Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1120-1140]


  • αγαλαξία [ἀγαλαξία] α-γα-λα-ξί-α ουσ. (θηλ.) & αγαλακτία: ΙΑΤΡ. απουσία ή διακοπή παραγωγής μητρικού γάλακτος κατά την περίοδο του θηλασμού: επιλόχεια ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λοιμώδης αγαλαξία: ΚΤΗΝ. ασθένεια των αιγοπροβάτων. [< γαλλ. agalactie/agalaxie contagieuse] [< αρχ. ἀγαλαξία, ἀγαλακτία, γαλλ. agalactie, agalaxie, αγγλ. agalaxy, agalactia]
  • αγάλι [ἀγάλι] α-γά-λι επίρρ. & αγάλια (λαϊκό): (συνήθ. με αναδίπλωση) αργά, σιγά-σιγά: Λιώνει το χιόνι στην κορφή ~ ~. Προχώρησε ~ ~ ως την άκρη του γκρεμού. ~ ~ περνούσαν οι μέρες. ● ΦΡ.: αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.): σιγά σιγά, με υπομονή επιτυγχάνεται κάτι: Μη βιάζεσαι, ~ ~., ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει (παροιμ.): αυτός που ενεργεί προσεκτικά και συγκρατημένα, πετυχαίνει πολλά. [< μεσν. αγάλι]
  • αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]
  • αγαλλίαση [ἀγαλλίαση] α-γαλ-λί-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως}: αίσθημα μεγάλης χαράς και ψυχικής ευφορίας: ανέκφραστη/άφατη/εσωτερική/ιερή/μουσική ~. Η ~ του πνεύματος. Αισθάνομαι/νιώθω/σκορπίζω ~. Κοιτάζω με ~. Ατμόσφαιρα/βλέμμα/ξέσπασμα/πηγή/φωνές/χαμόγελο ~ης. Η καρδιά του γέμισε/ξεχείλισε/ρίγησε/σκίρτησε από ~. Ονειροπολεί γεμάτος ~. Με διακατέχει/πλημμυρίζει απέραντη ~. ● ΦΡ.: χαρά και αγαλλίαση (εμφατ.): Τα πρόσωπά τους λάμπουν από ~ ~. Το Πάσχα είναι γιορτή ~άς και ~ης. [< μτγν. ἀγαλλίασις]
  • αγαλλιώ βλ. αγαλλιάζω
  • αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
  • άγαλμα [ἄγαλμα] ά-γαλ-μα ουσ. (ουδ.) {αγάλμ-ατος | -ατα, -άτων}: τρισδιάστατο γλυπτό ή χυτό έργο τέχνης που αναπαριστά θεϊκή, ανθρώπινη ή ζωική μορφή: ακέφαλο/αρχαίο ελληνικό/ελληνιστικό/κυκλαδικό/λατρευτικό/μαρμάρινο/μπρούντζινο/περίοπτο/πήλινο/ρωμαϊκό/χάλκινο/χρυσελεφάντινο ~. ~ αλόγου/κόρης/μούσας. Το Ά~ της Ελευθερίας. Το ~ κατασκευάστηκε/στήθηκε προς τιμήν του .../φιλοτεχνήθηκε. Αναπαράσταση/αντίγραφο/βάση/κεφαλή ~ατος. ~ατα θεών. Βανδαλισμοί ~άτων. Πβ. ανδριάντας, ξόανο, προτομή.|| Ωραία σαν ~ (: καλλίγραμμη, αρμονική).|| Ζωντανό ~ (: για καλλιτέχνη ή μίμο που στέκεται σαν ~ σε δημόσιο χώρο). ● Υποκ.: αγαλματίδιο (το) (λόγ.): (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ θεότητας/παιδιού. Αναθηματικά ~α. Πβ. αγαλμάτιο, ειδώλιο.|| Απονομή των χρυσών ~ίων Όσκαρ. Πβ. αγαλματάκι. Βλ. -ίδιο., αγαλμάτιο (το) (λόγ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. Λατρευτικά ~α. ● ΦΡ.: θα σου στήσω άγαλμα (μτφ.-προφ.): ως έκφραση ευγνωμοσύνης: Θα σου ~σουμε ~, τόσο που μας έχεις βοηθήσει! (ειρων.) Άμα το βρεις, θα σου ~σω ~ (στην πλατεία)., μένω άγαλμα & αφήνω άγαλμα (μτφ.-προφ.): από την έκπληξη: Μόλις είδα το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, έμεινα ~ (= κάγκελο, κόκαλο, στήλη άλατος).|| Η καρφωτή κεφαλιά άφησε ~ τον τερματοφύλακα., σαν άγαλμα: ακίνητος και αμίλητος: ανέκφραστος/στητός/ψυχρός ~ ~. Κάθομαι/με κοίταζε/στέκομαι ~ ~. [< αρχ. ἄγαλμα, γαλλ. statue]
  • αγαλματάκι [ἀγαλματάκι] α-γαλ-μα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.): μικρό άγαλμα: κρυστάλλινο/συλλεκτικό ~.|| Απέσπασε/κέρδισε/πήρε το χρυσό ~ (: μικρό άγαλμα που απονέμεται ως βραβείο).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αίγαγρου. Πβ. αγαλματίδιο, αγαλμάτιο. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος
  • αγαλματένιος , ια, ιο [ἀγαλματένιος] α-γαλ-μα-τέ-νιος επίθ.: που έχει τη μορφή, τη στάση ή την ομορφιά αγάλματος: (μτφ.) ~ια: γοητεία/καλλονή. ~ιο: κορμί/πρόσωπο/σώμα. ~ια: πόδια (πβ. καλλίγραμμα). Πβ. αγαλμάτινος. Βλ. -ένιος.
