αζωικός, ή, ό [ἀζωικός] α-ζω-ι-κός επίθ.: που δεν έχει ίχνη ζωής ή δεν ευνοεί την ανάπτυξή της. ΑΝΤ. ζωικός2 ● ΣΥΜΠΛ.: αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος: ΓΕΩΛ. μεγάλη γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή στη Γη. ΣΥΝ. αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας [< γαλλ. azoïque, αγγλ. azoic]
άιποντ [ἄιποντ] ά-ι-ποντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-ποντ & iPod: ΤΕΧΝΟΛ. φορητή ψηφιακή συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων. Βλ. γουόκμαν, άιπαντ, άιφον, εμ-πι-θρι. [< αγγλ. iPod, 2001]
αλεξίπτωτο [ἀλεξίπτωτο] α-λε-ξί-πτω-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ώτου} 1. κατασκευή σε σχήμα ομπρέλας, από μεταξωτό ή συνθετικό ύφασμα, που επιβραδύνει την πτώση ατόμων ή αντικειμένων μέσα στην ατμόσφαιρα: βοηθητικό/διθέσιο/εφεδρικό ~. ~ στατικού ιμάντα. Το ~ αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη, τον θόλο, τα σχοινιά ανάρτησης, τη σαγή και τον σάκο. Ανοίγω/βγάζω το ~. Φόρεσε το ~ και έπεσε/πήδηξε στο κενό.|| (θαλάσσιο σπορ:) Πτήσεις με πολύχρωμο ~ πάνω από την παραλία. 2. μηχανισμός επιβράδυνσης αγωνιστικών αυτοκινήτων ή αεροσκαφών. ● ΣΥΜΠΛ.: αλεξίπτωτο πλαγιάς: ΑΘΛ. πολύ ελαφρύ αλεξίπτωτο που χρησιμοποιείται για ελεύθερη πτήση από πλαγιά ή κορυφή βουνού ή βράχου· κατ' επέκτ. το ομώνυμο αεράθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται αυτός ο τύπος αλεξίπτωτου για τον έλεγχο της κατεύθυνσης και της ταχύτητας προσγείωσης. Πβ. ανεμόπτερο. ΣΥΝ. παραπέντε, χρυσό αλεξίπτωτο (προφ.): εργασιακή συμφωνία βάσει της οποίας δίνεται πολύ υψηλό χρηματικό ποσό σε ανώτερο υπάλληλο που εξαναγκάζεται να αφήσει την εταιρεία, συνήθ. λόγω συγχώνευσης ή εξαγοράς της από άλλη: ~ά ~α αποζημιώσεων/εκατομμυρίων δολαρίων(/ευρώ). [< αγγλ. golden parachute, 1981] [< γαλλ. parachute]
ανάπαυση [ἀνάπαυση] α-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ξεκούραση· κατ' επέκτ. ύπνος: εβδομαδιαία/ημερήσια/μεσημεριανή (βλ. σιέστα)/σύντομη/υποχρεωτική ~. Άδεια (βλ. ρεπό)/ώρες ~ης. (σε ταξίδι:) Στάση για ~, διανυκτέρευση και ανεφοδιασμό. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~ (στο κρεβάτι). Πβ. αναπαμός, ανάπαυλα, ριλάξ. 2. ΕΚΚΛΗΣ. ηρεμία, γαλήνη, μακαριότητα, συνήθ. μετά θάνατον: μνημόσυνο υπέρ ~αύσεως των ψυχών. Η ψυχή του βρήκε ~. 