Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [820-840]


  • HIV : ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας. Βλ. έιτζ. [< αγγλ. Human Immunodeficiency Virus, 1986]
  • homo sapiens (o) (πρόφ. χόμο σάπιενς): ΑΝΘΡΩΠ. ο σοφός άνθρωπος, γένος του σύγχρονου ανθρώπινου είδους που εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από 100.000 περ. χρόνια: αρχαϊκός ~. Απολιθώματα/υποείδη (του) ~. Βλ. ανθρωπογένεση, άνθρωπος του Νεάντερταλ, χόμο. [< λατ.]
  • homo universalis (o) (πρόφ. χόμο ουνιβερσάλις): ΙΣΤ. χαρακτηρισμός για τον άνθρωπο της Αναγέννησης που διέθετε ευρεία, καθολική μόρφωση· κυρ. κατ' επέκτ. για κάθε άνθρωπο πολυμαθή, με πολύπλευρη παιδεία. Βλ. χόμο. [< λατ.]
  • honoris causa/gratia (πρόφ. χονόρις κάουζα/γκράτια): τιμής ένεκεν. [< λατ.]
  • horror vacui (πρόφ. χόρορ βάκουι): ο φόβος του κενού. [< λατ.]
  • HPV : ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων/κονδυλωμάτων. [< αγγλ. Human Papilloma Virus, 1952]
  • HTML (το/η): Γλώσσα Σήμανσης Υπερκειμένου. [< αμερικ. Hypertext Markup Language, 1989]
  • HTTP (το): Πρωτόκολλο Μεταφοράς Υπερκειμένου. [< αμερικ. Hypertext Transfer Protocol, 1992]
  • IAAF (η): Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου. [< αγγλ. International Association of Athletics Federations, 1912]
  • IATA (η): Διεθνής Ένωση Εναέριων Μεταφορών. [< αγγλ. International Air Transport Association, 1945]
  • IB (το): Διεθνές Απολυτήριο. [< αγγλ. International Baccalaureate, 1970]
  • IBAN (το/ο): Διεθνής Τραπεζικός Λογαριασμός. [< αγγλ. International Bank Account Number]
  • ibidem (πρόφ. ίμπιντεμ, συντομ. ibid.): αυτόθι. [< λατ.]
  • ICAO (o): Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας. [< αγγλ. International Civil Aviation Organization, 1947]
  • id est (πρόφ. ιντ εστ, συντομ. i.e.): δηλαδή. [< λατ.]
  • in absentia (πρόφ. ιν αμπσέντια): εν απουσία. [< λατ.]
  • in abstracto (πρόφ. ιν αμπστράκτο): σε θεωρητικό επίπεδο, αφηρημένα, γενικά. ΑΝΤ. in concreto [< λατ.]
  • in concreto (πρόφ. ιν κονκρέτο): σε μη θεωρητικό επίπεδο, συγκεκριμένα. ΑΝΤ. in abstracto [< λατ.]
  • in extenso (πρόφ. ιν εξτένσο): εν εκτάσει, εκτενώς, πλήρως [< λατ.]
  • in extremis (πρόφ. ιν εξτρέμις): στην έσχατη περίπτωση, στο τέλος. [< λατ.]

ανθρωπογένεση

ανθρωπογένεση [ἀνθρωπογένεση] αν-θρω-πο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΘΡΩΠ. 1. γένεση και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. -γένεση, θεο-, κοσμο-γονία. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή του ανθρώπου, την εξελικτική πορεία και τη σχέση του με άλλους οργανισμούς. [< γαλλ. anthropogenèse, αγγλ. anthropogenesis]

χόμο

χόμο χό-μο ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: ΑΝΘΡΩΠ. άνθρωπος: (σε λατινικές φράσεις προς δήλωση μελών της οικογένειας των ανθρωποειδών που θεωρούνται πρόγονοι του ανθρώπου:) ~ ερέκτους/σάπιενς (βλ. homo sapiens).|| (κατ' αναλογία σε νεολογισμούς, ο άνθρωπος βάσει συγκεκριμένων κοινωνικών δραστηριοτήτων και συμπεριφορών του:) ~ πολίτικους (: ως πολιτικό ον). [< λατ. homo, αγγλ. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.