Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5640-5660]


  • αντιπολιτεύομαι [ἀντιπολιτεύομαι] α-ντι-πο-λι-τεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {αντιπολιτεύ-τηκε (λόγ. -θηκε), συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. ασκώ αντιπολίτευση, συνήθ. ως προς αυτόν που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας κάποιου θεσμού (κυβέρνησης, σωματείου). ΑΝΤ. συμπολιτεύομαι 2. (μτφ.) αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι: Υπονομεύει και ~εται την προσπάθειά μου. [< αρχ. ἀντιπολιτεύομαι ‘είμαι στην αντιπολίτευση’]
  • αντιπολιτευόμενος , η, ο [ἀντιπολιτευόμενος] α-ντι-πο-λι-τευ-ό-με-νος επίθ.: που ασκεί αντιπολίτευση: ~ος: Τύπος. ~η: εφημερίδα. ~ο: κόμμα. Πβ. αντι-κυβερνητικός, -πολιτευτικός.|| (ως ουσ.) Κυβερνώντες και ~οι. ΑΝΤ. συμπολιτευόμενος, φιλοκυβερνητικός
  • αντιπολίτευση [ἀντιπολίτευση] α-ντι-πο-λί-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ. οι πολιτικές δυνάμεις, τα κόμματα που αντιτίθενται στην κυβέρνηση και γενικότ. η αντίπαλη δύναμη κάποιας ηγεσίας: (εξω)κοινοβουλευτική/μείζων (: η ισχυρότερη παράταξη της αντιπολίτευσης)/ελάσσων (: το σύνολο των αντιπολιτευόμενων παρατάξεων εκτός της μείζονος ~ης) ~. Ο αρχηγός της ~ης. Πέρασε στην ~. Σύσσωμη η ~ επικρίνει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. ΑΝΤ. συμπολίτευση 2. ενέργεια που εναντιώνεται στην κυρίαρχη πολιτική γραμμή, συνήθ. της κυβέρνησης: δυναμική/εποικοδομητική/εσωκομματική/σκληρή ~. Ασκώ/κάνω ~. Πβ. αντίπραξη. ● ΣΥΜΠΛ.: αξιωματική αντιπολίτευση: ΠΟΛΙΤ. το δεύτερο σε δύναμη κόμμα της Βουλής. [< γαλλ. opposition]
  • αντιπολιτευτικός , ή, ό [ἀντιπολιτευτικός] α-ντι-πο-λι-τευ-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αντιπολίτευση ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: συνασπισμός/τύπος (πβ. αντιπολιτευόμενος). ~ή: γραμμή/δράση/κριτικήρητορική/τακτική. ~ό: μέτωπο. ~ά: πυρά. Ανέβηκαν οι ~οί τόνοι. ΑΝΤ. φιλοκυβερνητικός [< γαλλ. oppositionnel]
  • αντιπολιτικός , ή, ό [ἀντιπολιτικός] α-ντι-πο-λι-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στην πολιτική, κυρ. τη δημοκρατική: γενικό ~ό κλίμα και αμφισβήτηση θεσμών. Βλ. απολιτικός. [< γαλλ. anti-politique, αγγλ. antipolitical]
  • αντιπραγματισμός [ἀντιπραγματισμός] α-ντι-πραγ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. άμεση ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών χωρίς χρήματα. Πβ. ανταλλακτικό εμπόριο. Βλ. σε είδος.
