Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6680-6700]


  • αποκομματικοποίηση [ἀποκομματικοποίηση] α-πο-κομ-μα-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): άρση του κομματισμού, διασφάλιση της ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών πέρα από κομματικά συμφέροντα: ~ της δημόσιας διοίκησης/του κράτους/της παιδείας. Βλ. αξιοκρατία. ΑΝΤ. κομματικοποίηση
  • αποκομμένος , η, ο [ἀποκομμένος] α-πο-κομ-μέ-νος επίθ. 1. (για πρόσ.) απομονωμένος: ~ από τους ανθρώπους/το περιβάλλον (πβ. αποξενωμένος). Ζει ~ (= αποτραβηγμένος) από τον κόσμο/την πραγματικότητα. 2. αποκλεισμένος εξαιτίας φυσικών ή τεχνητών εμποδίων: Οδικά δίκτυα/χωριά ~α λόγω της χιονόπτωσης. 3. ανεξάρτητος, χωριστός: Συμβάντα που εξετάζονται ~α από τα αίτια που τα προκάλεσαν. 4. που έχει αποσπαστεί από το σώμα στο οποίο ανήκει: ~α: δέντρα. ● επίρρ.: αποκομμένα [< μεσν. αποκομμένος 'αποτιμημένος']
  • αποκονίωση [ἀποκονίωση] α-πο-κο-νί-ω-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): απομάκρυνση της σκόνης από τον αέρα: ~ απαερίων/σιλό. Φίλτρα ~ης. [< γαλλ. dépoussiérage, 1908]
  • απόκοντα [ἀπόκοντα] α-πό-κο-ντα επίρρ. (λαϊκό): από κοντά: Πήγε κι αυτός ~.
  • αποκοπή [ἀποκοπή] α-πο-κο-πή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. απομάκρυνση, αφαίρεση τμήματος από το σώμα στο οποίο ανήκει: ~ δαχτύλου/μέλους. Μαρασμός και ~ φύλλων. Φωτογραφικό χαρτί με άκρο ~ής. Πβ. κοπή, κόψιμο.|| (ΜΑΘ.) ~ δεκαδικών ψηφίων. Σφάλμα ~ής (: γίνεται όταν μια πιο σύνθετη μαθηματική έκφραση αντικαθίσταται από μία απλούστερη). Βλ. στρογγυλοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ., εντολή απόσπασης επιλεγμένου τμήματος από την αρχική του θέση:) ~ αρχείου/κειμένου/στηλών. Κάνω (κλικ στο κουμπί) "~". Πβ. κατ. Βλ. αντι-, δια-γραφή, επικόλληση. 2. διακοπή, σταμάτημα· απομάκρυνση, απομόνωση: ~ της επικοινωνίας (περιοχών)/της κυκλοφορίας.|| (Βίαιη/πλήρης) ~ του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. ~ από την κοινωνία/την παράδοση/το παρελθόν/την πραγματικότητα/τις ρίζες.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ φορτίου (βλ. διακοπή ρεύματος). Φίλτρα ~ής (θορύβου/συχνοτήτων). 3. ΟΙΚΟΝ. αφαίρεση, περικοπή: (για μετοχές) ~ δικαιώματος (: παύει να ισχύει)/μερίσματος. Υποχρεωτικές/χρηματικές ~ές (π.