Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 149 εγγραφές  [0-20]


  • ISO & (προφ.) άιζο (το): Διεθνής/Παγκόσμιος Οργανισμός Τυποποίησης, ο οποίος αναπτύσσει, συντονίζει και κοινοποιεί διεθνή πρότυπα για την τεχνολογία, τη βιομηχανία και το εμπόριο· (κατ' επέκτ.-καταχρ.) τα ίδια τα πρότυπα. [< αγγλ. International Organization for Standardization, 1947, γαλλ. ISO, 1973]
  • αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]
  • αβλεπτί [ἀβλεπτί] α-βλε-πτί επίρρ. & (καταχρ.) αβλεπί & αβλεπεί: χωρίς προηγούμενη εξέταση, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή ή σκέψη: Αγοράζω/απορρίπτω/δέχομαι/επιλέγω/συμφωνώ ~.|| Αβλεπί στοίχημα (βλ. ποντάρισμα) στο πόκερ (: χωρίς να βλέπουν οι παίκτες το ποσό του στοιχήματος). [< αρχ. ἀβλεπτῶ]
  • αγέρωχος , η, ο [ἀγέρωχος] α-γέ-ρω-χος επίθ. 1. υπερήφανος, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος: ~η: κορμοστασιά/στάση. ~ο: βλέμμα/παράστημα/περπάτημα/ύφος. Βαδίζει/προχωρά/στέκεται ~.|| (μτφ.) ~ος: πλάτανος/φάρος. ~ο: βουνό/κάστρο. Ο ναός δεσπόζει/ορθώνεται μεγαλοπρεπής και ~. 2. (σπανιότ., καταχρ.) αλαζονικός, ακατάδεκτος: ~η: συμπεριφορά. Υπεροπτικός και ~ φοβέριζε όλο τον κόσμο. ● επίρρ.: αγέρωχα [< αρχ. ἀγέρωχος]
  • αγιολογία [ἁγιολογία] α-γι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΘΕΟΛ. κλάδος ο οποίος μελετά τη γραμματεία και γενικότ. την εκκλησιαστική παράδοση που αναφέρεται στους Αγίους: βυζαντινή/τοπική ~. ~ της Ορθοδόξου Εκκλησίας.|| (καταχρ. στον πληθ., βίοι των Αγίων:) Το περιεχόμενο των ύμνων ήταν παρμένο από ~ες. Βλ. -λογία. [< γαλλ. hagiologie, αγγλ. hagiology]
  • αγιολογικός , ή, ό [ἁγιολογικός] α-γι-ο-λο-γι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην αγιολογία ή στο αγιολόγιο ή (καταχρ.) στους Aγίους: ~ή: γραμματεία/παράδοση. ~ό: έργο. ~οί: κατάλογοι. ~ά: θέματα. [< γαλλ. hagiologique, αγγλ. hagiologic(al)]
  • αγρονομία [ἀγρονομία] α-γρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. οι νόμοι και οι διατάξεις που αναφέρονται στην αγροκαλλιέργεια· (συνήθ. συνεκδ.) η σχετική δημόσια υπηρεσία ή/και οι υπάλληλοί της. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τη γεωπονία) η επιστήμη που μελετά ζητήματα βιολογικής, χημικής ή άλλης φύσεως που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης. Πβ. αγροτεχνική. Βλ. αγροχημεία, -νομία. [< 1: μεσν. αγρονομία 'το αξίωμα του αγρονόμου' 2: γαλλ. agronomie, αγγλ. agronomy]
