Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1040-1060]


  • αβγοειδής , ής, ές [ἀβγοειδής] α-βγο-ει-δής επίθ. & αυγοειδής: που έχει σχήμα αβγού: ~ές: βότσαλο/πρόσωπο. Πβ. οβάλ, ωοειδής. Βλ. -ειδής.
  • αβγοθήκη [ἀβγοθήκη] α-βγο-θή-κη ουσ. (θηλ.) & αυγοθήκη: μικρό σκεύος ή θήκη για την τοποθέτηση αβγού ή αβγών: γυάλινη/επιτραπέζια/πλαστική/πορσελάνινη/χάρτινη ~. ~ ψυγείου. Ατομικές/κεραμικές/πασχαλινές ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Πρόχειρη μόνωση με ~ες (: υλικό που μοιάζει με ~) στους τοίχους. Παλέτα ζωγραφικής ~. Πβ. αβγουλιέρα. Βλ. -θήκη.
  • αβγοκόβω [ἀβγοκόβω] α-βγο-κό-βω ρ. (μτβ.) {αβγοκο-μμένος, συνήθ. στον ενεστ.} & αυγοκόβω: προσθέτω σε φαγητό αβγολέμονο: ~ τους ντολμάδες/τη μαγειρίτσα. ~μμένη σάλτσα/σούπα. ~μμένο φρικασέ.
  • αβγοκούλουρα [ἀβγοκούλουρα] α-βγο-κού-λου-ρα ουσ. (ουδ.) & αυγοκούλουρα (τα): κουλουράκια με αβγό: πασχαλινά ~.
  • αβγολέμονο [ἀβγολέμονο] α-βγο-λέ-μο-νο ουσ. (ουδ.) & αυγολέμονο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ωμό αβγό χτυπημένο με χυμό λεμονιού, που προστίθεται σε φαγητά: αγκινάρες/γιουβαρλάκια/σούπα (με) ~. Αρνάκι/χοιρινό με σέλινο ~. Περιχύνω με ~. Μου έκοψε το ~. [πβ. αγγλ. avgolemono, 1950]
  • αβγοπαραγωγή [ἀβγοπαραγωγή] α-βγο-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.): ωοπαραγωγή.
  • αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]
  • αβγοτέμπερα [ἀβγοτέμπερα] α-βγο-τέ-μπε-ρα ουσ. (θηλ.) & αυγοτέμπερα: χρωστική ουσία από τέμπερα και αβγό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική· (συνεκδ.) το ίδιο το έργο που είναι φιλοτεχνημένο με την τεχνική αυτή: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί. Αγιογραφίες/προσωπογραφίες με ~. ~ και λάδι/πλαστικό. Βλ. ακουαρέλα.|| Συλλογή με ~ες.
  • αβγοτροφή [ἀβγοτροφή] α-βγο-τρο-φή ουσ. (θηλ.) & αυγοτροφή: τροφή με κύριο συστατικό το αβγό και άλλα απαραίτητα διατροφικά στοιχεία που δίνεται σε πτηνά για την προστασία τους από μολύνσεις και βακτήρια: ~ για καναρίνια. ~ για γρήγορη ανάπτυξη των νεοσσών. ~ές και βιταμινούχα συμπληρώματα. Βλ. -τροφή.
  • αβγουλάς [ἀβγουλάς] α-βγου-λάς ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αβγουλού} & αυγουλάς (λαϊκό): πωλητής αβγών. Βλ. -ουλάς.
  • αβγουλάτο [ἀβγουλάτο] α-βγου-λά-το ουσ. (ουδ.) & αυγουλάτο: ΒΟΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες κίτρινες ρώγες. Βλ. -άτο, σαββατιανό.
  • αβγουλιέρα [ἀβγουλιέρα] α-βγου-λιέ-ρα ουσ. (θηλ.) & αυγουλιέρα (προφ.-λαϊκό): αβγοθήκη. Βλ. -ιέρα.
  • αβγουλίλα [ἀβγουλίλα] α-βγου-λί-λα ουσ. (θηλ.) & αυγουλίλα & αβγουλίλας (προφ.): η ενοχλητική μυρωδιά ή γεύση του αβγού: Το ξίδι διώχνει την ~. Η κουζίνα/το πιάτο/το ποτήρι βρομάει/μυρίζει ~. Βλ. -ίλα.
  • αβγουλομάτης , α, ικο [ἀβγουλομάτης] α-βγου-λο-μά-της επίθ./ουσ. & αυγουλομάτης (λαϊκό): που έχει πεταχτά, γουρλωτά μάτια. Πβ. γουρλομάτης. Βλ. -μάτης.
  • αβγοφέτες & αβγόφετες [ἀβγοφέτες] α-βγο-φέ-τες ουσ. (θηλ.) & αυγοφέτες (οι): τηγανητές φέτες ψωμιού βουτηγμένες σε γάλα και αβγό.
  • αβγωμένος , η, ο [ἀβγωμένος] α-βγω-μέ-νος επίθ. & αυγωμένος (σπάν.): (για ζώα, κυρ. ψάρια, θαλασσινά) που είναι γεμάτος αβγά: ~ος: κέφαλος. ~ες: γαρίδες.
  • αβδέλλα βλ. βδέλλα
  • αβδηρίτης [ἀβδηρίτης] α-βδη-ρί-της επίθ./ουσ. 1. ΙΣΤ. πρόσωπο που είχε γεννηθεί ή κατοικούσε στα Άβδηρα της Θράκης: Δημόκριτος/Πρωταγόρας ο Α~. Βλ. -ίτης1. 2. (σπάν.-μετωνυμ.) ανόητος, ματαιόδοξος, αφελής. [< αρχ. Ἀβδηρίτης, αγγλ. Abderite]
  • αβδηριτισμός [ἀβδηριτισμός] α-βδη-ρι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ανόητη, ματαιόδοξη, αφελής ενέργεια ή συμπεριφορά: πολιτικός ~. Βλ. αβελτηρία, μικρόνοια, -ισμός.
  • αβέβαιος , η, ο [ἀβέβαιος] α-βέ-βαι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αβεβαία} ΑΝΤ. βέβαιος 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς, ασφάλειας: (για πρόσ.) ~η: γενιά. ~οι: εργαζόμενοι. Αισθάνεται/είναι/νιώθει ~. ~ για την επιλογή του. Κοντοστάθηκε φοβισμένος και ~ (: διστακτικός, αναποφάσιστος).|| ~η: θέση/σχέση. ~ο: κλίμα/παρόν. ~ες: πληροφορίες (πβ. ανεπιβεβαίωτες). Ο επικίνδυνος και ~ κόσμος μας. ~η και ασαφής γνώση. ΑΝΤ. αναμφίβολος, σίγουρος (2) 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί με βεβαιότητα: ~ος: αγώνας/παράγοντας (πβ. απρόβλεπτος, αστάθμητος)/προορισμός/ρόλος. ~η: αναμέτρηση/επιτυχία/κατάσταση (πβ. ασταθής, επισφαλής, ρευστή)/νίκη. ~ο: αποτέλεσμα/γεγονός/τέλος. ~α: εισοδήματα (ΑΝΤ. σταθερά)/οφέλη/σχέδια. ~ ο αριθμός των τραυματιών. Λέξεις ~ης ετυμολογίας. Εξακολουθεί να είναι ~η η συμμετοχή του στον αγώνα (πβ. αμφίβολη). ~ο προδιαγράφεται το μέλλον (= ακαθόριστο, απροσδιόριστο). Ζητήματα ανοιχτά και ~α. ΑΝΤ. σίγουρος (2) ● Ουσ.: αβέβαιο (το) (λόγ.): το να μην μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί κάτι με βεβαιότητα: το ~ των εξελίξεων. Φοβάται το άγνωστο και το ~. ● επίρρ.: αβέβαια ● ΦΡ.: είναι/παραμένει αβέβαιο: δεν είναι σίγουρο, είναι αμφίβολο: ~ ~ αν θα επιστρέψει/ποιος είναι ο δράστης. Το τι θα προκύψει ~ ~. [< αρχ. ἀβέβαιος, γαλλ. incertain]

