Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1160-1180]


  • αγάς [ἀγάς] α-γάς ουσ. (αρσ.) {αγάδες}: ΙΣΤ. τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: το τσιφλίκι του αγά. Βλ. μπέης, πασάς. ● ΦΡ.: σαν αγάς 1. με άνεση, πολυτέλεια: Ζει/κάθεται/περνά ~ ~. 2. αυταρχικά, δεσποτικά: (Συμπερι)φέρεται ~ ~., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< μεσν. αγάς]
  • αγαστός , ή, ό [ἀγαστός] α-γα-στός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): αξιοθαύμαστος· κατ' επέκτ. απόλυτα αρμονικός, τέλειος: ~ός: σκοπός. ~ή: συνεργασία/συνύπαρξη/σχέση. ~ό: κλίμα. ~ές: προθέσεις. Συνεργάζονται με ~ό τρόπο. ● ΦΡ.: σε αγαστή σύμπνοια βλ. σύμπνοια [< αρχ. ἀγαστός ‘αξιέπαινος, αξιαγάπητος’]
  • αγαύη [ἀγαύη] α-γαύ-η ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. το φυτό αθάνατος: μπλε ~ (επιστ. ονομασ. A. tequilana). Βλ. σιζάλ, τεκίλα. [< αρχ. Ἀγαυή < ἀγαυός ‘επιφανής, λαμπρός’, αγγλ.-γαλλ. agave]
  • αγγαρεία [ἀγγαρεία] αγ-γα-ρεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ακούσια, δυσάρεστη, βαρετή ή/και υποχρεωτική εργασία ή δραστηριότητα, που γίνεται συνήθ. χωρίς αμοιβή: βαριά/σκέτη ~. Το βλέπω/νιώθω σαν ~. Υποχρεώνω κάποιον να κάνει ~. (Κάτι) καταντάει ~. Καθημερινές/οικιακές ~ες (πβ. δουλειές του σπιτιού). ~ες του γραφείου. Φορτώνω κάποιον με ~ες. Πβ. καταναγκαστικά έργα. Βλ. θέλημα, χαμαλίκι. 2. ΣΤΡΑΤ. πρόσθετη, υποχρεωτική υπηρεσία που εκτελείται από στρατιώτες: ~ στα μαγειρεία. Βλ. καψόνι. ● ΣΥΜΠΛ.: στολή υπηρεσίας βλ. στολή ● ΦΡ.: το κάνω αγγαρεία (με επιρρ. χρ.): εκτελώ κάτι καταναγκαστικά, με δυσαρέσκεια, χωρίς ενδιαφέρον: Το διασκεδάζω, δεν ~ ~. [< μτγν. ἀγγαρ(ε)ία ‘στρατολόγηση για δημόσια υπηρεσία’]
  • αγγάρεμα [ἀγγάρεμα] αγ-γά-ρε-μα ουσ. (ουδ.) (σπάν.): επιβολή αναγκαστικής εργασίας και κατ' επέκτ. η ίδια η καταναγκαστική εργασία: ~ των φαντάρων. Τι ~ ήταν αυτό σήμερα! [< μεσν. αγγάρευμα]
  • αγγαρεύω [ἀγγαρεύω] αγ-γα-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {αγγάρ-εψα, -εμένος}: αναθέτω σε κάποιον αγγαρεία: Τον ~εψα να με μεταφέρει/να μου ψωνίσει. [< μτγν. ἀγγαρεύω ‘στρατολογώ για μια υπηρεσία, εξαναγκάζω’]
  • αγγειακός , ή, ό [ἀγγειακός] αγ-γει-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία: ~ός: δακτύλιος/τόνος. ~ή: απόφραξη/βλάβη/κυκλοφορία/νόσος/υπερτροφία/χειρουργική (= αγγειοχειρουργική). ~ό: δίκτυο/εγκεφαλικό επεισόδιο/ενδοθήλιο/μόσχευμα/σύστημα/τοίχωμα. ~οί: υπέρηχοι. ~ές: παθήσεις. Βλ. ενδ~, καρδι~, νεφρ~. [< γαλλ. vasculaire]
  • αγγειεκτασία [ἀγγειεκτασία] αγ-γει-ε-κτα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαστολή και συχνά επιμήκυνση λεμφικού ή αιμοφόρου αγγείου: επίκτητη/συγγενής ~. [< γαλλ. angiectasie, αγγλ. angiectasia, angiectasis]
  • αγγειίτιδα [ἀγγειίτιδα] αγ-γει-ί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή των τοιχωμάτων λεμφικού ή αιμοφόρου αγγείου: αλλεργική/δερματική/πρωτοπαθής/συστηματική ~. ~ του αμφιβληστροειδούς. Νεφρικές/πνευμονικές ~ες. Βλ. -ίτιδα, λεμφ~, χολ~. [< γαλλ. angéite , αγγλ. angiitis]
  • αγγείο [ἀγγεῖο] αγ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. δοχείο με χρηστικό ή διακοσμητικό χαρακτήρα: αποθηκευτικό/αττικό/γυάλινο/δακτυλιόσχημο/ερυθρόμορφο/ζωόμορφο/κεραμικό/κορινθιακό/κυκλαδικό/κυλινδρικό/μελανόμορφο/μινωικό/μυκηναϊκό/πήλινο/ταφικό/τελετουργικό/τριποδικό/χάλκινο ~. ~ πόσης. ~ με ανάγλυφη/γραμμική/γραπτή/εγχάρακτη διακόσμηση.|| Κρυστάλλινα/πορσελάνινα ~α. ~ για νερό (πβ. κανάτα, στάμνα). 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. {κυρ. στον πληθ.} αγωγός του οργανισμού μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το αίμα, η λέμφος ή άλλο υγρό: απαγωγά (: φλέβες)/εγκεφαλικά/λεμφικά (ή λεμφαγγεία)/παράπλευρα/περιφερικά/προσαγωγά (: αρτηρίες)/στεφανιαία/χοληφόρα ~α. Αθηρωμάτωση/απόφραξη/διάνοιξη/διαστολή/ρήξη/στένωση/τοιχώματα/φλεγμονή ~ου/ων. 3. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ λεπτός αγωγός που μεταφέρει χυμούς μέσα στο φυτό. Τα ~α του ριζικού συστήματος ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία βλ. αιμοφόρος, καμαραϊκά αγγεία βλ. καμαραϊκός, τριχοειδή αγγεία βλ. τριχοειδής [< αρχ. ἀγγεῖον, γαλλ. vaisseau]
