in loco (πρόφ. ιν λόκο): κατά χώραν, στον συγκεκριμένο τόπο ή σημείο. [< λατ.]
in medias res (πρόφ. ιν μέντιας ρες): ΛΟΓΟΤ. στη μέση της πλοκής ή της υπόθεσης. ΑΝΤ. ab ovo [< λατ.]
in memoriam (πρόφ. ιν μεμόριαμ): εις μνήμην. [< λατ.]
in perpetuum (πρόφ. ιν περπέτουουμ): στο διηνεκές, για πάντα. [< λατ.]
in situ (πρόφ. ιν σίτου): επιτόπου, όπου βρίσκεται: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) τοιχογραφίες ~ (: που δεν έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση). (ΒΙΟΛ.) Καρκίνωμα ~ (: τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζονται στο επιθήλιο και όχι στους βαθύτερους ιστούς). ~ υβριδοποίηση (: με χρωμοσώματα μέσα σε κύτταρα). (ΓΕΩΛ.) ~ μέτρηση. (ΧΗΜ.) Αντίδραση ~. [< λατ.]
in vitro (πρόφ. ιν βίτρο): εντός υάλου, πειραματικά, στο εργαστήριο: ~ γονιμοποίηση. ΑΝΤ. in vivo [< λατ.]
in vivo (πρόφ. ιν βίβο): εν ζωή, μέσα σε ζωντανό οργανισμό: ~ μελέτες. ΑΝΤ. in vitro [< λατ.]
ινκόγκνιτο [ἰνκόγκνιτο] ιν-κό-γκνι-το επίρρ. & (σπάν.) ινκόγνιτο & ιγκόγνιτο & ιγκόγκνιτο: (συνήθ. για επίσημο ή διάσημο πρόσωπο) με απόλυτη μυστικότητα: Κυκλοφορώ/ταξιδεύω ~. Ο μεγάλος σταρ επισκέφτηκε ~ την Αθήνα. Πβ. ανεπίσημα, ανώνυμα, ιδιωτικά, κρυφά, μυστικά.|| (σπάν. ως ουσ.) Σεβόμενοι το ~ του συγγραφέα (πβ. ανωνυμία). [< ιταλ.-γαλλ. incognito]
ιντερπόλ
ιντερπόλ [ἰντερπόλ] ι-ντερ-πόλ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφάλ. Ι): Διεθνής Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας, σκοπός της οποίας είναι η συνεργασία των αστυνομικών και εγκληματολογικών Αρχών διαφορετικών χωρών για την πάταξη του κοινού εγκλήματος: Καταζητείται από την ~. Η ~ εξέδωσε σήμα για τη σύλληψη του διαβόητου κακοποιού. [< αγγλ. International Police (INTERPOL), 1946]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.