  • αγρονόμος [ἀγρονόμος] α-γρο-νό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (παλαιότ.) ανώτερος υπάλληλος της αγροφυλακής με διοικητικά καθήκοντα: Δασοφύλακας-~. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τον γεωπόνο) επιστήμονας ειδικευμένος στην αγρονομία: ~-τοπογράφος μηχανικός. Βλ. -νόμος. [< 1: αρχ. ἀγρονόμος ‘επιστάτης των αγρών’ 2: γαλλ. agronome, αγγλ. agronomist]
  • αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]
  • αδασμολόγητος , η, ο [ἀδασμολόγητος] α-δα-σμο-λό-γη-τος επίθ.: (κυρ. για προϊόντα) που δεν υπόκεινται σε δασμούς, δεν φορολογούνται: ~ο: αλκοόλ/όχημα/πετρέλαιο. ~ες: πρώτες ύλες. ΣΥΝ. αφορολόγητος. ΑΝΤ. δασμολογημένος. ● Ουσ.: αδασμολόγητα (τα): τα είδη που πωλούνται χωρίς δασμούς σε καταστήματα (κυρ. αεροδρομίων, λιμανιών, πλοίων) και καταχρ. τα ίδια τα καταστήματα: Κατάσχεση ~ων.|| (προφ.) Υπάλληλος στα ~. ΣΥΝ. αφορολόγητα (τα), ντιούτι φρι [< μεσν. αδασμολόγητος]
  • αδιάκριτος , η, ο [ἀδιάκριτος] α-δι-ά-κρι-τος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από αδιακρισία, ενοχλητικός: ~ος: επισκέπτης. ~η: συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: βλέμμα/γέλιο. ~οι: γείτονες (= περίεργοι). ~ες: κάμερες. Πρόσεχε μη σε δει κανένα ~ο μάτι. Θα μου επιτρέψετε μια ~η ερώτηση. Αν δεν γίνομαι ~, με ποιον μιλούσες; Δεν θέλω να φανώ ~, αλλά ... ΑΝΤ. διακριτικός (1) 2. που δεν διακρίνεται ή δεν κάνει διάκριση, δεν διαφοροποιείται: ~η: αλλαγή/μεταβολή (= αδιόρατη, δυσδιάκριτη).|| ~ες: διώξεις/επιθέσεις (= αδιαφοροποίητες). ● επίρρ.: αδιάκριτα 1. χωρίς διακριτικότητα, με αδιακρισία: Φέρθηκε ~. Μπήκε ~ στο γραφείο, χωρίς να ζητήσει άδεια. ΑΝΤ. διακριτικά 2. (καταχρ.) αδιακρίτως, χωρίς διαφοροποιήσεις: Ρευστοποιούν ~ τις μετοχές. Πβ. ανεξαιρέτως. [< 1: μεσν. αδιάκριτος, γαλλ. indiscret 2: αρχ. ἀδιάκριτος]
  • αδιάφορος , η, ο [ἀδιάφορος] α-διά-φο-ρος & α-δι-ά-φο-ρος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ~η: έκφραση/ματιά/στάση. ~ο: ύφος. ~ για τα μαθήματα. Κάθομαι/μένω/παρακολουθώ/στέκομαι ~ (= απαθής). Κάνω/παριστάνω/προσποιούμαι τον ~ο. Ερωτικά (= ψυχρός)/πολιτικά ~. Η συζήτηση αυτή με αφήνει εντελώς/παγερά/παντελώς/τελείως ~ο (= ασυγκίνητο). 2. που δεν ενεργοποιεί το ενδιαφέρον κάποιου: ~η: εκπομπή/συζήτηση/ταινία (= ανιαρή, ανούσια, κενή, πληκτική). ~ο: παιχνίδι. ΑΝΤ. ενδιαφέρων ● επίρρ.: αδιάφορα 1. χωρίς ενδιαφέρον: Μου απάντησε/με κοίταξε/μου μιλούσε (δήθεν) ~. 2. (καταχρ.) αδιαφόρως. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάφορη ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση ισορροπίας των σωμάτων η οποία, εφόσον διαταραχθεί, οδηγεί σε νέα θέση ισορροπίας. ● ΦΡ.: αδιάφορο αν: ανεξάρτητα από το αν, άσχετα αν: ~ ~ της αρέσει ή όχι, θα το δεχτεί., μου είναι αδιάφορο(ς): δεν μ' ενδιαφέρει: ~ ~ος ως άνθρωπος και ως άντρας. (Μου είναι) ~ο αν έρθει ή όχι., σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα βλ. σφυρίζω [< μτγν. ἀδιάφορος, γαλλ. indifférent]