  • αγγειο- & αγγει- α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά 1. σε δοχείο ή σκεύος: αγγειο-γραφία/~πλάστης. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. στα αιμοφόρα αγγεία: αγγειο-πάθεια/~χειρουργικός. Αγγει-εκτασία.
  • αγγειογένεση [ἀγγειογένεση] αγ-γει-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. σχηματισμός νέων αιμοφόρων αγγείων από προϋπάρχοντα: αυξηµένη/θεραπευτική/τριχοειδική/φυσιολογική ~. ~ στα καρκινώµατα. Αναστολείς/μηχανισμοί ~ης. Απόπτωση και ~. Βλ. λεμφ~. [< αγγλ. angiogenesis]
  • αγγειογράφημα [ἀγγειογράφημα] αγ-γει-ο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ιατρική εξέταση με την οποία επιτυγχάνεται η απεικόνιση των αγγείων: εγκεφαλικό ~. Εξέταση των καρωτίδων με ~. Βλ. -γράφημα.
  • αγγειογραφία [ἀγγειογραφία] αγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ακτινογραφική εξέταση των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού διαλύματος αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: αφαιρετική/διαγνωστική/ενδοφλέβια/ηπατική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική/τρισδιάστατη/ψηφιακή ~. ~ εγκεφάλου/καρδιάς/νεφρών. ~ με αξονικό τομογράφο/καθετήρα. Βλ. στεφανιογραφία, χολ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ζωγραφική διακόσμηση ή παράσταση αγγείων και η αντίστοιχη τέχνη ή τεχνική: αρχαϊκή/αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/μελανόμορφη ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) μελέτη των ζωγραφικών παραστάσεων σε αγγεία. Βλ. αγγειολογία, -γραφία. [< 1: γαλλ. angiographie, 1952, αγγλ. angiography, 1933]
  • αγγειογραφικός , ή, ό [ἀγγειογραφικός] αγ-γει-ο-γρα-φι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειογραφία: ~ός: έλεγχος. ~ή: απεικόνιση (ανευρύσματος). ~ό: εύρημα.|| (ως ουσ.) ~ό (ενν. εργαστήριο). 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με την αγγειογραφία: ~ός: ρυθμός. ~ή: τέχνη. ● επίρρ.: αγγειογραφικά: ΙΑΤΡ. με αγγειογραφία. [< γαλλ. angiographique, αγγλ. angiographic, 1950]
  • αγγειογράφος [ἀγγειογράφος] αγ-γει-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. τεχνίτης, καλλιτέχνης που διακοσμεί αγγεία: Οι ~οι της αρχαϊκής/κλασικής εποχής. Βλ. αγγειοπλάστης, κεραμοποιός. 2. ΙΑΤΡ. συσκευή για την εξέταση, απεικόνιση των αγγείων. Πβ. τομογράφος. Βλ. -γράφος. [< 2: γαλλ. angiographe]
  • αγγειοδιασταλτικός , ή, ό [ἀγγειοδιασταλτικός] αγ-γει-ο-δι-α-σταλ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που προκαλεί αγγειοδιαστολή: ~ός: αναστολέας/παράγοντας. ~ή: δράση/ουσία. ~ές: ιδιότητες. ~ά: (και ινότροπα) φάρμακα. ΑΝΤ. αγγειοσυσταλτικός ● Ουσ.: αγγειοδιασταλτικό (το): ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακο που προκαλεί αγγειοδιαστολή. [< γαλλ. vasodilatateur]
  • αγγειοδιαστολή [ἀγγειοδιαστολή] αγ-γει-ο-δι-α-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αύξηση της διαμέτρου των αιμοφόρων αγγείων: διαδερμική/περιφερική/πνευμονική/στεφανιαία/φαρμακευτική/φλεβική ~. Αναισθητικά φάρμακα που προκαλούν ~. Υπόταση εξαιτίας της ~ής. ΑΝΤ. αγγειοσυστολή [< γαλλ. vasodilatation]
  • αγγειοκαρδιογραφία [ἀγγειοκαρδιογραφία] αγ-γει-ο-καρ-δι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφική απεικόνιση της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων της ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού μέσου αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: ραδιοϊσοτοπική ~. [< γαλλ. angiocardiographie, μετά το 1937, αγγλ. angiocardiography, 1938]
  • αγγειοκινητικός , ή, ό [ἀγγειοκινητικός] αγ-γει-ο-κι-νη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που αναφέρεται ή οφείλεται στη διαστολή και συστολή των αγγείων: ~ός: μηχανισμός. ~ή: δράση/ημικρανία/νεύρωση/ρινίτιδα. ~ές: διαταραχές. [< γαλλ. vasomoteur]