  • αντίπραξη [ἀντίπραξη] α-ντί-πρα-ξη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): πράξη που στοχεύει στην ανατροπή άλλης: οργανωμένη ~. Κάνω ~ σε κάποιον/κάτι. Πβ. αντενέργεια, αντίδραση, εναντίωση. Βλ. σύμπραξη. [< μτγν. ἀντίπραξις]
  • αντιπραξικόπημα [ἀντιπραξικόπημα] α-ντι-πρα-ξι-κό-πη-μα ουσ. (ουδ.): πραξικόπημα που αποσκοπεί στην ανατροπή καθεστώτος, το οποίο κατέλαβε την εξουσία με άλλο πραξικόπημα: στρατιωτικό ~. [< πβ.αγγλ. countercoup]
  • αντιπροεδρία [ἀντιπροεδρία] α-ντι-προ-ε-δρί-α ουσ. (θηλ.): το αξίωμα ή συνεκδ. η θητεία του αντιπροέδρου: ανάληψη της ~ας. Εκλογή στη θέση της ~ας. Υποψήφιος για την ~. (Κατ)έχει/του ανατέθηκε η ~ του κόμματος/συμβουλίου. Παραιτήθηκε από την ~. Βλ. προεδρία. [< γαλλ. vice-présidence]
  • αντιπρόεδρος [ἀντιπρόεδρος] α-ντι-πρό-ε-δρος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που είναι δεύτερο στην ιεραρχία μετά τον πρόεδρο: πρώην/τέως ~. ~ της Βουλής/της εταιρείας/του κόμματος/της κυβέρνησης/του συλλόγου. Ανέλαβε/διετέλεσε ~. Προήχθη σε ~ο του Αρείου Πάγου. Παραιτήθηκε ο ~ ... Αποχώρηση/εκλογή/θητεία (του) ~έδρου. [< γαλλ. vice-président, γερμ. Vizepräsident]
  • αντιπροπαγάνδα [ἀντιπροπαγάνδα] α-ντι-προ-πα-γάν-δα ουσ. (θηλ.): προπαγάνδα η οποία στοχεύει στην εξουδετέρωση άλλης προπαγάνδας.[< γαλλ. contre-ropagande, 1931]
  • αντιπρόπερσι [ἀντιπρόπερσι] α-ντι-πρό-περ-σι επίρρ.: τρία χρόνια πριν. Βλ. πέρσι, πρόπερσι, φέτος, του χρόνου.
  • αντιπροσφέρω [ἀντιπροσφέρω] α-ντι-προ-σφέ-ρω ρ. (μτβ.) {αντιπροσέφερα}: ανταποδίδω προσφορά που μου έγινε: ~ αγάπη/δώρα. [< αρχ. ἀντιπροσφέρω]
  • αντιπροσφορά [ἀντιπροσφορά] α-ντι-προ-σφο-ρά ουσ. (θηλ.): προσφορά που ανταγωνίζεται άλλη: απόρριψη/υποβολή ~άς. Κάνω ~. Δεν θα γίνει δεκτή καμία ~. [< γαλλ. contre-offre]
  • αντιπροσωπεία [ἀντιπροσωπεία] α-ντι-προ-σω-πεί-α ουσ. (θηλ.) & αντιπροσωπία 1. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων που ενεργούν ως αντιπρόσωποι άλλων για συγκεκριμένο σκοπό: διεθνής/ελληνική/μόνιμη/στρατιωτική/τριμελής ~. ~ εργαζομένων/της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Συνάντηση με ~ της ΓΣΕΕ. Η ~ θα μεταβεί ... ΣΥΝ. αποστολή (3) 2. εκπροσώπηση εταιρείας για τη διάθεση των προϊόντων της και συνεκδ. η επιχείρηση που την αναλαμβάνει: αποκλειστική/εμπορική/επίσημη ~. ~ αυτοκινήτων/γεωργικών μηχανημάτων/υποδημάτων. Εργάζεται σε ~ φαρμάκων. ~ες-εισαγωγές-εμπόριο. Πβ. αντιπροσώπευση. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική αντιπροσωπεία: η Βουλή, το κοινοβούλιο μιας χώρας. [< γαλλ. Assemblée nationale] , διπλωματική αποστολή/αντιπροσωπεία βλ. διπλωματικός [< γαλλ. représentation]
