Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2520-2540]


  • ακάλεστος , η, ο [ἀκάλεστος] α-κά-λε-στος επίθ.: που δεν τον έχουν καλέσει: ~ος: επισκέπτης. Πήγε ~ στο(ν) γάμο/πάρτι/τραπέζι. Ήρθε στην παρέα ~. Πβ. αυτόκλητος.|| (σπάν.-μτφ.) ~η σκέψη ήρθε στο μυαλό. ΣΥΝ. απρόσκλητος ΑΝΤ. καλεσμένος [< μεσν. ακάλεστος]
  • ακαλλιέργητος , η, ο [ἀκαλλιέργητος] α-καλ-λι-έρ-γη-τος επίθ. 1. (για έκταση γης) που δεν έχει καλλιεργηθεί: ~ος: αγρός. ~η: πλαγιά. ~ο: περιβόλι/χωράφι. Άγονο και ~ο έδαφος. Πβ. αδούλευτος, χέρσος. ΑΝΤ. καλλιεργημένος (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη παιδείας: ~ος: χαρακτήρας. ~ο: κοινό. ~α: στρώματα του πληθυσμού. Αγράμματος και ~ (πβ. αγροίκος, άξεστος). Πβ. απολίτιστος, χωριάτης. ΣΥΝ. αμόρφωτος, απαίδευτος (1) ΑΝΤ. καλλιεργημένος (2), μορφωμένος 3. (μτφ.) που δεν έχει αναπτυχθεί με συνεχή και συστηματική άσκηση: ~η: γλώσσα/φωνή. ~ο: ταλέντο. ΣΥΝ. ακατέργαστος (2) [< 1: μεσν. ακαλλιέργητος 2,3: γαλλ. non cultivé, inculte]
  • ακαλλώπιστος , η, ο [ἀκαλλώπιστος] α-καλ-λώ-πι-στος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει καλλωπιστεί, δεν έχει περιττά στολίδια: (συνήθ. μτφ.) ~ος: λόγος (= λιτός, απέριττος). ~ο: ύφος (= ανεπιτήδευτο). ΣΥΝ. αστόλιστος (1) ● επίρρ.: ακαλλώπιστα [< μτγν. ἀκαλλώπιστος]
  • ακάλυπτος , η, ο [ἀκάλυπτος] α-κά-λυ-πτος επίθ. 1. που δεν έχει σκεπαστεί: ~η: λακκούβα/τρύπα. ~ο: καλώδιο/πηγάδι. Βλ. ανοιχτός, ασκέπαστος.|| ~ος: ώμος. ~η: κοιλιά/πλάτη. ~ο: κεφάλι (: χωρίς καπέλο, μαντίλι)/πρόσωπο (χωρίς μάσκα, φερετζέ). ~α: πόδια. Ρούχα που αφήνουν ~ο το σώμα. Πβ. γυμνός, ξεσκέπαστος, ξέσκεπος.|| ~α: μάτια. ΑΝΤ. δεμένα, καλυμμένα.|| ~η: πλαγιά (: χωρίς βλάστηση). ~ο: σημείο (= άδειο).|| (μτφ.) ~η: θέση (= κενή). ~α: κενά (: που δεν έχουν καλυφθεί με προσλήψεις). Κανένα θέμα δεν έμεινε ~ο (: χωρίς να γίνει αναφορά σε αυτό). 2. (μτφ.) που μένει εκτεθειμένος, χωρίς προστασία ή υποστήριξη: (ΑΘΛ.) ~η: άμυνα. (ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό/το στράτευμα έμεινε ~ο. Ο στρατός άφησε ~α τα νώτα του. Είμαι/έμεινα εργασιακά/νομικά/πολιτικά/συναισθηματικά ~. Η διοίκηση της εταιρείας τον άφησε ~ο (απέναντι) στις αιτιάσεις (: κανείς δεν τον υπερασπίστηκε). Βλ. αδειάζω. ΣΥΝ. