Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58779 εγγραφές  [11520-11540]


  • γιούζου γιού-ζου ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. δέντρο της Α. Ασίας (οικογ. Rutaceae, γένος Citrus) και ιδ. ο μικρός σαν γκρέιπ φρουτ καρπός του: σάλτσα ~. Βλ. υπερφρούτο. [< γαλλ.yuzu, 1922, αγγλ. ~, 1977]
  • γιούκα [γιοῦκα] γιού-κα ουσ. (θηλ. + ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. γένος αειθαλών, καλλωπιστικών φυτών (οικογ. Asparagaceae), με στενόμακρα, λογχοειδή και συνήθ. ακιδωτά φύλλα που σχηματίζουν θύσανο, από το κέντρο του οποίου βγαίνουν λευκά ή ροζ κωνοειδή άνθη. [< ισπ. yuca, γαλλ. yucca]
  • γιουκαλίλι γιου-κα-λί-λι ουσ. (ουδ.) & ουκουλέλε & (σπάν.) γιουκαλέλι: ΜΟΥΣ. μικρή τετράχορδη χαβανέζικη κιθάρα. Βλ. χαβάγια. [< αμερικ. ukulele, γαλλ. ukulele, 1934]
  • γιούλια γιού-λια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιούλι} (λαϊκό): ΒΟΤ. μενεξέδες, βιολέτες. Πβ. ίο(ν).
  • γιούλμπασι βλ. γκιούλμπασι
  • γιούνισεξ γιού-νι-σεξ επίθ. {άκλ.}: (κυρ. για ρούχα) που μπορούν να φορεθούν και από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) Η μόδα του ~. [< αγγλ. unisex, 1966, γαλλ. unisexe, 1970]
  • γιούνισεφ βλ. UNICEF
  • γιούπι γιού-πι επιφών.: δηλωτικό χαράς και ενθουσιασμού: Αρχίζουν οι διακοπές! ~! Τα καταφέραμε! ~! ΣΥΝ. ζήτω [< γαλλ. youpi, 1947]
  • γιούρια & γιούργια γιού-ρια επιφών. (προφ.): για παρότρυνση προς επίθεση: ~ (= πάνω τους) και τους φάγαμε! Πβ. αέρα!|| (ως ουσ.) Έκαναν ~ (= ντου)! Πβ. γιουρούσι, επέλαση. ΣΥΝ. εμπρός (2) [< τουρκ. yürü]
  • γιουρο- & γιούρο- : λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στην Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση: γιουρο-βίζιον. Γιουρο-μπάσκετ.|| Γιουρο-πόλ. Γιούρο-στατ. ● βλ. ευρω-
  • γιούρο1 [γιοῦρο] γιού-ρο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Γ) (προφ.): ΑΘΛ. το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια μεταξύ εθνικών ομάδων: τα προκριματικά/ο τελικός του ~. Κατάκτηση του ~. Βλ. μουντιάλ. [< αγγλ. Euro]
  • γιούρο2 [γιοῦρο] γιού-ρο ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} (προφ.): ευρώ. [< αγγλ. euro]
  • γιουροβίζιον γιου-ρο-βί-ζιον ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Γ): ετήσιος ευρωπαϊκός διαγωνισμός τραγουδιού που μεταδίδεται ζωντανά και στον οποίο συμμετέχουν και κράτη εκτός Ευρώπης. Βλ. γιουροφάν. [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. eurovision, 1951, γαλλ. ~ (Euro(pe) + (télé)vision, 1954]
  • γιούρογκρουπ γιού-ρο-γκρουπ ουσ. (ουδ.) & γιουρογκρούπ: άτυπο όργανο αποτελούμενο από τους υπουργούς οικονομίας και οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. ΣΥΝ. ευρωομάδα [< αγγλ. Eurogroup, 1997]
  • Γιουρόπα Λιγκ Γιου-ρό-πα Λιγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική διοργάνωση της ΟΥΕΦΑ που γίνεται κάθε χρόνο και στην οποία συμμετέχουν τρεις ομάδες από κάθε χώρα (η κυπελλούχος και δύο από το πρωτάθλημα), ενώ επιτρέπεται η συμμετοχή σε περισσότερες ομάδες από χώρες που βρίσκονται ψηλά στην κατάταξη της ΟΥΕΦΑ. Βλ. Τσάμπιονς Λιγκ. [< αγγλ. Europa League, 2008]
  • γιουροπόλ γιου-ρο-πόλ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & γιούροπολ (κ. με κεφαλ. Γ): ευρωπόλ. Βλ. ιντερπόλ.
  • γιούροστατ γιού-ρο-στατ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & γιουροστάτ (κ. με κεφαλ. Γ): η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< αγγλ. ακρ. Eurostat (European Statistics), 1959]
  • γιουρούσι γιου-ρού-σι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): μαζική και ορμητική έφοδος, επίθεση: Ο εχθρός έκανε/εξαπέλυσε ~.|| (μτφ.) Ετοιμάζουν ~ σε παράνομες εγκαταστάσεις (ενν. οι Αρχές). Πβ. γιούρια, επέλαση, επιδρομή, εφόρμηση, ρεσάλτο. [< τουρκ. yürüyüş]
  • γιουροφάν γιου-ρο-φάν ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.} (προφ.): ενθουσιώδης οπαδός, φανατικός θαυμαστής της γιουροβίζιον. [< αγγλ. eurofan]
  • γιούσουρι γιού-σου-ρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μαύρο κοράλλι από το οποίο κατασκευάζονται χάντρες, φυλαχτά, κομψοτεχνήματα: κομπολόι από ~. [< τουρκ. yüsrü]

