Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1100-1120]


  • ΑΒΣΘ (η) (παλαιότ.): Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Σήμερα ΠΜΚΟΕ.
  • ΑΒΣΠ (η) (παλαιότ.): Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά. Σήμερα ΠΑ.ΠΕΙ.
  • αβύθιστος , η, ο [ἀβύθιστος] α-βύ-θι-στος επίθ.: για πλωτά μέσα που δεν βουλιάζουν (εύκολα). ΑΝΤ. βυθισμένος, καταποντισμένος. [< μεσν. αβύθιστος]
  • αβυθομέτρητος , η, ο [ἀβυθομέτρητος] α-βυ-θο-μέ-τρη-τος επίθ. (σπάν.): που δεν έχει μετρηθεί ή δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί το βάθος του: ~η: λίμνη.|| (μτφ.-εμφατ.) ~η: υποκρισία. Πβ. απέραντος, απύθμενος.
  • ΑΒΥΠ (η): Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου.
  • αβυσσαλέος , α, ο [ἀβυσσαλέος] α-βυσ-σα-λέ-ος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) πολύ μεγάλος, πολύ έντονος: ~ος: αγώνας/ανταγωνισμός/εγωισμός/έρωτας (= παράφορος, ασυγκράτητος). ~α: άγνοια/αντίθεση/απόσταση/διαφορά/επίθεση (= σφοδρή)/οργή/πλάνη/σύγκρουση. ~ο: πάθος (= αχαλίνωτο)/χάσμα (= αγεφύρωτο). ~ες: ανισότητες. Ξέσπασε ~ πόλεμος συμφερόντων. Κατατρύχεται από ~α δίψα για χρήμα. Τους χωρίζει μίσος ~ο. 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστος, μυστήριος: ~α: γοητεία/σκέψη. ~ο: βλέμμα. ~ και ερεβώδης. Κόσμος ζοφερός, ~. Τα ~α βάθη της ύπαρξης/ψυχής. Πβ. σκοτεινός.|| ~α: σχέδια (= καταχθόνια). 3. που έχει πολύ μεγάλο βάθος σαν την άβυσσο: ~ος: γκρεμός. ~α: χαράδρα (= απύθμενη, τρίσβαθη). ~ο: ρήγμα. Τα ~α βάθη του Διαστήματος/των ωκεανών (= της αβύσσου).|| (μτφ.) ~ο: ντεκολτέ. Βλ. -αλέος. ● επίρρ.: αβυσσαλέα [< γαλλ.-αγγλ.abyssal]
  • άβυσσος [ἄβυσσος] ά-βυσ-σος ουσ. (θηλ.) {αβύσσ-ου} 1. αμέτρητο θαλάσσιο ή γήινο βάθος: απύθμενη/αχανής ~. Βλ. βάραθρο.|| (ΩΚΕΑΝ.) Η ζώνη της ~ου.|| (μτφ.) Τον κατάπιε η ~ (= χάθηκε).|| (ΛΟΓΟΤ.) Η μαύρη ~ (= ο Άδης, η κόλαση). 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστη, μυστηριώδης, χαοτική κατάσταση ή αχανής και χαώδης χώρος: σκοτεινή/ψυχική ~. Η ~ του ασυνείδητου/του έρωτα/του χρόνου.|| Η ~ του Διαστήματος. Πβ. χάος. 3. (μτφ.) μεγάλη διαφορά, αγεφύρωτο χάσμα: ιδεολογική/πολιτική ~. ~ απόψεων. ~ μεταξύ των γενεών/των (κοινωνικών) τάξεων. Μας χωρίζει ~. ● ΦΡ.: άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)!: για ανεξήγητες, μη αναμενόμενες συμπεριφορές ή ενέργειες., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< 1: μτγν. ἄβυσσος, γαλλ. abysse, αγγλ. abyss]
  • Αγ. βλ. άγιος
  • αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]
  • αγαθιάρης , α, ικο [ἀγαθιάρης] α-γα-θιά-ρης επίθ./ουσ. (προφ.): που χαρακτηρίζεται από αφέλεια και ευπιστία: (για πρόσ.) απονήρευτος/χαζούλης και ~. Βλ. -ιάρης. ΣΥΝ. αγαθός (2)
  • αγαθιάρικος , η, ο [ἀγαθιάρικος] α-γα-θιά-ρι-κος επίθ. (προφ.): που αναφέρεται στον αγαθιάρη: ~ο: ύφος.
