ανακρίβεια [ἀνακρίβεια] α-να-κρί-βει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανακριβούς· (συνεκδ. στον πληθ.) ψέματα, ανυπόστατα στοιχεία: επιστημονική/ιστορική ~. ~ των πληροφοριών. Πβ. αναξιοπιστία.|| Οι ~ες ενός δημοσιεύματος/ρεπορτάζ. Βιβλίο που περιέχει πολλές/σημαντικές ~ες. Πβ. αναλήθεια. [< γαλλ. inexactitude]
αναλώνω [ἀναλώνω] α-να-λώ-νω ρ. (μτβ.) {ανάλω-σε, -θηκε, -μένος, αναλών-οντας} & αναλίσκω (λόγ.): δαπανώ, ξοδεύω υλικά ή ψυχικά αποθέματα, για να πετύχω κάτι: ~ει τον εαυτό του/τον χρόνο του σε ... ~σε τη ζωή του στην έρευνα/για τη σωτηρία των δασών/γράφοντας. Πβ. κατ~. ● Παθ.: αναλώνομαι {συνήθ. στο γ' πρόσ.} & αναλίσκομαι (+ σε): σπαταλώ, συνήθ. άσκοπα, τις πνευματικές ή/και ψυχικές μου δυνάμεις: ~ σε ανούσιες συζητήσεις/λεπτομέρειες. ~ονται σε προσωπικές επιθέσεις και κατηγορίες. Πβ. κατατρίβ-, ξοδεύ-, φθείρ-ομαι. Βλ. επιδίδ-, καταγίν-ομαι. [< μεσν. αναλώνω]
άνοιγμα [ἄνοιγμα] ά-νοιγ-μα ουσ. (ουδ.) {ανοίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω: ~ της πόρτας με το κλειδί (= ξεκλείδωμα). ~ των παραθύρων. Σύστημα αυτόματου ~ατος θυρών.|| ~ της κονσέρβας (με το ανοιχτήρι)/του μπουκαλιού.|| ~ του φερμουάρ (πβ. ξεκούμπωμα).|| ~ των δώρων/πακέτων (= ξετύλιγμα).|| ~ του γράμματος/φακέλου. ~ της διαθήκης (= αποσφράγιση).|| ~ του βιβλίου/της εφημερίδας (στη σελίδα ...).|| ~ του στόματος.|| (ΟΠΤ.) ~ φακού ... mm (= διάμετρος).|| ~ του λιμανιού/της χωματερής μετά την απεργία. ~ (και πάλι) των σχολείων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πβ. επαναλειτουργία. ΑΝΤ. κλείσιμο (1) 2. άπλωμα (διπλωμένου ή πτυσσόμενου αντικειμένου), ξεδίπλωμα: ~ της ομπρέλας/του χάρτη. ΑΝΤ. κλείσιμο.|| ~ φύλλου για πίτα.|| (σε γυμναστικές κυρ. ασκήσεις:) ~ των ποδιών/των χεριών (πβ. διάταση).|| (σπάν.) ~ των λουλουδιών (= άνθισμα). 3. έναρξη της λειτουργίας συσκευής (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης/του υπολογιστή. (ΑΝΤ. κλείσιμο, σβήσιμο). 4. απελευθέρωση της ροής ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, μέσω περιστροφής ή πατήματος του μηχανισμού που εμποδίζει την παροχή του: ~ του διακόπτη/της λάμπας (ΑΝΤ. σβήσιμο). ~ της βρύσης. (ΑΝΤ. κλείσιμο). 5. δημιουργία εσοχής, κενού (συνήθ. στην επιφάνεια της γης)· κατ' επέκτ. η σχισμή που δημιουργείται: ~ λάκκου/λακκούβας (= σκάψιμο). ~ διώρυγας (= διάνοιξη).|| Το ~ της σπηλιάς (= η είσοδος). ~ του εδάφους (πβ. ρήγμα, ρωγμή).|| Φόρεμα με μεγάλο ~ στο στήθος (= ντεκολτέ).|| Τα ~ατα ενός κτιρίου (= παράθυρα, φεγγίτες). 6. απελευθέρωση χώρου από οτιδήποτε καθιστά δύσκολο το πέρασμά του ή δημιουργεί στενότητα· κατ' επέκτ. δίοδος, πέρασμα: ~ του δρόμου από τα χιόνια (= αποχιονισμός, καθαρισμός).|| ~ των συνόρων.|| Στενό ~. 7. έναρξη, ξεκίνημα: (επαγγελματικής δραστηριότητας:) ~ νέου καταστήματος (= ίδρυση).