  • αερογέφυρα [ἀερογέφυρα] α-ε-ρο-γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. παροχή βοήθειας με ιπτάμενα μέσα σε περιοχές που έχουν πληγεί και δεν μπορεί να τις προσεγγίσει κανείς με άλλο τρόπο: ανθρωπιστική ~ μετά τις πλημμύρες/στους σεισμοπαθείς.|| ~ ζωής για τη μεταφορά ζωτικών οργάνων. 2. (καταχρ.) γέφυρα σύνδεσης δύο σημείων του οδικού ή σιδηροδρομικού δικτύου. Πβ. ανισόπεδος κόμβος. [< 1: γαλλ. pont aérien, αγγλ. airlift, 1945]
  • αεροδιάδρομος [ἀεροδιάδρομος] α-ε-ρο-δι-ά-δρο-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΕΡΟΝ. εναέριος διάδρομος καθορισμένος από διεθνείς συμβάσεις για την ελεγχόμενη και ασφαλή πτήση αεροσκαφών: διεθνείς/στρατιωτικοί ~οι. Βλ. FIR. 2. (καταχρ.) διάδρομος προσγείωσης, απογείωσης αεροπλάνων. [< αγγλ. air corridor, 1922]
  • αεροσυνοδός [ἀεροσυνοδός] α-ε-ρο-συ-νο-δός ουσ. (θηλ.) {καταχρ. κ. αρσ.}: μέλος πληρώματος αεροσκάφους που φροντίζει για την ασφάλεια και άνεση των επιβατών. Βλ. ιπτάμενος φροντιστής. ΣΥΝ. ιπτάμενη συνοδός [< αγγλ. air hostess, 1934]
  • αεροφοβία [ἀεροφοβία] α-ε-ρο-φο-βί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. (καταχρ.) παθολογικός φόβος για τα αεροπορικά ταξίδια. ΣΥΝ. πετοφοβία 2. (σπάν.) φοβία για τον αέρα, ειδικά τον δυνατό άνεμο και τα ρεύματα. Βλ. -φοβία. [< γαλλ. aérophobie 2: αγγλ. aerophobia, 1911]
  • αθλητιατρική [ἀθλητιατρική] α-θλη-τι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με την πρόληψη και θεραπεία των αθλητικών κακώσεων: εφαρμοσμένη/ορθοπαιδική/πειραματική ~. Βλ. -ιατρική. [< αγγλ. sports medicine, 1952]
  • αθλητιατρικός , ή, ό [ἀθλητιατρικός] α-θλη-τι-α-τρι-κός επίθ. & (σπάν.-καταχρ.) αθλιατρικός: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αθλητιατρική ή τον αθλητίατρο: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση. ~ά: είδη. Βλ. -ιατρικός.
  • αθλητίατρος [ἀθλητίατρος] α-θλη-τί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (καταχρ.) αθλίατρος : ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικός στην αθλητιατρική: ~ ομάδας. ~ και ορθοπαιδικός. ~οι ειδικευμένοι σε θέματα αναβολικών. Βλ. -ίατρος.
  • αθλητισμός [ἀθλητισμός] α-θλη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/λαϊκός/μαζικός/σχολικός/χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]