  • αγαλμάτινος , η, ο [ἀγαλμάτινος] α-γαλ-μά-τι-νος επίθ. 1. που σχετίζεται με άγαλμα, που έχει τη μορφή αγάλματος: ~η: προτομή. ~ο: κεφάλι/μνημείο. 2. (μτφ.) που μοιάζει με άγαλμα, που έχει την ομορφιά αγάλματος: ~η: αρμονία/κορμοστασιά. ~ο: στήθος. ~α αθλητικά σώματα. Πβ. αγαλματένιος. [< μεσν. αγαλμάτινος]
  • αγαλματοποιία [ἀγαλματοποιία] α-γαλ-μα-το-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.): κλάδος της γλυπτικής που αναφέρεται στην κατασκευή αγαλμάτων: αρχαία ελληνική ~. ~ ειδωλίων. Βλ. -ποιία. [< μτγν. ἀγαλματοποιΐα]
  • αγαλματοποιός [ἀγαλματοποιός] α-γαλ-μα-το-ποι-ός ουσ. (αρσ.): γλύπτης αγαλμάτων: λιθοξόος και ~. Η σμίλη του ~ού. Οι ~οί της κλασικής εποχής. Πβ. ανδριαντοποιός. Βλ. -ποιός. [< αρχ. ἀγαλματοποιός]
  • αγαλματώδης , ης, ες [ἀγαλματώδης] α-γαλ-μα-τώ-δης επίθ. {αγαλματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει άγαλμα, που έχει την ομορφιά του: ~ης: καλλονή/μορφή. Βλ. -ώδης.
  • αγάμητος , η, ο [ἀγάμητος] α-γά-μη-τος επίθ. (λ. ταμπού): που δεν έχει σεξουαλική ζωή για ένα διάστημα και κατ' επέκτ. εκδηλώνει στρυφνή και παράξενη συμπεριφορά. Πβ. (σεξουαλικά) στερημένος. [< αρχ. ἀγάμητος 'άγαμος']
  • αγαμία [ἀγαμία] α-γα-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) το να είναι κανείς ανύπαντρος, άγαμος: Πιστοποιητικό ~ας. Η ~ του κλήρου. ~ και ασκητισμός. 2. (προφ.) το να μην έχει κάποιος σεξουαλική ζωή. [< 1: μτγν. ἀγαμία]
  • άγαμος , η, ο [ἄγαμος] ά-γα-μος επίθ./ουσ. (επίσ.): που δεν έχει παντρευτεί, δεν έχει συνάψει γάμο: ~ος: βίος/γονέας. ~η: ζωή/μητέρα/συμβίωση. ~α: ζευγάρια/τέκνα. ~ ή χήρος ή διαζευγμένος ή σε διάσταση.|| (σε αίτηση/βιογραφικό σημείωμα) Οικογενειακή κατάσταση: ~. ΣΥΝ. ανύπαντρος ΑΝΤ. έγγαμος (1) [< αρχ. ἄγαμος] ΑΓΑΜΟΣ
  • άγαν [ἄγαν] ά-γαν επίρρ. (αρχαιοπρ.): υπερβολικά, πάρα πολύ. Κυρ. στη ● ΦΡ.: μηδέν άγαν (αρχαίο γνωμ.): (ως προτροπή) τίποτα σε υπερβολικό βαθμό. ΣΥΝ. μέτρον άριστον [< αρχ. ἄγαν]
  • αγανάκτηση [ἀγανάκτηση] α-γα-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} & (προφ.) αγανάχτηση: έντονη δυσαρέσκεια, δυσφορία λόγω αδικίας, προσβολής ή ανηθικότητας: βαθιά/γενική/διάχυτη/εύλογη/ιερή/λαϊκή ~. Έκρηξη/έκφραση/θύελλα/κλίμα/κραυγή ~ης. Αισθήματα οργής και ~ης. Επιστολή ~ης και διαμαρτυρίας. Η ~ της κοινής γνώμης. Με πνίγει η ~. Με μεγάλη ~ διαπίστωσα/πληροφορήθηκα ότι ... Νιώθει ~ όταν βλέπει ... Το θέαμα με γέμισε ~. Καταγγέλλουμε το έγκλημα με ~/ μετ' ~ήσεως. Ξέσπασαν γεμάτοι ~. Πβ. δυσανασχέτηση.|| (προφ.) Σκέτη ~ είσαι αδελφέ μου! (: με εκνευρίζεις, εξοργίζεις). [< αρχ. ἀγανάκτησις]
  • αγανακτισμένος , η, ο [ἀγανακτισμένος] α-γα-να-κτι-σμέ-νος επίθ. & (προφ.) αγαναχτισμένος: που αισθάνεται ή/και εκφράζει αγανάκτηση: ~ος: λαός. ~η: αντίδραση/διαμαρτυρία. ~ο: βλέμμα/ύφος. ~οι: κάτοικοι/πολίτες/τηλεθεατές/φορολογούμενοι. ~ες: φωνές. ~ από την απόφασή/τα παράπονά/τη στάση/τη συμπεριφορά/την υποκρισία του. ~ με τη διαιτησία. Καταδίκασαν ~οι τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Έστειλαν ~α μηνύματα.|| (ως ουσ.) Το κίνημα των ~ων. ● επίρρ.: αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα [< μεσν. αγανακτισμένος]
  • αγανακτώ [ἀγανακτῶ] α-γα-να-κτώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγανακτ-είς, -ώντας | αγανάκτ-ησα, -ισμένος} & (προφ.) αγαναχτώ 1. (αμτβ.) αισθάνομαι αγανάκτηση, εξοργίζομαι: ~ με/για την αδικία/αχαριστία/προσβολή. ~ λόγω των λανθασμένων χειρισμών. ~ησα και του έβαλα τις φωνές. ~ησε γιατί/που δεν έπαιζε καλά η ομάδα. Η κοινή γνώμη έχει ~ήσει από την αδυναμία της Πολιτείας να ... Βλ. δυσανασχετώ.|| (μτβ.-σπανιότ.) Με ~ησε η αδιαφορία του για το μάθημα! 2. {κυρ. στον αόρ.} (συνεκδ.) δυσκολεύομαι, κοπιάζω για κάτι με αποτέλεσμα την έντονη δυσφορία: ~ησα (= δεινοπάθησα, είδα κι έπαθα) μέχρι να τον πείσω. [< αρχ. ἀγανακτῶ]