|| (μτφ.) ~ της συζήτησης. ~ συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς. ~ μιας νέας περιόδου/ενός νέου κεφαλαίου στον τομέα της ... ~ μιας νέας σελίδας στην ιστορία του τόπου. ~ του συνεδρίου με ομιλία του ... ΑΝΤ. λήξη 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφάνιση των περιεχομένων αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ του εγγράφου. 9. διεύρυνση, επέκταση των δραστηριοτήτων κάποιου· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) υπερβολικά έξοδα ή επενδύσεις με μεγάλο ρίσκο: οικονομικό ~ (σε νέες αγορές). Πολιτικό ~ του κόμματος (στη νεολαία). Η Κυβέρνηση κάνει ~ και σε άλλους πολιτικούς χώρους. ~ της εκπαίδευσης στις ανάγκες της κοινωνίας. ~ τραπεζών σε καταθέτες.|| Εμπορικά ~ατα σε χώρες του εξωτερικού. Μη εξυπηρετούμενα ~ατα (= δάνεια). Αποφύγετε τα μεγάλα ~ατα. 10. διαπλάτυνση και κατ' επέκτ. το σημείο όπου κάτι γίνεται πιο πλατύ: εργασίες για ~ του δρόμου (κοντά στα διόδια). Πβ. διεύρυνση, πλάτυνση. ΑΝΤ. στένεμα.|| Το ~ του κόλπου.|| (μτφ.) Κλείνει το ~ της ψαλίδας (: μειώνεται η διαφορά). 11. γραφή του πρώτου από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ εισαγωγικών/παρένθεσης. 12. ΙΑΤΡ. ρήξη, σχίσιμο αγγείου ή ιστού (του ανθρώπινου σώματος): ~ της μύτης (= ρινορραγία). 13. (για χρώμα) ξάνοιγμα: ~ των μαλλιών. 14. άρση του απορρήτου: ~ των χρηματιστηριακών κωδικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνοιγμα (του) λογαριασμού ΟΙΚΟΝ. 1. δημιουργία λογαριασμού σε τράπεζα: ελάχιστο ποσό για ~ ~. 2. άρση του απορρήτου τραπεζικού λογαριασμού (στα πλαίσια εισαγγελικής έρευνας). [< μτγν. ἄνοιγμα]
απ- βλ. απο-
βαθμός βαθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. καθένας από τους αριθμούς-υποδιαιρέσεις μιας κλίμακας μέτρησης ενός μεγέθους· ειδικότ. μονάδα συστήματος μέτρησης: (ΜΕΤΕΩΡ.) Η θερμοκρασία άγγιξε τους/έφτασε τους/σκαρφάλωσε στους σαράντα ~ούς Κελσίου.|| (ΓΕΩΦ.) Σεισμός μεγέθους 4,6 ~ών της κλίμακας Ρίχτερ.|| (ΙΑΤΡ.) Έχει τρεις ~ούς μυωπία.|| (ΧΗΜ.) Αλκοολικός ~ του οίνου. ~ καθαρότητας (του νερού)/οξύτητας (= πεχά). 2. αριθμός ή γράμμα που δηλώνει την αξιολόγηση της επίδοσης μαθητή, φοιτητή ή άλλου εξεταζόμενου ή διαγωνιζόμενου: (στο σχολείο:) ~ προαγωγής από την Α' στη Β' Λυκείου. Απολυτήριο με (συνολικό/τελικό) ~ό (= μέσο όρο) 18 ("λίαν καλώς"). Βγήκαν οι ~οί των εξετάσεων. Μοιράστηκαν οι ~οί (= οι έλεγχοι). Είχε καλούς ~ούς στα μαθήματα.|| (στις πανελλήνιες:) Υπολογισμός του γενικού ~ού πρόσβασης (βλ. μόρια). Ανακοίνωση των ~ών εισαγωγής (= βάσεων).|| (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:) Γραπτός/προφορικός ~. Ο ~ του πτυχίου.|| -Τι ~ό πήρες στο τεστ; -Είκοσι/εκατό στα εκατό (= άριστα). ΣΥΝ. βαθμολογία (1) 3. ΑΘΛ. μονάδα ή μονάδες που δίνονται σε παίκτη ή ομάδα: Απέσπασε/πήρε τον ~ό της ισοπαλίας. Τσίμπησε ~ό. Έχασε/κέρδισε/συγκέντρωσε (πολύτιμους/χρυσούς) ~ούς. ΣΥΝ. βαθμολογία (1), πόντος1 (3) 4. ένταση, επίπεδο, μέτρο, ποσότητα: ~ ενεργειακής απόδοσης/κλίσης (μιας επιφάνειας)/παραμόρφωσης/υγρασίας.