χ. από τον μισθό για ασφαλιστικό ταμείο, αποζημίωση, αποπληρωμή δανείου· πβ. παρακράτηση). 4. ΓΡΑΜΜ. σίγηση του τελικού φωνήεντος μίας λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο της επόμενης: Η πρόθεση "από" παθαίνει ~ (απ' το). Βλ. αφαίρεση, έκθλιψη. ● ΦΡ.: κατ' αποκοπή(ν): με προσδιορισμό εκ των προτέρων της αμοιβής για ένα έργο ή της τιμής για μια ποσότητα αγαθών: ~ ~ τίμημα. Εργασία/πληρωμή ~ ~. Καταβολή ~ ~ ποσού ΦΠΑ. Μηνιαία, περιοδική ή ~ ~ αποζημίωση.|| (μτφ.) Παίρνω κάτι ~ ~ (: ασχολούμαι αποκλειστικά μαζί του). [< αρχ. ἀποκοπή, αγγλ. cut 4: μτγν. ἀποκοπή]
  • αποκόπτω [ἀποκόπτω] α-πο-κό-πτω ρ. (μτβ.) {απέκο-ψα, αποκό-ψει, αποκό-πηκα, αποκο-πεί, -μμένος, αποκόπτ-οντας} (επίσ.) & (λαϊκό) αποκόβω 1. αφαιρώ τμήμα από το σώμα στο οποίο ανήκει, κόβω: Με τον σεισμό το ακρωτήρι ~πηκε (= αποχωρίστηκε) από τη στεριά. Δεκάδες κλαδιά ~πηκαν από τα δέντρα. Έτοιμο να ~πεί παγόβουνο στην Ανταρκτική. 2. διακόπτω, σταματώ· απομακρύνω κάποιον, κάτι από κάπου, τον απομονώνω: Ο δρόμος (ανεφοδιασμού)/η επικοινωνία ~πηκε.|| Οι ανισόπεδοι κόμβοι ~ουν την πόλη από τη θάλασσα. Έχει ~πεί από τις δραστηριότητές του/το κοινωνικό σώμα/το παρελθόν του/την πραγματικότητα/τους φίλους του. 3. ΟΙΚΟΝ. αφαιρώ, περικόπτω: Η εισφορά/το ποσό/ο φόρος ~εται από τον μισθό (πβ. παρακρατώ). Το μέρισμα θα ~πεί και θα διανεμηθεί. Αναμένεται να ~πεί το δικαίωμα στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (: να πάψει να ισχύει). 4. (σπάν., στον τ. αποκόβω) απογαλακτίζω. ● Παθ.: αποκόπτεται: ΓΡΑΜΜ. (για φωνήεν στο τέλος λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο άλλης) παθαίνει αποκοπή. [< αρχ. ἀποκόπτω]
  • αποκορύφωμα [ἀποκορύφωμα] α-πο-κο-ρύ-φω-μα ουσ. (ουδ.): το ύψιστο σημείο, το ανώτατο όριο: το ~ της προσπάθειας (πβ. έπακρο). Το ~ της βραδιάς (πβ. κλου, χάιλαϊτ). Η γιορτή αποτέλεσε το ~ μιας σειράς εκδηλώσεων. (Βρισκόταν/είχε φτάσει) στο ~ της δόξας/σταδιοδρομίας του (πβ. απόγειο, ζενίθ, κολοφώνας, μεσουράνημα, πικ).|| (αρνητ. συνυποδ.) Το ~ της απάτης/του παραλογισμού (= το άκρον άωτον). ΣΥΝ. αποκορύφωση (1)
  • αποκορυφώνω [ἀποκορυφώνω] α-πο-κο-ρυ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {αποκορύφω-σε | -θηκε, -θεί, -μένος, κυρ. μεσοπαθ.} (λόγ.): οδηγώ στο αποκορύφωμα: ~θηκε το γλέντι. Την ημέρα που θα ~θούν οι εορτασμοί ... ΣΥΝ. κορυφώνω (1) ● Μτχ.: αποκορυφωμένος , η, ο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που έχει υποστεί αποκορύφωση: (μερικώς/ολικώς) ~α γαλακτοκομικά προϊόντα. Πβ. αποβουτυρωμένος. [< μτγν. ἀποκορυφῶ]