αγαλλιάζω

αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

δυσανασχετώ

δυσανασχετώ [δυσανασχετῶ] δυ-σα-να-σχε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δυσανασχετ-είς ...| δυσανασχέτ-ησα, -ώντας} (λόγ.): εκδηλώνω δυσαρέσκεια για κάτι: ~εί με τις εξελίξεις/τα μέτρα. Περίμενε υπομονετικά, χωρίς να ~εί. Πβ. αγανακτώ, βαρυγκομώ, διαμαρτύρομαι, δυσφορώ. [< αρχ. δυσανασχετῶ]

-ένιος

-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-ποιία

-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

χαίρω

χαίρω χαί-ρω ρ. (αμτβ.) {παρατ. έχαιρε} (λόγ.) 1. (ως χαιρετισμός) χαίρομαι: (σε κάποιον που συναντάμε για πρώτη φορά:) ~ πολύ (για τη γνωριμία)! ~ετε, τι κάνετε/πώς είστε;|| (ειρων.) ~ πολύ, κάτι μας είπες τώρα! Βλ. επι~, συγ~. 2. (+ γεν.) γίνομαι αποδέκτης θετικής αντιμετώπισης, απολαμβάνω: ~ει άκρας υγείας/ασυλίας/γενικής αποδοχής/δημοφιλίας. Δεν ~ει ειδικής μεταχείρισης/κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας/προνομίων. Το νέο προϊόν ~ει μεγάλης ανταπόκρισης/απήχησης στο καταναλωτικό κοινό. Έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του προέδρου. ΣΥΝ. απολαύω ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε {στο β' εν. χαίρε και αγάλλου} (ΚΔ, λόγ.): να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση., χαίρει (της) εκτίμησης/εκτιμήσεως βλ. εκτίμηση [< αρχ. χαίρω]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.