Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5600-5620]


  • αντιπαθώ [ἀντιπαθῶ] α-ντι-πα-θώ ρ. (μτβ.) {αντιπαθ-είς ...| αντιπάθ-ησα}: νιώθω αντιπάθεια για κάποιον ή κάτι: Από τη συμπεριφορά του είναι ολοφάνερο ότι με ~εί. ~ τη δημοσιότητα/τον καπνό. Πβ. απεχθάνομαι, μισώ, σιχαίνομαι. ΑΝΤ. συμπαθώ (1) [< μτγν. ἀντιπαθῶ]
  • αντιπαιδαγωγικός , ή, ό [ἀντιπαιδαγωγικός] α-ντι-παι-δα-γω-γι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στα διδάγματα της παιδαγωγικής επιστήμης: ~ός: τρόπος διδασκαλίας. ~ή: συμπεριφορά. ~ά: βιβλία. ΑΝΤ. παιδαγωγικός
  • αντιπαλεύω [ἀντιπαλεύω] α-ντι-πα-λεύ-ω ρ. (μτβ.) {αντιπάλε-ψε, συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): αντιμάχομαι: ~ει/-εται την εκμετάλλευση/το κατεστημένο/τον ρατσισμό. Πβ. αντι-στρατεύομαι, -τάσσομαι, -τίθεμαι, πολεμώ. [< μτγν. ἀντιπαλαίω]
  • αντίπαλος , η, ο [ἀντίπαλος] α-ντί-πα-λος επίθ.: που αντιμάχεται, ανταγωνίζεται, πολεμά κάποιον ή κάτι: ~η: ιδεολογία/πλευρά (= αντίθετη, αντιτιθέμενη). ~οι: στρατοί. ~ες: δυνάμεις/συμμορίες. ~α: στρατόπεδα (ΣΥΝ. εχθρικά. ΑΝΤ. συμμαχικά).|| (ΑΘΛ.) ~ος: παίκτης (ΑΝΤ. συμπαίκτης). ~η: εστία/περιοχή. ~ες: ομάδες. ● Ουσ.: αντίπαλος (ο/η) {αντιπάλ-ου}: ανταγωνιστής: δύσκολος/επικίνδυνος/εύκολος/ισάξιος/ισχυρός ~. Η ανωτερότητα/η υπεροχή του ~ου. (λόγ.) Επικράτηση/νίκη επί του ~ου. Ιδεολογικοί/πολιτικοί ~οι (ΣΥΝ. εχθροί. ΑΝΤ. σύμμαχοι). Οι ~οι του καθεστώτος (ΑΝΤ. οπαδοί, υπέρμαχοι, υποστηρικτές). Επεισόδια/συγκρούσεις μεταξύ ~ων.|| (μτφ.) Είναι/παίζει χωρίς ~ο (: είναι ακαταμάχητος, ανίκητος).|| (λόγ.) Η ~ος (ενν. ομάδα) της Εθνικής μας. Πβ. αντίζηλος, πολέμιος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίπαλο(ν) δέος: ισοδύναμος ανταγωνιστής, εχθρός: Ευρώ, το ~ ~ του δολαρίου., αιώνιοι (αντίπαλοι) βλ. αιώνιος [< αρχ. ἀντίπαλος]
  • αντιπαλότητα [ἀντιπαλότητα] α-ντι-πα-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {αντιπαλοτήτ-ων}: ανταγωνισμός, σύγκρουση, αντιπαράθεση: αιώνια/θρησκευτική/ιδεολογική/πολιτική ~. Παραδοσιακή ~ μεταξύ των δύο ομάδων/ανάμεσα στις δύο ομάδες. Μίσος και ~ (πβ. εχθροπάθεια). Κλίμα/σχέση ~ας. ~ες, πάθη και εντάσεις. Επίλυση των ~ων. Πβ. αντιζηλία, διαμάχη, εχθρότητα. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. rivalité]
