Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 152 εγγραφές  [0-20]


  • -μανής , ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.
  • -μανία (αφηρ.): το ουσιαστικό μανία ως β' συνθετικό λέξεων: βιβλιο~ (= -φιλία). Εργασιο~ (βλ. -θεραπεία).|| (συνήθ. αρνητ.) Aρχαιο~ (πβ. -πληξία)/αρχο~/δικο~/εξουσιο~ (πβ. -λαγνεία)/ξενο~/τελειο~ (πβ. -θηρία).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Eπιδειξιο~/ερωτο~ (πβ. νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~.
  • αβουλησία [ἀβουλησία] α-βου-λη-σί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.): ΨΥΧΙΑΤΡ. αβουλία. [< μτγν. ἀβουλησία]
  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]
  • αθυμία [ἀθυμία] α-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) απουσία καλής ψυχικής διάθεσης, ακεφιά, κακοκεφιά: Τους κατέλαβε/κυρίευσε γενική ~ (ΑΝΤ. ευδιαθεσία, ευθυμία). Έπεσε σε ~. ΣΥΝ. δυσθυμία (1) 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. παθολογική απουσία συναισθημάτων. [< 1: αρχ. ἀθυμία 2: γαλλ. athymie, αγγλ. athymy]
  • αλεξιθυμία [ἀλεξιθυμία] α-λε-ξι-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. αδυναμία ενός ατόμου να εκφράσει, να περιγράψει τη συναισθηματική του κατάσταση. [< αγγλ. alexithymia, 1972]
  • αμβλύτητα [ἀμβλύτητα] αμ-βλύ-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) εξασθένηση, έλλειψη οξύτητας, έντασης: πνευματική/(ΨΥΧΙΑΤΡ.) συναισθηματική ~. ~ της μνήμης. Πβ. άμβλυνση. 2. ΙΑΤΡ. αμβλύς ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση τμήματος ή οργάνου του ανθρώπινου σώματος για διαγνωστικούς λόγους. 3. (σπάν.) το να μην είναι κάτι οξύ, αιχμηρό, μυτερό. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. αιχμηρότητα, οξύτητα (1) [< αρχ. ἀμβλύτης]
  • ανορεξία [ἀνορεξία] α-νο-ρε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. όρεξη 1. έλλειψη επιθυμίας για φαγητό. 2. (μτφ.) απουσία καλής ψυχικής διάθεσης, ενεργητικότητας: Τον έπιασε ~ και όλα του ξινίζουν. Πβ. α-, δυσ-θυμία, α-, κακο-κεφιά. ΑΝΤ. ευδιαθεσία, κέφι. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική ανορεξία & νευρογενής/ψυχογενής ανορεξία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που παρουσιάζεται κυρ. σε νεαρές γυναίκες και χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο παχυσαρκίας, άρνηση λήψης τροφής και υπερβολική μείωση βάρους. ΣΥΝ. σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας. Βλ. νευρική βουλιμία. [< αγγλ. anorexia nervosa] [< 1: μτγν. ἀνορεξία, γαλλ. anorexie, αγγλ. anorexia]
  • ανορεξικός , ή, ό [ἀνορεξικός] α-νο-ρε-ξι-κός επίθ./ουσ. & ανορεκτικός: ΨΥΧΙΑΤΡ. που πάσχει από νευρική ανορεξία ή σχετίζεται με αυτή. ~ό: μοντέλο. Βλ. βουλιμικός. ● Ουσ.: ανορεξικός, ανορεξική & (προφ.) ανορεξικιά (ο/η) [< γαλλ. anorexique, 1903, αγγλ. anorectic, anorexic (ως ουσ.) 1907]
  • αντιψυχιατρική [ἀντιψυχιατρική] α-ντι-ψυ-χι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. σύγχρονο ρεύμα της ψυχιατρικής που βασίζεται στην ψυχανάλυση και αντιτίθεται στη χορήγηση φαρμάκων. [< αγγλ. antipsychiatry, γαλλ. antipsychiatrie, 1967]
  • απευαισθητοποίηση [ἀπευαισθητοποίηση] α-πευ-αι-σθη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μείωση ή εξάλειψη της (υπερ)ευαισθησίας οργανισμού σε ουσία, φάρμακο: ~ στην ασπιρίνη/πενικιλίνη. Εμβόλια/ενέσεις/θεραπείες ~ης. Πβ. ανοσοθεραπεία, ταχυφυλαξία.|| ~ των δοντιών (βλ. απονεύρωση). 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοθεραπευτική τεχνική για την αντιμετώπιση αγχωδών καταστάσεων, όπως η φοβία: συστηματική ~. 3. (μτφ.) διαδικασία μέσω της οποίας κάποιος γίνεται λιγότερο ευαίσθητος και το αντίστοιχο αποτέλεσμα: ~ στη βία. Πβ. αναισθητοποίηση. Βλ. εξοικείωση. ΑΝΤ. ευαισθητοποίηση (1) [< γαλλ. désensibilisation, 1926]