3. ΣΤΡΑΤ. -ΓΥΜΝ. στάση χαλάρωσης στρατιώτη, αστυνομικού ή γυμναζόμενου και το αντίστοιχο παράγγελμα: σε στάση ~ης. ~-προσοχή! Στέκομαι ~. Βλ. ημι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια ανάπαυση: ΕΚΚΛΗΣ. (για νεκρό) παντοτινή μακαριότητα· κατ' επέκτ. η μεταθανάτια ζωή: ~ ~ της ψυχής. Βρήκε την/έφυγε για την ~ ~. Πβ. αιώνιος ύπνος., οδός αναπαύσεως (σπάν.-λόγ.): το νεκροταφείο (συχνά ονομάζεται έτσι και ο δρόμος που οδηγεί προς το κοιμητήριο)., τόπος αναπαύσεως: ΕΚΚΛΗΣ. το κοιμητήριο ή ο παράδεισος ή γενικότ. το μέρος όπου βρίσκει κανείς την εσωτερική γαλήνη. [< 1,2: αρχ. ἀνάπαυσις 3: γαλλ. repos]
ανταλλαγή [ἀνταλλαγή] α-νταλ-λα-γή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ δώρων/επισκέψεων/επιστολών/νομισμάτων/οικοπέδων. ~ βαρύτατων κατηγοριών/ευχών/ύβρεων/φιλοφρονήσεων (πβ. ανταπόδοση). Ελεύθερη ~ απόψεων/γνώσεων/εμπειριών/ιδεών. Δυνατότητα/σύστημα ~ής (πληροφοριών). Καθεστώς (εμπορικών) ~ών.|| ~ τεχνολογίας μεταξύ εταιρειών. Πρόγραμμα ~ής μαθητών/φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακαδημαϊκές/πολιτιστικές ~ές. ~ές εκπαιδευτικών/επιστημόνων. Στο πλαίσιο μορφωτικών ~ών ...|| (ΦΥΣ.) ~ θερμότητας με το περιβάλλον.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (μεταξύ συστημάτων). ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλαγή αιχμαλώτων: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές., ανταλλαγή εδαφών: ΝΟΜ. αμοιβαία παραχώρηση χερσαίων ή/και θαλάσσιων περιοχών ανάμεσα σε εμπόλεμα γειτονικά κράτη στα πλαίσια διεθνούς συμφωνίας., ανταλλαγή πληθυσμών (παλαιότ.): ΝΟΜ. συμφωνία μεταξύ όμορων εμπόλεμων κρατών περί αμοιβαίας μετανάστευσης των μειονοτήτων τους και εγκατάστασής τους σε αυτό από το οποίο κατάγονται: βίαιη/υποχρεωτική ~ ~. Βλ. απέλαση, εκπατρισμός. ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών: κατά τη διάρκεια ανταπόδοσης πυροβολισμών: νεκρός ~ ~. Έχασε τη ζωή του/σκοτώθηκε ~ ~. [< μτγν. ἀνταλλαγή, γαλλ. échange, αγγλ. exchange]
άργυρος [ἄργυρος] άρ-γυ-ρος ουσ. (αρσ.) {αργύρ-ου}: ΧΗΜ. χημικό στοιχείο (συμβ. Ag, Z 47), πολύτιμο μέταλλο λευκού-γκρι χρώματος· ασήμι: νιτρικός ~. Βλ. χαλκός, χρυσός, ψευδ~. [< αρχ. ἄργυρος, γαλλ. argent]
αρχαιοζωικός, ή, ό [ἀρχαιοζωϊκός] αρ-χαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας: ΓΕΩΛ. η αρχαιότερη γεωλογική εποχή, που μεσολάβησε ανάμεσα στον σχηματισμό του στερεού φλοιού της Γης και την εμφάνιση ζωής. ΣΥΝ. αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος [< γαλλ. ère archéozoïque/archéenne]
βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]
-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.