  • αποκορύφωση [ἀποκορύφωση] α-πο-κο-ρύ-φω-ση ουσ. (θηλ.) 1. αποκορύφωμα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αφαίρεση της κρέμας του γάλακτος κατά την επεξεργασία του, ώστε να είναι χαμηλό σε λιπαρά. Πβ. αποβουτύρωση. Βλ. κορυφολόγος. [< μεσν. αποκορύφωσις 'συγκέντρωση']
  • απόκοσμος , η, ο [ἀπόκοσμος] α-πό-κο-σμος επίθ. 1. που μοιάζει να προέρχεται από άλλο κόσμο, με αποτέλεσμα να προκαλεί μεταφυσική εμπειρία: ~η: ατμόσφαιρα/ηρεμία/ομορφιά/μουσική/σιωπή/φωνή. ~ο: μέρος/φως. ~ες: δυνάμεις/μορφές. ~α: πλάσματα. Ανατριχιαστικό/τρομακτικό και ~ο θέαμα. Το βλέμμα του έχει κάτι το σκοτεινό και ~ο. Πβ. αλλόκοτος, αφύσικος, μυστηριώδης, παράξενος. 2. (για πρόσ.) ακοινώνητος, αντικοινωνικός. Πβ. απόμακρος, μοναχικός. ΑΝΤ. κοσμικός (2) ● επίρρ.: απόκοσμα
  • αποκοτιά [ἀποκοτιά] α-πο-κο-τιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): παράτολμη συμπεριφορά, υπερβολικό θάρρος και συνεκδ. η αντίστοιχη πράξη: νεανική ~. Πβ. απερισκεψία.|| Πλήρωσε την ~ του. Κάνει ~ιές. [< μεσν. αποκοτιά]
  • απόκοτος , η, ο [ἀπόκοτος] α-πό-κο-τος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): παράτολμος, ριψοκίνδυνος. Πβ. απερίσκεπτος. [< μεσν. απόκοτος]
  • αποκούμπι [ἀποκούμπι] α-πο-κού-μπι ουσ. (ουδ.) (προφ.): βοήθεια, στήριγμα, καταφύγιο: ~ στις δύσκολες στιγμές. Βρήκε ~ και θαλπωρή στη γυναίκα του. Ο ξενώνας αποτελεί ~ για τους άπορους. Δεν έχω ανάγκη από ~ια. Πβ. αντιστύλι. [< μεσν. αποκουμπώ]
  • αποκρατικοποίηση [ἀποκρατικοποίηση] α-πο-κρα-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. ιδιωτικοποίηση: Διυπουργική Επιτροπή/πρόγραμμα ~ήσεων. ΑΝΤ. εθνικοποίηση (1), κρατικοποίηση [< γαλλ. dénationalisation, περ. 1950]
  • αποκρατικοποιώ [ἀποκρατικοποιῶ] α-πο-κρα-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποκρατικοποι-εί ... | αποκρατικοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} : ιδιωτικοποιώ. ΑΝΤ. εθνικοποιώ (1), κρατικοποιώ [< γαλλ. dénationaliser, 1918]
  • απόκρημνος , η, ο [ἀπόκρημνος] α-πό-κρη-μνος επίθ. (λόγ.): που είναι δύσκολο να τον προσεγγίσει, να τον διαβεί κάποιος: ~ος: γκρεμός/δρόμος. ~η: κορυφή/παραλία/τοποθεσία. ~ο: βουνό. ~ες: ακτές/πλαγιές (= απότομες)/χαράδρες. ~α: βράχια. Ορεινά και ~α μέρη. Πβ. δύσβατος, κρημνώδης.|| (ως ουσ.) Το ~ο της περιοχής. [< αρχ. ἀπόκρημνος]
