Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1060-1080]


  • αβεβαιότητα [ἀβεβαιότητα] α-βε-βαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): έλλειψη σιγουριάς· γενικότ. κάθε κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας: επαγγελματική/νομική/πολιτική ~. ~ εργασίας. ~ για το μέλλον/την πορεία της οικονομίας. ~ και αγωνία/ανασφάλεια/ανησυχία. Αίσθημα/περίοδος/συνθήκες ~ας. (Κάτι) γεννά/δημιουργεί/προκαλεί ~. Επικρατεί/κυριαρχεί/υπάρχει ~. Λόγω της ανεργίας ζει με την/μέσα στην ~. Το ενδεχόμενο ενός πολέμου αυξάνει/επιτείνει την ~. ΑΝΤ. βεβαιότητα, σιγουριά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Χρηματιστηριακή ~. Μακροοικονομικές ~ες. Διαχείριση/επίπεδα/συντελεστές ~ας. ~ επιχείρησης. ~ στην αγορά (πβ. ρευστότητα). Ρίσκο και ~. Η πρόβλεψη για το ΑΕΠ υπόκειται σε ~ες. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αβεβαιότητα (της) μέτρησης: ΜΑΘ. η αδυναμία ακριβούς καθορισμού ενός μεγέθους· ειδικότ. η διασπορά των τιμών που μπορούν να αποδοθούν στο μετρούμενο μέγεθος: διευρυμένη/στατιστική/χαμηλή ~ ~. ~ ~ πίεσης/ταχύτητας., παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας: καθετί που προκαλεί κατάσταση αστάθειας, ανισορροπίας, αμφιβολίας. Πβ. αστάθμητος παράγοντας., η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, κλίμα αβεβαιότητας βλ. κλίμα [< μτγν. ἀβεβαιότης, αγγλ. uncertainty]
  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]
  • ΑΒΕΕ (η): Ανώνυμη Βιομηχανική Εμπορική Εταιρεία.
  • αβελτηρία [ἀβελτηρία] α-βελ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αβελτερία (απαιτ. λεξιλόγ.): νωθρότητα στη σκέψη και κατ' επέκτ. μωρία ή ανάλογη ενέργεια ή συμπεριφορά: γραφειοκρατική/δημόσια/διοικητική/διπλωματική/εγκληματική/κρατική/κυβερνητική/πολιτική ~. ~ (= ανοησία) και απερισκεψία. Η ~ των Αρχών/της Πολιτείας. Πβ. αμβλύνοια, ανεπάρκεια. Βλ. αβδηριτισμός. ΑΝΤ. οξύνοια. [< μτγν. ἀβελτηρία, αρχ. ἀβελτερία]
  • αβελτίωτος , η, ο [ἀβελτίωτος] α-βελ-τί-ω-τος επίθ. 1. που δεν έχει υποστεί γενετική βελτίωση: ~α: βοοειδή/ζώα. Σπόροι ~ων ποικιλιών. ΑΝΤ. μεταλλαγ-, τροποποιη-μένος. 2. που δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει καλύτερος: ~ες συνθήκες ζωής. ΑΝΤ. βελτιωμένος. [< 1: αγγλ. unimproved 2: μεσν. αβελτίωτος]
  • αβέρτα [ἀβέρτα] α-βέρ-τα επίρρ. (λαϊκό-προφ.) 1. χωρίς φειδώ, χωρίς μέτρο: Δίνει/ξοδεύει/πουλάει ~. Μοιράζει ~ υποσχέσεις (πβ. απλόχερα). 2. (σπάν.) ελεύθερα, φανερά, απροκάλυπτα: Συζητούσαν ~. Δεν μάσησε τα λόγια του· τους τα 'πε ~. Πβ. καθαρά και ξάστερα, ορθά κοφτά, σταράτα. ● ΦΡ.: αβέρτα-κουβέρτα (εμφατ.): σε μεγάλο βαθμό και χωρίς μέτρο: Κάνει παρανομίες/πίνει ~ ~. [< βεν. averto]
  • αβέρτος , η, ο [ἀβέρτος] α-βέρ-τος επίθ. (σπάν.-λαϊκό): ανοιχτός, διάπλατος, απλόχωρος: ~ο αμπέλι (= άφραγο). Το ιστιοφόρο έσκιζε τα κύματα με ~α τα πανιά.|| (μτφ.) ~ος: άνθρωπος (= ανοιχτόκαρδος, ειλικρινής, ντόμπρος). ~ες: κουβέντες (= ξεκάθαρες, σταράτες). [< βεν. averto]
  • αβίαστος , η, ο [ἀβίαστος] α-βί-α-στος επίθ.: που γίνεται, προκύπτει ή εκδηλώνεται χωρίς βιασύνη ή καταναγκασμό: ~ος: διάλογος/λόγος/ρυθμός. ~η: απάντηση/απόφαση/γραφή/έκφραση/επιλογή/ερμηνεία/ομολογία/συνεργασία/χαρά. ~ο: γέλιο (πβ. αυθόρμητο, πηγαίο)/συμπέρασμα/ύφος (πβ. ανεπιτήδευτο, απροσποίητο)/χαμόγελο. ~ες: κινήσεις. Ελεύθερος/φυσικός και ~ τρόπος (ΑΝΤ. βεβιασμένος, επιτηδευμένος). ● επίρρ.: αβίαστα & (λόγ.) -άστως [< αρχ. ἀβίαστος]
  • αβιβλιογράφητος , η, ο [ἀβιβλιογράφητος] α-βι-βλι-ο-γρά-φη-τος επίθ.: (κυρ. για δημοσίευμα) που δεν έχει καταχωρηθεί σε βιβλιογραφία. ΑΝΤ. βιβλιογραφημένος.
  • αβιογένεση [ἀβιογένεση] α-βι-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΒΙΟΛ. θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να δημιουργηθούν από ανόργανη ύλη (π.χ. χώμα, αέρα). Βλ. -γένεση, βιογένεση. [< γαλλ. abiogenèse, αγγλ. abiogenesis]
