Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [840-860]


  • in loco (πρόφ. ιν λόκο): κατά χώραν, στον συγκεκριμένο τόπο ή σημείο. [< λατ.]
  • in medias res (πρόφ. ιν μέντιας ρες): ΛΟΓΟΤ. στη μέση της πλοκής ή της υπόθεσης. ΑΝΤ. ab ovo [< λατ.]
  • in memoriam (πρόφ. ιν μεμόριαμ): εις μνήμην. [< λατ.]
  • in perpetuum (πρόφ. ιν περπέτουουμ): στο διηνεκές, για πάντα. [< λατ.]
  • in situ (πρόφ. ιν σίτου): επιτόπου, όπου βρίσκεται: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) τοιχογραφίες ~ (: που δεν έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση). (ΒΙΟΛ.) Καρκίνωμα ~ (: τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζονται στο επιθήλιο και όχι στους βαθύτερους ιστούς). ~ υβριδοποίηση (: με χρωμοσώματα μέσα σε κύτταρα). (ΓΕΩΛ.) ~ μέτρηση. (ΧΗΜ.) Αντίδραση ~. [< λατ.]
  • in vitro (πρόφ. ιν βίτρο): εντός υάλου, πειραματικά, στο εργαστήριο: ~ γονιμοποίηση. ΑΝΤ. in vivo [< λατ.]
  • in vivo (πρόφ. ιν βίβο): εν ζωή, μέσα σε ζωντανό οργανισμό: ~ μελέτες. ΑΝΤ. in vitro [< λατ.]
  • incognito βλ. ινκόγκνιτο
  • infra (πρόφ. ίνφρα): κατωτέρω. [< λατ.]
  • inter alia (πρόφ. ίντερ άλια, συντομ. i.a.): μεταξύ άλλων. [< λατ.]
  • interim (πρόφ. ίντεριμ): εντωμεταξύ. [< λατ.]
  • INTERPOL βλ. ιντερπόλ
  • iPad βλ. άιπαντ
  • iPhone βλ. άιφον
  • IPI (το): Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου. [< αγγλ. International Press Institute, 1950]
  • iPod βλ. άιποντ
  • ipso facto (πρόφ. ίπσο φάκτο): με αυτό καθ' αυτό το γεγονός. [< λατ.]
  • ipso jure (πρόφ. ίπσο γιούρε): (για κάτι που προκύπτει) απευθείας από τον νόμο, αυτοδίκαια. [< λατ.]
  • IQ βλ. άι-κιου
  • ISBN (το): Διεθνής Κωδικός Αριθμός Βιβλίου. [< αγγλ. International Standard Book Number, 1970]

άι-κιου

άι-κιου [ἄι-κιου] ά-ι-κιου ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & αϊκιού & IQ: δείκτης νοημοσύνης, ευφυΐας ενός ατόμου, που καθορίζεται από ειδικό τεστ: υψηλό/χαμηλό ~. ● ΦΡ.: άι-κιου ραδικιού (προφ.-ειρων.): για να δηλωθεί ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης ενός προσώπου. [< ακρ. του αγγλ. Intelligence Quotient (IQ), 1916]

άιπαντ

άιπαντ [ἄιπαντ] ά-ι-παντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-παντ & iPad: ΤΕΧΝΟΛ. σύγχρονος υπολογιστής τσέπης με οθόνη αφής. Βλ. άιποντ. [< αγγλ. iPad, 2010]

άιποντ

άιποντ [ἄιποντ] ά-ι-ποντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-ποντ & iPod: ΤΕΧΝΟΛ. φορητή ψηφιακή συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων. Βλ. γουόκμαν, άιπαντ, άιφον, εμ-πι-θρι. [< αγγλ. iPod, 2001]

άιφον

άιφον [ἄιφον] ά-ι-φον ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-φον & iPhone: ΤΕΧΝΟΛ. είδος πολυτηλεφώνου. Βλ. άιποντ. [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. iPhone, 2007]

ινκόγκνιτο

ινκόγκνιτο [ἰνκόγκνιτο] ιν-κό-γκνι-το επίρρ. & (σπάν.) ινκόγνιτο & ιγκόγνιτο & ιγκόγκνιτο: (συνήθ. για επίσημο ή διάσημο πρόσωπο) με απόλυτη μυστικότητα: Κυκλοφορώ/ταξιδεύω ~. Ο μεγάλος σταρ επισκέφτηκε ~ την Αθήνα. Πβ. ανεπίσημα, ανώνυμα, ιδιωτικά, κρυφά, μυστικά.|| (σπάν. ως ουσ.) Σεβόμενοι το ~ του συγγραφέα (πβ. ανωνυμία). [< ιταλ.-γαλλ. incognito]

ιντερπόλ

ιντερπόλ [ἰντερπόλ] ι-ντερ-πόλ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφάλ. Ι): Διεθνής Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας, σκοπός της οποίας είναι η συνεργασία των αστυνομικών και εγκληματολογικών Αρχών διαφορετικών χωρών για την πάταξη του κοινού εγκλήματος: Καταζητείται από την ~. Η ~ εξέδωσε σήμα για τη σύλληψη του διαβόητου κακοποιού. [< αγγλ. International Police (INTERPOL), 1946]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.