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ΟΙΚΟΝ. που δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει χρηματικό αντίκρισμα: ~ος: λογαριασμός (: με χρεωστικό υπόλοιπο, πβ. ανοιχτός, απλήρωτος). ~η: συναλλαγματική. ~ο: δάνειο. Βλ. πλαστός. ● ΣΥΜΠΛ.: ακάλυπτη επιταγή 1. ΟΙΚΟΝ. που δεν μπορεί να εισπραχθεί, γιατί δεν υπάρχει το ανάλογο χρηματικό ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδότη της: μήνυση για ~ ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα: Ό, τι υποσχέθηκαν προεκλογικά αποδείχθηκε ~ ~. Πβ. λόγια του αέρα., ακάλυπτος (χώρος): ελεύθερος, μη οικοδομήσιμος χώρος, συνήθ. μεταξύ οικοδομών: υποχρεωτικός ~ ~. Τα παράθυρα βλέπουν στον ~ο. [< 1: αρχ. ἀκάλυπτος 2,3: αγγλ. uncovered, γαλλ. à découvert]
  • ακαμάτης, ακαμάτρα [ἀκαμάτης] α-κα-μά-της επίθ./ουσ. {ακαμάτηδες} & ακαμάτισσα (λαϊκό): τεμπέλης: Πες σ΄ αυτόν τον ~η να τσακιστεί να βοηθήσει! Πβ. ανεπρόκοπος, αργόσχολος, αχαΐρευτος, φυγόπονος.|| (ως επίθ.) ~ης: εργάτης. ~τρα: νοικοκυρά. ΣΥΝ. κηφήνας (2), οκνηρός ● ΦΡ.: με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα βλ. πλουταίνω [< μεσν. ακαμάτης]
  • ακάματος , η, ο [ἀκάματος] α-κά-μα-τος επίθ. (λόγ.) 1. (για πρόσ.) που δεν κουράζεται, δεν καταπονείται: ~ος: αθλητής/ερευνητής (πβ. χαλκέντερος). ~ εργάτης των γραμμάτων/της τέχνης. ~ υπηρέτης του θεάτρου. ~, θαλερός και ακμαίος συνέχιζε την πορεία του. ΣΥΝ. ακαταπόνητος (1), ακούραστος, άοκνος 2. (για ποικίλες δραστηριότητες) που δεν ανακόπτεται από κάποιο εμπόδιο, δεν σταματά: ~ος: αγώνας/δυναμισμός/ενθουσιασμός/ζήλος. ~η: εργατικότητα/φροντίδα. ~ο: ενδιαφέρον. ΣΥΝ. αδιάκοπος, συνεχής (1) ● επίρρ.: ακάματα [< αρχ. ἀκάματος]
  • άκαμπτος , η, ο [ἄκαμπτος] ά-κα-μπτος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν μεταβάλλεται ή δεν προσαρμόζεται σε νέα δεδομένα, που αντιστέκεται, δεν κλονίζεται, δεν καταβάλλεται, δεν υποχωρεί: (για πρόσωπα, συναισθήματα) ~ος: δικαστής/δογματισμός/χαρακτήρας. ~η: επιμονή/θέληση/πολιτική/στάση. ~ο: ηθικό/φρόνημα. ~ες: αρχές/πεποιθήσεις. Είναι/εμφανίζεται/παραμένει ~ στις αποφάσεις/στις απόψεις/στις διεκδικήσεις/στις επιλογές του. Στάθηκε ~ στις θέσεις/στην ιδεολογία του. Πβ. αδάμαστος, αδιάλλακτος, αμετακίνητος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, άτεγκτος. ΑΝΤ. υποχωρητικός.