  • Αποκριά [Ἀποκριά] Α-πο-κριά ουσ. (θηλ.) {Αποκριών (λόγ.) Απόκρεων, συνήθ. στον πληθ.} & Απόκρια & (λόγ.) Απόκρεω {άκλ.} (σπανιότ. με μικρό α): το διάστημα των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και ειδικότ. η τελευταία Κυριακή πριν από την Καθαρά Δευτέρα και την έναρξη της νηστείας της Σαρακοστής· κατ' επέκτ. οι εορτασμοί με μεταμφιέσεις και καρναβαλικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου: παραδοσιακή ~. Το (τελευταίο) σαββατοκύριακο/τριήμερο της ~άς/των ~ών. Τι θα ντυθείς τις Απόκριες (πβ. καρναβάλι);|| (ευχετ.) Καλή ~! ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή της Αποκριάς & (λόγ.) της/των Απόκρεω: ΕΚΚΛΗΣ. η Κυριακή της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου. Πβ. Κρεατινή., Μικρή Αποκριά 1. ανήμερα του Αποστόλου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), την επομένη της οποίας ξεκινά η νηστεία των σαράντα ημερών για τα Χριστούγεννα. 2. η Κυριακή της Αποκριάς. [< μεσν. Aποκριά, Απόκρεως]
  • αποκριάτικος , η, ο [ἀποκριάτικος] α-πο-κρι-ά-τι-κος επίθ.: που έχει σχέση με την Αποκριά: ~ος: χορός. ~η: αμφίεση/παρέλαση. ~ο: γλέντι/ξεφάντωμα/πάρτι. ~ες: μάσκες/στολές. ~α: άρματα/έθιμα/είδη/κοστούμια. Σε ~ους ρυθμούς. Πβ. καρναβαλικός. Βλ. -ιάτικος. ● Ουσ.: αποκριάτικα (τα) 1. ενν. ρούχα, αξεσουάρ, στολίδια: σερπαντίνες, κομφετί και ~. 2. ΛΑΟΓΡ. ενν. τραγούδια με σκωπτικό περιεχόμενο. ● επίρρ.: αποκριάτικα
  • αποκρινής , ής, ές [ἀποκρινής] α-πο-κρι-νής επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που απεκκρίνει: ~ής: αδένας. ~ής: μεταπλασία. ~ές: καρκίνωμα. ~ή: κύτταρα. [< αγγλ. apocrine, 1926]
  • αποκρίνομαι [ἀποκρίνομαι] α-πο-κρί-νο-μαι ρ. (μτβ.) {αποκρί-θηκε, -θεί (μτχ. -θείς, -θείσα, -θέν), αποκριν-όμενος} (λόγ.) 1. απαντώ: ~ αρνητικά/θετικά/σωστά σε ερώτημα (ΑΝΤ. ρωτώ). Φωνάζω, μα δεν ~εται κανείς! Του ~θηκε εκνευρισμένος.|| (σε αφήγηση) Τον ρώτησε και εκείνος του ~θηκε «...». 2. ανταποκρίνομαι: Ο οργανισμός του δεν ~εται (= δεν αντιδρά) στη θεραπεία/στα φάρμακα. Δεν ~θηκε στο αίτημα/στις εκκλήσεις για ...|| Ο κινητήρας δεν ~εται. Το μόντεμ/το πρόγραμμα/το σύστημα (δεν) ~εται κανονικά. [< 1: αρχ. ἀποκρίνομαι 2: γαλλ. répondre, αγγλ. respond]