αβγοτάραχο

αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]

αγροχημεία

αγροχημεία [ἀγροχημεία] α-γρο-χη-μεί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. τομέας της εφαρμοσμένης χημείας που μελετά τις χημικές εισροές στη φυτική παραγωγή και κατ' επέκτ. ασχολείται με την παραγωγή λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών και φυτοορμονών: περιβαλλοντική ~. ~ και βιολογικές καλλιέργειες. [< γαλλ. agrochimie, 1960]

αγώγιμος

αγώγιμος, η, ο [ἀγώγιμος] α-γώ-γι-μος επίθ. 1. ΦΥΣ. που έχει την ιδιότητα να μεταφέρει θερμότητα ή ηλεκτρισμό: ~η: σύνδεση. ~ο: μέσο/μέταλλο/πηνίο/υλικό. Ηλεκτρικά ~ο σώμα. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ. που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικά με αγωγή: ~η: αξίωση. Αναγνωρίζω/αποκτώ/γεννάται/έχω/θεμελιώνω/θεσμοθετώ/καθιερώνω/παρέχω/στηρίζομαι σε/συνιστά/υπάρχει ~ο δικαίωμα εις βάρος/εναντίον/κατά (κάποιου)/να ... /σε (κάτι). Βλ. εξ~, παρ~. ● Ουσ.: αγώγιμο (το): ΝΟΜ. δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα (άσκηση αγωγής) για κατοχύρωση δικαιώματος. [< 1: αρχ. ἀγώγιμος ‘που μπορεί να μεταφερθεί’, γαλλ. conductible]

αθλητισμός

αθλητισμός [ἀθλητισμός] α-θλη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/λαϊκός/μαζικός/σχολικός/χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]

αναγνωριστικός

αναγνωριστικός, ή, ό [ἀναγνωριστικός] α-να-γνω-ρι-στι-κός επίθ.: που γίνεται με σκοπό την αναγνώριση, τη συλλογή πληροφοριών: ~ή: έρευνα/κίνηση/μελέτη. ~ό: σήμα.~ά: στοιχεία. Πριν αποφασίσω τι θα αγοράσω, κάνω μια ~ή βόλτα/ρίχνω μια ~ή ματιά στα μαγαζιά (βλ. έρευνα αγοράς). Πβ. διερευνητικός.|| (ΝΟΜ.) ~ή: απόφαση (δικαστηρίου)/πράξη (: για την αναγνώριση της ύπαρξης υποχρέωσης ή δικαιοπραξίας).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή: αποστολή/πτήση. ~ό: αεροσκάφος. Βλ. κατασκοπευτικός. ● επίρρ.: αναγνωριστικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνωριστική αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο ενάγων ζητά τη δικαστική αναγνώριση ενός δικαιώματος, μιας έννομης σχέσης: αρνητική ~ ~. ~ ~ κυριότητας. Βλ. καταψηφιστική αγωγή. [< μτγν. ἀναγνωριστικός, γαλλ. de reconnaissance]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

αντισταθμιστικός

αντισταθμιστικός, ή, ό [ἀντισταθμιστικός] α-ντι-σταθ-μι-στι-κός επίθ.: που αντισταθμίζει, αναπληρώνει τις απώλειες, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: πολιτική. ~ά: μέτρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αποζημίωση/εισφορά/πληρωμή. ~ό: ταμείο/τέλος. ~οί: δασμοί (πβ. αντιντάμπιγκ).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ορμόνες (πβ. αντιρροπιστικός). Πβ. εξισορροπητικός, εξισωτικός. ● επίρρ.: αντισταθμιστικά: ● ΣΥΜΠΛ.: αντισταθμιστικά/ανταποδοτικά οφέλη & αντισταθμιστικά ωφελήματα: παροχές, κυρ. οικονομικές ή κοινωνικές, που δίνονται ως ανταπόδοση ή αποζημίωση για υπηρεσία ή απώλεια: εμπορικά ~ ~. Η ανάπτυξη αιολικών πάρκων συνοδεύεται από ~ ~ για την τοπική κοινωνία (π.χ. βελτίωση οδικού δικτύου). , αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση: εκπαιδευτικά προγράμματα για την αναπλήρωση εμπειριών ή γενικότ. την αντιμετώπιση δυσκολιών και ελλείψεων που έχουν οι μαθητές ή ειδικές κατηγορίες μαθητών (αλλοδαποί, παλιννοστούντες, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες). Βλ. ενισχυτική διδασκαλία, ολοήμερο σχολείο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη. [< αγγλ. compensatory education, 1965] [< γαλλ. compensatoire]