αγγειολογία

αγγειολογία [ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]

αγγειοπλάστης

αγγειοπλάστης [ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.

αγιάζω

αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]

αιμοφόρος

αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]

-γράφημα

-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

θέλημα

θέλημα θέ-λη-μα ουσ. (ουδ.): ό,τι θέλει κάποιος: Δείχνει προθυμία/υπακούει σε κάθε ~ά του. Πβ. απαίτηση, γούστο, επιθυμία, θέληση.θελήματα (τα) (προφ.) 1. μικροδουλειές για την εξυπηρέτηση κάποιου, συνήθ. εκτός οικίας ή χώρου εργασίας: παιδί για τα ~. Τον στέλνουν συνέχεια για ~. Την προσέλαβαν ως γραμματέα, όχι για να κάνει ~. Πβ. αγγαρεία. 2. χαριστικές εξυπηρετήσεις, παράτυπες διευκολύνσεις: ~ πάντα με ανταλλάγματα. Βλ. ρουσφέτι. ● ΦΡ.: γενηθήτω το θέλημά σου βλ. γενηθήτω, θέλημα (του) Θεού βλ. θεός [< αρχ. θέλημα]

-ίτιδα

-ίτιδα & (λόγ.) -ίτις {-ίτιδος}: ΙΑΤΡ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν φλεγμονή: αδεν~/αμυγδαλ~/κολπ~/λαρυγγ~/σκληρ~ (σύγκρ. σκληρ-ίαση)/σκωληκοειδ- (πβ. -ίτης)/φαρυγγ~. Βλ. -αλγία, -πάθεια, -ωση2.