  • απευαισθητοποιώ [ἀπευαισθητοποιῶ] α-πευ-αι-σθη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.): (μτφ.) κάνω κάποιον λιγότερο ευαίσθητο σε κάτι. ● Παθ.: απευαισθητοποιούμαι (για ασθενή) 1. ΙΑΤΡ. ακολουθώ θεραπεία απευαισθητοποίησης, συνήθ. σε περιπτώσεις αλλεργιών: Εγχέονται μικρές δόσεις αλλεργιογόνου, για να ~ηθεί το ανοσοποιητικό σύστημα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. απαλλάσσομαι από φοβία, καθώς έρχομαι αντιμέτωπος με τα ερεθίσματα που την προκαλούν. [< γαλλ. désensibiliser]
  • αποδιοργανώνω [ἀποδιοργανώνω] α-πο-δι-ορ-γα-νώ-νω ρ. (μτβ.) {αποδιοργάνω-σα, -θηκα, -μένος}: καταστρέφω την οργάνωση ενός συστήματος: Προβλήματα που ~ουν τον κρατικό μηχανισμό/την οικονομία (πβ. αποδιαρθρώνω, διαλύω. ΑΝΤ. αναδιοργανώνω). ~μένες: υπηρεσίες. Η ομάδα ~θηκε μετά το γκολ. Η ζέστη με ~ει. Πβ. απο-ρρυθμίζω, -συντονίζω.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ., κυρ. στη σχιζοφρένεια) ~μένη: σκέψη/συμπεριφορά. ΑΝΤ. οργανώνω (2) [< γαλλ. désorganiser]
  • αποπραγματοποίηση [ἀποπραγματοποίηση] α-πο-πραγ-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας: η ~ ως σύμπτωμα της σχιζοφρένειας. Βλ. αποπροσωποποίηση. [< αγγλ. derealisation, 1942, γαλλ. déréalisation]
  • αποπροσωποποίηση [ἀποπροσωποποίηση] α-πο-προ-σω-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αλλοίωση της αντίληψης της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει αποξενωμένο από τον εαυτό του, σαν να είναι εξωτερικός παρατηρητής των ψυχοσωματικών του λειτουργιών. Βλ. αποπραγματοποίηση. 2. απώλεια της προσωπικής ταυτότητας: ~ των σχέσεων. Βλ. ανωνυμία. [< γαλλ. dépersonnalisation, αγγλ. depersonalisation, 1906]
  • απρόσφορος , η/ος, ο [ἀπρόσφορος] α-πρό-σφο-ρος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. που δεν προσφέρεται, δεν ενδείκνυται για κάτι: ~ες: συνθήκες. Τόπος ~ για καλλιέργεια. Μέτρα ~α για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του εγχειρήματος.|| (ΝΟΜ.) ~η: απόπειρα (: όταν κάποιος επιχειρεί να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης, ώστε να αποβαίνει εντελώς αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών). ΣΥΝ. ακατάλληλος (1) ΑΝΤ. πρόσφορος 2. ασύμφορος: ~η: λύση. ~οι: όροι. ● ΣΥΜΠΛ.: απρόσφορο συναίσθημα: ΨΥΧΙΑΤΡ. κατάσταση σχιζοφρενούς κατά την οποία αυτά που αισθάνεται δεν ταιριάζουν με αυτά που λέει ή σκέφτεται. [< μτγν. ἀπρόσφορος, γαλλ. inadéquat]
  • αυτισμός [αὐτισμός] αυ-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αναπτυξιακή διαταραχή που οφείλεται σε νευροβιολογικά αίτια και χαρακτηρίζεται από στροφή του ατόμου στον εαυτό του, αδυναμία επικοινωνίας, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και στερεοτυπική συμπεριφορά: κλασικός/νηπιακός ~. ~ υψηλής λειτουργικότητας. Πβ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. Εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων με ~ό. Βλ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ, σχιζοφρένεια, -ισμός. 2. (μτφ.) εσωστρέφεια, εγκλωβισμός: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Βλ. ομφαλοσκόπηση. [< γερμ. Autismus, 1911, γαλλ. autisme, 1913, αγγλ. autism, 1944]
