηχάνημα ή ειδική συσκευή: αλοιφα~/γρασα~/πριτσινα~.
-δοσία {-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.
-δότης {-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.
-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.
-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.
-δόχος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον αποδέκτη: εντολο~/κληρο~/ξενο~/παραγγελιο~.|| (αγωγός, δοχείο:) Καπνο~/τεφρο~/ψηφο~.|| (ΙΑΤΡ., κοιλότητα στην οποία συγκεντρώνεται υγρό:) Ουρο~/χολη~ (κύστη).
-δραχμο (παλαιότ.): β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνουν νόμισμα πολλαπλάσιο της δραχμής: δί~/πεντά~/δεκά~.
-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.
-δρόμιο {-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~.3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~.4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.
-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.
-δρόμος: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν δρομέα και γενικότ. αθλητή: μαραθωνο~. Λαμπαδη~.|| Παγο~/ποδηλατο~.|| (ΑΡΧ.) Αρματο~.
-δυμος, -η, -ο: λεξικό επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει τον αριθμό των παιδιών από την ίδια εγκυμοσύνη ή των όμοιων στοιχείων ενός συνόλου: δίδυμα αδέλφια.|| (ουσιαστικοπ.) Γέννησε πεντάδυμα.|| Τρίδυμος λαχνός.
-έ: επίθημα για τον σχηματισμό άκλιτων επιθέτων που δηλώνουν συγκεκριμένη ιδιότητα ή κατάσταση: κυριλ~/μπουκλ~/παντοφλ~/πετσετ~/τιγρ~.|| (αργκό) Κουρελ~.|| (σπανιότ. επίρρ.) Τζαμπ~.
-έας: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα ή μέσο: διερμην~/συγγραφ~/τραυματιοφορ~.|| Δολιοφθορ~/καταστροφ~.|| Προβολ~.
-εδρικός , ή, ό: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση αριθμού ή πλήθους εδρών: δι~/οκτα~.|| Mονο~/πολυ~.
-εδρος , η, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό, προσδιορίζοντας τον αριθμό των εδρών γεωμετρικού σώματος: πεντά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το εξά~ο. Βλ. -πλευρος.
-έζος, -έζα: κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή ή εθνικότητα: Βιετναμ~/Κιν~/Λονδρ~/Σκωτσ~.
-δοσία
-δοσία{-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.
-δότης
-δότης{-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.
-πλευρος
-πλευρος, η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.