|| (για θεσμούς) ~ος: κανόνας/νόμος. ~η: νομοθεσία. ~ο: διπλωματικό πρωτόκολλο (= αυστηρό)/πρόγραμμα (= μη ευέλικτο)/σύστημα. ~ο και απαραβίαστο θεσμικό πλαίσιο. 2. που δεν κάμπτεται ή δεν μπορεί να καμφθεί, να λυγίσει: (για υλικά, αντικείμενα) ~ος: σωλήνας. ~ο: μέταλλο. Πβ. αλύγιστος, σκληρός.|| (για το σώμα) ~ος: αυχένας/μυς. ~ες: αρθρώσεις. ~α: δάχτυλα. Πβ. δύσκαμπτος. ΑΝΤ. εύκαμπτος (1), ευλύγιστος (1) ● επίρρ.: άκαμπτα [< 1: γαλλ. inflexible 2: αρχ. ἄκαμπτος]
  • ακαμψία [ἀκαμψία] α-καμ-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εμμονή σε μία κατάσταση, αδυναμία προσαρμογής σε νέα δεδομένα: δογματική/ιδεολογική/συναισθηματική ~ (= αδιαλλαξία). ~ αντιλήψεων/της κυβέρνησης/χαρακτήρα. ~ του νόμου (= αυστηρότητα). ~ στις διαπραγματεύσεις/στην πολιτική/στη συμπεριφορά. ΑΝΤ. υποχωρητικότητα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ των επιτοκίων/του πληθωρισμού/του χρηματοπιστωτικού συστήματος. ~ες στην αγορά εργασίας. ΑΝΤ. ελαστικότητα, ευελιξία. 2. ΙΑΤΡ. δυσκολία ή αδυναμία κάμψης του σώματος ή μελών του: μυϊκή/νεκρική ~. ~ των άκρων/του αυχένα. Κόπωση/μυϊκό άλγος λόγω ~ας. Πβ. αγκύλωση. ΑΝΤ. ευκαμψία, ευλυγισία 3. (γενικότ.) έλλειψη ελαστικότητας: ~ δοκού/κατασκευής/μετάλλου. Πβ. δυσκαμψία.|| (ΦΥΣ., η αντίσταση που προβάλλει ένα στερεό υλικό σε οποιαδήποτε δύναμη παραμόρφωσης του ασκείται) Στρεπτική/στροφική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής βλ. τιμή [< 1,2: γαλλ. inflexibilité, rigidité 3: αρχ. ἀκαμψία]
  • ακανές [ἀκανές] α-κα-νές ουσ. (αρσ.) : ΖΑΧΑΡ. παραδοσιακό γλύκισμα των Σερρών, είδος λουκουμιού με φρέσκο βούτυρο και αμύγδαλο. Βλ. -ές.
  • άκανθα [ἄκανθα] ά-καν-θα ουσ. (θηλ.) {άκανθ-ες, ακανθ-ών} (λόγ.) 1. αγκάθι· γενικότ. κάθε σκληρή βελονοειδής απόφυση ή προεξοχή σε φυτό ή ζώο: στέφανος εξ ~ών (: το ακάνθινο στεφάνι του Ιησού).|| (ΖΩΟΛ.) ~ εντόμου/φιδιού (: η σπονδυλική του στήλη)/ψαριού (πβ. ψαροκόκαλο). 2. ΑΝΑΤ. ακανθώδης απόφυση ή προεξοχή: ισχιακή/οστική/ραχιαία/ρινική ~. ~ πτέρνας/σπονδύλου. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. άκανθος. [< 1: αρχ. ἄκανθα 2: μτγν. ~]