  • άβιος , α/ος, ο [ἄβιος] ά-βι-ος επίθ. (επιστ.): άψυχος, χωρίς ζωή: ~ος: κόσμος. ~α: ύλη. ~ο: περιβάλλον. ~α: όντα. Βλ. -βιος. ΑΝΤ. έμβιος [< αρχ. ἄβιος 'αφόρητος']
  • αβιοτικός , ή, ό [ἀβιοτικός] α-βι-ο-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που αναφέρεται, ανήκει ή οφείλεται στα μη έμβια συστατικά στοιχεία του οικοσυστήματος: ~ός: παράγοντας (π.χ. έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα, κλίμα). ~ή: αποικοδόμηση/ποικιλομορφία/ύλη. ~ό: σύστημα. ~οί: πόροι (: μη ανανεώσιμοι, όπως το αργό πετρέλαιο). ~ές: συνθήκες. ~ή καταπόνηση των φυτών (λόγω ξηρασίας). ~ά (λ.χ. αλατότητα, ενεργός οξύτητα και διαλυμένο οξυγόνο) και βιοτικά (: ιχθυοπανίδα, θαλάσσια χλωρίδα) χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας. [< γαλλ. abiotique, αγγλ. abiotic]
  • αβιταμίνωση [ἀβιταμίνωση] α-βι-τα-μί-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανεπαρκής λήψη ή αδυναμία απορρόφησης βιταμινών από τον οργανισμό: ~ Β (: μπέρι μπέρι, πελάγρα)/C (: σκορβούτο)/D (: ραχίτιδα). Βλ. υποβιταμίνωση. ΑΝΤ. υπερβιταμίνωση [< γαλλ. avitaminose, 1919, αγγλ. avitaminosis, 1914]
  • αβίωτος , η, ο [ἀβίωτος] α-βί-ω-τος επίθ.: για τόπο στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει και γενικότ. για καθετί που είναι δύσκολο να αντέξει, να υπομείνει κάποιος: ~η: ζωή (= ανυπόφορη)/κατάσταση. Η πόλη έχει γίνει ~η λόγω της ρύπανσης και της οικιστικής παραμόρφωσης.|| ~α συναισθήματα (: που δεν τα έχει βιώσει κάποιος). ● ΦΡ.: μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος [< αρχ. ἀβίωτος]
  • αβλάβεια [ἀβλάβεια] α-βλά-βει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ιδιότητα ενός αντικειμένου, προϊόντος ή γενικότ. μιας κατάστασης να μην προκαλεί βλάβη: Η ~ των παιχνιδιών εξαρτάται από τα υλικά κατασκευής τους. Πβ. ακινδυνότητα. [< αρχ. ἀβλάβεια]
  • αβλαβής , ής, ές [ἀβλαβής] α-βλα-βής επίθ. {αβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή} 1. (επίσ.) που δεν προκαλεί βλάβη, φθορά ή κίνδυνο: ~ής: ακτινοβολία/(διαγνωστική, θεραπευτική) μέθοδος. ~ές: εντομοκτόνο/προϊόν/χημικό στοιχείο. ~είς: πηγές ενέργειας. ~ή: ζώα (ΣΥΝ. άκακα)/υλικά. Ουσία ατοξική και ~ για τον ανθρώπινο οργανισμό/το περιβάλλον. Πβ. αθώος, ακίνδυνος. ΑΝΤ. επικίνδυνος.|| (σπάν. και ως ουσ.) Το ~ές των τροφίμων. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιβλαβής 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν τον έχουν βλάψει, που δεν έχει υποστεί κακοποίηση: Έμεινε/επέζησε/σώθηκε ~. Βρέθηκε ζωντανός και ~. ● επίρρ.: αβλαβώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: αβλαβής διέλευση: ΝΟΜ. διέλευση σκάφους με σταθερή πορεία και ταχύτητα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ασφάλεια, η ειρήνη και η τάξη του παράκτιου κράτους: ~ ~ και ελεύθερη ναυσιπλοΐα. [< αγγλ. innocent passage, 1958, γαλλ. passage inoffensif] ● ΦΡ.: σώος και αβλαβής (εμφατ.): που δεν έχει υποστεί βλάβη, που παραμένει ακέραιος, υγιής: Ανασύρθηκε από τα συντρίμμια ~ και ~ (: χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό). [< αρχ. ἀβλαβής]
  • άβλαβος , η, ο [ἄβλαβος] ά-βλα-βος επίθ. & άβλαπτος & άβλαφτος (λαϊκό-λογοτ.): αβλαβής. [< μτγν. ἄβλαπτος, μεσν. άβλαφτος]
  • αβλέμονας [ἀβλέμονας] α-βλέ-μο-νας ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): μόνο στη ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας
  • αβλέπτημα [ἀβλέπτημα] α-βλέ-πτη-μα ουσ. (ουδ.) {αβλεπτήμ-ατος | -ατα, -άτων} (επίσ.): σφάλμα από απροσεξία ή παραδρομή: σοβαρό ~. Τυπογραφικά ~ατα. Κείμενο με ~ατα. Έλεγχος για τυχόν ~ατα. Πβ. παρόραμα. Βλ. αβλεψία. [< μτγν. ἀβλέπτημα]
  • αβλεπτί [ἀβλεπτί] α-βλε-πτί επίρρ. & (καταχρ.) αβλεπί & αβλεπεί: χωρίς προηγούμενη εξέταση, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή ή σκέψη: Αγοράζω/απορρίπτω/δέχομαι/επιλέγω/συμφωνώ ~.|| Αβλεπί στοίχημα (βλ. ποντάρισμα) στο πόκερ (: χωρίς να βλέπουν οι παίκτες το ποσό του στοιχήματος). [< αρχ. ἀβλεπτῶ]