  • αντιπαραβάλλω [ἀντιπαραβάλλω] α-ντι-πα-ρα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {αντιπαρέβαλ-ε, αντιπαραβλ-ηθεί, αντιπαραβάλλ-οντας} 1. εξετάζω συγκρίνοντας: ~ έννοιες/όρους. Οι φωτοτυπίες θα ~ηθούν με τα πρωτότυπα. Πβ. αντιπαραθέτω, παρα-βάλλω, -λληλίζω. 2. αντιπροτείνω: ~ ως επιχείρημα/παράδειγμα. ~ει στη λογική το παράλογο. ΣΥΝ. αντιπαραθέτω (2), αντιπαρατάσσω (2), αντιτάσσω (1), αντιτείνω [< αρχ. ἀντιπαραβάλλω]
  • αντιπαραβολή [ἀντιπαραβολή] α-ντι-πα-ρα-βο-λή ουσ. (θηλ.): σύγκριση, αντιπαράθεση: ~ του πρωτότυπου κειμένου με αυτό της μετάφρασης. Κάνω ~/προβαίνω σε ~ (= αντιπαραβάλλω). Πβ. παραλληλισμός. ΣΥΝ. παραβολή (3) [< αρχ. ἀντιπαραβολή ‘ανταπάντηση σε διαφωνία’]
  • αντιπαραβολικός , ή, ό [ἀντιπαραβολικός] α-ντι-πα-ρα-βο-λι-κός επίθ.: που γίνεται με αντιπαραβολή ή αναφέρεται σε αυτή: ~ή: ανάλυση/εξέταση. Πβ. συγκριτικός. [< αγγλ. contrastive]
  • αντιπαραγωγικός , ή, ό [ἀντιπαραγωγικός] α-ντι-πα-ρα-γω-γι-κός επίθ.: που δεν αποδίδει, δεν παράγει (πολύ) έργο ή δεν έχει θετικά αποτελέσματα: ~ός: χρόνος εργασίας. ~ές: επενδύσεις (ΑΝΤ. κερδοφόρες). ΑΝΤ. αποδοτικός, παραγωγικός (2) [< αγγλ. counterproductive, 1959]
  • αντιπαράδειγμα [ἀντιπαράδειγμα] α-ντι-πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.): παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να ανατρέψει μια θεωρία, μια υπόθεση, έναν ισχυρισμό: Απαντώ με ~. Βλ. αντ-απάντηση, -επιχείρημα, αντιπρόταση. [< αγγλ. counterexample, 1957, γαλλ. contre exemple, 1957]
  • αντιπαράθεση [ἀντιπαράθεση] α-ντι-πα-ρά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφωνία, σύγκρουση: άγονη/γόνιμη/δημόσια/έντονη/οξεία/πολιτική/προεκλογική/σκληρή/τηλεοπτική ~. Εστία ~ης. Έχει έρθει σε ανοιχτή/ευθεία/πλήρη ~ με ... Κλιμακώνεται/οξύνεται η ~ μεταξύ κυβέρνησης και (αξιωματικής) αντιπολίτευσης. Πβ. αντίθεση, εναντιότητα. 2. σύγκριση: ~ ιδεών/προτάσεων. Πβ. αντι-διαστολή, -παραβολή, παραλληλισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατιωτική αντιπαράθεση: σύγκρουση στρατιωτικών δυνάμεων. [< γαλλ. affrontement militaire] ● ΦΡ.: κατ' αντιπαράθεση (λόγ.): σε αντίθεση, αντιπαραβολή: ~ ~ συζήτηση.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξέταση μαρτύρων. [< 1: γαλλ. confrontation 2: μτγν. ἀντιπαράθεσις]
  • αντιπαραθετικός , ή, ό [ἀντιπαραθετικός] α-ντι-πα-ρα-θε-τι-κός επίθ. 1. που συγκρίνεται με κάτι άλλο: ~ή: ανάλυση (π.χ. εικόνων, κειμένων). 2. που διαφωνεί, έρχεται σε αντίθεση με κάτι άλλο: ~ή: συζήτηση. ● επίρρ.: αντιπαραθετικά