αβελτηρία

αβελτηρία [ἀβελτηρία] α-βελ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αβελτερία (απαιτ. λεξιλόγ.): νωθρότητα στη σκέψη και κατ' επέκτ. μωρία ή ανάλογη ενέργεια ή συμπεριφορά: γραφειοκρατική/δημόσια/διοικητική/διπλωματική/εγκληματική/κρατική/κυβερνητική/πολιτική ~. ~ (= ανοησία) και απερισκεψία. Η ~ των Αρχών/της Πολιτείας. Πβ. αμβλύνοια, ανεπάρκεια. Βλ. αβδηριτισμός. ΑΝΤ. οξύνοια. [< μτγν. ἀβελτηρία, αρχ. ἀβελτερία]

ακουαρέλα

ακουαρέλα [ἀκουαρέλα] α-κου-α-ρέ-λα ουσ. (θηλ.) ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. 1. τεχνική ζωγραφικής ή σχεδιασμού που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυμένα σε νερό και συνεκδ. ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με την αντίστοιχη τεχνική: μολύβι/μπλοκ/χαρτί ~ας.|| Αυθεντική ~. ΣΥΝ. υδατογραφία 2. νερομπογιά. 3. χαρτί για ζωγραφική με χρώματα που διαλύονται σε νερό: Τα σχέδια έγιναν σε ~. [< γαλλ. aquarelle]

-άτο

-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.

βδέλλα

βδέλλα βδέλ-λα ουσ. (θηλ.) & αβδέλλα 1. ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (της τάξης Hirudinea), παρασιτικός οργανισμός που ζει σε έλη, λίμνες ή και στην ξηρά και τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών: αφαιμάξεις με ~ες. 2. (μτφ.) για άτομο που προσκολλάται στους άλλους, που ζει ή ενεργεί εις βάρος τους: Κόλλησε πάνω του σαν ~ (πβ. στρείδι). Βλ. παράσιτο. ΣΥΝ. βεντούζα (3), κολλιτσίδα (1), τσιμπούρι (2) [< αρχ. βδέλλα]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

-θήκη

-θήκη: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ίλα

-ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]

-μάτης

-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.

-ουλας

-ουλας: (σπάν.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μεγεθυντική ή εμφατική σημασία: (γάτος) γάτ~ (πβ. -αρος, βλ. -όνι)/φύτ~ (πβ. φυτ-ούκλα).

ταραμάς

ταραμάς τα-ρα-μάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός από αβγά ψαριού, κυρ. κυπρίνου, βασικό συστατικό της ταραμοσαλάτας· συνεκδ. η συγκεκριμένη σαλάτα ως ορεκτικό: κόκκινος ~ (βλ. χαβιάρι). Άσπρος ~, ανώτερης ποιότητας.|| Σαρακοστιανά πιάτα με χταπόδι και ~ά. Βλ. αβγοτάραχο. 2. (μειωτ.) βλάκας. ● ΦΡ.: μασάει η κατσίκα ταραμά; (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, να πέσει θύμα παραπλάνησης. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο. [< τουρκ. tarama, γαλλ. ~, περ. 1960]

-τροφή

-τροφή: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά στην τροφή: γατο~/ζωο~/κουνελο~/κτηνο~/πτηνο~/σκυλο~/ψαρο~.|| Σκουπιδο~/υπερ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.