καμαραϊκός

καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.

καψόνι

καψόνι κα-ψώ-νι ουσ. (ουδ.) 1. (στρατ. αργκό) σκληρή και συνήθ. εξευτελιστική δοκιμασία που επιβάλλεται παράτυπα από αξιωματικό σε στρατιώτη ή στρατιώτες ως τιμωρία ή μέσο πειθαρχίας: Τα ~ια έχουν καταργηθεί. Βλ. αγγαρεία. 2. (κατ' επέκτ.) ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται κάποιος: Ο καιρός τους έκανε ~. [παλαιότ. ορθογρ. καψώνι]

μπέης

μπέης μπέ-ης ουσ. (αρσ.) {μπέηδες} 1. ΙΣΤ. τοπικός διοικητής πόλης κατά την Τουρκοκρατία· τίτλος ανώτερου πολιτικού και στρατιωτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 2. (σπάν.-μτφ.) για απόλυτο, αυταρχικό άνθρωπο που του αρέσουν οι ανέσεις και η καλοπέραση. Βλ. αγάς, πασάς. [< μεσν. μπέης < τουρκ. bey]

σιζάλ

σιζάλ σι-ζάλ ουσ. (ουδ.) (το) {άκλ.}: υφαντική ύλη από τα ινώδη φύλλα του μεξικάνικου φυτού αγαύη: ναυτικά σχοινιά από ~.|| (κ. ως επίθ.) Σπάγγοι ~. Βλ. κάνναβη. [< γαλλ. sisal, 1906]

στεφανιογραφία

στεφανιογραφία στε-φα-νι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των στεφανιαίων αρτηριών. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. coronarographie]

στολή

στολή στο-λή ουσ. (θηλ.): ομοιόμορφη συνήθ. ενδυμασία που φοριέται από όσους υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας ή από το προσωπικό ορισμένων επαγγελμάτων ή από μαθητευόμενους σχολείων, σχολών και από μέλη ομάδων για λόγους αναγνωρισιμότητας ή λειτουργικότητας: θερινή/στρατιωτική/χειμερινή ~. ~ αξιωματικού/αστυνομικού/(αστρο)ναύτη/πιλότου. (παλαιότ.) ~ εξόδου. (ΝΟΜ.) Αντιποίηση ~ής.|| Ιερατική ~.|| ~ εργασίας. Βλ. φόρμα.|| Αθλητική/μαθητική ~. Κατάργηση της ~ής. ~ δύτη/ιππασίας.|| Εθνική/παραδοσιακή/τοπική ~ (: χαρακτηριστική έθνους ή περιοχής). Πβ. αμφίεση, φορεσιά.|| Αποκριάτικη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλη στολή: ΣΤΡΑΤ. επίσημη ενδυμασία αξιωματικού., στολή υπηρεσίας & (παλαιότ.-προφ.) στολή αγγαρείας: ΣΤΡΑΤ. στολή παραλλαγής την οποία φορούν οι στρατιώτες κατά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών. ● ΦΡ.: εν στολή (επίσ.): με στολή: βαθμοφόροι/στρατιωτικός ~ ~. [< αρχ. στολή ‘ενδυμασία, άμφιο’]

σύμπνοια

σύμπνοια σύ-μπνοι-α ουσ. (θηλ.): ταύτιση απόψεων, συμφωνία: απόλυτη/εθνική/πλήρης ~. ~ μεταξύ των σωματείων/στο δημοτικό συμβούλιο. Πβ. ομο-θυμία, -φωνία, -ψυχία, ομόνοια. ΑΝΤ. διαφωνία, διχογνωμία, διχόνοια. ● ΦΡ.: σε αγαστή σύμπνοια & με αγαστή σύμπνοια: με (απόλυτη) αρμονία, συμφωνία: πολιτική σε ~ ~ με τις ευρωπαϊκές θέσεις. Εργαζόμαστε με ~ ~ και συντονισμό. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε ~ ~ ως προς το ζήτημα. (ειρων.) Κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε ~ ~. [< μτγν. σύμπνοια]

τριχοειδής

τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.