  • αντιπαραθέτω [ἀντιπαραθέτω] α-ντι-πα-ρα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {αντιπαρέθε-σα, αντιπαρα-τέθηκα, -τιθέμενος, αντιπαραθέτ-οντας} (λόγ.) 1. παρουσιάζω κάτι, συγκρίνοντάς το με κάτι άλλο, συνήθ. για να εντοπιστούν οι διαφορές τους: ~ γεγονότα/δηλώσεις/θεωρίες/προτάσεις. Ο αρθογράφος ~ει τις πολιτικές θέσεις των δύο κομμάτων. Πβ. αντιπαραβάλλω. Βλ. παρα-βάλλω, -λληλίζω. 2. παραθέτω μια άλλη γνώμη, αντιπροτείνω: ~ επιχειρήματα. ΣΥΝ. αντιπαραβάλλω (2), αντιπαρατάσσω (2), αντιτάσσω (1), αντιτείνω ● Παθ.: αντιπαρατίθεμαι: εκφράζω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ: η φαντασία ~εται με/στη λογική. ~τέθηκε με σθένος στην κυβερνητική πολιτική. ~τιθέμενες: απόψεις. Πβ. αντι-τίθεμαι, -μάχομαι. [< αρχ. ἀντιπαρατίθημι]
  • αντιπαράλληλος , η, ο [ἀντιπαράλληλος] α-ντι-πα-ράλ-λη-λος επίθ.: που έχει παράλληλη διεύθυνση και αντίθετη φορά σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο: (ΦΥΣ.-ΜΑΘ.) ~α: διανύσματα.|| (ΒΙΟΧ.) ~ες αλυσίδες του DNA. [< μτγν. ἀντιπαράλληλος 'διπλός τροχαίος', γαλλ. antiparallèle, αγγλ. antiparallel]
  • αντιπαρασιτικός , ή, ό [ἀντιπαρασιτικός] α-ντι-πα-ρα-σι-τι-κός επίθ. 1. που καταπολεμά τα παράσιτα: ~ή: αγωγή (για ζώα). ~ό: κολάρο (σκύλου). ~ά: λουτρά/σαμπουάν. ΑΝΤ. παρασιτικός (1) 2. ΤΗΛΕΠ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που εμποδίζει την παραγωγή και διάδοση παρασίτων: ~ό: φίλτρο (ήχου). ~οί: πυκνωτές (: για μείωση των παρεμβολών από ηλεκτρικές συσκευές). ● Ουσ.: αντιπαρασιτικό (το) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΦΑΡΜΑΚ. ουσία, προϊόν ή συσκευή με αντίστοιχη δράση: ~ά, εντομοκτόνα και εντομοαπωθητικά. [< 1: γαλλ. antiparasitaire, αγγλ. antiparasitic 2: γαλλ. antiparasite, 1928]
  • αντιπαράσταση [ἀντιπαράσταση] α-ντι-πα-ρά-στα-ση ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: κατ' αντιπαράσταση & (σπάν.) σε αντιπαράσταση: ΝΟΜ. με ταυτόχρονη παρουσία και ακρόαση των διαδίκων, κατηγορουμένων, μαρτύρων: ~ ~ ανάκριση/κατάθεση. Βλ. κατ' αντιμωλία(ν). [< μτγν. ἀντιπαράστασις ‘ανταπάντηση’, γαλλ. confrontation]
  • αντιπαράταξη [ἀντιπαράταξη] α-ντι-πα-ρά-τα-ξη ουσ. (θηλ.): τοποθέτηση σε αντιμέτωπη θέση: ~ πολεμικών δυνάμεων. Γραμμή ~ης (πβ. μέτωπο, πρώτη γραμμή). Βλ. συμπαράταξη.|| (μτφ.) ~ επιχειρημάτων. Πβ. αντιπαράθεση. [< μτγν. ἀντιπαράταξις]