  • αγαθό [ἀγαθό] α-γα-θό ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι έχει κυρ. πνευματική ή ηθική σημασία, αδιαπραγμάτευτη αξία: κοινωνικό/μορφωτικό/πολιτιστικό ~. Το ~ της δημοκρατίας/ειρήνης/ελευθερίας/ζωής. Η υγεία είναι το πολυτιμότερο ~. 2. ΦΙΛΟΣ. το καλό, κάθε υπέρτατη αξία: Το απόλυτο ~. Στη σωκρατική φιλοσοφία κυρίαρχη θέση έχει η κατάκτηση του ~ού. Αρετές που στοχεύουν στο ~.|| (ΘΕΟΛ.) Το ύψιστο χριστιανικό ~ είναι η αγάπη. ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά βλ. έννομος ● ΦΡ.: επ' αγαθώ [ἐπ' ἀγαθῷ] (επίσ.): προς όφελος, για το καλό: Η συνεργασία θα αποβεί ~ ~ της εταιρείας. Διακρατικές διαβουλεύσεις ~ ~ της χώρας. Πβ. επ' ωφελεία. [< αρχ. ἀγαθόν]
  • αγαθο- & αγαθό- & αγαθ-: το επίθετο αγαθός ή το ουσιαστικό αγαθό ως α' συνθετικό λέξεων: αγαθό-πιστος/~ψυχος. Βλ. καλό-.|| Αγαθο-εργία/~ποιός.|| Αγαθ-οσύνη.|| (συχνά μειωτ.) Αγαθ-ιάρης.
  • αγαθοεργία [ἀγαθοεργία] α-γα-θο-ερ-γί-α ουσ. (θηλ.): προσφορά βοήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου· φιλανθρωπική πράξη: Δωρεά ως ένδειξη ~ας. Επιδίδεται σε ~ες. Ευεργεσίες και ~ες. Δαπάνησε την περιουσία της/διέθεσε τα χρήματά του σε κάθε είδους ~ες. Πβ. ευποιία. Βλ. ελεημοσύνη, ηθική ικανοποίηση. [< αρχ. ἀγαθοεργία]
  • αγαθοεργός , ή/ός, ό [ἀγαθοεργός] α-γα-θο-ερ-γός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με την αγαθοεργία, φιλανθρωπικός, ευεργετικός: ~ός: σκοπός. ~ή/~ός: αδελφότητα/δράση. ~ό: ίδρυμα (ΣΥΝ. ευαγές)/κατάστημα (: άσυλο ανιάτων, γηρο-, πτωχο-κομείο, ορφανοτροφείο)/σωματείο. Νοσοκομείο ~ού πρωτοβουλίας. ΣΥΝ. αγαθοποιός [< μτγν. ἀγαθοεργός]
  • αγαθοποιία [ἀγαθοποιία] α-γα-θο-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.): αγαθοεργία. Βλ. -ποιία. [< μτγν. ἀγαθοποιΐα]
  • αγαθοποιός , ός, ό [ἀγαθοποιός] α-γα-θο-ποι-ός επίθ. (λόγ.): που έχει ευεργετικό αποτέλεσμα, που ενεργεί ευεργετικά: ~ός: ρόλος. ~ός: δράση/φύση. ~ό: έργο/πνεύμα. Πβ. αγαθοεργός. Βλ. -ποιός. ΑΝΤ. κακοποιός (2) [< μτγν. ἀγαθοποιός]
  • αγαθός , ή, ό [ἀγαθός] α-γα-θός επίθ. 1. καλός, ενάρετος, αγνός, αθώος: ~ός: άνθρωπος/σκοπός. ~ή: βούληση/διάθεση/έκφραση/εντύπωση/πράξη/προαίρεση/ψυχή. ~ό: πνεύμα/χαμόγελο. ~ές: σχέσεις. ~ά: αισθήματα. Κάνω κάτι από ~ή πρόθεση.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ (πβ. παν-, υπερ-άγαθος). ΣΥΝ. χρηστός 2. (συνήθ. μειωτ.) αφελής και καλόπιστος: ~ό ανθρωπάκι. Πβ. απονήρευτος. ΣΥΝ. αγαθιάρης ● Υποκ.: αγαθούλης , α, -ικο/-ι: λιγάκι αφελής. ΣΥΝ. αγαθιάρης, αγαθούτσικος , η/ια, ο (σπάν.): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: αγαθός γίγαντας (μτφ.): (συνήθ. για αθλητές του μπάσκετ και της άρσης βαρών) μεγαλόσωμος και καλόψυχος. ● ΦΡ.: τύχη αγαθή βλ. τύχη [< 1: αρχ. ἀγαθός 2: μεσν. αγαθός]
  • αγαθοσύνη [ἀγαθοσύνη] α-γα-θο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (λόγ., κυρ. σε εκκλησιαστικά κείμενα): καλοσύνη, χρηστότητα: θεία ~. ~, αρετή και πραότητα. Μεγαλείο ~ης. Πβ. αγαθότητα. Βλ. -οσύνη. [< μτγν. ἀγαθωσύνη]
  • αγαθότητα [ἀγαθότητα] α-γα-θό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ., συνήθ. για τον Θεό): η ιδιότητα του αγαθού, καλοσύνη, αγαθοσύνη: άκρα/άμετρη/άπειρη/απέραντη/απόλυτη/υπέρτατη ~. Η ~ των προθέσεών του/της ψυχής της. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἀγαθότης]