  • αντιπροσώπευση [ἀντιπροσώπευση] α-ντι-προ-σώ-πευ-ση ουσ. (θηλ.): ανάληψη του ρόλου του αντιπροσώπου, εκπροσώπηση: δικαστική/εμπορική/νομική (πβ. πληρεξουσιότητα) ~. Αποκλειστική ~ των προϊόντων μιας εταιρείας στο εξωτερικό (πβ. αντιπροσωπεία). Δικαίωμα/σύμβαση ~ης.|| ~ θρησκευτικών ομάδων/μεταναστών/των πολιτών στη Βουλή. Φορείς ~ης εργοδοτών-εργαζομένων.|| (ΠΟΛΙΤ.) Η αρχή της ~ης. Το σύστημα της αναλογικής ~ης. Δημοκρατικοί θεσμοί ~ης. [< γαλλ. représentation]
  • αντιπροσωπευτικός , ή, ό [ἀντιπροσωπευτικός] α-ντι-προ-σω-πευ-τι-κός επίθ. 1. που εμφανίζει, συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου: ~ός: τύπος. ~ή: εικόνα/προσωπικότητα (πβ. εμβληματικός). ~ό: παράδειγμα. ~ά: κείμενα. Ζωγράφος ~ της εποχής του. ~ά έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Το ~ότερο άλμπουμ του συγκροτήματος. Πβ. χαρακτηριστικός. 2. που αντιπροσωπεύει κάποιον ή κάτι: ~ός: φορέας. ~ό: γραφείο. ~ά: όργανα. (ΠΟΛΙΤ.) ~ά: σώματα (: βουλή, γερουσία). ● επίρρ.: αντιπροσωπευτικά ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπροσωπευτικό συγκρότημα: ΑΘΛ. Εθνική Ομάδα: Το ~ μας ~. [< αγγλ. representative team] , αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία βλ. δημοκρατία, αντιπροσωπευτικό δείγμα βλ. δείγμα [< γαλλ. représentatif]
  • αντιπροσωπευτικότητα [ἀντιπροσωπευτικότητα] α-ντι-προ-σω-πευ-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αντιπροσωπευτικού: υψηλή/χαμηλή ~. Η ~ των αιρετών διοικητικών οργάνων/πολιτικών κομμάτων στη Βουλή. Πβ. αντιπροσώπευση.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ ενός δείγματος. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. représentativité, 1954]
  • αντιπροσωπεύω [ἀντιπροσωπεύω] α-ντι-προ-σω-πεύ-ω ρ. (μτβ.) {αντιπροσώπευ-σα, -σει, -θηκε κ. -τηκε, -θεί κ. -τεί, -οντας, -όμενος, (σπάν.) -μένος} 1. είμαι εξουσιοδοτημένος να ενεργώ ως αντιπρόσωπος: ~ει την οργάνωση. Ως σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών ~σε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή συνέδρια. Η εταιρεία ~εται από ... Ο ~όμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον πληρεξούσιο. ΣΥΝ. εκπροσωπώ (1) 2. εκφράζω: Ποιο είδος μουσικής σας ~ει; 3. αντιστοιχώ με κάτι, συμβολίζω: Μετοχές που ~ουν ποσό άνω των 8 δις ευρώ. Τα εικονίδια στην επιφάνεια εργασίας του Η/Υ ~ουν προγράμματα ή λειτουργίες. 4. αποτελώ, συνιστώ: H θέρμανση ~ει το ...% του συνόλου της ενέργειας που καταναλώνουν τα κτίρια. [< μεσν. αντιπροσωπεύω, γαλλ. représenter]
  • αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]