  • αντιπαρατάσσω [ἀντιπαρατάσσω] α-ντι-πα-ρα-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {αντιπαρέτα-ξα, αντιπαρατά-χθηκε (σπάν.) -χτηκε, αντιπαρατάσσ-οντας} ΣΥΝ. αντιτάσσω 1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι (συνήθ. στρατό) απέναντι σε κάποιον ή κάτι άλλο, ώστε να το(ν) αντιμετωπίσω: Ο λαός ~χθηκε στους εισβολείς (ΑΝΤ. συμπαρατάσσομαι, συντάσσομαι). 2. (μτφ.) προβάλλω, παρουσιάζω κάτι ως αντιπρόταση, αντιστάθμισμα: Στις γενικολογίες του αντιπάλου του ~ξε καίρια επιχειρήματα. ΣΥΝ. αντιπαραβάλλω (2), αντιπαραθέτω (2), αντιπροτείνω, αντιτείνω [< μτγν. ἀντιπαρατάσσω]
  • αντιπαρέρχομαι [ἀντιπαρέρχομαι] α-ντι-πα-ρέρ-χο-μαι ρ. (μτβ.) {αντιπαρήλθα, αντιπαρερχ-όμενος} (λόγ.) 1. προσπερνώ χωρίς να δίνω σημασία: ~ τις κατηγορίες/τα σχόλια/τους υπαινιγμούς του. ~όμενος το γεγονός ότι ... Επιτρέψτε μου να αντιπαρέλθω για την ώρα το θέμα αυτό. Πβ. αδιαφορώ, παραβλέπω. 2. παρακάμπτω, ξεπερνώ κάτι με επιδέξιο τρόπο: ~ έναν πειρασμό/ένα πρόβλημα. Πβ. υπερ-νικώ, -πηδώ. [< μτγν. ἀντιπαρέρχομαι]
  • αντιπαροχή [ἀντιπαροχή] α-ντι-πα-ρο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. σύμβαση κατά την οποία ιδιοκτήτης οικοπέδου παρέχει σε εργολάβο οικοδομών ή κατασκευαστική εταιρεία το δικαίωμα ανέγερσης σε αυτό πολυώροφης οικοδομής και λαμβάνει ως αντάλλαγμα ορισμένο αριθμό διαμερισμάτων: οικοδόμηση με ~. Προς πώληση ή ~. 2. παροχή ως αντάλλαγμα για κάποια άλλη: οικονομική/χρηματική ~. ~ υπηρεσιών. [< μεσν. αντιπαροχή, γερμ. Gegenleistung]

αιώνιος

αιώνιος, α, ο [αἰώνιος] αι-ώ-νι-ος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. αιωνία} 1. άχρονος, χωρίς αρχή και τέλος, που μένει ανέπαφος στο πέρασμα των αιώνων και δεν υπόκειται σε αλλαγές, που υπάρχει για πάντα: (ΘΕΟΛ.) ο ~ Θεός. Ο ~ κύκλος της ζωής και του θανάτου (: που διαρκεί εσαεί).|| ~α: αγάπη/ευγνωμοσύνη/νιότη. ~ες: αλήθειες. ~α: ιδανικά. ~α τιμή και δόξα στους νεκρούς του πολέμου. Το ~ο μήνυμα του ανθρωπισμού. Το ηλεκτρονικό κείμενο δεν υπόκειται στη φθορά, γίνεται σχεδόν ~ο (= άφθαρτο). Οι ~ες και σταθερές αρχές του Σύμπαντος. Οι ~ες αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Πβ. αέναος, αθάνατος, ακατάλυτος, διηνεκής, παντοτινός. ΑΝΤ. εφήμερος, πρόσκαιρος, προσωρινός 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που δεν σταματά, υπάρχει ή γίνεται διαρκώς, που παραμένει συνεχώς στην ίδια θέση ή κατάσταση ή χαρακτηρίζεται σταθερά από μια ιδιότητα, μόνιμος, ίδιος: ~ος: φαύλος κύκλος (της βίας)/φόβος (του θανάτου). ~α: αγάπη (= παντοτινή)/(ειρων.) βλακεία/γκρίνια. ~ο: επιχείρημα/κλισέ. ~οι: εχθροί (= προαιώνιοι, βλ. ~οι αντίπαλοι). ~α: βάσανα (= ατέλειωτα)/παράπονα. Ο φθόνος, το ~ο (= χαρακτηριστικό, σταθερό) μειονέκτημά του. Η ~α κατάρα του διχασμού. (υβριστ.) Οι ~οι γλείφτες. (οικ.