HIV: ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας. Βλ. έιτζ. [< αγγλ. Human Immunodeficiency Virus, 1986]
homo sapiens (o) (πρόφ. χόμο σάπιενς): ΑΝΘΡΩΠ. ο σοφός άνθρωπος, γένος του σύγχρονου ανθρώπινου είδους που εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από 100.000 περ. χρόνια: αρχαϊκός ~. Απολιθώματα/υποείδη (του) ~. Βλ. ανθρωπογένεση, άνθρωπος του Νεάντερταλ, χόμο. [< λατ.]
homo universalis (o) (πρόφ. χόμο ουνιβερσάλις): ΙΣΤ. χαρακτηρισμός για τον άνθρωπο της Αναγέννησης που διέθετε ευρεία, καθολική μόρφωση· κυρ. κατ' επέκτ. για κάθε άνθρωπο πολυμαθή, με πολύπλευρη παιδεία. Βλ. χόμο. [< λατ.]
id est (πρόφ. ιντ εστ, συντομ. i.e.): δηλαδή. [< λατ.]
in absentia (πρόφ. ιν αμπσέντια): εν απουσία. [< λατ.]
in abstracto (πρόφ. ιν αμπστράκτο): σε θεωρητικό επίπεδο, αφηρημένα, γενικά. ΑΝΤ. in concreto [< λατ.]
in concreto (πρόφ. ιν κονκρέτο): σε μη θεωρητικό επίπεδο, συγκεκριμένα. ΑΝΤ. in abstracto [< λατ.]
in extenso (πρόφ. ιν εξτένσο): εν εκτάσει, εκτενώς, πλήρως [< λατ.]
in extremis (πρόφ. ιν εξτρέμις): στην έσχατη περίπτωση, στο τέλος. [< λατ.]
ανθρωπογένεση
ανθρωπογένεση [ἀνθρωπογένεση] αν-θρω-πο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΘΡΩΠ. 1. γένεση και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. -γένεση, θεο-, κοσμο-γονία.2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή του ανθρώπου, την εξελικτική πορεία και τη σχέση του με άλλους οργανισμούς. [< γαλλ. anthropogenèse, αγγλ. anthropogenesis]
χόμο
χόμο χό-μο ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: ΑΝΘΡΩΠ. άνθρωπος: (σε λατινικές φράσεις προς δήλωση μελών της οικογένειας των ανθρωποειδών που θεωρούνται πρόγονοι του ανθρώπου:) ~ ερέκτους/σάπιενς (βλ. homo sapiens).|| (κατ' αναλογία σε νεολογισμούς, ο άνθρωπος βάσει συγκεκριμένων κοινωνικών δραστηριοτήτων και συμπεριφορών του:) ~ πολίτικους (: ως πολιτικό ον). [< λατ. homo, αγγλ. ~]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.