αιώνιος, α, ο [αἰώνιος] αι-ώ-νι-ος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. αιωνία} 1. άχρονος, χωρίς αρχή και τέλος, που μένει ανέπαφος στο πέρασμα των αιώνων και δεν υπόκειται σε αλλαγές, που υπάρχει για πάντα: (ΘΕΟΛ.) ο ~ Θεός. Ο ~ κύκλος της ζωής και του θανάτου (: που διαρκεί εσαεί).|| ~α: αγάπη/ευγνωμοσύνη/νιότη. ~ες: αλήθειες. ~α: ιδανικά. ~α τιμή και δόξα στους νεκρούς του πολέμου. Το ~ο μήνυμα του ανθρωπισμού. Το ηλεκτρονικό κείμενο δεν υπόκειται στη φθορά, γίνεται σχεδόν ~ο (= άφθαρτο). Οι ~ες και σταθερές αρχές του Σύμπαντος. Οι ~ες αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Πβ. αέναος, αθάνατος, ακατάλυτος, διηνεκής, παντοτινός. ΑΝΤ. εφήμερος, πρόσκαιρος, προσωρινός 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που δεν σταματά, υπάρχει ή γίνεται διαρκώς, που παραμένει συνεχώς στην ίδια θέση ή κατάσταση ή χαρακτηρίζεται σταθερά από μια ιδιότητα, μόνιμος, ίδιος: ~ος: φαύλος κύκλος (της βίας)/φόβος (του θανάτου). ~α: αγάπη (= παντοτινή)/(ειρων.) βλακεία/γκρίνια. ~ο: επιχείρημα/κλισέ. ~οι: εχθροί (= προαιώνιοι, βλ. ~οι αντίπαλοι). ~α: βάσανα (= ατέλειωτα)/παράπονα. Ο φθόνος, το ~ο (= χαρακτηριστικό, σταθερό) μειονέκτημά του. Η ~α κατάρα του διχασμού. (υβριστ.) Οι ~οι γλείφτες. (οικ.-ειρων.) ~ γυναικάς (= αδιόρθωτος)/πρωταθλητής (= διαδοχικός, επί πολλά συναπτά έτη). 3. που έχει διαχρονική αξία ή πλούσια ιστορία· κλασικός, ανυπέρβλητος: ~α: μελωδία/ντίβα. ~ο: μνημείο/τραγούδι. Οι ~ες αξίες της κλασικής εποχής. Πβ. αθάνατος, απαράμιλλος, ιδεώδης, τέλειος. ● Ουσ.: αιώνιο (το) (λόγ.): η έλλειψη αρχής και τέλους στον χρόνο: Οι έννοιες του Απόλυτου, του ~ου και του Άπειρου ταιριάζουν στον Θεό. ● επίρρ.: αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια επιστροφή: ΦΙΛΟΣ. επανάληψη γεγονότων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Πβ. παλιγγενεσία. [< γαλλ. retour éternel] , αιώνιοι (αντίπαλοι): ΑΘΛ. (συνήθ. για αθλητικό σύλλογο, σπάν. για αθλητή) καθένας από τους δύο παραδοσιακούς-ιστορικούς (και κορυφαίους σε μια χώρα ή πόλη) διεκδικητές ενός τίτλου σε άθλημα: (ως ουσ.) Ακάθεκτοι οι ~ συνέχισαν την πορεία τους προς τον τίτλο., η αιώνια γυναίκα/το αιώνιο θηλυκό: που ασκεί έλξη και γοητεία στους άντρες (ανεξάρτητα από εποχές και πρότυπα). [< γαλλ. l' éternel féminin] , αιώνια ανάπαυση βλ. ανάπαυση, αιώνιο πρόβλημα βλ. πρόβλημα, αιώνιο πυρ βλ. πυρ, αιώνιο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, αιώνιος έφηβος βλ. έφηβος, έφηβη, αιώνιος ύπνος βλ. ύπνος, αιώνιος φοιτητής βλ. φοιτητής, φοιτήτρια, ερωτικό τρίγωνο βλ. τρίγωνο, η αιώνια πόλη βλ. πόλη, η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι ● ΦΡ.: αιωνία σου/του/της η μνήμη (ευχετ.): (σε επικήδειο λόγο, άρθρο) μακάρι να είναι παντοτινή η ανάμνηση του εκλιπόντος. Πβ. Θεός σχωρέσ' τον/την!, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή [< αρχ. αἰώνιος, γαλλ. éternel, perpétuel]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
συμπαράταξη συ-μπα-ρά-τα-ξη ουσ. (θηλ.): επίτευξη συνεργασίας κυρ. μεταξύ ομάδων για έναν κοινό σκοπό και συνεκδ. η συμμαχία που προκύπτει: αγωνιστική/δημοκρατική/λαϊκή ~. Συσπείρωση και ~ δυνάμεων σε επίκαιρα προβλήματα. Καλούμε τους πολίτες σε κοινωνική ~.|| Μια πλατιά ~ επιδιώκει να δώσει όραμα στην πόλη. Οι πολιτικές εξελίξεις ευνοούν ευρύτερες ~άξεις. Πβ. σύμπραξη, συνασπισμός. [< μτγν. συμπαράταξις]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