αβδηριτισμός

αβδηριτισμός [ἀβδηριτισμός] α-βδη-ρι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ανόητη, ματαιόδοξη, αφελής ενέργεια ή συμπεριφορά: πολιτικός ~. Βλ. αβελτηρία, μικρόνοια, -ισμός.

αβλεψία

αβλεψία [ἀβλεψία] α-βλε-ψί-α ουσ. (θηλ.) {αβλεψιών}: απροσεξία και (κατ' επέκτ. ιδ. στον πληθ.) λάθος που οφείλεται σε αυτή: ιατρική/κατασκευαστική/νομική/πολιτική ~. Διοικητικές/μεταφραστικές/ορθογραφικές/τεχνικές/τυπογραφικές ~ες. ~ ή αμέλεια. Το σφάλμα οφείλεται σε ~. Υπεύθυνος για οποιαδήποτε ατέλεια ή ~. Συγγνώμη, ήταν δική μου ~! Η παραμικρή ~ εκ μέρους του πιλότου μπορεί να αποβεί μοιραία. ~ες των διοργανωτών/της έκδοσης/του συγγραφέα. ~ες και παραλείψεις/παρατυπίες/προχειρότητες. ~ες στην έκφραση και γλωσσικά ολισθήματα. Πβ. αβλέπτημα, παραδρομή. ● ΦΡ.: από αβλεψία & (λόγ.) εξ αβλεψίας [ἐξ ἀβλεψίας]: από απροσεξία, χωρίς να υπάρχει πρόθεση: σφάλματα ~ ~ ή λόγω άγνοιας. Δεν διορθώθηκε/καταχωρήθηκε ~ ~. Έγινε συνειδητά ή ~ ~; Παράβαση εξ ~ας. ΣΥΝ. εκ παραδρομής, κατά λάθος [< μτγν. ἀβλεψία]