απολιτικός

απολιτικός, ή, ό [ἀπολιτικός] α-πο-λι-τι-κός επίθ. & (προφ.) απολίτικος & απολιτίκ: που χαρακτηρίζεται από ουδετερότητα, αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: ~ή: στάση/συμπεριφορά. Άχρωμη και ~ή εκλογική αναμέτρηση. [< μτγν. ἀπολιτικός 'ακατάλληλος για δημόσιες θέσεις', αγγλ. apolitical, 1919, γαλλ. apolitique, 1926]

δείγμα

δείγμα [δεῖγμα] δείγ-μα ουσ. (ουδ.) {δείγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μικρό μέρος ενός συνόλου που δίνει αντιπροσωπευτική εικόνα του: (επιστ.) εργαστηριακό/κλινικό ~. ~ αίματος/νερού/ούρων. Λήψη ~ατος (= δειγματοληψία). ~ προς ανάλυση/υπό εξέταση. Βρέθηκε θετικό ~ σε έλεγχο ντόπινγκ. Πβ. δοκίμιο.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Πληθυσμιακό/σταθμισμένο ~. ~ ατόμων/εργαζομένων/καταναλωτών/ψηφοφόρων. Κατανομή ~ατος. Το ~ περιλαμβάνει … || ~ατα υφασμάτων/χρωμάτων. Βλ. δειγματολόγιο.|| ~ δωρεάν (: για μικρή ποσότητα προϊόντος που προσφέρεται για διαφημιστικούς λόγους).|| Παρουσίασε ~ της τελευταίας δισκογραφικής του δουλειάς. Βλ. παράδειγμα. 2. {κυρ. στον εν.} ένδειξη, σημάδι: ~ αδιαφορίας/ευγνωμοσύνης/καλής θέλησης/κοινωνικής ευαισθησίας/παρακμής. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπροσωπευτικό δείγμα: ΣΤΑΤΙΣΤ. που λαμβάνεται τυχαία από το υπό εξέταση πλήθος μιας στατιστικής έρευνας. [< αγγλ. representative sample, 1979] , δείγμα γραφής: απόσπασμα γραπτού λόγου που επιτρέπει την αξιολόγησή του· (συνήθ. κατ' επέκτ.) τεκμήριο χαρακτήρα, συμπεριφοράς, ικανοτήτων: ~ ~ από το νέο βιβλίο.|| Αρνητικό/θετικό/πρώτο ~ ~. Η συνέντευξή του αποτελεί ~ ~ ενός ανθρώπου με ισχυρή προσωπικότητα. Πβ. διαπιστευτήρια. ● ΦΡ.: δείγματος χάριν/χάρη (λόγ.): παραδείγματος χάριν., ούτε για δείγμα (εμφατ.): για δήλωση της έλλειψης ενός πράγματος: Λεφτά δεν υπάρχουν ~ ~. ΣΥΝ. ούτε για σημάδι. [< αρχ. δεῖγμα, γαλλ. échantillon]