  • αυτιστικός , ή, ό [αὐτιστικός] αυ-τι-στι-κός επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που πάσχει από ή σχετίζεται με τον αυτισμό: ~ή: απομόνωση/διαταραχή/συμπεριφορά/φάση (βλ. συμβιωτικός). ~ό: σύνδρομο/φάσμα. ~ά: άτομα/παιδιά. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) που χαρακτηρίζεται από υπερβολική εσωστρέφεια ή έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα: ~ός: μονόλογος. ~ή: πολιτική. Βλ. -ιστικός1. ● Ουσ.: αυτιστικός, αυτιστική (ο/η): πρόσωπο που πάσχει από αυτισμό. [< γερμ. autistisch, γαλλ. autistique, 1913, αγγλ. επίθ. autistic, 1942, ουσ. ~, 1965]
  • βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]
  • διάθεση διά-θε-ση & (επίσ.) δι-ά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. συναισθηματική κατάσταση· ειδικότ. κέφι: αισιόδοξη/ανέμελη/άσχημη/ερωτική/ευχάριστη/εχθρική/κακή/καλή/μελαγχολική/φιλική ~. Γεγονός που επηρέασε τη ~ή της. Μην ξεκινάς με αρνητική ~ για τη δουλειά. -Θα έρθεις; -Δεν έχω ~. Μου χάλασε η ~ μ' αυτά που άκουσα. Ξαναβρήκα τη ~ή (= όρεξη) μου. Μου έφτιαξες τη ~ με τα αστεία σου!|| (ΨΥΧΟΛ.) Αλλαγές στην ψυχική ~.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) Διαταραχές (της) ~ης (: συναισθηματικές διαταραχές). Βλ. κυκλοθυμία, μανιοκατάθλιψη. 2. παραχώρηση, παροχή, χορήγηση δικαιώματος χρήσης: δωρεάν ~ της αίθουσας. ~ περιουσίας/χρημάτων (σε κοινωφελή ιδρύματα). ~ προς πώληση.|| Αποσπάσεις-~έσεις προσωπικού. Βλ. μετάθεση. 3. διανομή, διακίνηση, πώληση: αποκλειστική/κεντρική/λιανική/χονδρική ~ τροφίμων. ~ κεφαλαίων/μετοχών. Εμπορία/προώθηση και ~. Απαγόρευση της ~ης του σκευάσματος. Τα σημεία ~ης του προϊόντος στην αγορά. Άρχισε η ~ των εισιτηρίων στο κοινό.|| Επεξεργασία και ~ τοξικών αποβλήτων. Πβ. απόρριψη. 4. ΓΡΑΜΜ. ιδιότητα του ρήματος που δηλώνει ότι το υποκείμενο δρα ή πάσχει ή βρίσκεται σε μία κατάσταση: ενεργητική (π.χ. τρέχω)/μέση (π.χ. χτενίζομαι)/ουδέτερη (π.χ. ηρεμώ)/παθητική (π.χ. ανατρέφομαι) ~. 5. ΙΑΤΡ. προδιάθεση: συγγενική αιμορραγική ~ (= αιμορροφιλία).διαθέσεις (οι): (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) προθέσεις, σκοποί: Οι επεκτατικές ~ ενός κράτους. Κινήθηκε με απειλητικές ~ προς το μέρος του. Ποιες είναι οι ~ της απέναντί του; Έδειξε αμέσως τις ~ του. Θα εξαρτηθεί από τις ~ του καιρού.|| (στον εν.) Επικρατεί διάθεση συνεργασίας. Βλ. κλίμα. ● ΦΡ.: (με) άγριες διαθέσεις: με όρεξη για καβγά ή με έντονη επιθυμία για κάτι: Ήρθε με ~ ~, έτοιμος να βάλει τις φωνές.|| Οι παίκτες μπήκαν στον αγώνα με ~ ~., βρίσκομαι/είμαι/παραμένω/τίθεμαι/στη διάθεση κάποιου 1. είμαι πρόθυμος να προσφέρω βοήθεια, τις υπηρεσίες μου σε κάποιον: Το προσωπικό μας είναι ~ ~ή σας για ό,τι/οτιδήποτε χρειαστείτε. 2. (για υπάλληλο) βρίσκομαι σε διαθεσιμότητα: Έχει τεθεί ~ ~ της υπηρεσίας του. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} για κάτι που παραχωρείται για αξιοποίηση, χρήση: Το υλικό είναι ~ ~ της Αστυνομίας., έχω στη διάθεσή μου: έχω τη δυνατότητα να αξιοποιήσω κάτι: ~εις στη ~ή σου αρκετό χρόνο για να αποφασίσεις., θέτω κάτι στη διάθεση κάποιου: παραχωρώ σε κάποιον το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κάτι: Έθεσε τα πορίσματα της έρευνας στη ~ των αρμοδίων., αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων βλ. απορρίμματα [< 1: αρχ. διάθεσις 2,3,5: γαλλ. disposition, γερμ. Verfügung 4: μτγν. διάθεσις]