αγλέουρας

αγλέουρας [ἀγλέουρας] α-γλέ-ου-ρας ουσ. (αρσ.) & αγλέορας & αγκλέο(υ)ρας: δηλητηριώδες φυτό (χρησιμοποιήθηκε από τη λαϊκή ιατρική κατά της παραφροσύνης). ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα: τρώω, πίνω πάρα πολύ. Βλ. μέχρι σκασμού. ΣΥΝ. τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο [< αρχ. ἑλλέβορος]

απροσδιοριστία

απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]

βίος

βίος βί-ος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. ζωή και κυρ. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος: ασκητικός/έκλυτος/μοναχικός/πολυτάραχος ~. Η πορεία του βίου της. Ο ~ και το έργο του ... Εξιστόρηση του ~ου της ... Διάγει εγκρατή/ενάρετο/ήσυχο ~ο. Πβ. ζήση. 2. σύνολο δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα: ο κοινωνικός και πολιτικός/ο πνευματικός και υλικός ~. Τα βάρη του οικογενειακού ~ου. Παράταση του επαγγελματικού/εργασιακού ~ου (βλ. ενεργός γήρανση). Χώρισαν μετά από πολλά χρόνια έγγαμου ~ου.βίοι (οι): (συνήθ. ΕΚΚΛΗΣ.) βιογραφίες: ~ αγίων. Πβ. αγιολόγιο, συναξάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: βίοι παράλληλοι & παράλληλοι βίοι: για να δηλωθεί ότι δύο συνήθ. άνθρωποι έχουν κοινά βιώματα, παρόμοιες εμπειρίες: Ακολουθούν ~ους ~ους., η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός ● ΦΡ.: βίος και πολιτεία 1. (ειρων.) ταραχώδης, περιπετειώδης, σκανδαλώδης ζωή: Αυτός (ο άνθρωπος) είναι ~ ~ (= έχει βεβαρημένο παρελθόν). 2. τίτλος βιογραφιών ή μυθιστορημάτων με θέμα τη ζωή ενός προσώπου: ~ ~ του Αγίου .../του ποιητή ..., διά βίου (λόγ.) 1. για όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου: ~ ~ εκπαίδευση/μάθηση. ~ ~ φαρμακευτική αγωγή. Τιμωρία με ~ ~ αποκλεισμό/φυλάκιση (= ισόβια). Πβ. για μια ζωή. ΣΥΝ. εφ' όρου ζωής 2. (σε ΣΥΜΠΛ. που αφορούν την παροχή επιπλέον γνώσεων και δεξιοτήτων σε ενήλικες) διαρκής: ~ ~ (ΣΥΝ. συνεχιζόμενη) εκπαίδευση/κατάρτιση/μάθηση/παιδεία. Βλ. επιμόρφωση, Ι.Δ.ΕΚ.Ε. [< 1: αρχ. διά βίου 2: αγγλ. lifelong] , μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο: με ταλαιπωρεί αφάνταστα, μου δημιουργεί πολλά προβλήματα: ~ ~! Δεν αντέχω άλλο. ΣΥΝ. του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο, πρότερος έντιμος βίος {συνήθ. στη γεν.}: ΝΟΜ. σε περιπτώσεις που κάποιος είχε λευκό ποινικό μητρώο, προτού διαπράξει ποινικώς κολάσιμο αδίκημα: (για κατηγορούμενο) Του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου/πρότερου ~ου ~ου., (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν) βλ. ανθόσπαρτος, εξεμέτρησε το ζην βλ. εκμετρώ [< αρχ. βίος]

-βιος

-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

κλίμα

κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

υποβιταμίνωση

υποβιταμίνωση [ὑποβιταμίνωση] υ-πο-βι-τα-μί-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την έλλειψη μίας ή περισσοτέρων βιταμινών στον οργανισμό. Βλ. αβιταμίνωση. ΑΝΤ. υπερβιταμίνωση [< γαλλ. hypovitaminose, 1955, αγγλ. hypovitaminosis, 1923]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.