άγιος

άγιος, α, ο [ἅγιος] ά-γι-ος επίθ. (κ. ά-γιος, ά-για, ά-γιο) {-ου (λόγ.) -ίου, -ας (λόγ.) -ίας} 1. που σχετίζεται με τον Θεό, το θείο ή και τη χριστιανική λατρεία: αγία: εικόνα/μετάληψη/Οικογένεια/πρόθεση/προσκομιδή. Άγιο: δισκοπότηρο/Ευαγγέλιο. Άγια: Θεοφάνια/λείψανα/Μυστήρια/πάθη. Το Άγιο και Μέγα Σάββατο. Το άγιο όνομα του Κυρίου. Ευχές για τις άγιες μέρες του Πάσχα/των Χριστουγέννων. ~ ο Θεός (βλ. παν~). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Α, συντομ. Άγ. κ. Αγ.) πρόσωπο που τιμά η Εκκλησία λόγω του ενάρετου βίου και των θαυματουργών συχνά ιδιοτήτων του και λατρεύεται από τους πιστούς: Ο ~ Γεώργιος/Νικόλαος. Η Αγία Αικατερίνη. Οι Άγιοι Απόστολοι. Των Αγίων Πάντων. Η Εκκλησία τον έκανε Άγιο (= τον αγιοποίησε). Πβ. Αϊ & Άι, αγιο-.|| (σε γεν. για να δηλωθεί η μέρα της γιορτής ενός Aγίου) Σήμερα είναι του Αγίου Δημητρίου.|| (ως ουσ.) Άγιος, Αγία (ο/η): πολιούχος/προστάτης/τοπικός ~. Στρατιωτικοί Άγιοι. Οι βίοι των Αγίων. Βλ. όσιος, μάρτυρας. 3. (συνεκδ.) για εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε έναν Άγιο και κατ' επέκτ. για τη γύρω περιοχή: Θα συναντηθούμε μπροστά στον Άγιο Ανδρέα.|| Μένω στον Άγιο Σώστη. 4. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση ανώτερων κληρικών, ιδ. μητροπολιτών: Tι να κάνω Άγιε ηγούμενε/πάτερ; Βλ. αγιότητα. 5. (μτφ.) ευσεβής, ενάρετος, ιερός: άγια/αγία: γυναίκα/μορφή. ~ άνθρωπος! Δεν είναι και κανένας ~ (: παραβιάζει ηθικές αρχές και κανόνες).|| Άγια/αγία: ζωή. Πβ. όσιος. ● Ουσ.: Άγια (τα): ΕΚΚΛΗΣ. τα Τίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας και συνεκδ. η χρονική στιγμή της περιφοράς τους: Προσκύνησε τα ~., άγιο (το): ΘΡΗΣΚ. οτιδήποτε ιερό και αγνό (σε αντιπαράθεση με το μιαρό και το βέβηλο) θεωρείται ότι αποτελεί την ουσία της ύπαρξης, το θείο: Λατρεία προς το όσιο, το ιερό, το ~. ● επίρρ.: άγια ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα 1. & αγιασμένα χώματα (μτφ.) για να δηλωθεί η ιερότητα του εδάφους, του μέρους, από το οποίο συνήθ. κατάγεται κάποιος: Πατώ/προσκυνώ/υπερασπίζομαι/φιλώ τα ~ ~ της πατρίδας. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. τα αρχικά Α, Χ) τα μέρη όπου έζησε ο Χριστός., τα Άγια των Αγίων 1. ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό του ναού: Το τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από ~ ~. ΣΥΝ. Ιερό/Άγιο Βήμα 2. (μτφ., με α πεζό) τα ιερά και τα όσια, το σπουδαιότερο στοιχείο: ~ ~ του Γένους μας/του πολιτισμού. Πβ. πεμπτουσία., το Άγιο(ν) Όρος: αυτόνομη μοναστική πολιτεία στη χερσόνησο του Άθω που αποτελεί το κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού: Ιερά Κοινότης του ~ίου ~ους (: όργανο που ασκεί τη διοικητική εξουσία). Πολιτικός διοικητής του ~ίου ~ους., Αγία Tριάδα βλ. τριάδα, Αγία Γραφή βλ. γραφή, Άγια Νύχτα βλ. νύχτα, αγία ράβδος βλ. ράβδος, Αγία Τράπεζα βλ. τράπεζα, Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, άγιες μέρες βλ. μέρα, Άγιο Μύρο βλ. μύρο, Άγιο Πνεύμα βλ. πνεύμα, Άγιο Φως βλ. φως, Άγιοι Τόποι βλ. τόπος, η Αγία Έδρα βλ. έδρα, η αγία πόλη βλ. πόλη, Θεία Κοινωνία βλ. κοινωνία, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, Πανάγιος/Άγιος Τάφος βλ. τάφος, Τίμια/Άγια δώρα βλ. τίμιος, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο ● ΦΡ.: είχα Άγιο: φάνηκα τυχερός, ιδ. σε περίπτωση ατυχήματος: Είχε ~ ο οδηγός που έπεσε σε χαράδρα και δεν έπαθε τίποτα., και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει: ακόμα και ο καλός χρειάζεται μερικές φορές πίεση ή και απειλή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ή για να εξυπηρετήσει κάποιον., καλά και άγια (συνήθ. ακολουθεί εναντίωση): πολύ καλά, πολύ σωστά: ~ ~ έπραξες. ~ ~ μίλησες, όμως δεν βλέπω έργα., καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... & καλός, χρυσός, αλλά ...: για να μετριάσει κάποιος την επικριτική του άποψη για άτομα ή ενέργειες: ~ ~, αλλά μιλάει πολύ. ~ ~ ο διάλογος, αλλά από ουσία μηδέν!, κάνει/παριστάνει τον Άγιο/την Αγία: προσποιείται τον αγνό και άκακο: Μη μου ~εις ~, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι., κι/και άγιος ο Θεός (επιτατ.): για να δηλωθεί ότι επαναλαμβάνεται κάτι συχνά: αραλίκι/διάβασμα/κουβέντα/κουτσομπολιό ~ ~., κολάζει και Άγιο (εμφατ.): για γυναίκα συνήθ. που είναι αρκετά προκλητική: Με το βλέμμα/κορμί/ντύσιμό της ~ ~., μα τον Άγιο: όρκος για επιβεβαίωση λόγων ή πράξεων: ~ ~ Δημήτριο/μα την Αγία Ελεούσα, αν δεν έρθεις, δεν ξέρω τι θα κάνω., τα άγια τοις κυσί [τά ἅγια τοῖς κυσί] (ΚΔ): σε περιπτώσεις που εμπιστεύεται κάποιος την προστασία και την τήρηση κανόνων δικαίου, αξιών και γενικότ. ιερών πραγμάτων σε ανάξια πρόσωπα., του Αγίου Ποτέ (προφ.): (συνήθ. ως έκφρ. αγανάκτησης) για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει: Πότε θα έρθεις; ~ ~. ΣΥΝ. τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, (είναι) της Αγίας Καθίστρας βλ. καθίστρα, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο βλ. Ονούφριος [< αρχ. ἅγιος, μτγν. ἅγιος]

