ανωνυμία [ἀνωνυμία] α-νω-νυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. μη γνωστοποίηση ή άγνοια του ονόματος κάποιου: ~ μαρτύρων/χρηστών (του διαδικτύου). Ιδιωτικότητα και ~. Εξασφάλιση και τήρηση της ~ας και της εμπιστευτικότητας. Θέλησε να διατηρήσει/κρατήσει την ~ του. Βλ. επ-, ψευδ-ωνυμία.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ μετόχων. 2. το να είναι κάποιος άσημος, άγνωστος: Παρέμεινε σ' όλη του τη ζωή στην ~ (πβ. αφάνεια). Βγήκε απ' την ~ (: έγινε διάσημος). Πβ. ασημότητα.|| Η ~ της πόλης (βλ. αποξένωση). Κρυμμένοι/χαμένοι μες στην ~ του πλήθους (: απροσωπία, απουσία οικειότητας). [< μτγν. ἀνωνυμία, γαλλ. anonymat, αγγλ. anonymity]
αποπραγματοποίηση [ἀποπραγματοποίηση] α-πο-πραγ-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας: η ~ ως σύμπτωμα της σχιζοφρένειας. Βλ. αποπροσωποποίηση. [< αγγλ. derealisation, 1942, γαλλ. déréalisation]
αποπροσωποποίηση [ἀποπροσωποποίηση] α-πο-προ-σω-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αλλοίωση της αντίληψης της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει αποξενωμένο από τον εαυτό του, σαν να είναι εξωτερικός παρατηρητής των ψυχοσωματικών του λειτουργιών. Βλ. αποπραγματοποίηση. 2. απώλεια της προσωπικής ταυτότητας: ~ των σχέσεων. Βλ. ανωνυμία. [< γαλλ. dépersonnalisation, αγγλ. depersonalisation, 1906]
απορρίμματα [ἀπορρίμματα] α-πορ-ρίμ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. απόρριμμα} (επίσ.): στερεά ή υγρά απόβλητα: ανακυκλώσιμα/ανθρώπινα/αστικά/βιομηχανικά/ηλεκτρονικά/επικίνδυνα/οικιακά/οργανικά ~. ~ αλουμινίου/γυαλιού/μετάλλων/συσκευασίας/χαρτιού. ~ οικοδομών (πβ. μπάζα)/σφαγείων. Λύματα και ~. Δοχείο/κάδος/σακούλες/συλλογή ~άτων. Σταθμός μεταφόρτωσις ~άτων. Πβ. σκουπίδια. Βλ. βιο~, ΧΥΤΑ. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, επεξεργασία αποβλήτων βλ. απόβλητα, μηδενικά απορρίμματα βλ. απόβλητα, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός ● ΦΡ.: αποκομιδή και διάθεση απορριμμάτων: συγκέντρωση και μεταφορά σκουπιδιών από χώρους προσωρινής αποθήκευσης σε ειδικά σημεία απόθεσης. [< μτγν. ἀπόρριμμα ‘πράγμα για πέταμα’, γαλλ. déchets, αγγλ. waste]
βουλιμικός, ή, ό βου-λι-μι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη βουλιμία ή πάσχει από αυτή: ~ές: κρίσεις.|| ~οί: έφηβοι. Βλ. ανορεξικός. || ~ή: διάθεση (για εξουσία). ● Ουσ.: βουλιμικός, βουλιμική (ο/η) [< γαλλ. boulimique, αγγλ. bulimic]
εξοικείωση [ἐξοικείωση] ε-ξοι-κεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): απόκτηση οικειότητας: γνωριμία και ~ με τη χρήση νέων τεχνολογιών. Πβ. τριβή.|| ~ του πολίτη με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Πβ. εγκλιματισμός, προσαρμογή, προσοικείωση, συνήθεια. [< μτγν. ἐξοικείωσις 'χειραφέτηση', γαλλ. familiarisation]
-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.
κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]
κυκλοθυμία κυ-κλο-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συχνές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Βλ. αμφι-, βαρυ-, ευ-θυμία, σκαμπανέβασμα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από εναλλαγή περιόδων ευφορίας και κατάθλιψης (απάθειας, μελαγχολίας). Βλ. δυσθυμία, μανιοκατάθλιψη. [< γερμ. Zyklothymie, 1882, γαλλ. cyclothymie, 1897, αγγλ. cyclothymia]
λιγούρα λι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. έντονο αίσθημα πείνας που μπορεί να συνοδεύεται από ενόχληση στο στομάχι ή ζαλάδα: νυχτερινές ~ες. ~ες της εγκυμοσύνης. Ένιωσα/έχω/μ' έπιασε/μου 'ρθε μια ~. Έφαγα μια φρυγανιά, για να κοπεί η ~. Οι μυρωδιές μου 'φεραν ~. Τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έτσι για τη ~. Πβ. λίγωμα. Βλ. βουλιμία. ΣΥΝ. λιγωμάρα 2. (μτφ.) έντονη επιθυμία, πόθος: ~ για γλυκό/σοκολάτα.|| ~ για εξουσία/χρήματα. Πβ. λαχτάρα. Βλ. -ούρα1.
μετάθεση με-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. (για πρόσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} μετακίνηση υπαλλήλου, κυρ. εκπαιδευτικού ή στρατιωτικού, από μία οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη: μαζικές ~έσεις αστυνομικών/προσωπικού. Αίτηση ~ης/για ~. Βάσεις/εγκύκλιος/μόρια ~έσεων. Πήρε ~ για ... Ανακοινώθηκαν οι ~έσεις καθηγητών για το έτος ... Βλ. απόσπαση, διορισμός, τοποθέτηση. 2. αναβολή για κάποιο χρονικό διάστημα: (ενδεχόμενη/πιθανή/χρονική) ~ του αγώνα/των εκλογών/των εξετάσεων/της ημερομηνίας διεξαγωγής του διαγωνισμού. 3. (μτφ.) μετατόπιση: Η ~ των ευθυνών σε τρίτους/του προβλήματος στα παιδιά δεν αποτελεί λύση. Πβ. απόδοση, καταλογισμός. 4. ΓΡΑΜΜ. αλλαγή της σειράς φθόγγων στην ίδια λέξη: Η λέξη "φούχτα" με ~ γίνεται "χούφτα". 5. ΒΙΟΛ. γενετική ανωμαλία που οφείλεται στη μεταφορά τμήματος ενός χρωμοσώματος, συνήθ. σε ένα μη ομόλογό του: αμοιβαία ~ γενετικού υλικού μεταξύ των χρωμοσωμάτων 9 και 22 (πβ. μυελογενής λευχαιμία). 6. ΧΗΜ. οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα άτομο ή μία ρίζα ενός μορίου αντικαθίσταται από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα. 7. ΜΑΘ. αλλαγή της σειράς διαδοχής των στοιχείων ενός συνόλου, η οποία εξαρτάται μόνο από τη σειρά με την οποία ήταν διατεταγμένα αρχικώς. 8. ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΑΝ. ασυνείδητος μηχανισμός κατά τον οποίο συναισθήματα, ιδέες, επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο. ● ΣΥΜΠΛ.: δυσμενής μετάθεση βλ. δυσμενής [< αρχ. μετάθεσις 1,6: γαλλ. déplacement 2: αγγλ. postponement 3: γαλλ. transfert 4: μτγν. μετάθεσις, γαλλ. métathèse, γερμ. Metathese 5: αγγλ. translocation, 1923 6: αγγλ. metathesis 7: αγγλ. transposition 8: γαλλ. transfert, 1910]
ομφαλοσκόπηση [ὀμφαλοσκόπηση] ομ-φα-λο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) & (επίσ.) ομφαλοσκοπία (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αδράνεια, μοιρολατρία, εσωστρέφεια: εθνική/πολιτική/στείρα ~. ~ και αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα. Βλ. αυτοαναφορικότητα, -σκόπηση. 2. η εστίαση της προσοχής ενός προσώπου (κυρ. ησυχαστή μοναχού) στον ομφαλό του, με σκοπό να περιέλθει σε έκσταση. [< 2: αγγλ. omphaloskepsis, 1925]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