δημοκρατία

δημοκρατία δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) {δημοκρατι-ών} 1. ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν άμεσα ή έμμεσα (μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων): αστική (βλ. καπιταλισμός)/σοσιαλιστική/συμμετοχική ~. Ανοιχτή/πλουραλιστική ~. Εχθρός/υπέρμαχος της ~ας. Κλονίζονται τα θεμέλια της ~ας. Η ανακήρυξη/αποκατάσταση/εγκαθίδρυση/εδραίωση/κατάλυση/κρίση/οικοδόμηση/υπονόμευση της ~ας. Έλλειμμα ~ας. Αγωνιστές της ~ας. Πβ. λαϊκή κυριαρχία. Βλ. αριστοκρατία, δεσποτεία, δικτατορία, μον-, ολιγ-αρχία, μετα~, σοσιαλ~, τηλε~, τυραννία, χριστιανο~.|| (καταχρ.) Θεοκρατική ~.|| (προφ., συνήθ. ελευθερία λόγου:) Αφήστε τον να πει τη γνώμη του, ~ δεν έχουμε; 2. (συνεκδ.) το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική/Κυπριακή ~. (ΙΣΤ.) Η Αθηναϊκή ~.|| Οι πρώην σοβιετικές ~ες.|| Ανεξάρτητες/αυτόνομες/δυτικές/φιλελεύθερες ~ες. 3. η περίοδος κατά την οποία επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα σε μία χώρα και η οποία αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση του Συντάγματος: η B'/Γ' Ελληνική ~. Η Ε' Γαλλική ~. Βλ. -κρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τους αντιπροσώπους του: Η ~ ~ διακρίνεται σε προεδρική και προεδρευόμενη. Βλ. ρεπουμπλικανισμός.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Η χώρα ανακηρύχθηκε ~ ~., άμεση δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται απευθείας από τον λαό: Η ~ ~ της αρχαίας Αθήνας. Βλ. δημοψήφισμα. [< γαλλ. démocratie directe] , ανελεύθερη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό καθεστώς το οποίο τυπικά είναι δημοκρατικό, στο πλαίσιο όμως του λαϊκισμού παραβιάζει συστηματικά τις δημοκρατικές αρχές [< αμερικ. illiberal democracy, 1997], αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία & αντιπροσωπευτικό σύστημα: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσω αιρετών αντιπροσώπων του λαού: H ~ ~ διακρίνεται σε αβασίλευτη και βασιλευόμενη. Πβ. κοινοβουλευτισμός. [< γαλλ. démocratie représentative] , βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίζει κληρονομικό βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα· συνεκδ. το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα., ηλεκτρονική δημοκρατία: χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) για την ενημέρωση και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων: ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ~ ~. Βλ. ηλεκτρονική ψηφοφορία. ΣΥΝ. τηλεδημοκρατία (1) [< αγγλ. electronic/e- democracy] , κοινοβουλευτική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με χαρακτηριστικά την άσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την περιορισμένη δικαιοδοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας: βασιλευόμενη/προεδρευόμενη ~ ~. ΣΥΝ. κοινοβουλευτισμός [< γαλλ. démocratie parlementaire] , λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία (κ. με κεφαλ. Λ, Δ): ΠΟΛΙΤ. μορφή πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα, κυρ. μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την επίδραση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας: ~ ~ της Κίνας/Κορέας (= Βόρεια Κορέα). Βλ. δικτατορία του προλεταριάτου, υπαρκτός σοσιαλισμός. [< γαλλ. république/démocratie populaire] , ομοσπονδιακή δημοκρατία: ομοσπονδιακό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: η ~ ~ της Γερμανίας.|| (το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Καθεστώς ~ής ~ας. [< αγγλ. Federal Republic, γαλλ. République fédérale] , προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση που έχει εκλέξει ο λαός, ενώ αρχηγός του κράτους, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται συνήθ. από το κοινοβούλιο: Η Ελλάδα έχει ~ ~.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) H χώρα ανακηρύχθηκε (σε) ~ ~., προεδρική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. [< γαλλ. démocratie présidentielle] , δημοκρατία της μπανανίας/μπανάνας βλ. μπανάνα, Προεδρία της Δημοκρατίας βλ. προεδρία, Πρόεδρος (της Δημοκρατίας) βλ. πρόεδρος [< αρχ. δημοκρατία, γαλλ. démocratie, αγγλ. democracy, γερμ. Demokratie]

διανομέας

διανομέας δι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]

