αβάφτιστος & αβάπτιστος, η, ο [ἀβάφτιστος] α-βά-φτι-στος επίθ.: που δεν έχει βαφτιστεί, αποκτήσει όνομα: ~ο: μωρό (ΑΝΤ. βαφτισμένο). Το παιδί έμεινε ~ο. Άθεοι/αλλόθρησκοι/άπιστοι και ~οι (: μη βαφτισμένοι χριστιανοί). || ~ος: πλανήτης. ~η: βουνοκορφή. ~ο: πλοίο. [< μτγν. ἀβάπτιστος]
-αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος). 2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~. 3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~. 4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
ελαφρύς, ιά, ύ [ἐλαφρύς] ε-λα-φρύς επίθ. {ελαφρ-ύ κ. -ιού | -είς κ. -ιοί, (ουδ.) -ιά· θηλ. (λόγ.) -ά· ελαφρύτ-ερος, -ατος} & ελαφρός, ή, ό & (λαϊκό) αλαφρός ΑΝΤ. βαρύς 1. που έχει μικρό βάρος, που μεταφέρεται, σηκώνεται άνετα ή κινείται εύκολα: (συχνά με θετ. συνυποδ.) ~ύς: φακός/φορητός υπολογιστής. ~ιά: βιντεοκάμερα/τσάντα. ~ύ: αεροσκάφος/σακίδιο/φορτίο. ~ιές: αποσκευές. Ποδήλατο με ~ύ σκελετό. Σκάνερ ~ύ και πρακτικό. ~ύ και οικονομικό αυτοκίνητο. Το μικρότερο και ~ερο κινητό της αγοράς.|| (για πρόσ.) Ήμουν είκοσι κιλά πιο ~ (= αδύνατος). Είναι ~ιά σαν πούπουλο. Νιώθω ~ και ξεκούραστος (πβ. ευκίνητος). Να κοιμάστε με ~ύ στομάχι (: χωρίς να έχετε φάει πολύ).|| ~ύς: σιδηρόδρομος (βλ. τραμ).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ύ: άρμα/(παλαιότ.) ιππικό (: με ~ύ οπλισμό).|| (ΧΗΜ-ΦΥΣ.) ~ιά: αέρια/μέταλλα (: με μικρό ειδικό βάρος).|| (κατ’ επέκτ.) ~ύ: τιμόνι (: εύκολο, άνετο στον χειρισμό).|| (μτφ.) ~ύ και κομψό σχέδιο (: απλό, απέριττο). 2. (ειδικότ. για ρούχα) λεπτός: ~ιά: κουβέρτα. ~ύ: μπουφάν/πάπλωμα. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. που χαρακτηρίζεται από μικρή ή μικρότερη (από την κανονική, επιθυμητή) ένταση ή δύναμη, που δεν είναι τόσο αισθητός· περιορισμένος, λίγος: ~ύ: άγγιγμα (πβ. απαλό, τρυφερό)/μασάζ/τρίψιμο/χτύπημα (ΑΝΤ. δυνατό). ~ιά κάμψη του αγκώνα/στροφή της κεφαλής. ~ύ τίναγμα των μαλλιών.|| ~ύς: άνεμος/χειμώνας (ΑΝΤ. δριμύς). ~ιά: βροχή (πβ. ασθενής, ψιλή)/ομίχλη/συννεφιά/χιονόπτωση. ~ύ: αεράκι (ΣΥΝ. ανάλαφρο, βλ. αύρα)/κύμα.|| ~ύς: αναστεναγμός/ήχος/φωτισμός. ~ιά: γεύση/οσμή (ΑΝΤ. οξεία). ~ύ: άρωμα (πβ. διακριτικό)/μαύρισμα/χρώμα (: παλ). (για συναίσθημα) ~ιά: ανησυχία.|| ~ιά: αύξηση/κλίση/μείωση. ~ύ: προβάδισμα. (ειδικότ., για εργασία) ~ύ: σκάλισμα (: επιφανειακό). Πβ. ανεπαίσθητος. ΑΝΤ. έντονος. 4. που χωνεύεται εύκολα ή γρήγορα, γενικότ. που έχει κάποια από τα συστατικά του σε μικρή σχετικά περιεκτικότητα: ~ιά: κουζίνα/σάλτσα. ~ύ: γεύμα/πιάτο. ~ιά: λάδια (βλ. ελαιόλαδο, βαμβακ-, ηλι-, σογι-έλαιο). Πβ. ευκολοχώνευτος, εύπεπτος. ΑΝΤ. δύσπεπτος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ύ: γάλα (: με χαμηλά λιπαρά, ημιάπαχο· βλ. άπαχο, πλήρες). ~ύ: γλυκό (ψυγείου).|| ~ύ: ποτό (: χωρίς πολύ αλκοόλ). ~ά: τσιγάρα. Καφές ~, φίλτρου. 5. (μτφ.) που είναι υποφερτός, που αντιμετωπίζεται με σχετική ευκολία: ~ύς: ερεθισμός/πονοκέφαλος/πυρετός/τραυματισμός (πβ. επιπόλαιος. ΑΝΤ. σοβαρός). ~ύ: διάστρεμμα/έγκαυμα/εγκεφαλικό/κρυολόγημα/πρήξιμο. ~ά (σπανιότ. ~ιά) συμπτώματα νόσου. 