ανωνυμία

ανωνυμία [ἀνωνυμία] α-νω-νυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. μη γνωστοποίηση ή άγνοια του ονόματος κάποιου: ~ μαρτύρων/χρηστών (του διαδικτύου). Ιδιωτικότητα και ~. Εξασφάλιση και τήρηση της ~ας και της εμπιστευτικότητας. Θέλησε να διατηρήσει/κρατήσει την ~ του. Βλ. επ-, ψευδ-ωνυμία.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ μετόχων. 2. το να είναι κάποιος άσημος, άγνωστος: Παρέμεινε σ' όλη του τη ζωή στην ~ (πβ. αφάνεια). Βγήκε απ' την ~ (: έγινε διάσημος). Πβ. ασημότητα.|| Η ~ της πόλης (βλ. αποξένωση). Κρυμμένοι/χαμένοι μες στην ~ του πλήθους (: απροσωπία, απουσία οικειότητας). [< μτγν. ἀνωνυμία, γαλλ. anonymat, αγγλ. anonymity]

αποπραγματοποίηση

αποπραγματοποίηση [ἀποπραγματοποίηση] α-πο-πραγ-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας: η ~ ως σύμπτωμα της σχιζοφρένειας. Βλ. αποπροσωποποίηση. [< αγγλ. derealisation, 1942, γαλλ. déréalisation]

αποπροσωποποίηση

αποπροσωποποίηση [ἀποπροσωποποίηση] α-πο-προ-σω-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αλλοίωση της αντίληψης της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει αποξενωμένο από τον εαυτό του, σαν να είναι εξωτερικός παρατηρητής των ψυχοσωματικών του λειτουργιών. Βλ. αποπραγματοποίηση. 2. απώλεια της προσωπικής ταυτότητας: ~ των σχέσεων. Βλ. ανωνυμία. [< γαλλ. dépersonnalisation, αγγλ. depersonalisation, 1906]

απορρίμματα

απορρίμματα [ἀπορρίμματα] α-πορ-ρίμ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. απόρριμμα} (επίσ.): στερεά ή υγρά απόβλητα: ανακυκλώσιμα/ανθρώπινα/αστικά/βιομηχανικά/ηλεκτρονικά/επικίνδυνα/οικιακά/οργανικά ~. ~ αλουμινίου/γυαλιού/μετάλλων/συσκευασίας/χαρτιού. ~ οικοδομών (πβ. μπάζα)/σφαγείων. Λύματα και ~. Δοχείο/κάδος/σακούλες/συλλογή ~άτων. Σταθμός μεταφόρτωσις ~άτων. Πβ. σκουπίδια. Βλ. βιο~, ΧΥΤΑ. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, επεξεργασία αποβλήτων βλ. απόβλητα, μηδενικά απορρίμματα βλ. απόβλητα, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός ● ΦΡ.: αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων: συγκέντρωση και μεταφορά σκουπιδιών από χώρους προσωρινής αποθήκευσης σε ειδικά σημεία απόθεσης. [< μτγν. ἀπόρριμμα ‘πράγμα για πέταμα’, γαλλ. déchets, αγγλ. waste]