δουλεία δου-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος· κάθε μορφή ανελευθερίας ή εξάρτησης από κάτι: η απαγόρευση/ο ζυγός/ο απάνθρωπος θεσμός/η κατάργηση της ~ας. Εργάζονται/ζουν υπό συνθήκες ~ας. Το καθεστώς της ~ας (πβ. δουλοκτησία). Βλ. εθελοδουλία.|| Σεξουαλική ~. || (μτφ.) Πνευματική ~. Πβ. υποδούλωση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ της αμαρτίας/των παθών. ΣΥΝ. σκλαβιά (1), υποτέλεια ΑΝΤ. ανεξαρτησία, ελευθερία 2. ΝΟΜ. περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επί ξένου ακινήτου που δίνει την εξουσία στον δικαιούχο να αποκομίζει κάποιες ωφέλειες από αυτό: πλήρης/πραγματική (: για την εξυπηρέτηση των αναγκών άλλου ακινήτου)/προσωπική (: υπέρ συγκεκριμένου προσώπου, π.χ. επικαρπία, οίκηση) ~. ~ διόδου/υπονόμου. Σύσταση ~ας. Απόσβεση της ~ας λόγω εικοσαετούς αχρησίας. Κυριότητα, ~ες, ενέχυρο και υποθήκη. [< 1: αρχ. δουλεία 2: γαλλ. servitude]
ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων. ● ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]
-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
καινοζωικός, ή, ό και-νο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καινοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (πριν από περ. 65 εκατομμύρια χρόνια) με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ανθρώπου. Βλ. παλαιο-, μεσο-ζωικός, Τριτο-, Τεταρτο-γενές. [< αγγλ. Cainozoic, caenozoic, γαλλ. cénozoïque, 1924]
κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]
μεσοζωικός, ή, ό με-σο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεσοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο μεσαίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (περ. 245-65 εκατομμύρια χρόνια πριν), κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοεμφανίστηκαν τα πτηνά και τα θηλαστικά. Βλ. παλαιο-, καινο-ζωικός, Τριαδικό, Ιουρασικό, Κρητιδικό. ΣΥΝ. Δευτερογενές [< γαλλ. mésozoïque, αγγλ. mesozoic]
μονή μο-νή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Μ) (λόγ.): μοναστήρι: Ιερά ~ ... ● ΦΡ.: εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές (αρχαιοπρ.-μτφ.): στην αιώνια, μετά θάνατον ζωή: Απεδήμησε/απήλθε/μετέβη/μετέστη/μετοίκησε/ταξίδεψε ~ ~ (= απεβίωσε). [< μτγν. μονή]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παλαιοζωικός, ή, ό πα-λαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παλαιοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ένας από τους τρεις γεωλογικούς αιώνες (περ. 600 ως 245 εκατομμύρια χρόνια πριν) που έληξε με την επικράτηση των ερπετών στην ξηρά. Βλ. κάμβριο, μεσο-, καινο-ζωικός, πέρμιο. ΣΥΝ. Πρωτογενές [< γαλλ. ère paléozoïque, αγγλ. palaeozoic era]
πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]