σύνδρομο σύν-δρο-μο ουσ. (ουδ.) {συνδρόμ -ου} 1. ΙΑΤΡ. ταυτόχρονη παρουσία κλινικών συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν ορισμένη παθολογική κατάσταση: (οξύ) αναπνευστικό/υπερκινητικό ~. ~ αιφνίδιου θανάτου (βρεφών)/του άρρωστου κτιρίου (: σε άτομα που ζουν ή εργάζονται σε κτίρια στα οποία υπάρχει αυξημένη ρύπανση του αέρα)/του Κόλπου, ενν. του Περσικού (: ψυχικά τραύματα από πολεμικές συρράξεις)/πολυκυστικών ωοθηκών/χρόνιας κόπωσης. Διακατέχεται από/βιώνει το ~ … Πβ. συνδρομή. Βλ. ψυχο~. 2. (μτφ.) ορισμένος τύπος συμπεριφοράς που αποτελείται από μια σειρά αρνητικών εκδηλώσεων και χαρακτηριστικών: εθνικιστικό/καταναλωτικό ~. ~ της εξουσίας (βλ. εξουσιομανία).|| (προφ.) ~ του σκαντζόχοιρου (: της αμυντικής στάσης). Βλ. κόμπλεξ, σύμπλεγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον: ΙΑΤΡ. πάρκινσον. , σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού: σύνολο σωματικών και ψυχικών τραυμάτων που εκδηλώνονται σε παιδιά και οφείλονται στη συστηματικά βίαιη συμπεριφορά ή στην αδιαφορία ενηλίκων, συνήθ. των γονέων τους. Βλ. ενδοοικογενειακή βία, παιδική κακοποίηση, ξυλοδαρμός. [< αγγλ. battered child syndrome, 1962] , σύνδρομο οικονομικής θέσης: ΙΑΤΡ. φλεβική θρόμβωση λόγω συγκέντρωσης αίματος στα πόδια ύστερα από πολύωρο, κυρ. αεροπορικό, ταξίδι. [< αγγλ. economy class syndrome, 1977] , αυχενικό σύνδρομο βλ. αυχενικός, κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο βλ. νευροληπτικός, κατοχικό σύνδρομο βλ. κατοχικός, μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη, μεταβολικό σύνδρομο βλ. μεταβολικός, μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός, νεφρωσικό σύνδρομο βλ. νεφρωσικός, σύνδρομο (του) Άσπεργκερ βλ. Άσπεργκερ, σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας βλ. ανοσοανεπάρκεια, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου βλ. έντερο, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα βλ. καρπιαίος, σύνδρομο ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, σύνδρομο ντάουν/Down βλ. ντάουν1, σύνδρομο στέρησης/στερητικό σύνδρομο βλ. στέρηση, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά, σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου βλ. κτίριο, σύνδρομο της ύβρεως βλ. ύβρις, υπνοαπνοϊκό σύνδρομο βλ. υπνοαπνοϊκός, φαινόμενο της πεταλούδας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: σύνδρομο της Στοκχόλμης: ΨΥΧΟΛ. ψυχολογική αντίδραση που εκδηλώνουν συνήθ. θύματα απαγωγής, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη αισθημάτων υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή και αγάπης για τους απαγωγείς τους. [< αγγλ. Stockholm syndrome, 1978] [< γαλλ.-αγγλ. syndrome, πβ. αρχ. επίθ. σύνδρομος 'που τρέχει μαζί ή συμπίπτει με κάποιον/κάτι΄]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