|| ~ ακρίβειας (μιας πρόβλεψης)/δυσκολίας (των θεμάτων)/σταθερότητας (των τιμών). ~ ανάπτυξης (βλ. ρυθμός). Επίτευξη του επιθυμητού ~ού ασφάλειας. Εκτίμηση ~ού επικινδυνότητας. Διατήρηση υψηλού ~ού/μείωση του ~ού ετοιμότητας. Σε ποιο/τι ~ό αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα; Πβ. ποσοστό.|| ~ αξιοπιστίας/βεβαιότητας/εμπιστοσύνης/επίδρασης/ευθύνης. Σε ενοχλητικό/μεγάλο/σημαντικό ~ό. Στον υπέρτατο ~ό. Αναισθησία στον μέγιστο ~ό. Κοροϊδία πρώτου ~ού. …για να διαπιστωθεί ο ~ στον οποίο έχει επιτευχθεί εξάλειψη φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. θέση σε ιεραρχική κλίμακα: στέρηση ~ού. Συνταξιοδοτήθηκε με τον ~ό του Διοικητή/Προϊσταμένου. Βλ. βαθμολόγιο.|| Οι ~οί των νοσοκομειακών γιατρών (: Επιμελητής Α'/Β', Διευθυντής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Οι ~οί στον Στρατό Ξηράς/στην ΠΑ/στο ΠΝ. (Σώματα Ασφαλείας:) Οι ~οί στην ΕΛ.ΑΣ./στο Λιμενικό/στην Πυροσβεστική. Βλ. Στρατηγός, (Αντι/Υπο)στράτηγος, Ταξίαρχος, (Αντι)Συνταγματάρχης, Ταγματάρχης, (Ανθ)Υπο)Λογαγός, Ανθυπασπιστής, (Αρχι/Επι)Λοχίας, Δεκανέας. Βλ. (Αντι/Υπο)Ναύαρχος, (Αντι/Αρχι/(Ανθ)Υπο)Πλοίαρχος, Πλωτάρχης, Σημαιοφόρος, (Αρχι/Επι)Κελευστής, Δίοπος. Βλ. (Αντι/Υπο)Πτέραρχος, Ταξίαρχος, (Αντι)Σμήναρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Σμηναγός, (Αρχι/Επι/Υπο)Σμηνίας. Βλ. (Αρχι/Αστυ)φύλακας, (Ανθ)Υπ)Αστυνόμος. Βλ. (Αντι/Αρχι)Πύραρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Πυραγός, Πυρονόμος, (Αρχι)Πυροσβέστης. Βλ. αγρο-νόμος, -φύλακας. 6. κατάταξη, σειρά σε κλίμακα βαρύτητας: (ΙΑΤΡ.) ~ αναπηρίας/κακοήθειας. Ασθενείς με μεγάλου/σοβαρού ~ού νεφρική ανεπάρκεια. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου: ΜΑΘ. ο μεγαλύτερος από τους εκθέτες της μεταβλητής που εμφανίζεται σε ένα πολυώνυμο. [< γαλλ. degré d'un polynôme] , πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: κατηγοριοποίηση που δηλώνει κλίμακα ιεραρχίας, πολυπλοκότητας, σπουδαιότητας: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ~ ~.|| (ΜΑΘ.) Εξισώσεις/πολυώνυμα ~ ~.|| (ΙΑΤΡ.) Διαστρέμματα/θλάσεις ~ ~. Βλ. έγκαυμα.|| (ΝΟΜ.) Φόνος πρώτου/δευτέρου βαθμού. [< αγγλ. first/second/third degree] , (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού βλ. συγγένεια, βαθμοί σύγκρισης βλ. σύγκριση, βαθμός συγγένειας βλ. συγγένεια, βαθμός/βαθμοί ελευθερίας βλ. ελευθερία, θετικός βαθμός βλ. θετικός, συγκριτικός βαθμός βλ. συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός βλ. υπερθετικός ● ΦΡ.: σε τέτοιο βαθμό, που (να)/ώστε να ...: τόσο πολύ ή τόσο καλά, ώστε ...: Παρουσιάζει τις καταστάσεις εξιδανικευμένες ~, που (να) φαντάζουν ανυπόστατες. Δεν τον γνωρίζω ~, ώστε να του λέω τα πάντα. Σε/στο ~ (= σημείο) μάλιστα που ..., στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί: όσο με αφορά: ~ ~, είμαι υπεύθυνος (: αλλά μέχρι ενός σημείου)., ως έναν βαθμό & (λόγ.) μέχρι(ς) ενός βαθμού: μέχρι ενός σημείου: Η άποψή του είναι, ~ ~, δικαιολογημένη/κατανοητή/σωστή. ~ ~, έχει δίκιο. Πβ. κάπου, κάπως. [< γαλλ. jusqu'à un certain degré] , ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, στο μέτρο/στον βαθμό που βλ. μέτρο, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός [< 1,5: μτγν. βαθμός 2,3,4,6: γαλλ. degré, αγγλ. degree]