διεκδικητικός

διεκδικητικός, ή, ό δι-εκ-δι-κη-τι-κός επίθ.: που στοχεύει στη διεκδίκηση: ~ός: αγώνας. ~ή: δράση/πολιτική. ~ό: πλαίσιο. Πβ. απαιτητικός. ● ΣΥΜΠΛ.: διεκδικητική αγωγή: ΝΟΜ. που ασκεί ο κύριος και μη νομέας πράγματος κατά του κατόχου ή νομέα του πράγματος, ώστε να αναγνωριστεί η κυριότητά του πάνω σε αυτό και να του αποδοθεί., διεκδικητική συμπεριφορά βλ. συμπεριφορά

-ιατρική

-ιατρική: το ουσιαστικό ιατρική ως β’ συνθετικό για τη δήλωση επιμέρους κλάδων: αθλητ~/γηρ~/κτην~/οδοντ~/οφθαλμ~ (= οφθαλμο-λογία)/παιδ~/φυσ~/ψυχ~.

-ιατρικός

-ιατρικός, ή, ό: το επίθετο ιατρικός ως β’ συνθετικό: αθλητ~/κτην~/οδοντ~/παιδ~/φυσ~.

-ίατρος

-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.

ιπτάμενος

ιπτάμενος, η, ο [ἱπτάμενος] ι-πτά-με-νος επίθ. 1. που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να υψώνεται στον αέρα, να πετά, να αιωρείται: ~ο: όχημα/ραντάρ. ~ες: μηχανές. ~α: μέσα. Άγνωστης Ταυτότητας ~ο Αντικείμενο (ΑΤΙΑ, πβ. ούφο).|| ~α: έντομα (κουνούπια, μύγες, σκνίπες)/μυρμήγκια (= φτερωτά).|| ~η: τέφρα (: κατάλοιπο από την καύση άνθρακα).|| (στα παραμύθια) ~ος: δράκος. ~η: σκούπα (μάγισσας). ~ο: χαλί. Βλ. πετούμενος. 2. (για πρόσ.) που ανήκει στο πλήρωμα αεροσκάφους ή εργάζεται μετακινούμενος με εναέρια μέσα: ~ος: μηχανικός (της Αεροπορίας)/χειριστής (ελικοπτέρων). ~ο: προσωπικό (ΑΝΤ. προσωπικό εδάφους).|| ~οι: γιατροί του ΕΚΑΒ (: που συμμετέχουν σε αεροδιακομιδές). ● Ουσ.: ιπτάμενος (ο/η): πιλότος, κυρ. πολεμικού αεροσκάφους: ταξίαρχος ~. Τμήμα ~ένων της Σχολής Ικάρων. ● ΣΥΜΠΛ.: ιπτάμενη συνοδός & (λόγ.) ιπταμένη (η): αεροσυνοδός., ιπτάμενος δίσκος: ούφο. [< αγγλ. flying saucer, 1947] , ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός: άνδρας που ανήκει στο πλήρωμα επιβατηγού αεροσκάφους και έχει καθήκοντα ανάλογα με αυτά της αεροσυνοδού., (ιπτάμενο) δελφίνι βλ. δελφίνι, ιπτάμενο τάνκερ βλ. τάνκερ [< αρχ. ἱπτάμενος, αγγλ. flying]

καταψηφιστικός

καταψηφιστικός, ή, ό κα-τα-ψη-φι-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που καταψηφίζει: ~ή: απόφαση (του Μονομελούς Πρωτοδικείου). ● ΣΥΜΠΛ.: καταψηφιστική αγωγή: με την οποία ο ενάγων ζητά την ικανοποίηση αξίωσής του. Βλ. αναγνωριστική αγωγή. [< γερμ. Verpflichtungsklage]