πρόβλημα πρό-βλη-μα ουσ. (ουδ.) {προβλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. πολύπλοκη ή επικίνδυνη κατάσταση που απαιτεί λύση· δυσκολία, δυσλειτουργία που πρέπει να αντιμετωπιστεί: γλωσσικό/δημοσιονομικό/εθνικό/κοινωνικό/κυκλοφοριακό/οικολογικό/οικονομικό/ορμονικό/πολιτιστικό/πρακτικό/σωματικό/τεχνητό (βλ. ψευδο~)/τεχνικό/υπαρκτό ~. Πολιτικό ~ (πβ. πονοκέφαλος). ~ ασφάλειας/στάθμευσης/σύνδεσης με το διαδίκτυο/τραυματισμού/υγείας/ύδρευσης. Η καρδιά του ~ατος. Το ~ του αλκοολισμού/της ανεργίας/του ασφαλιστικού/της μόλυνσης του περιβάλλοντος/των ναρκωτικών/του πληθωρισμού/του ρατσισμού/της στέγασης (πβ. ζήτημα, θέμα). Αίτια/ανάλυση/αντιμετώπιση/διάγνωση/διευθέτηση/έκβαση/εξέλιξη/το κλειδί/πτυχές του ~ατος. Με απασχολεί/επισημαίνω/θέτω/θίγω/ξεπερνώ/συζητώ ένα ~. Δημιουργώ/προκαλώ ~ατα σε κάποιον. Αναδύθηκε/εμφανίστηκε/προέκυψε (ένα) ~. Αποκαταστάθηκε/οξύνθηκε/παρέμεινε/περιορίστηκε το ~. Έχει ~ επικοινωνίας/συνεννόησης (βλ. δυσχέρεια). (Δεν) έχω/υπάρχει (κανένα) ~ με κάποιον/κάτι. Έχω επαγγελματικά/οικογενειακά/προσωπικά/σεξουαλικά ~ατα. Δεν βλέπω/καταλαβαίνω πού βρίσκεται/είναι το ~. Το ~ είναι ότι/πως τα περιθώρια στενεύουν. Παρουσιάστηκαν ~ατα στη λειτουργία του υπολογιστή. Βλ. μικρο~. 2. ερώτημα (συνήθ. με δεδομένα και ζητούμενα) που επιδιώκεται να απαντηθεί επιστημονικά ή ειδικότ. με μαθηματική μέθοδο: ηθικό/θεολογικό/μαθηματικό (πβ. άσκηση)/οντολογικό/φιλολογικό/φιλοσοφικό ~. Το ~ του διπλασιασμού του κύβου/της σκοτεινής ύλης/του τετραγωνισμού του κύκλου. Το ~ της προέλευσης της ζωής. ~ατα άλγεβρας/αριθμητικής/γεωμετρίας/φυσικής/χημείας. Η επιγραφή δημιουργεί/θέτει ένα ιστορικό ~. Το μεταφυσικό ~ και η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Διατυπώνεται/εγείρεται/τίθεται ένα θεωρητικό ~. Μέθοδοι επίλυσης ~άτων. Το ~ επιδέχεται/έχει δύο/τρεις λύσεις. Ο καθηγητής έβαλε/έθεσε στους μαθητές ένα πολύ δύσκολο ~. ● Υποκ.: προβληματάκι (το): συνήθ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πρόβλημα (συνήθ. ειρων.): χρόνιο, μόνιμο, άλυτο ή δυσεπίλυτο ζήτημα: το ~ ~ της λειψυδρίας/της μοναξιάς., ψυχολογικό πρόβλημα: έλλειψη ψυχικής ισορροπίας. Βλ. κατάθλιψη., δήλιο(ν) πρόβλημα βλ. δήλιος, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός, διαχείριση προβλημάτων βλ. διαχείριση, μαθησιακές δυσκολίες βλ. μαθησιακός ● ΦΡ.: αποτελεί/είναι πρόβλημα: (συνήθ. για κατάσταση που) προκαλεί δυσκολίες: Το άγχος ~ ~, όταν δεν μπορεί να ελεγχθεί. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~ για την υγεία. Η συμπεριφορά του ~ ~., έχεις πρόβλημα; (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;: -Μη μου φέρνεις εμένα αντιρρήσεις! -Γιατί, ~ ~; Κι εσύ τι πρόβλημα έχεις (= τι σε νοιάζει);, έχω πρόβλημα να ...: δυσκολεύομαι, δεν επιθυμώ: ~ ~ τον συναντήσω. Δεν ~ ~ αναλάβω τις ευθύνες μου., κανένα πρόβλημα! (προφ.): ως καθησυχαστική έκφραση σε καταστάσεις που εμφανίζουν δυσκολία ή δυσλειτουργία: Χάλασε; ~ ~! Θα το επισκευάσω αμέσως.|| -Να βρεθούμε καλύτερα το βράδυ; -~ ~ (= ασφαλώς, βεβαίως)! [< αγγλ. no problem] , λύνω το πρόβλημα της ζωής μου: δεν έχω πια οικονομική δυσχέρεια., με προβλήματα/πρόβλημα: για πρόσ. ή κατάσταση που έχει ή δημιουργεί δυσκολίες: Άτομα ~ ~ ακοής/κίνησης/ομιλίας/όρασης/στειρότητας. Εκπαίδευση παιδιών ~ ~ συμπεριφοράς. Έφηβοι ~ ~ ψυχικής υγείας. ~ ~ατα ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά., πρόβλημά μου! (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) μην ανακατεύεσαι: -Πώς θα τα καταφέρεις; -~ ~., πρόβλημά σου/του! (προφ.): το ζήτημα αυτό δεν με αφορά: -Δεν ανέχομαι τη συμπεριφορά σου. -~ σου!, χωρίς προβλήματα/πρόβλημα: ομαλά, εύκολα: ~ ~ ολοκληρώθηκε η προετοιμασία της ομάδας. Δουλεύει ~ ~., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα [< 1: γαλλ. problème, αγγλ. problem 2: αρχ. πρόβλημα]
πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~. ● πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]
σκοτάδι σκο-τά-δι ουσ. (ουδ.) 1. απουσία φωτός που εμποδίζει την όραση, καθιστώντας αθέατα ή δυσδιάκριτα, πρόσωπα και πράγματα: αδιαπέραστο/απέραντο/βαθύ/πηχτό/πυκνό ~. Απλώθηκε/έπεσε ~. Η πόλη βυθιζόταν στο ~. Δεν φοβάται το ~. (επιτατ.) Πίσσα ~. Έξω ήταν ακόμη ~ (= νύχτα, σκοτεινιά). Πβ. σκότος. Βλ. τρισκόταδο. 2. (μτφ.) άγνοια, αμάθεια ή αβεβαιότητα· κατ' επέκτ. ζοφερή κατάσταση ή αρνητική διάθεση: πνευματικό (πβ. σκοτασμός)/πολιτικό ~. Το ~ της πλάνης/των προκαταλήψεων. Βρίσκονται/είναι/ζουν/(παρα)μένουν στο ~. Μη μας κρατάτε στο ~. Το παρελθόν της καλύπτεται από ~ (πβ. ασάφεια, μυστήριο).|| Αχτίδα φωτός στο ~ της απαισιοδοξίας. Διέλυσε το ~ του φόβου. ΣΥΝ. μαυρίλα. Πβ. έρεβος, ζόφος. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο σκοτάδι & (λόγ.) αιώνιο σκότος (μτφ.-λογοτ.): θάνατος: Τους βρήκε το ~ ~. Βλ. αιώνιος ύπνος., μαύρα σκοτάδια 1. (επιτατ.) απόλυτο σκοτάδι: Βρήκε την έξοδο μέσα στα ~ ~. 2. (μτφ.) πλήρης άγνοια ή απελιπισία: Έχει ~ ~ από ... (= μαύρα μεσάνυχτα). Τους κρατούν σε ~ ~. ● ΦΡ.: βγάζω από τα σκοτάδια (μτφ.): διαφωτίζω: Η γνώση είναι το φως που ~ει ~ της αμάθειας., τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι & (σπάν.) χώμα (μτφ.) 1. πέθανε ή δολοφονήθηκε. 2. (για κάποιον ή κάτι) χάθηκε, εξαφανίστηκε ή καταστράφηκε: ~ ~ και η ανυποληψία (: έπεσε στην αφάνεια). Την υπόθεση την ~ ~ (: δεν βγήκε ποτέ στο φως). ΣΥΝ. τον/το τρώει η μαρμάγκα, αφήνω στο σκοτάδι βλ. αφήνω [< μτγν. σκοτάδι(ν) < αρχ. σκότος]
συντέλεια συ-ντέ-λει-α ουσ. (θηλ.): μόνο στις ● ΦΡ.: μέχρι συντελείας του αιώνος (ΚΔ): ως το τέλος του κόσμου., συντέλεια του κόσμου 1. το τέλος του κόσμου· κατ' επέκτ. σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει τραγικές και πολύ δυσάρεστες διαστάσεις σε ένα άσχημο συμβάν, μια αρνητική κατάσταση: (ΘΕΟΛ.) Έρχεται η ~ ~. Πβ. Δευτέρα Παρουσία.|| Πώς κάνεις έτσι, δεν ήρθε και η ~ ~. Βλ. (κάποιος) φέρνει την καταστροφή. 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων: Γίνεται η ~ ~ έξω. Πβ. θεομηνία, κοσμοχαλασιά. Βλ. καρεκλοπόδαρο. [< μτγν. συντέλεια]
ταξίδι τα-ξί-δι ουσ. (ουδ.) {ταξιδ-ιού (λόγ.) -ίου}: μετάβαση σε μακρινό συνήθ. τόπο με χρήση μέσου μεταφοράς και παραμονή εκεί για ορισμένο διάστημα: αεροπορικό/θαλάσσιο/οδικό/σιδηροδρομικό ~. Γαμήλιο/εκπαιδευτικό/επαγγελματικό/ομαδικό (: με γκρουπ)/οργανωμένο/υπηρεσιακό ~. Άνετο/αξέχαστο/κοντινό/κουραστικό/μακρύ/ονειρεμένο ~. ~ αναψυχής (πβ. τριπ)/γνωριμίας (με έναν τόπο)/μελέτης. ~ στο εξωτερικό/στα νησιά (βλ. τουρισμός). ~ με αυτοκίνητο/μετ' επιστροφής. ~-αστραπή (= σύντομο). Το ~ του γυρισμού. Διάρκεια/πρόγραμμα ~ιού. Έξοδα ~ιού και διαμονής. Είδη/σετ/τσάντα ~ίου. Ετοιμασίες για το ~. Γραφείο/πρακτορείο ~ίων. Αναμνηστικά από ~ια (βλ. σουβενίρ). Έφυγε για ~. Έχει πάει/λείπει σε ~. Επέστρεψε από ~. Κάνει πολλά ~ια (= ταξιδεύει πολύ).