-ειρων.) ~ γυναικάς (= αδιόρθωτος)/πρωταθλητής (= διαδοχικός, επί πολλά συναπτά έτη). 3. που έχει διαχρονική αξία ή πλούσια ιστορία· κλασικός, ανυπέρβλητος: ~α: μελωδία/ντίβα. ~ο: μνημείο/τραγούδι. Οι ~ες αξίες της κλασικής εποχής. Πβ. αθάνατος, απαράμιλλος, ιδεώδης, τέλειος. ● Ουσ.: αιώνιο (το) (λόγ.): η έλλειψη αρχής και τέλους στον χρόνο: Οι έννοιες του Απόλυτου, του ~ου και του Άπειρου ταιριάζουν στον Θεό. ● επίρρ.: αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια επιστροφή: ΦΙΛΟΣ. επανάληψη γεγονότων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Πβ. παλιγγενεσία. [< γαλλ. retour éternel] , αιώνιοι (αντίπαλοι): ΑΘΛ. (συνήθ. για αθλητικό σύλλογο, σπάν. για αθλητή) καθένας από τους δύο παραδοσιακούς-ιστορικούς (και κορυφαίους σε μια χώρα ή πόλη) διεκδικητές ενός τίτλου σε άθλημα: (ως ουσ.) Ακάθεκτοι οι ~ συνέχισαν την πορεία τους προς τον τίτλο., η αιώνια γυναίκα/το αιώνιο θηλυκό: που ασκεί έλξη και γοητεία στους άντρες (ανεξάρτητα από εποχές και πρότυπα). [< γαλλ. l' éternel féminin] , αιώνια ανάπαυση βλ. ανάπαυση, αιώνιο πρόβλημα βλ. πρόβλημα, αιώνιο πυρ βλ. πυρ, αιώνιο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, αιώνιος έφηβος βλ. έφηβος, έφηβη, αιώνιος ύπνος βλ. ύπνος, αιώνιος φοιτητής βλ. φοιτητής, φοιτήτρια, ερωτικό τρίγωνο βλ. τρίγωνο, η αιώνια πόλη βλ. πόλη, η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι ● ΦΡ.: αιωνία σου/του/της η μνήμη (ευχετ.): (σε επικήδειο λόγο, άρθρο) μακάρι να είναι παντοτινή η ανάμνηση του εκλιπόντος. Πβ. Θεός σχωρέσ' τον/την!, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή [< αρχ. αἰώνιος, γαλλ. éternel, perpétuel]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

συμπαράταξη

συμπαράταξη συ-μπα-ρά-τα-ξη ουσ. (θηλ.): επίτευξη συνεργασίας κυρ. μεταξύ ομάδων για έναν κοινό σκοπό και συνεκδ. η συμμαχία που προκύπτει: αγωνιστική/δημοκρατική/λαϊκή ~. Συσπείρωση και ~ δυνάμεων σε επίκαιρα προβλήματα. Καλούμε τους πολίτες σε κοινωνική ~.|| Μια πλατιά ~ επιδιώκει να δώσει όραμα στην πόλη. Οι πολιτικές εξελίξεις ευνοούν ευρύτερες ~άξεις. Πβ. σύμπραξη, συνασπισμός. [< μτγν. συμπαράταξις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.