  • ακάνθινος , η, ο [ἀκάνθινος] α-κάν-θι-νος επίθ. (λόγ.): αγκαθωτός, ακανθώδης: ~ο: σύρμα (του φράχτη).|| (μτφ.) ~ο: θέμα. ΣΥΝ. αγκάθινος ● ΣΥΜΠΛ.: ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι & (λόγ.) ακάνθινος στέφανος: στεφάνι από αγκάθια, που φόρεσαν στον Χριστό κατά τη σταύρωσή του· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, βάσανα: το ~ ~ του Εσταυρωμένου/του μαρτυρίου.|| Το ~ ~ των ξεριζωμένων. [< αρχ. ἀκάνθινος]
  • ακανθοκυτταρικός , ή, ό [ἀκανθοκυτταρικός] α-καν-θο-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα: ΙΑΤΡ. μορφή καρκίνου κυρ. του δέρματος που οφείλεται κυρ. στη μακροχρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία: ~ ~ στο πρόσωπο. [< αγγλ. squamous cell carcinoma, 1907]
  • άκανθος [ἄκανθος] ά-καν-θος ουσ. (θηλ.) {ακάνθ-ου} 1. ΒΟΤ. {κ. αρσ.} ποώδες καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Acanthus mollis) με μεγάλα φύλλα που φέρουν πολλές και βαθιές τομές: ~ η απαλή. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. γλυπτό διακοσμητικό στοιχείο του κορινθιακού κιονόκρανου, παρόμοιο με το ομώνυμο φυτό: φύλλα ~ου. ΣΥΝ. άκανθα (3) [< μτγν. ἄκανθος, γαλλ. acanthe, αγγλ. acanthus]
  • ακανθόχοιρος [ἀκανθόχοιρος] α-καν-θό-χοι-ρος ουσ. (αρσ.) (σπάν.-λόγ.): ΖΩΟΛ. σκαντζόχοιρος. [< μτγν. ἀκανθόχοιρος]
  • ακανθώδης , ης, ες [ἀκανθώδης] α-καν-θώ-δης επίθ. {ακανθώδ-ους | -εις (ουδ. -η) -ών} (λόγ.) 1. (κυρ. για φυτό) που έχει αγκάθια: ~ης: θάμνος/κάκτος.|| ~ες: μονοπάτι. Το φραγκόσυκο είναι ~ες φρούτο. Πβ. αγκαθωτός. Βλ. -ώδης. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια, που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί, να επιλυθεί: ~ης: δρόμος (& κυριολ.). ~ης: υπόθεση. ~ες: ερώτημα/ζήτημα/θέμα/πρόβλημα/σημείο. ΣΥΝ. δυσχερής, περίπλοκος ● ΣΥΜΠΛ.: ακανθώδης απόφυση: ΙΑΤΡ. προεξοχή στο πίσω μέρος σπονδύλου: ~ ~ της σπονδυλικής στήλης. [< γαλλ. apophyse épineu se] [< 1: αρχ. ἀκανθώδης 2: γαλλ. épineux]
  • ακανόνιστος , η, ο [ἀκανόνιστος] α-κα-νό-νι-στος επίθ. 1. που δεν έχει συμμετρία, ισορροπία: ~ος: όγκος. ~η: διάταξη/επιφάνεια/μορφή/σειρά/τροχιά/υφή. ~ο: μέγεθος/μήκος/περίγραμμα/πολύεδρο/σχέδιο/ύψος. ~ες: γραμμές. ~α: χαρακτηριστικά προσώπου.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του σχήματος. ΣΥΝ. ασύμμετρος (1), δυσανάλογος ΑΝΤ. συμμετρικός 2. που δεν έχει ρυθμιστεί, δεν πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, με συγκεκριμένο ρυθμό: ~ος: σφυγμός/ύπνος. ~η: αναπνοή/δόση/πορεία/ροή/ωορρηξία. ~ο: πρόγραμμα/ωράριο. ~ες: ώρες. ~α: βήματα/γεύματα/χρονικά διαστήματα. Πβ. άτακτος. ΑΝΤ. κανονικός, τακτός.|| ~η: συμπεριφορά. ● επίρρ.: ακανόνιστα [< μεσν. ακανόνιστος 'άρρυθμος', γαλλ. irrégulier]
