Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [800-820]


  • FIFA & ΦΙΦΑ (η): Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαιρικών Ενώσεων. [< γαλλ. Fédération Internationale de Football Association, 1904]
  • FIR & ΦΙΡ (το): Τομέας Πληροφοριών Πτήσεων: όρια/παραβιάσεις του ~ Αθηνών. Το ~ Αθηνών καλύπτει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. [< αγγλ. Flight Information Region]
  • FM βλ. εφ-εμ & εφέμ
  • fragmentum (το) (πρόφ. φραγκμέντουμ): απόσπασμα κειμένου. [< λατ.]
  • GATT (η): Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου. [< αγγλ. General Agreement on Tariffs and Trade, 1948]
  • GCE (το): Γενικό Πιστοποιητικό Μορφώσεως. Κυρ. στη Μεγάλη Βρετανία. [< αγγλ. General Certificate of Education]
  • GE.STA.PO. βλ. γκεστάπο
  • GPS βλ. τζι πι ες
  • gr : σε ηλεκτρονική διεύθυνση για δήλωση του ελληνικού κράτους (συντομ. του Greece).
  • gratis (πρόφ. γκράτις): δωρεάν. [< λατ.]
  • grosso modo βλ. γκρόσο μόντο
  • habeas corpus (πρόφ. χάμπεας κόρπους): (στις χώρες όπου ισχύει το αγγλοσαξονικό δίκαιο) έχε/κάτεχε το σώμα (σου), νόμος περί προστασίας του πολίτη απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και κράτησή του. [< λατ.]
  • handsfree βλ. χαντς φρι
  • Hannibal ante portas & ante portas (πρόφ. χάνιμπαλ άντε πόρτας): ο Αννίβας προ των πυλών, για να δηλωθεί επικείμενος κίνδυνος. [< λατ.]
  • HAV : ο ιός της ηπατίτιδας Α. [< αγγλ. Hepatitis A Virus, 1972]
  • HBV : ο ιός της ηπατίτιδας Β. [< αγγλ. Hepatitis B Virus, 1971]
  • HCV : ο ιός της ηπατίτιδας C. [< αγγλ. Hepatitis C Virus, 1978]
  • HDL (η): υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη, καλή χοληστερίνη. Βλ. LDL. [< αγγλ. High Density Lipoprotein, 1960]
  • Hi-Fi βλ. χάι-φάι
  • hic et nunc (πρόφ. χικ ετ νουνκ): (το) εδώ και (το) τώρα, αμέσως. [< λατ.]

γκεστάπο

γκεστάπο γκε-στά-πο ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Γ) 1. ΙΣΤ. η μυστική αστυνομία της ναζιστικής Γερμανίας, γνωστή για την απάνθρωπη βία και τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε τους κρατουμένους της, αλλά και για τη σωρεία εγκλημάτων που διέπραξε εναντίον των αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος: ~, Ες-Ες και στρατόπεδα συγκέντρωσης. 2. (μτφ.) άτομο ιδιαίτερα αυταρχικό και καταπιεστικό που υποβάλλει επίμονες ερωτήσεις με ανακριτικό ύφος. Πβ. κέρβερος. [< γερμ. Ge(heime) Sta(ats)po(lizei), 1933]

εφ-εμ & εφέμ

εφ-εμ & εφέμ [ἐφ-εμ] εφ-εμ ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} & FM: ραδιοφωνικές συχνότητες: Ο σταθμός εκπέμπει στα ~. Η εκπομπή μεταδίδεται από τα ~. Πβ. ερτζιανά. [< αγγλ. Frequency Modulation, 1922, FM, 1940]

χάι

χάι χά-ι επίθ. {άκλ.} (αργκό) 1. εξαιρετικά εντυπωσιακός, ευχάριστος, ωραίος: ~ εμφάνιση. Πολύ ~ άτομο/τύπος. 2. που απευθύνεται στην υψηλή κοινωνία: ~ περιοχή/συνοικία. ~ εστιατόριο. 3. (ως επίρρ.) υπέροχα, καταπληκτικά: Αισθάνομαι πολύ ~. ● ΦΡ.: είμαι στα χάι μου: σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση, ανεβασμένος. ΣΥΝ. είμαι στα πάνω μου ΑΝΤ. είμαι στα κάτω μου [< αγγλ. high]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.