διπλωματικός

διπλωματικός, ή, ό δι-πλω-μα-τι-κός επίθ. 1. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τους διπλωμάτες ή τη διπλωματία: ~ός: αγώνας/ακόλουθος/μαραθώνιος/σάκος/σύμβουλος/υπάλληλος. ~ή: αποτυχία/εκστρατεία/κινητικότητα/σταδιοδρομία/στρατηγική. ~ό: θρίλερ/παρασκήνιο. ~ές: σχέσεις (βλ. διεθνής). Εξομάλυνση/ομαλοποίηση των ~ών σχέσεων. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από διπλωματία: ~ός: ελιγμός. ~ή: απάντηση.|| ~ό: κόλπο/τέχνασμα. Πβ. πανούργος, πονηρός. 3. που σχετίζεται με τη διαδικασία απόκτησης διπλώματος: (σπάν.) ~ός: φοιτητής (: που βρίσκεται στο στάδιο εκπόνησης της ~ής εργασίας). 4. ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με τη διπλωματική. ● Ουσ.: διπλωματική (η): ΦΙΛΟΛ. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ηλικίας, της γνησιότητας και της αξίας επίσημων εγγράφων, συνήθ. αυτών που έχουν σωθεί σε παπύρους και χειρόγραφα. Βλ. παλαιογραφία. ● επίρρ.: διπλωματικά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική αποστολή/αντιπροσωπεία: σύνολο εκπροσώπων ενός κράτους σε ξένη χώρα με σκοπό τη διαπραγμάτευση ή προώθηση θέματος: άτυπη/διεθνής/έκτακτη/επίσημη ~ ~. Αναλαμβάνω/εκπληρώνω/εκτελώ (μία) ~ αποστολή. Βρίσκομαι/λαμβάνω μέρος σε ~ αποστολή.|| Εθνική ~ αντιπροσωπεία. Πβ. πρεσβεία., διπλωματική εργασία & (προφ.) διπλωματική (η): επιστημονική μελέτη που υποβάλλεται για την απόκτηση διπλώματος: Εκπονεί τη διπλωματική του ~. ΣΥΝ. πτυχιακή εργασία, διπλωματικό επεισόδιο: προσωρινή όξυνση των σχέσεων δύο χωρών εξαιτίας έκτακτου περιστατικού., Διπλωματικό Σώμα (ακρ. ΔΣ) & Διπλωματική Υπηρεσία: το σύνολο των διπλωματών ενός κράτους. [< γαλλ. Corps Diplomatique (CD)] , διπλωματική ασθένεια βλ. ασθένεια, διπλωματική ασυλία βλ. ασυλία, διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος ● ΦΡ.: μέσω/διά της διπλωματικής οδού (λόγ.): με κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες: Ενεργώ/ρυθμίζω κάτι ~ ~. Η λύση θα βρεθεί ~ ~. Ο χρόνος της επίσκεψης θα καθοριστεί ~ ~. [< γαλλ. diplomatique, αγγλ. diplomatic]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πέρσι

πέρσι βλ. πέρυσι

προεδρία

προεδρία προ-ε-δρί-α ουσ. (θηλ.): το αξίωμα, η θέση, η θητεία, τα καθήκοντα του προέδρου: ~ της Βουλής/της επιτροπής/της επιχείρησης/του κόμματος/του ομίλου/της ομοσπονδίας/του οργανισμού/της οργάνωσης/του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης/του σωματείου/της τράπεζας. Εκ περιτροπής/εναλλασσόμενη ~. Από κοινού ~ (= συμ~). Ανάληψη/τα ηνία/λήξη της ~ας. Διεκδικώ/(κατ)έχω την ~. Αναδεικνύομαι/διαδέχομαι κάποιον/εκλέγομαι στην ~. Παραιτούμαι από την ~. Υποψήφιος για την ~. Επί της ~ας του ... Συνεδρίαση υπό την ~ του υφυπουργού. Πβ. προεδριλίκι.|| (συνεκδ., ο πρόεδρος) Διαδοχικές/προηγούμενες ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: Προεδρία της Δημοκρατίας: ΠΟΛΙΤ. το ύπατο αξίωμα σε κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα, οι υπηρεσίες που το στηρίζουν και το μέγαρο στο οποίο στεγάζεται. [< αρχ. προεδρία ‘πρώτη θέση, εξουσία’, αξίωμα’, γαλλ. présidence]

-πρόσωπος

-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.

ΣΕ

ΣΕ 1. (η) Συντονιστική Επιτροπή. 2. (οι) Συνοδικές Επιτροπές.

σύμπραξη

σύμπραξη σύ-μπρα-ξη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συνεργασία ατόμων ή φορέων σε ένα έργο: αναπτυξιακή/διακρατική/εκλογική/εμπορική/καλλιτεχνική/κυβερνητική/οικονομική ~. ~ καινοτομίας/για την ειρήνη. ~ γραφείων/δημόσιου και ιδιωτικού τομέα/(πολιτικών) δυνάμεων/επιχειρήσεων/σχολείων. Πβ. συμμαχία, συμπαράταξη, συνασπισμός. [< μτγν. σύμπραξις 'βοήθεια, συνδρομή', αγγλ. partnership, γαλλ. partenariat, 1984]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.