  • άκαπνος , η, ο [ἄκαπνος] ά-κα-πνος επίθ. 1. που δεν καπνίζει ή δεν έχει καπνίσει· γενικότ. που δεν εισπνέει ή δεν έχει καπνό: Είναι ~ και χωρίς καφέ.|| ~ο: περιβάλλον. Το δικαίωμα για ~ο αέρα σε χώρους εργασίας. 2. που δεν αναδίδει καπνό ή καίγεται χωρίς να βγάζει καπνό: ~η: ψησταριά. ~ο: τζάκι. || ~ο: καύσιμο/φιτίλι. 3. (μτφ.-μειωτ.) που δεν έχει λάβει μέρος σε αγώνα και γενικότ. δεν έχει δοκιμαστεί σε κάτι: ~ος και φυγόστρατος. ~οι από πόλεμο. Οι ~οι της εξέγερσης/της επανάστασης. (ΑΝΤ. μπαρουτοκαπνισμένος). Πβ. απειροπόλεμος, απόλεμος. ΑΝΤ. εμπειροπόλεμος.|| Νέος και ~ πολιτικός. Πβ. άπειρος. 4. (μτφ.) που δεν καταφέρνει να πετύχει τον στόχο του, που δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα: ~ος: σκόρερ (= άσφαιρος). ~η: θεωρία. [< 2: αρχ. ἄκαπνος]
  • άκαρδος , η, ο [ἄκαρδος] ά-καρ-δος επίθ.: που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, έλλειψη συμπόνιας, άσπλαχνος: ~ος: άνθρωπος/κόσμος. ~η: κοινωνία/συμπεριφορά/τιμωρία. ~ο: πλάσμα. Φέρεται με ~ο τρόπο. Είναι σκληροί και ~οι. Βλ. -καρδος. ΣΥΝ. ανάλγητος, άπονος, σκληρόκαρδος ΑΝΤ. καλόκαρδος, πονόψυχος, συμπονετικός, φιλεύσπλαχνος ● επίρρ.: άκαρδα [< μεσν. άκαρδος]
  • ακάρεα [ἀκάρεα] α-κά-ρε-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. άκαρ-ι, ακάρ-εως}: ΖΩΟΛ. ομάδα μικροσκοπικών αραχνοειδών ζωυφίων (π.χ. σκόρος, τσιμπούρι) που ζουν κυρ. παρασιτικά, συχνά ως φορείς ασθενειών: αλλεργιογόνα/σαπροφυτικά/φυτοφάγα ~. ~ δέντρων/σκόνης/σκουριάς. ~ στην επιφάνεια του δέρματος/στο υπνοδωμάτιο. Το ~ι προσβάλλει τις καλλιέργειες. [< αρχ. ἀκαρί ‘είδος σκουληκιού’, νεολατ. acarus, γαλλ. acariens]
  • ακαρεοκτόνος , ος, ο [ἀκαρεοκτόνος] α-κα-ρε-ο-κτό-νος επίθ. (λόγ.): που εξουδετερώνει τα ακάρεα: ~ος: δράση. ~ο: φάρμακο. Το θειάφι έχει ~ες ιδιότητες. Βλ. -κτόνος. ● Ουσ.: ακαρεοκτόνο (το): χημικό παρασκεύασμα για την εξουδετέρωση των ακάρεων: μη τοξικά ~α. Ψεκάζω με ~. ~ για γεωργική χρήση/για χαλιά και μοκέτες. Βλ. -κτόνο. [< αγγλ. acaricide] [< αγγλ. acaricidal, 1946, γαλλ. acaricide, περ. 1970]