|| (ευχετ.) Καλό ~!|| ~ στο Διάστημα (πβ. αποστολή).|| Το παρθενικό ~ του πλοίου.|| (μτφ.) Εικονικό/μουσικό/φανταστικό ~. ~ στις γεύσεις/στο όνειρο/στο παρελθόν/στον χρόνο (βλ. βουτιά). ~ια του μυαλού. Το ~ του Ήλιου. Πβ. περιπλάνηση. ● Υποκ.: ταξιδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι (μτφ.-λογοτ.): ο θάνατος: Έφυγε/ξεκίνησε για ~ ~ (πβ. η γειτονιά των αγγέλων)., ταξίδια κινήτρων βλ. κίνητρο, ταξιδιωτικό/τουριστικό πρακτορείο βλ. πρακτορείο, το ταξίδι του μέλιτος βλ. μέλι ● ΦΡ.: ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.): επιλογή που οδηγεί σε αδιέξοδο, προσπάθεια με μικρές πιθανότητες επιτυχίας· ειδικότ. ο θάνατος: Τα ναρκωτικά είναι ένα (εφιαλτικό) ~ ~., ταξίδι ψυχής βλ. ψυχή [< μεσν. ταξίδι < μτγν. ταξείδιον ‘εκστρατεία στο εξωτερικό’, ταξίδιον ‘ταξίδι στο εξωτερικό’]
τρίγωνο τρί-γω-νο ουσ. (ουδ.) {τριγών-ου} 1. ΓΕΩΜ. γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές, τρεις κορυφές και τρεις γωνίες: ισόπλευρο/ισοσκελές ~. Τυχαίο ~ (= σκαληνό). Bάση/διάμεσος/εμβαδόν/ύψος ~ου.|| Σφαιρικό ~ (: που σχηματίζεται από τρία τόξα στην επιφάνεια σφαίρας). 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει τριγωνικό σχήμα: Κόψτε κάθε τετράγωνο κομμάτι σε δύο ~α. Διπλώνετε τις κρέπες σε ~α.|| (ΓΕΩΜ., γνώμονας) Σχεδιάστε με το ~ δύο γωνίες.|| (ΙΑΤΡ.) Μηριαίο ~.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Βόρειο/νότιο ~ (: μικροί αστερισμοί στο αντίστοιχο ημισφαίριο). ~ θέσεως (: στην ουράνια σφαίρα).|| Το εμπορικό/ιστορικό ~ της Αθήνας. 3. ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό με φύλλο κρούστας και γέμιση κρέμας σε τριγωνικό σχήμα: ~α Πανοράματος (Θεσσαλονίκης). 4. ΜΟΥΣ. απλό μεταλλικό μουσικό όργανο που έχει σχήμα τριγώνου, κρούεται στην εσωτερική του πλευρά με μικρή μεταλλική βέργα και χρησιμοποιείται συνήθ. στα κάλαντα. 5. ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση δίεδρων γωνιών. ΣΥΝ. γωνία (3) ● Υποκ.: τριγωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτικό τρίγωνο & αιώνιο/κλασικό τρίγωνο & τρίγωνο: κατάσταση κατά την οποία ένας από τους δύο συζύγους ή γενικότ. συντρόφους συνδέεται ερωτικά και με τρίτο πρόσωπο. Πβ. ιψενικό τρίγωνο, τρίο. [< αγγλ. (eternal) triangle, 1907] , προειδοποιητικό τρίγωνο & (προφ.) τρίγωνο: φωτεινό σήμα που τοποθετείται στο οδόστρωμα πίσω από όχημα το οποίο έχει σταματήσει λόγω βλάβης: Αντανακλαστικό Τρίγωνο Αυτοκινήτου. [< αγγλ. warning triangle, 1971] , αμβλυγώνιο τρίγωνο βλ. αμβλυγώνιος, ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, ιψενικό τρίγωνο βλ. ιψενικός, οξυγώνιο τρίγωνο βλ. οξυγώνιος, ορθογώνιο τρίγωνο βλ. ορθογώνιος, σκαληνό τρίγωνο βλ. σκαληνός [< 1, 2: αρχ. τρίγωνον, γαλλ.-αγγλ. triangle]