6. (μτφ.) που δεν είναι τόσο κουραστικός, δυσβάσταχτος: ~ιά: άσκηση/γυμναστική (πβ. ήπια)/εργασία. ~ύ: πρόγραμμα.|| ~ιά: ποινή/φορολογία. ~ύ: πρόστιμο. Πβ. ανεκτός. ΑΝΤ. επαχθής. 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη έντονου προβληματισμού ή βαθιάς σκέψης: ~ύ: ύφος. ~ά: θέματα. Η συζήτηση έγινε σε ευχάριστο και ~ύ κλίμα. 8. που γίνεται κατανοητός και γενικότ. δεκτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ή προσπάθεια: ~ιά: μουσική (βλ. κλασική). ~ό/~ύ: θέατρο.|| (με αρνητ. συνυποδ.) ~ύ έργο, κατώτερο των προηγούμενων επιτυχιών του σκηνοθέτη. Βλ. εμπορικός. ● Υποκ.: ελαφρούτσικος , η, ο {κ. θηλ. -ια}: (συχνά για πρόσ.) αφελής, ελαφρόμυαλος. ● επίρρ.: ελαφρ(ι)ά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κοιμάται (πβ. λαγοκοιμάται· ΑΝΤ. βαθιά)/τρώει ~. Ντύθηκα ~ (: με λεπτά ρούχα· ΑΝΤ. βαριά). Υποχώρησαν ελαφρά (= λίγο) οι τιμές. Είναι/νιώθει ~ώς (= κάπως) καλύτερα. Με τα γόνατα ~ώς λυγισμένα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρό τραγούδι: ΜΟΥΣ. κατηγορία τραγουδιών που καλλιεργήθηκαν κυρ. στον χώρο της επιθεώρησης και της οπερέτας και κυριάρχησαν τις δεκαετίες '40 και '50. Βλ. (αρχοντο)ρεμπέτικο, δημοτικό, (ελαφρο)λαϊκό, έντεχνο, μοντέρνο., ελαφρύς ύπνος 1. που διακόπτεται εύκολα: Κάνει ~ύ ~ο. ΑΝΤ. βαθύς. 2. ήσυχος: ~ ~, χωρίς έγνοιες. (ως ευχή) Καλό βράδυ και ύπνο ~ύ. , ελαφρά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, ελαφρά όπλα βλ. όπλο, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός ● ΦΡ.: (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει: ως ευχή που διατυπώνεται συνήθ. σε επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο, για ανάπαυση του νεκρού: Aιωνία σου η μνήμη και ~ ~ που σε σκεπάζει. , το πήρε ελαφριά (προφ.): δεν έδωσε σημασία σε κάτι ή δεν στενοχωρήθηκε πολύ για αυτό. ΑΝΤ. το πήρε βαριά, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, ελαφρά τη καρδία βλ. καρδιά, με ελαφριά (τη) συνείδηση βλ. συνείδηση [< αρχ. ἐλαφρύς, γαλλ. léger, αγγλ. light, γερμ. leicht]
εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
ουσιώδης, ης, ες [οὐσιώδης] ου-σι-ώ-δης επίθ. {ουσιώδ-ους | -εις (ουδ. -η)· ουσιωδ-έστερος, -έστατος} (λόγ.): σημαντικός, ουσιαστικός: (για πρόσ.) ~ης: μάρτυρας.|| ~ης: στόχος. ~ης: αλλαγή/διαφορά. ~ες: χαρακτηριστικό. ~εις: όροι. ~εις: πληροφορίες. ~η: ζητήματα/προβλήματα. Η άσκηση είναι ~ παράγοντας για τη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης. Η συλλογή στοιχείων είναι ~ες μέρος της έρευνας. Το έργο του είναι ~ους (πβ. ζωτικής) σημασίας.|| (ως ουσ.) Το ~ες της ζωής (: η ουσία). Πβ. βασικός, θεμελιώδης, κύριος. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. ζουμερός (2), στοιχειώδης (1) ΑΝΤ. επουσιώδης ● επίρρ.: ουσιωδώς (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. οὐσιώδης]
παπατζής πα-πα-τζής ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που παίζει το παρόνομο χαρτοπαίγνιο "παπάς". Βλ. αβανταδόρος. 2. (μτφ.) απατεώνας, κλέφτης, ψεύτης. ΣΥΝ. αγύρτης, τσαρλατάνος (1)
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