γιούνισεξ γιού-νι-σεξ επίθ. {άκλ.}: (κυρ. για ρούχα) που μπορούν να φορεθούν και από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) Η μόδα του ~. [< αγγλ. unisex, 1966, γαλλ. unisexe, 1970]
γιούπι γιού-πι επιφών.: δηλωτικό χαράς και ενθουσιασμού: Αρχίζουν οι διακοπές! ~! Τα καταφέραμε! ~! ΣΥΝ. ζήτω [< γαλλ. youpi, 1947]
γιούρια & γιούργια γιού-ρια επιφών. (προφ.): για παρότρυνση προς επίθεση: ~ (= πάνω τους) και τους φάγαμε! Πβ. αέρα!|| (ως ουσ.) Έκαναν ~ (= ντου)! Πβ. γιουρούσι, επέλαση. ΣΥΝ. εμπρός (2) [< τουρκ. yürü]
γιουρο- & γιούρο-: λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στην Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση: γιουρο-βίζιον. Γιουρο-μπάσκετ.|| Γιουρο-πόλ. Γιούρο-στατ. ● βλ. ευρω-
γιούρο1 [γιοῦρο] γιού-ρο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Γ) (προφ.): ΑΘΛ. το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια μεταξύ εθνικών ομάδων: τα προκριματικά/ο τελικός του ~. Κατάκτηση του ~. Βλ. μουντιάλ. [< αγγλ. Euro]
γιουροβίζιον γιου-ρο-βί-ζιον ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Γ): ετήσιος ευρωπαϊκός διαγωνισμός τραγουδιού που μεταδίδεται ζωντανά και στον οποίο συμμετέχουν και κράτη εκτός Ευρώπης. Βλ. γιουροφάν. [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. eurovision, 1951, γαλλ. ~ (Euro(pe) + (télé)vision, 1954]
γιούρογκρουπ γιού-ρο-γκρουπ ουσ. (ουδ.) & γιουρογκρούπ: άτυπο όργανο αποτελούμενο από τους υπουργούς οικονομίας και οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. ΣΥΝ. ευρωομάδα [< αγγλ. Eurogroup, 1997]
Γιουρόπα Λιγκ Γιου-ρό-πα Λιγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική διοργάνωση της ΟΥΕΦΑ που γίνεται κάθε χρόνο και στην οποία συμμετέχουν τρεις ομάδες από κάθε χώρα (η κυπελλούχος και δύο από το πρωτάθλημα), ενώ επιτρέπεται η συμμετοχή σε περισσότερες ομάδες από χώρες που βρίσκονται ψηλά στην κατάταξη της ΟΥΕΦΑ. Βλ. Τσάμπιονς Λιγκ. [< αγγλ. Europa League, 2008]
γιούσουρι γιού-σου-ρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μαύρο κοράλλι από το οποίο κατασκευάζονται χάντρες, φυλαχτά, κομψοτεχνήματα: κομπολόι από ~. [< τουρκ. yüsrü]
γιουσουφάκι γιου-σου-φά-κι ουσ. (ουδ.) (μειωτ.): πρόσωπο που υπηρετεί κάποιον τυφλά, με δουλοπρέπεια: εντεταλμένα/κομματικά ~ια. Τα ~ια της πολιτικής. Πβ. παρατρεχάμενος, τσιράκι, χανουμάκι. Βλ. παπαγαλάκι.
γιούτα γιού-τα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) ιούτη: ΒΟΤ. καθένα από τα δύο είδη φυτού (επιστ. ονομασ. Corchorus capsularis ή C. olitorius) που ευδοκιμεί κυρ. στην Ινδία και το Πακιστάν, από τον βλαστό του οποίου παράγονται κλωστοϋφαντουργικές ίνες. Βλ. κετσές. [< γαλλ.-αγγλ. jute]
γιουτιούμπ γιου-τιούμπ ουσ. (ουδ.) & γιου τιουμπ: ΔΙΑΔΙΚΤ. διαδικτυακός τόπος όπου μπορούν να ανεβάζουν βίντεο εγγεγραμμένοι μένοι χρήστες στα οποία υπάρχει δωρεάν πρόσβαση. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. ΥouTube, 2005]
γκιούλμπασι γκιούλ-μπα-σι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) γιούλμπασι: ΜΑΓΕΙΡ. κομμάτια κρεατικών (κατσίκι, μοσχάρι, χοιρινό) με τυρί, ντομάτα, πιπεριά και σκόρδο, μαγειρεμένα σε λαδόκολλα ή γάστρα. Βλ. κλέφτικο.
ευρω-
ευρω- & (σπάν.) ευρ- πρόθημα λέξεων που αναφέρονται 1. στην Ευρώπη ως γεωγραφική οντότητα: ευρω-αμερικανικός/~ατλαντικός/~μεσογειακός. Ευρ-ασιατικός.|| (γενικότ.) Ευρω-αριστερά/~δεξιά.|| (με αναφορά στη δυτική Ευρώπη:) Ευρω-κομμουνισμός.|| Ευρω-κεντρισμός/~λαγνεία.|| Ευρω-λιγούρης.2. στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ευρω-αγορά/~βαρόμετρο/~διαβατήριο/~δικαστήριο/~εκλογές/~κοινοβούλιο/~στρατός/~σύνταγμα/~τράπεζα/~ψηφοδέλτιο.|| Ευρω-σκεπτικισμός/~φοβία.3. ΟΙΚΟΝ. στην ευρωπαϊκή χρηματαγορά ή το ευρώ: ευρω-ζώνη/~νόμισμα/~ομόλογο/~σύστημα. ● βλ. γιουρο- & γιούρο-
ιντερπόλ
ιντερπόλ [ἰντερπόλ] ι-ντερ-πόλ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφάλ. Ι): Διεθνής Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας, σκοπός της οποίας είναι η συνεργασία των αστυνομικών και εγκληματολογικών Αρχών διαφορετικών χωρών για την πάταξη του κοινού εγκλήματος: Καταζητείται από την ~. Η ~ εξέδωσε σήμα για τη σύλληψη του διαβόητου κακοποιού. [< αγγλ. International Police (INTERPOL), 1946]
κετσές
κετσές κε-τσές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες ίνες, συνήθ. φυσικές, που χρησιμοποιείται κυρ. για την επένδυση επιφανειών: ~ στο εσωτερικό των θυρών αυτοκινήτου/στρώματος. Πβ. πίλημα. Βλ. γιούτα, -ές. [< τουρκ. keçe]
μουντιάλ
μουντιάλ μου-ντι-άλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια μεταξύ εθνικών ομάδων. [< ισπαν. mundial]
παπαγαλάκι
παπαγαλάκι πα-πα-γα-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) ΟΡΝΙΘ. κ. ΤΕΧΝΟΛ. μικρός παπαγάλος. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτων και διασπείρει συνήθ. ελλιπείς ή ψευδείς πληροφορίες: τηλεοπτικά ~ια. Πβ. κεκράκτες, φερέφωνο.
UNICEF
UNICEF & (προφ.) γιούνισεφ (η): Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά. [< αγγλ. United Nations Children's Fund, 1946]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.