γιουροφάν

γιουροφάνγιου-ρο-φάν ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.} (προφ.): ενθουσιώδης οπαδός, φανατικός θαυμαστής της γιουροβίζιον. [< αγγλ. eurofan]

γκιούλμπασι

γκιούλμπασιγκιούλ-μπα-σι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) γιούλμπασι: ΜΑΓΕΙΡ. κομμάτια κρεατικών (κατσίκι, μοσχάρι, χοιρινό) με τυρί, ντομάτα, πιπεριά και σκόρδο, μαγειρεμένα σε λαδόκολλα ή γάστρα. Βλ. κλέφτικο.

ευρω-

ευρω-& (σπάν.) ευρ- πρόθημα λέξεων που αναφέρονται 1. στην Ευρώπη ως γεωγραφική οντότητα: ευρω-αμερικανικός/~ατλαντικός/~μεσογειακός. Ευρ-ασιατικός.|| (γενικότ.) Ευρω-αριστερά/~δεξιά.|| (με αναφορά στη δυτική Ευρώπη:) Ευρω-κομμουνισμός.|| Ευρω-κεντρισμός/~λαγνεία.|| Ευρω-λιγούρης. 2. στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ευρω-αγορά/~βαρόμετρο/~διαβατήριο/~δικαστήριο/~εκλογές/~κοινοβούλιο/~στρατός/~σύνταγμα/~τράπεζα/~ψηφοδέλτιο.|| Ευρω-σκεπτικισμός/~φοβία. 3. ΟΙΚΟΝ. στην ευρωπαϊκή χρηματαγορά ή το ευρώ: ευρω-ζώνη/~νόμισμα/~ομόλογο/~σύστημα. ● βλ. γιουρο- & γιούρο-

ιντερπόλ

ιντερπόλ[ἰντερπόλ] ι-ντερ-πόλ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (κ. με κεφάλ. Ι): Διεθνής Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας, σκοπός της οποίας είναι η συνεργασία των αστυνομικών και εγκληματολογικών Αρχών διαφορετικών χωρών για την πάταξη του κοινού εγκλήματος: Καταζητείται από την ~. Η ~ εξέδωσε σήμα για τη σύλληψη του διαβόητου κακοποιού. [< αγγλ. International Police (INTERPOL), 1946]

μουντιάλ

μουντιάλμου-ντι-άλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια μεταξύ εθνικών ομάδων. [< ισπαν. mundial]

υπερφρούτο

υπερφρούτο[ὑπερφροῦτο] υ-περ-φρού-το ουσ. (ουδ.): φρούτο εξαιρετικά πλούσιο σε θρεπτικές και αντιοξειδωτικές ουσίες. Βλ. αχλαδόμηλο, γιούζου, υπερτροφή. [< αγγλ. superfruit, 2005]

χαβάγια

χαβάγιαχα-βά-για ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. χαβανέζικη, συνήθ. εξάχορδη, κιθάρα. Βλ. γιουκαλίλι. [< αγγλ. Hawaiian guitar, 1928]

UNICEF

UNICEF& (προφ.) γιούνισεφ (η): Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά. [< αγγλ. United Nations Children's Fund, 1946]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.