κλήρος

κλήρος [κλῆρος] κλή-ρος ουσ. (αρσ.) 1. δελτίο, χαρτάκι, μπαλάκι όπου αναγράφεται συνήθ. αριθμός ή όνομα και το οποίο τραβιέται από κληρωτίδα, για να επιλεγεί κάποιος ή κάτι τυχαία· συνεκδ. κλήρωση: Ο ~ έπεσε στον ... (: κέρδισε ο ...). Τράβηξε τον ~ο με το νούμερο ... Πβ. λαχνός.|| Ορίστηκε εισηγητής με ~ο. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή αποφασίζεται με ~ο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των ιερωμένων: ανώτερος (βλ. επίσκοπος)/βυζαντινός/ιερός/κατώτερος (βλ. υποδιάκονος, ψάλτης)/ορθόδοξος ~. ~ και λαός. Εκπρόσωπος/ηγεσία του ~ου. Πβ. ιερατείο. Βλ. λαϊκός. 3. έκταση, κομμάτι γης ή κυρ. έγγεια ιδιοκτησία προσώπου ή χώρας: αγροτικός ~. Ο μέσος γεωργικός ~. Μικρός και πολυτεμαχισμένος ~. Εκμίσθωση/μεταβίβαση ~ου. Παραγωγοί με μεγάλο ~ο. Πβ. κληροτεμάχιο. Βλ. άκληρος. 4. (μτφ.-παλαιότ.) τύχη, μοίρα: κοινός ~. Πβ. ριζικό. 5. ΝΟΜ. κληρονομιά ή μερίδιο κληρονομιάς. ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου & (σπάν.) κλήρου αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο πραγματικός κληρονόμος ζητά από τον νομέα της κληρονομιάς να του αποδώσει το σύνολο ή μέρος της., βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο: κληρώνω., έπεσε/έλαχε (βαρύς) ο κλήρος (σε κάποιον) (μτφ.): είχε την τύχη να, ήταν της μοίρας του να: Σε μένα ~ ~ ν' ανακοινώσω τα δυσάρεστα., ρίχνω κλήρο: κάνω κλήρωση: Πριν το παιχνίδι, ~ουν ~ για το ποια ομάδα θα παίξει πρώτη. [< 1,3-5: αρχ. κλῆρος 2: μτγν. ~]

κότα

κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

μελάτος

μελάτος, η, ο [μελᾶτος] με-λά-τος επίθ.: πυκνόρρευστος και μαλακός· γλυκός σαν μέλι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελάτο αβγό & αβγό μελάτο: που δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ακόμη παχύρρευστος. Βλ. σφιχτός.

-νόμος

-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~. 2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~. 3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~. 4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.

ομελέτα

ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

ρυθμικός

ρυθμικός, ή, ό [ῥυθμικός] ρυθ-μι-κός επίθ.: που γίνεται ή εκτελείται με ρυθμό, που διακρίνεται από αυτόν: ~ός: βηματισμός/χτύπος. ~ή: αναπνοή/άσκηση/κίνηση/κολύμβηση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ός: χορός. ~ή: ανάγνωση/αξία/δομή/κιθάρα/μουσική. ~ό: κομμάτι/τραγούδι. ~ές: συνθέσεις. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. άρρυθμος ● επίρρ.: ρυθμικά ● ΣΥΜΠΛ.: ρυθμική (γυμναστική): ΑΘΛ. γυναικείο άθλημα, ατομικό και ομαδικό, στο οποίο οι αθλήτριες εκτελούν το πρόγραμμά τους με συνοδεία μουσικής, χρησιμοποιώντας σχοινάκι, στεφάνι, μπάλα, κορύνες ή κορδέλα. Βλ. ανσάμπλ, ενόργανη (γυμναστική). [< γαλλ. gymnastique rythmique, αγγλ. rhytmic gymnastics, 1912] , ρυθμική αγωγή: ΜΟΥΣ. τέμπο. [< αρχ. ῥυθμικός, γαλλ. rythmique, αγγλ. rhythmic(al)]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

-φοβία

-φοβία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε φοβία, συνήθ. παθολογική: ευθυνο~.|| Αγγλο~/ξενο~ (ΑΝΤ. -μανία, -φιλία).|| Aγορα~/αερο~/ακρο~/ανθρωπο~/αρρωστο~/εγκληματο~/ετερο~/κινδυνο~/κλειστο~/νομο~/νοσο~/ομο~/τρανσ~/φωτο~/υψο~.

ωόν

ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]

FIR

FIR & ΦΙΡ (το): Τομέας Πληροφοριών Πτήσεων: όρια/παραβιάσεις του ~ Αθηνών. Το ~ Αθηνών καλύπτει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. [< αγγλ. Flight Information Region]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.