βουλιμικός

βουλιμικός, ή, ό βου-λι-μι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη βουλιμία ή πάσχει από αυτή: ~ές: κρίσεις.|| ~οί: έφηβοι. Βλ. ανορεξικός. || ~ή: διάθεση (για εξουσία). ● Ουσ.: βουλιμικός, βουλιμική (ο/η) [< γαλλ. boulimique, αγγλ. bulimic]

εξοικείωση

εξοικείωση [ἐξοικείωση] ε-ξοι-κεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): απόκτηση οικειότητας: γνωριμία και ~ με τη χρήση νέων τεχνολογιών. Πβ. τριβή.|| ~ του πολίτη με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Πβ. εγκλιματισμός, προσαρμογή, προσοικείωση, συνήθεια. [< μτγν. ἐξοικείωσις 'χειραφέτηση', γαλλ. familiarisation]

-ιστικός1

-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.

κλίμα

κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]

κυκλοθυμία

κυκλοθυμία κυ-κλο-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συχνές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Βλ. αμφι-, βαρυ-, ευ-θυμία, σκαμπανέβασμα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από εναλλαγή περιόδων ευφορίας και κατάθλιψης (απάθειας, μελαγχολίας). Βλ. δυσθυμία, μανιοκατάθλιψη. [< γερμ. Zyklothymie, 1882, γαλλ. cyclothymie, 1897, αγγλ. cyclothymia]

λιγούρα

λιγούρα λι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. έντονο αίσθημα πείνας που μπορεί να συνοδεύεται από ενόχληση στο στομάχι ή ζαλάδα: νυχτερινές ~ες. ~ες της εγκυμοσύνης. Ένιωσα/έχω/μ' έπιασε/μου 'ρθε μια ~. Έφαγα μια φρυγανιά, για να κοπεί η ~. Οι μυρωδιές μου 'φεραν ~. Τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έτσι για τη ~. Πβ. λίγωμα. Βλ. βουλιμία. ΣΥΝ. λιγωμάρα 2. (μτφ.) έντονη επιθυμία, πόθος: ~ για γλυκό/σοκολάτα.|| ~ για εξουσία/χρήματα. Πβ. λαχτάρα. Βλ. -ούρα1.

μετάθεση

μετάθεση με-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. (για πρόσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} μετακίνηση υπαλλήλου, κυρ. εκπαιδευτικού ή στρατιωτικού, από μία οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη: μαζικές ~έσεις αστυνομικών/προσωπικού. Αίτηση ~ης/για ~. Βάσεις/εγκύκλιος/μόρια ~έσεων. Πήρε ~ για ... Ανακοινώθηκαν οι ~έσεις καθηγητών για το έτος ... Βλ. απόσπαση, διορισμός, τοποθέτηση. 2. αναβολή για κάποιο χρονικό διάστημα: (ενδεχόμενη/πιθανή/χρονική) ~ του αγώνα/των εκλογών/των εξετάσεων/της ημερομηνίας διεξαγωγής του διαγωνισμού. 3. (μτφ.) μετατόπιση: Η ~ των ευθυνών σε τρίτους/του προβλήματος στα παιδιά δεν αποτελεί λύση. Πβ. απόδοση, καταλογισμός. 4. ΓΡΑΜΜ. αλλαγή της σειράς φθόγγων στην ίδια λέξη: Η λέξη "φούχτα" με ~ γίνεται "χούφτα". 5. ΒΙΟΛ. γενετική ανωμαλία που οφείλεται στη μεταφορά τμήματος ενός χρωμοσώματος, συνήθ. σε ένα μη ομόλογό του: αμοιβαία ~ γενετικού υλικού μεταξύ των χρωμοσωμάτων 9 και 22 (πβ. μυελογενής λευχαιμία). 6. ΧΗΜ. οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα άτομο ή μία ρίζα ενός μορίου αντικαθίσταται από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα. 7. ΜΑΘ. αλλαγή της σειράς διαδοχής των στοιχείων ενός συνόλου, η οποία εξαρτάται μόνο από τη σειρά με την οποία ήταν διατεταγμένα αρχικώς. 8. ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητος μηχανισμός κατά τον οποίο συναισθήματα, ιδέες, επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο. ● ΣΥΜΠΛ.: δυσμενής μετάθεση βλ. δυσμενής [< αρχ. μετάθεσις 1,6: γαλλ. déplacement 2: αγγλ. postponement 3: γαλλ. transfert 4: μτγν. μετάθεσις, γαλλ. métathèse, γερμ. Metathese 5: αγγλ. translocation, 1923 6: αγγλ. metathesis 7: αγγλ. transposition 8: γαλλ. transfert, 1910]