ευθύνη [εὐθύνη] ευ-θύ-νη ουσ. (θηλ.) {ευθυν-ών} 1. οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια θέση ή ιδιότητα κάποιου, όπως το να εκπληρώνει τα καθήκοντά του ή/και να λογοδοτεί γι' αυτά: ακαδημαϊκή/βασική/διοικητική/επαγγελματική/ιατρική/κεντρική/κύρια/μερική/περιβαλλοντική/πλήρης/πολιτική ~. Από κοινού ~ (= συν~). Η ηθική ~ του επιστήμονα. Θέση ~ης (= υπεύθυνη). Όλοι έχουμε ~. Οι αγωνιζόμενοι συμμετέχουν με δική τους αποκλειστική ~. Ο νέος ΚΟΚ καθιερώνει την ατομική/προσωπική ~ των επιβατών για τη χρήση της ζώνης. Η ~ ανήκει εξ ολοκλήρου στην/βαραίνει την κυβέρνηση. Έχει ανεπτυγμένο/έντονο το αίσθημα (της) ~ης απέναντι στους γονείς του (= υπευθυνότητα). Με υψηλό αίσθημα ~ης. Ο λαός με την ψήφο του τού ανέθεσε την ~ της διακυβέρνησης. Ο διευθυντής φέρει την ~ της εφαρμογής του προγράμματος. Το ερευνητικό κέντρο είναι στην ~ του Υπουργείου ... (πβ. αρμοδιότητα, καθήκον, χρέος). Από μικρή φορτώθηκε με πολλές ~ες.|| Νόμος περί ~ης υπουργών (βλ. ανεύθυνο). Νομική ~ (: αστική, πειθαρχική, ποινική). Βλ. δικαίωμα. 2. ενοχή, υπαιτιότητα: Αρνήθηκαν κάθε ~. Διενεργείται έρευνα για απόδοση ~ών. Ανέλαβε/παραδέχτηκε τις ~ες του. Έχει την ~/τεράστιες ~ες για τα λάθη που έγιναν. Ο ένας ρίχνει την ~/το μπαλάκι των ~ών στον άλλο. Αυτός φέρει ~. Του απέδωσαν/καταλόγισαν την ~ για ... Μετέθεσε τις ~ες στους ανωτέρους της. Απέσεισε από πάνω του τις ~ες (πβ. νίπτω τας χείρας μου). Αποποιήθηκε κάθε ευθύνη/τις ευθύνες του (συχνότ. εσφαλμ. των ευθυνών του). Απεκδύθηκε κάθε ~ης/~η της εταιρείας για ...|| Αποποίηση ~ών. Περιορισμός ~ης. Πβ. φταίξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (όλο) το βάρος της ευθύνης: κάθε υποχρέωση και καθήκον που απορρέει από κάτι: Επωμίστηκε ~ ~ μόνος του. Έριξαν ~ ~ για το τραγικό συμβάν στους αρμοδίους., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών (+ για/+ γεν.): δημόσια παραδοχή από κάποιον ότι είναι υπεύθυνος για κάτι: ~ ~ για τις βομβιστικές επιθέσεις (από την τρομοκρατική οργάνωση). Απαιτείται ~ πολιτικών ευθυνών., εταιρική κοινωνική ευθύνη (ακρ. ΕΚΕ) & (συχνότ.) εταιρική υπευθυνότητα: οικειοθελής δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, πέρα από νομοθετικές επιταγές και κερδοφορία, σε πρακτικές που προάγουν το κοινό συμφέρον: ~ ~ των ΜΜΕ. ~ ~ και πολιτιστική κληρονομιά. Η ~ ~ συνδέεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της απασχόλησης. Δείκτης ~ ~. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη. [< αγγλ. corporate social responsibility (CSR), δεκαετία '90] , συλλογική ευθύνη: τα μέλη μιας ομάδας θεωρούνται συνυπεύθυνα για πράξη που διέπραξε ένα τουλάχιστον από αυτά: Όλοι έχουμε ~ ~ απέναντι στη φύση., αλληλέγγυα ευθύνη βλ. αλληλέγγυος, άμοιρος ευθυνών βλ. άμοιρος, αστική ευθύνη βλ. αστικός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης βλ. εταιρεία & εταιρία, μερίδιο ευθύνης βλ. μερίδιο ● ΦΡ.: (με) ιδία ευθύνη (λόγ.): με ευθύνη του ίδιου του προσώπου: Η χρήση της ιστοσελίδας γίνεται ~ ~., αναζητώ/ζητώ ευθύνες: απαιτώ από κάποιον να απολογηθεί για τις πράξεις, τη συμπεριφορά του: Ο υπουργός ζήτησε ~ από την κατασκευάστρια εταιρεία για τις κακοτεχνίες. Αναζητούνται ~ για το ναυάγιο., με (την) ευθύνη/(λόγ.) υπό την ευθύνη/υπ' ευθύνη (κάποιου): όντας υπεύθυνος: Τα γραπτά φυλάσσονται ~ ~ του εξεταστή για δύο εξάμηνα. Οι εργασίες συνεχίζονται ~ ~ των τοπικών Αρχών. Το ιατρείο έχει ~ ~ (= επιβλέπει, παρακολουθεί) του μεγάλο αριθμό νεφροπαθών., προ/ενώπιον των ευθυνών (λόγ.): αντιμέτωπος με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα: Ήρθε προ ~ του. Το άρθρο έφερε τους αρμοδίους ~ ~ τους. Σύντομα όλοι θα βρεθούν ~ ~ τους., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον βλ. επιρρίπτω, θέτω κάποιον προ των ευθυνών (του) βλ. θέτω [< μτγν. εὐθύνη, αρχ. εὔθηνα ‘έλεγχος, απολογισμός, κατηγορία για κατάχρηση’, γαλλ. responsabilité]
κάρτα κάρ-τα ουσ. (θηλ.) {καρτ-ών} 1. δελτίο από σκληρό χαρτί ή πλαστικό που φέρει συνήθ. τα στοιχεία του κατόχου του, πιστοποιώντας την ταυτότητά του ή παρέχοντάς του κάποιο δικαίωμα: διαφημιστική/εκπτωτική/επαγγελματική/ταξιδιωτική ~. Μειωμένη/μηνιαία/προσωποποιημένη ~ απεριορίστων διαδρομών για όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (βλ. πάσο). Ευρωπαϊκή ~ ασφάλισης ασθένειας. Ισόβια/προσωρινή ~ αναπηρίας. ~ αλληλεγγύης/ανεργίας/αποδείξεων/εργασίας/σίτισης. ~ νέων. ~ες επισκεπτηρίου (= μπιλιέτα). Έκδοση ~ας. Σας αφήνω την ~ μου με το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή μου. 2. (ειδικότ.) μικρό ορθογώνιο κομμάτι από πλαστικό, με μηχανικά αναγνώσιμα δεδομένα για ποικίλες χρήσεις: τραπεζική ~. Βλ. φορο~.|| ~ θορύβου (: για δίκυκλα και τρίκυκλα).|| (με προπληρωμένο χρόνο ομιλίας:) Τηλεφωνική ~. (για κινητό) ~ ανανέωσης (χρόνου ομιλίας). (συνεκδ.) Δεν έχω πολλή ~ (= δεν μου μένουν πολλές μονάδες). Υπόλοιπο ~ας. Πβ. τηλε~, χρονο~.|| ~ δώρου (= δωρο~· βλ. κουπόνι). Βλ. τσιπ. 3. (ειδικότ.) κομμάτι από χοντρό χαρτί, εικονογραφημένο και διπλωμένο στα δύο, που φέρει μήνυμα και αποστέλλεται ή δίνεται σε κάποιον, συνήθ. σε ειδικές περιστάσεις: αναμνηστική/εορταστική/ευχαριστήρια/ευχετήρια/πασχαλινή/ταχυδρομική (= καρτ ποστάλ)/χριστουγεννιάτικη ~. Ανθοδέσμη/δώρο με ~. Έλαβε ~ για τα γενέθλιά της (= ~ γενεθλίων)/τον καινούργιο χρόνο/ταχεία ανάρρωση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Ηλεκτρονική ~. 4. ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα με αποθηκευμένες πληροφορίες ή ηλεκτρονικό κύκλωμα που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρέχοντάς του πρόσθετες δυνατότητες: ~ βίντεο/δικτύου/ήχου/οθόνης. Ενσωματωμένη ~ ραδιοφώνου/τηλεόρασης. 