αδειάζω

αδειάζω [ἀδειάζω] α-δειά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άδεια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αδειάζ-οντας, αδεια-σμένος} 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, το καταναλώνω ή το μεταφέρω, το ξεφορτώνω κάπου αλλού: ~ τη βαλίτσα/τη δεξαμενή/τον κάδο/το περίστροφο (στον αέρα/στο σώμα κάποιου, πβ. πυροβολώ)/το συρτάρι/το τασάκι/την τσάντα. Ο σπιτονοικοκύρης μού ζήτησε ν' ~σω το σπίτι (= να το ξενοικιάσω, να φύγω).|| (προφ.) ~σε ένα ταψί μόνος του (= έφαγε)/το μισό μπουκάλι (= ήπιε)/όλο του το πιάτο.|| ~ τα απορρίμματα/τους επιβάτες (πβ. αποβιβάζω)/το λάδι (πβ. χύνω)/τα λύματα/το φορτίο. ~ το νερό στα ποτήρια (από την κανάτα, πβ. ρίχνω). ΑΝΤ. γεμίζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) αφήνω κάποιον (συνήθ. υφιστάμενο) εκτεθειμένο, ακάλυπτο, δεν τον υποστηρίζω: ~σε τον συνεργάτη/τον φίλο του. Την κρίσιμη στιγμή που τον είχα ανάγκη, με ~σε (: με εγκατέλειψε, κρέμασε, πούλησε).|| (στο ποδόσφαιρο) Πέτυχε γκολ, αφού πρώτα ~σε όλη την άμυνα (: απέφυγε τους αμυντικούς με προσποίηση). Βλ. καλύπτω. 3. (προφ.) έχω ελεύθερο χρόνο για κάτι: Θα σου τηλεφωνήσω μόλις ~σω. Δεν ~ (= δεν έχω χρόνο) να σε δω σήμερα. Χθες δεν ~σα (= δεν μου έμεινε καθόλου χρόνος) ούτε για φαΐ! Πβ. προλαβαίνω. ΣΥΝ. ευκαιρώ ● αδειάζει: (συνήθ. για χώρο) μένει άδειος, εκκενώνεται: ~ η αίθουσα (από μαθητές)/η γειτονιά/το γήπεδο/ο δρόμος/το νησί (: ερημώνει)/η παραλία/η πόλη (: εγκαταλείπεται)/το σπίτι/ο τόπος (ΑΝΤ. γεμίζει). ~σε η μπαταρία (= αποφορτίστηκε)/το ντεπόζιτο/το πορτοφόλι(/το ταμείο/η τσέπη μου (: έμεινα χωρίς λεφτά)/το στομάχι μου (: πεινάω). ~σε η θέση του διευθυντή/ένα τραπέζι (σε εστιατόριο).|| (μτφ.) ~σε η ζωή/ο νους/η ψυχή μου (από σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα). Οι λέξεις ~σαν από νόημα. ● ΦΡ.: αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο (μτφ.-προφ.): (συνήθ. στην προστ.) φεύγω από κάπου όπου είμαι ανεπιθύμητος: Μάζεψε τα πράγματά σου και άδειασέ μας ~! Άδειασέ μου ~ και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου! Δεν μας αδειάζεις ~; Πβ. κοπάνα τη, ξεκουμπίσου, σπάσε, στα τσακίδια, στρίβε, τσακίσου, φύγε. [< μεσν. αδειάζω]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

-ές

-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.

-καρδος

-καρδος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο χαρακτηρίζεται από συναισθήματα ή διάθεση που δηλώνονται με το α' συνθετικό: ά~/ανοιχτό~/κακό~/καλό~/μεγαλό~/σκληρό~.

-κτόνο

-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.

-κτόνος

-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~. 2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.

πλαστός

πλαστός, ή, ό πλα-στός επίθ. ΣΥΝ. ψεύτικος 1. που αποτελεί απομίμηση του αυθεντικού, με σκοπό την εξαπάτηση· κάλπικος, κίβδηλος: ~ός: πίνακας (ζωγραφικής). ~ή: άδεια/επιταγή/πιστωτική κάρτα/σφραγίδα. ~ό: διαβατήριο/έγγραφο. ~ά: έργα τέχνης/χαρτονομίσματα. Βλ. βέρος. ΣΥΝ. νόθος (2) ΑΝΤ. αυθεντικός (1), γνήσιος (1) 2. (μτφ.) επινοημένος, φτιαχτός, μη πραγματικός: ~ή: διήγηση/ιστορία (πβ. μυθώδης). ~ό: δίλημμα (πβ. επίπλαστος). ~ές: ανάγκες (= πλασματικές)/υποσχέσεις. Πβ. κατασκευασμένος, τεχνητός. ● επίρρ.: πλαστά [< αρχ. πλαστός]

πλουταίνω

πλουταίνω πλου-ταί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σπάν. πλούτυνε, πλουταίνοντας}: πλουτίζω. ● ΦΡ.: με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα (παροιμ.): ο αργόσχολος άνθρωπος δεν μπορεί να προκόψει. [< μεσν. πλουταίνω]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.