ομφαλοσκόπηση

ομφαλοσκόπηση [ὀμφαλοσκόπηση] ομ-φα-λο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) & (επίσ.) ομφαλοσκοπία (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αδράνεια, μοιρολατρία, εσωστρέφεια: εθνική/πολιτική/στείρα ~. ~ και αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα. Βλ. αυτοαναφορικότητα, -σκόπηση. 2. η εστίαση της προσοχής ενός προσώπου (κυρ. ησυχαστή μοναχού) στον ομφαλό του, με σκοπό να περιέλθει σε έκσταση. [< 2: αγγλ. omphaloskepsis, 1925]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

σύνδρομο

σύνδρομο σύν-δρο-μο ουσ. (ουδ.) {συνδρόμ -ου} 1. ΙΑΤΡ. ταυτόχρονη παρουσία κλινικών συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν ορισμένη παθολογική κατάσταση: (οξύ) αναπνευστικό/υπερκινητικό ~. ~ αιφνίδιου θανάτου (βρεφών)/του άρρωστου κτιρίου (: σε άτομα που ζουν ή εργάζονται σε κτίρια στα οποία υπάρχει αυξημένη ρύπανση του αέρα)/του Κόλπου, ενν. του Περσικού (: ψυχικά τραύματα από πολεμικές συρράξεις)/πολυκυστικών ωοθηκών/χρόνιας κόπωσης. Διακατέχεται από/βιώνει το ~ … Πβ. συνδρομή. Βλ. ψυχο~. 2. (μτφ.) ορισμένος τύπος συμπεριφοράς που αποτελείται από μια σειρά αρνητικών εκδηλώσεων και χαρακτηριστικών: εθνικιστικό/καταναλωτικό ~. ~ της εξουσίας (βλ. εξουσιομανία).|| (προφ.) ~ του σκαντζόχοιρου (: της αμυντικής στάσης). Βλ. κόμπλεξ, σύμπλεγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον: ΙΑΤΡ. πάρκινσον. , σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού: σύνολο σωματικών και ψυχικών τραυμάτων που εκδηλώνονται σε παιδιά και οφείλονται στη συστηματικά βίαιη συμπεριφορά ή στην αδιαφορία ενηλίκων, συνήθ. των γονέων τους. Βλ. ενδοοικογενειακή βία, παιδική κακοποίηση, ξυλοδαρμός. [< αγγλ. battered child syndrome, 1962] , σύνδρομο οικονομικής θέσης: ΙΑΤΡ. φλεβική θρόμβωση λόγω συγκέντρωσης αίματος στα πόδια ύστερα από πολύωρο, κυρ. αεροπορικό, ταξίδι. [< αγγλ. economy class syndrome, 1977] , αυχενικό σύνδρομο βλ. αυχενικός, κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο βλ. νευροληπτικός, κατοχικό σύνδρομο βλ. κατοχικός, μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη, μεταβολικό σύνδρομο βλ. μεταβολικός, μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός, νεφρωσικό σύνδρομο βλ. νεφρωσικός, σύνδρομο (του) Άσπεργκερ βλ. Άσπεργκερ, σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας βλ. ανοσοανεπάρκεια, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου βλ. έντερο, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα βλ. καρπιαίος, σύνδρομο ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, σύνδρομο ντάουν/Down βλ. ντάουν1, σύνδρομο στέρησης/στερητικό σύνδρομο βλ. στέρηση, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά, σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου βλ. κτίριο, σύνδρομο της ύβρεως βλ. ύβρις, υπνοαπνοϊκό σύνδρομο βλ. υπνοαπνοϊκός, φαινόμενο της πεταλούδας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: σύνδρομο της Στοκχόλμης: ΨΥΧΟΛ. ψυχολογική αντίδραση που εκδηλώνουν συνήθ. θύματα απαγωγής, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη αισθημάτων υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή και αγάπης για τους απαγωγείς τους. [< αγγλ. Stockholm syndrome, 1978] [< γαλλ.-αγγλ. syndrome, πβ. αρχ. επίθ. σύνδρομος 'που τρέχει μαζί ή συμπίπτει με κάποιον/κάτι΄]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.