ύπνος [ὕπνος] ύ-πνος ουσ. (αρσ.) 1. περιοδική φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων και των ζώων κατά την οποία η συνείδηση υπολειτουργεί, οι μύες χαλαρώνουν, η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή επιβραδύνονται και η ικανότητα αντίδρασης στα ερεθίσματα μειώνεται: ανεπαρκής/ανήσυχος/βαθύς/βαρύς/βραδινός/γλυκός/επαρκής/ήρεμος/μεσημεριανός (= σιέστα)/παρατεταμένος/πρωινός/σύντομος/τεχνητός (πβ. ύπνωση) ~. Απώλεια/προβλήματα/στέρηση ~ου. Δωμάτιο (= υπνοδωμάτιο)/εργαστήριο/μαξιλάρι/(κακή) στάση/στρώμα ~ου. Ρούχα (βλ. νυχτικό, πιτζάμα)/στάδια του ~ου. Ώρα για ~ο. Εν/σε ώρα ~ου. ~ με/χωρίς όνειρα. Παραμιλώ στον ~ο μου (πβ. υπνολαλία). Ο γιατρός μου συνέστησε ξεκούραση και ~ο. Χόρτασα ~ο. Πάμε/πέφτουμε για ~ο. Βρίσκεται σε κατάσταση ~ου. (προφ.) Έριξα έναν ~ο (: κοιμήθηκα πάρα πολύ ή/και πολύ καλά). Μόλις σηκώθηκα από τον ~ο (: μόλις ξύπνησα/σηκώθηκα από το κρεβάτι). (Για κάτι ευχάριστο ή επιθυμητό, αλλά μη αναμενόμενο:) Ούτε στον ~ο του δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε τόσο καλή δουλειά. 2. (μτφ.) αδράνεια ή νωθρότητα: Καιρός να ξυπνήσουμε/σηκωθούμε από τον ~ο μας (= να δραστηριοποιηθούμε). Πβ. λήθαργος. ● Υποκ.: υπνάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιος ύπνος (μτφ.): θάνατος: Ο μοναχός κοιμήθηκε τον ~ο ~ο. Πβ. αιώνια ανάπαυση. Βλ. αιώνιο σκοτάδι., ασθένεια/νόσος του ύπνου: ΙΑΤΡ. τροπική λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με τσίμπημα από μύγα τσε τσε και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Πβ. τρυπανοσωμίαση., ελαφρύς ύπνος βλ. ελαφρύς, παράδοξος ύπνος βλ. παράδοξος, υπνική άπνοια/άπνοια του ύπνου βλ. άπνοια1, χειμερία νάρκη βλ. χειμέριος ● ΦΡ.: είμαι από τον ύπνο: δεν έχω συνέλθει ακόμα από τον ύπνο: ~ ~ και δεν μπορώ να σκεφτώ τι μου λες., καλόν ύπνο(!): ευχή σε κάποιον που πάει για ύπνο. ΣΥΝ. όνειρα γλυκά!, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου 1. (μτφ.) για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αφέλεια, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ειδικότ. τις ενέργειες εις βάρος του: Οι συνάδελφοί του συνωμοτούν για να τον διώξουν κι αυτός ~ ~. 2. κοιμάται βαθιά, ήρεμα: Αν και έχει τόση φασαρία, αυτός ~ ~ (= του καλού καιρού). [< γαλλ. dormir du sommeil du juste] , ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια (γνωμ.): για να τονιστεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου κατά την παιδική ηλικία ή ειρων. για άνθρωπο που του αρέσει να κοιμάται πολύ., πιάνω (κάποιον) στον ύπνο (μτφ.): αιφνιδιάζω, βρίσκω κάποιον απροετοίμαστο: Ο ξαφνικός χιονιάς έπιασε τον κρατικό μηχανισμό ~. Οι παίκτες έπιασαν ~ την άμυνα των αντιπάλων και σκόραραν., στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; (προφ.-ειρων.): σε περίπτωση που κάτι το οποίο δεν ισχύει παρουσιάζεται ως πραγματικό ή όταν κάποια ενέργεια εκτελείται πολύ νωρίς το πρωί: Πώς και μου τηλεφωνείς πρωί πρωί, ~ με έβλεπες;, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) (ειρων.): για κάποιον που νυστάζει σε ασυνήθιστη ώρα ή ακατάλληλο μέρος ή που είναι νωθρός., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω, δεν μου κολλάει ύπνος βλ. κολλώ, με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος βλ. παίρνω [< αρχ. ὕπνος]
φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