5. τραπουλόχαρτο. ● Υποκ.: καρτούλα (η) & καρτάκι (το): κυρ. στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων: αυτή που πιστοποιεί ότι ένα όχημα εκπέμπει καυσαέρια που δεν υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια., κάρτα SIM: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική κάρτα με μικροεπεξεργαστή για αποθήκευση των στοιχείων αναγνώρισης του συνδρομητή και μνήμη για αποθήκευση μηνυμάτων και επαφών καθώς και για εκτέλεση ποικίλων άλλων εφαρμογών: ~ ~ κινητού. Πρόσβαση στην ~ ~ μέσω κωδικού PIN. [< αγγλ. Subscriber Identity Module (SIM) card, 1989] , κάρτα αναλήψεων/μετρητών: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από τράπεζα και επιτρέπει στον κάτοχό της κυρ. την ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. cash card, 1967] , κάρτα διαρκείας: η οποία παρέχει για ορισμένη χρονική περίοδο ελεύθερη είσοδο σε αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: ~ ~ για τα ματς του ... Διατίθενται/κυκλοφόρησαν οι ~ες ~. ΣΥΝ. εισιτήριο διαρκείας.|| ~ες ~ για το φεστιβάλ., κάρτα επέκτασης: ΠΛΗΡΟΦ. που μπορεί να προσαρμοστεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και να αυξήσει τις δυνατότητές του: ~ ~ μνήμης. ~ ~ που μετατρέπει αναλογικά σήματα σε ψηφιακή μορφή. [< αγγλ. expansion card, 1982] , κάρτα μέλους: που εξασφαλίζει στον κάτοχό της δικαίωμα πρόσβασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες ή συμμετοχής σε δραστηριότητα: ~ ~ της βιβλιοθήκης/της λέσχης/του συλλόγου., κάρτα μνήμης: ΠΛΗΡΟΦ. εξωτερική κάρτα αποθήκευσης δεδομένων, μεγάλης συνήθ. χωρητικότητας: αφαιρούμενη/ψηφιακή ~ ~. ~ ~ κινητού τηλεφώνου/συσκευής. ~ ~ βίντεο/MP3/φωτογραφιών. Θύρα/υποδοχή για ~ ~. Πβ. μνήμη RAM.|| Εσωτερική ~ ~ (= ενσωματωμένη). Πβ. σκληρός δίσκος. [< αγγλ. memory card, 1974] , κάρτα-κλειδί: ηλεκτρονική κάρτα που λειτουργεί ως κλειδί για το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας ή για την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση συστημάτων, συσκευών και μηχανημάτων: μαγνητική ~ ~. ~ ~ ξενοδοχείου. [< αγγλ. key-card] , κίτρινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. στο βόλεϊ) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για αρκετά σοβαρό (ή κατ' εξακολούθηση) παράπτωμα· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή στον αθλητή: Δέχτηκε/πήρε ~ ~ για αντιαθλητικό φάουλ/διαμαρτυρία/σκληρό μαρκάρισμα. Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με ~ ~, γιατί έπιασε την μπάλα με τα χέρια. Αποβλήθηκε με δεύτερη ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ έβγαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα λόγω καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων. [< αγγλ. yellow card, 1976] , κόκκινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για πολύ σοβαρό παράπτωμα και σημαίνει την αποβολή του αθλητή από τον συγκεκριμένο αγώνα και την απουσία του από ένα ή περισσότερα παιχνίδια της ομάδας του για την ίδια συνήθ. διοργάνωση· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή που επιβάλλει: ~ ~ για χτύπημα εκτός φάσης. Αποβολή με απευθείας ~ ~ (: δηλ. όχι με δύο κίτρινες). Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με/πήρε ~ ~.|| (μτφ.) Ο διευθυντής του έβγαλε ~ ~ (= τον απέλυσε). [< αγγλ. red card, 1976] , λευκή κάρτα: αυτή που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε πρόσφυγες, μέχρι να ξεκινήσουν τη διαδικασία για τη λήψη της αντίστοιχης ροζ, για να εξασφαλίσουν την προσωρινή διαμονή τους στη χώρα., μαγνητική κάρτα: ΤΕΧΝΟΛ. κάθε πλαστική κάρτα με ενσωματωμένη μαγνητική ταινία που φέρει αποθηκευμένα προσωπικά ή άλλα δεδομένα: ~ ~ εισόδου/ελέγχου/πρόσβασης., μπλε κάρτα 1. επίσημη κάρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιτρέπει σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες να εργάζεται νόμιμα και να διαμένει σε αυτή για δύο χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Βλ. πράσινη κάρτα. 2. ΑΘΛ. διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής παίκτη σε ομάδα. [< 1: αγγλ. (EU) Blue Card, 2007] , πράσινη κάρτα 1. η οποία βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι αλλοδαπός μόνιμα εγκατεστημένος και νόμιμα εργαζόμενος σε μια χώρα· ειδικότ. κάρτα περιορισμένης χρονικής διάρκειας που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε οικονομικούς μετανάστες: ~ ~ εργασίας/παραμονής. Απέκτησε την πολυπόθητη ~ ~. Βλ. ταυτότητα. 2. απαιτούμενο δικαιολογητικό για ταξίδι στο εξωτερικό με αυτοκίνητο, το οποίο παρέχει διεθνή ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που ο οδηγός εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα: δελτίο αυτοκινητιστικής εξυπηρέτησης, διεθνές δίπλωμα οδήγησης, ~ ~, πολύπτυχο και σήμα εθνικότητας. Βλ. ΕΛΠΑ. [< 1: αμερικ. green card, 1969] , ροζ κάρτα: που χορηγείται από το ελληνικό κράτος στους αιτούντες πολιτικό άσυλο, παρέχοντάς τους το δικαίωμα προσωρινής παραμονής, έκδοσης άδειας εργασίας, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διαμονής σε κέντρα υποδοχής προσφύγων., κάρτα αναπηρίας βλ. αναπηρία, κάρτα γραφικών βλ. γραφικά, μητρική (κάρτα/πλακέτα) βλ. μητρικός1, πιστωτική (κάρτα) βλ. πιστωτικός, χρεωστική (κάρτα) βλ. χρεωστικός, χρυσή κάρτα βλ. χρυσός ● ΦΡ.: φάτσα κάρτα βλ. φάτσα, χτυπάω κάρτα βλ. χτυπώ [< 1-3: ιταλ. carta 4: αγγλ. (sound, memory) card]
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
ναρκωτικό ναρ-κω-τι-κό ουσ. (ουδ.) 1. ΧΗΜ. {συνήθ. στον πληθ.} κάθε φυτική ή συνθετική ουσία, τοξική, εξαρτησιογόνος και ψυχοτρόπος, που προκαλεί αίσθημα ευφορίας, διέγερση, λήθαργο, παραισθήσεις ή τάση για ύπνο: βαριά/ήπια/ισχυρά/συνθετικά ~ά. Η κόλαση/μάστιγα των ~ών. Διακίνηση (βλ. βαποράκι)/κατάχρηση/κατοχή/λαθρεμπόριο/χρήση ~ών. Καρτέλ/κύκλωμα/(μεγαλ)έμποροι (βλ. ντίλερ) ~ών. Δίωξη ~ών. Υπό την επήρεια ~ών (= φτιαγμένος). Εθισμένος στα/εξαρτημένος από τα ~ά (= ναρκομανής· βλ. ουσιοεξάρτηση, σύνδρομο στέρησης). Απεξάρτηση από τα ~ά (= αποτοξίνωση· βλ. Ο.ΚΑ.ΝΑ., στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα). Μπλέχτηκε στα δίχτυα των ~ών/έπεσε στα ~ά. Παίρνει ~ά (βλ. μαστουρώνω, σνιφάρω, τριπάρω, τρυπιέμαι). Πέθανε από υπερβολική δόση ~ών. Πβ. ντρόγκα, πρέζα. Βλ. ναρκεμπόριο, ναρκέμπορος, ελ ες ντι, ηρωίνη, κοκαΐνη, χασίς. 