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.

αξιοκρατία

αξιοκρατία [ἀξιοκρατία] α-ξι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): κοινωνική ιεράρχηση βάσει των ικανοτήτων και επιδόσεων των ατόμων και όχι βάσει του πλούτου, των γνωριμιών ή της καταγωγής τους: αξιολόγηση/διαφάνεια/δικαιοσύνη και ~. Διακυβέρνηση με ήθος και ~. Η ~ αποτελεί βασική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βλ. -κρατία. ΑΝΤ. αναξιοκρατία, ευνοιοκρατία, νεποτισμός [< αγγλ. meritocracy, 1956, γαλλ. méritocratie, 1969]

αφαίρεση

αφαίρεση [ἀφαίρεση] α-φαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαιρώ: ~ των αυτοκόλλητων ταινιών/των επιδέσμων/ξένου σώματος/παραγράφου (= κατάργηση)/ύλης (= μείωση)/των φακών επαφής (ΑΝΤ. εφαρμογή, τοποθέτηση). Προσθήκη ή ~ αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ένα κτίριο.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπευτική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. Ολική ή μερική ~ του θυρεοειδούς. ~ αμυγδαλών/κύστης/μαστού (= μαστεκτομή)/όγκου (= ογκεκτομή). Έκανε ~ χολής (βλ. εγχείριση). Πβ. απόσπαση, βγάλσιμο. 2. ΜΑΘ. αριθμητική πράξη με την οποία υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ αριθμών, πινάκων (σύμβ. το -, «πλην, μείον»): ~ από μνήμης. Κάνω ~ (= αφαιρώ). Tο αποτέλεσμα της ~ης (= διαφορά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δαπανών/ποσού. Τα κέρδη της τράπεζας μετά την ~ των φόρων και πριν την ~ των ζημιών είναι ... Βλ. διαίρεση, πολλαπλασιασμός, προσθ~. ΑΝΤ. πρόσθεση (1) 3. στέρηση: ~ άδειας παραμονής/αρμοδιοτήτων/διαβατηρίου/διπλώματος/πινακίδων. Χρέωση με ~ μονάδων. Πβ. αποστέρηση. 4. κλοπή: ~ αρχαιοτήτων/κοσμημάτων/χρημάτων. Πβ. αρπαγή, ιδιοποίηση, κλέψιμο, υπεξαίρεση. 5. ΦΙΛΟΣ. διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, κατανόηση γενικών, αφηρημένων εννοιών: λογική/νοητική ~. Βλ. ανάλυση. 6. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. αφηρημένη τέχνη: γεωμετρική/λυρική/οπτική ~. 7. ΓΡΑΜΜ. αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο: Μου 'πε. [< 1,2,4,5: αρχ. ἀφαίρεσις 3: γαλλ. soustraction 6: γαλλ. abstraction]

διακοπή

διακοπή δι-α-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. σταμάτημα διαδικασίας, δραστηριότητας, ενέργειας, λειτουργίας· παύση: άμεση/έκτακτη/μόνιμη/οριστική/περιοδική/προγραμματισμένη ~. ~ (της) άδειας/της αναβολής (από τον στρατό)/των διαπραγματεύσεων/της δίκης/των εργασιών (πβ. στάση)/του καπνίσματος/της καταβολής (ενός επιδόματος)/(της) κυκλοφορίας/της λήψης (μηνυμάτων, φαρμάκου)/του συμβολαίου (πβ. ακύρωση)/της συνεργασίας/των συνομιλιών/της σύνταξης/των (διπλωματικών) σχέσεων (βλ. ρήξη)/του ταξιδιού/της φοίτησης. Σύντομη ~ για διαφημίσεις (πβ. διάλειμμα). Τεχνητή ~ εγκυμοσύνης/κύησης (πβ. έκτρωση). Δουλεύουν χωρίς ~ (= ακατάπαυστα). Κάνω (μια) ~ (= διακόπτω). Βλ. θερμο~.|| Η ομιλία/συζήτηση θα διεξαχθεί χωρίς ~ές από το κοινό. Βλ. παρέμβαση. 2. βλάβη, δυσλειτουργία σε δίκτυο ή μηχανισμό: γενική/προσωρινή ~ (της παροχής) νερού/(ηλεκτρικού) ρεύματος/της τηλεφωνικής σύνδεσης. [< μτγν. διακοπή]

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

κορυφολόγος

κορυφολόγος κο-ρυ-φο-λό-γος ουσ. (αρσ.) & κορφολόγος: ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα αποκορύφωσης γάλακτος. Βλ. -λόγος. [< αγγλ. cream separator]

στρογγυλοποίηση

στρογγυλοποίηση στρογ-γυ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΜΑΘ. αναγωγή αριθμού (ακέραιου ή δεκαδικού) σε κάποιον άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο, συνήθ. κοντινό στον αρχικό, για πρακτικούς λόγους: ~ (ποσού) προς τα κάτω/πάνω. ~ σε χιλιοστά/εκατοστά/δέκατα/μονάδες/χιλιάδες. ~ήσεις τιμών. Πβ. στρογγύλεμα. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. rounding]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.