αγγειολογία [ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]
αγγειοπλάστης [ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.
αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]
αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]
-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
θέλημα θέ-λη-μα ουσ. (ουδ.): ό,τι θέλει κάποιος: Δείχνει προθυμία/υπακούει σε κάθε ~ά του. Πβ. απαίτηση, γούστο, επιθυμία, θέληση. ● θελήματα (τα) (προφ.) 1. μικροδουλειές για την εξυπηρέτηση κάποιου, συνήθ. εκτός οικίας ή χώρου εργασίας: παιδί για τα ~. Τον στέλνουν συνέχεια για ~. Την προσέλαβαν ως γραμματέα, όχι για να κάνει ~. Πβ. αγγαρεία. 2. χαριστικές εξυπηρετήσεις, παράτυπες διευκολύνσεις: ~ πάντα με ανταλλάγματα. Βλ. ρουσφέτι. ● ΦΡ.: γενηθήτω το θέλημά σου βλ. γενηθήτω, θέλημα (του) Θεού βλ. θεός [< αρχ. θέλημα]
-ίτιδα & (λόγ.) -ίτις {-ίτιδος}: ΙΑΤΡ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν φλεγμονή: αδεν~/αμυγδαλ~/κολπ~/λαρυγγ~/σκληρ~ (σύγκρ. σκληρ-ίαση)/σκωληκοειδ- (πβ. -ίτης)/φαρυγγ~. Βλ. -αλγία, -πάθεια, -ωση2.
καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.
καψόνι κα-ψώ-νι ουσ. (ουδ.) 1. (στρατ. αργκό) σκληρή και συνήθ. εξευτελιστική δοκιμασία που επιβάλλεται παράτυπα από αξιωματικό σε στρατιώτη ή στρατιώτες ως τιμωρία ή μέσο πειθαρχίας: Τα ~ια έχουν καταργηθεί. Βλ. αγγαρεία. 2. (κατ' επέκτ.) ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται κάποιος: Ο καιρός τους έκανε ~. [παλαιότ. ορθογρ. καψώνι]
μπέης μπέ-ης ουσ. (αρσ.) {μπέηδες} 1. ΙΣΤ. τοπικός διοικητής πόλης κατά την Τουρκοκρατία· τίτλος ανώτερου πολιτικού και στρατιωτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 2. (σπάν.-μτφ.) για απόλυτο, αυταρχικό άνθρωπο που του αρέσουν οι ανέσεις και η καλοπέραση. Βλ. αγάς, πασάς. [< μεσν. μπέης < τουρκ. bey]
σιζάλ σι-ζάλ ουσ. (ουδ.) (το) {άκλ.}: υφαντική ύλη από τα ινώδη φύλλα του μεξικάνικου φυτού αγαύη: ναυτικά σχοινιά από ~.|| (κ. ως επίθ.) Σπάγγοι ~. Βλ. κάνναβη. [< γαλλ. sisal, 1906]
στεφανιογραφία στε-φα-νι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των στεφανιαίων αρτηριών. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. coronarographie]
στολή στο-λή ουσ. (θηλ.): ομοιόμορφη συνήθ. ενδυμασία που φοριέται από όσους υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας ή από το προσωπικό ορισμένων επαγγελμάτων ή από μαθητευόμενους σχολείων, σχολών και από μέλη ομάδων για λόγους αναγνωρισιμότητας ή λειτουργικότητας: θερινή/στρατιωτική/χειμερινή ~. ~ αξιωματικού/αστυνομικού/(αστρο)ναύτη/πιλότου. (παλαιότ.) ~ εξόδου. (ΝΟΜ.) Αντιποίηση ~ής.|| Ιερατική ~.|| ~ εργασίας. Βλ. φόρμα.|| Αθλητική/μαθητική ~. Κατάργηση της ~ής. ~ δύτη/ιππασίας.|| Εθνική/παραδοσιακή/τοπική ~ (: χαρακτηριστική έθνους ή περιοχής). Πβ. αμφίεση, φορεσιά.|| Αποκριάτικη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλη στολή: ΣΤΡΑΤ. επίσημη ενδυμασία αξιωματικού., στολή υπηρεσίας & (παλαιότ.-προφ.) στολή αγγαρείας: ΣΤΡΑΤ. στολή παραλλαγής την οποία φορούν οι στρατιώτες κατά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών. ● ΦΡ.: εν στολή (επίσ.): με στολή: βαθμοφόροι/στρατιωτικός ~ ~. [< αρχ. στολή ‘ενδυμασία, άμφιο’]
σύμπνοια σύ-μπνοι-α ουσ. (θηλ.): ταύτιση απόψεων, συμφωνία: απόλυτη/εθνική/πλήρης ~. ~ μεταξύ των σωματείων/στο δημοτικό συμβούλιο. Πβ. ομο-θυμία, -φωνία, -ψυχία, ομόνοια. ΑΝΤ. διαφωνία, διχογνωμία, διχόνοια. ● ΦΡ.: σε αγαστή σύμπνοια & με αγαστή σύμπνοια: με (απόλυτη) αρμονία, συμφωνία: πολιτική σε ~ ~ με τις ευρωπαϊκές θέσεις. Εργαζόμαστε με ~ ~ και συντονισμό. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε ~ ~ ως προς το ζήτημα. (ειρων.) Κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε ~ ~. [< μτγν. σύμπνοια]
τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