2. (μτφ.) καθετί που προκαλεί εθισμό, εξάρτηση ή πνευματική αδράνεια: το ~ της εξουσίας/του καταναλωτισμού/του τζόγου. Η δουλειά είναι το ~ του. 3. ΦΑΡΜΑΚ. ουσία που προκαλεί νάρκωση ή οποιοδήποτε φάρμακο έχει ταυτόχρονα ηρεμιστικές και αναλγητικές ιδιότητες και η κατάχρησή του προκαλεί εθισμό. Βλ. αναισθητικό, αναλγητικά, βαρβιτουρικά, ηρεμιστικά, μορφίνη, υπνωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός, σκληρά ναρκωτικά βλ. σκληρός [< 1: αμερικ. narcotic, 1926 3: γαλλ. narcotique, αγγλ. ~]
σκληρότητα σκλη-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον σκληρό: η ~ του διαμαντιού/του εδάφους/μιας επιφάνειας/του μετάλλου. ~ νερού (: περιεκτικότητα σε άλατα). (ΧΗΜ.) Κλίμακα ~ας. Οδοντόβουρτσα με τρίχες μεσαίας ~ας. Ατσάλι/ορυκτό μεγάλης ~ας.|| (μτφ.) Αποτρόπαιη ~. Η ~ της καρδιάς/του χαρακτήρα του (ΑΝΤ. τρυφερότητα). Η αναλγησία και η ~ των ισχυρών (ΑΝΤ. ανθρωπιά, ευαισθησία). Συμπεριφέρθηκαν με ιδιαίτερη ~ (= σκληρά). Η ~ της ζωής/του πολέμου. Πβ. απανθρωπιά.|| (μτφ.) Λεκτική/φραστική ~. Η ~ των δηλώσεών/της κριτικής τους. Πβ. δριμ-, οξ-ύτητα, σφοδρότητα.|| (μτφ.) ~ του ήχου/κλίματος/φωτισμού. Πβ. σκληράδα, τραχύτητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. απαλότητα, μαλακότητα [< αρχ. σκληρότης, σκληρότητα, 17ος αι., γαλλ. dureté]
συναλλαγή συ-ναλ-λα-γή ουσ. (θηλ.) 1. ανταλλαγή χρημάτων, προϊόντων ή υπηρεσιών και γενικότ. κάθε μορφής οικονομική σχέση: ηλεκτρονική/παράνομη/τραπεζική/χρηματιστηριακή ~. Διεθνείς/διεπιχειρησιακές/εγχώριες/εμπορικές/ιδιωτικές/κτηματομεσιτικές/χρηματοπιστωτικές ~ές. Αξία/γνωστοποίηση/δαπάνες/διενέργεια/έλεγχος στοιχείων/ολοκλήρωση/όροι/τέλος ~ής. Ασφάλεια/αύξηση/κάρτα ~ών. ~ σε μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Το ωράριο ~ής του ταμείου είναι ... ΣΥΝ. δοσοληψία (1) 2. (μτφ.) οποιαδήποτε επικοινωνία ή σχέση συνάπτεται για ιδιοτελείς ή αθέμιτους σκοπούς και γενικότ. κάθε κοινωνική επαφή: αντικείμενο/προϊόν ~ής. Κομματική/πολιτική ~. Σκοτεινές/ύποπτες ~ές. Ο πλουτισμός του ήταν αποτέλεσμα ~ής με οικονομικούς παράγοντες. Πβ. αλισβερίσι, πάρε-δώσε. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκαθάριση (των) συναλλαγών βλ. εκκαθάριση, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών βλ. ευρωπαϊκός, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βλ. ισοζύγιο ● ΦΡ.: (πράγματα) εκτός συναλλαγής: ΝΟΜ. που είναι κοινά σε όλους και εξυπηρετούν δημόσιους σκοπούς: Τα λιμάνια και οι δρόμοι είναι ~ ~. [< 1: αρχ. συναλλαγή 2: γαλλ. transaction, αγγλ. traffic]
-φανής, ής, ές {-φανούς | -φανείς (ουδ. -φανή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά 1. φαίνεται να είναι αυτό που δείχνει η πρωτότυπη λέξη: αληθο~/δημοτικο~/πρωτο~.|| (μειωτ.) Σοβαρο~. 2. (κυρ. μτφ.) είναι φανερό, σαφές: εμ~/οφθαλμο~/πασι~/προ~.
χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