-αλέος

-αλέος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που επιτείνει την δηλούμενη ιδιότητα: αβυσσ~/γηρ~/διψ~/θαρρ~/κραυγ~/λυσσ~/νυστ~/πειν~/ρωμ~/υπν~/φευγ~/φρικ~.

άυλος

άυλος, η, ο [ἄϋλος] ά-υ-λος επίθ. 1. που δεν έχει υλική μορφή ή υπόσταση: ~η: φύση (των Αγγέλων). ~ο: πνεύμα. ~α: όντα. Ο ~ χαρακτήρας της πνευματικής ιδιοκτησίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ και ασώματος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αξία/επένδυση. ~οι: τίτλοι. ~ες: μετοχές. ~α: περιουσιακά στοιχεία. ΑΝΤ. ενσώματος (2), υλικός 2. (μτφ.) εξωπραγματικός, αιθέριος, εξαϋλωμένος: ~η: φιγούρα. ~ες: μορφές. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά 1. ΝΟΜ. βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, παιδεία, πνευματική ιδιοκτησία) που προστατεύονται αστικά και ποινικά· σπανιότ. υπηρεσίες. 2. ΟΙΚΟΝ. πάγια περιουσιακά στοιχεία (όνομα, ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα) που έχουν χρηματική αξία. [< γαλλ. biens incorporels] , άυλη (πολιτιστική) κληρονομιά: που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις, έθιμα, γλώσσες, μουσική, χορούς, τελετουργίες, εορταστικές εκδηλώσεις, γνώσεις και πρακτικές, παραδοσιακή ιατρική, μαγειρική τέχνη, τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία καθώς και το σύνολο των εργαλείων, αντικειμένων και των πολιτιστικών χώρων που συνδέονται με αυτά. [< αγγλ. intangible (cultural) heritage] [< μτγν. ἄϋλος, γαλλ. immatériel]

βάραθρο

βάραθρο βά-ρα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} (λόγ.) 1. απότομο, βαθύ ρήγμα του εδάφους· γκρεμός, χαράδρα: εξερεύνηση ~ου. ~α και σπήλαια.|| (μτφ.) Το ~ των ανισοτήτων (= μεγάλο χάσμα). Βλ. -θρο. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Οδηγείται στο ~ (= στην κατάρρευση, στον όλεθρο). Τους έριξαν/πέταξαν στο ~ (πβ. στον Καιάδα). Βλ. βάθρο.|| Γκρεμίστηκε/έπεσε/καταποντίστηκε/(κατρα)κύλησε/χάθηκε στο ~ (= στον βούρκο). [< αρχ. βάραθρον]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

γκρεμός

γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]

ελεημοσύνη

ελεημοσύνη [ἐλεημοσύνη] ε-λε-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. υλική βοήθεια που προσφέρεται σε όσους έχουν ανάγκη· κάθε οικονομική παροχή: Δίνω/κάνω ~/~ες (= ελεώ). Ζητούν ~ (= επαιτούν, ζητιανεύουν). Έχει απλωμένο το χέρι/ικετεύει/παρακαλά για ~. Ζει από ~ες. Πβ. ψυχικό.|| (ειρων.) Βοηθήματα/επιδόματα ~ης. Δεν θέλει/δεν χρειάζεται ~ες. Με ψίχουλα και ~ες δεν διορθώνεται η κατάσταση. 2. έκφραση αγάπης, συμπόνιας και συμπαράστασης σε άπορους και γενικότ. δυστυχείς: φιλανθρωπία και ~. Δείχνουν ~. Πβ. έλεος, φιλευσπλαχνία. Βλ. αγαθοεργία, -οσύνη. [< μτγν. ἐλεημοσύνη]

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

έννομος

έννομος, η/ος, ο [ἔννομος] έν-νο-μος επίθ.: ΝΟΜ. που γίνεται σύμφωνα με τον νόμο, τον ακολουθεί ή καθορίζεται από αυτόν: ~η: σχέση/υποχρέωση. ~ο: κράτος. ~ες: συνέπειες. ~α: αποτελέσματα/δικαιώματα/μέσα. ΣΥΝ. νόμιμος, σύννομος ΑΝΤ. έκνομος, παράνομος ● επίρρ.: έννομα & (λόγ.) εννόμως ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά: που τα προστατεύει το δίκαιο, ο νόμος: ~ ~ του ατόμου (: ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, περιουσία, ιδιοκτησία, ελευθερία). ~ ~ της ολότητας (: ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης, πολίτευμα και εδαφική ακεραιότητα της χώρας, προστασία του περιβάλλοντος)., έννομη τάξη & (λόγ.) έννομος τάξη: οι κανόνες δικαίου: διεθνής/εσωτερική/ευρωπαϊκή/κοινοτική ~ ~. Αποκατάσταση/διασάλευση/διαφύλαξη/κατάργηση/προστασία της ~ης ~ης. [< γαλλ. ordre juridique] , έννομη προστασία βλ. προστασία, έννομο συμφέρον βλ. συμφέρον [< αρχ. ἔννομος]

επενδυτικός

επενδυτικός, ή, ό [ἐπενδυτικός] ε-πεν-δυ-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον επενδυτή ή τις επενδύσεις: ~ός: κίνδυνος/νόμος/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: δραστηριότητα/θέση (της χώρας)/πολιτική/στρατηγική. ~ό: ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/κοινό/πρόγραμμα. Επιχορηγήσεις για ~ούς σκοπούς. ● ΣΥΜΠΛ.: επενδυτικά αγαθά: αυτά που καθιστούν δυνατή την παραγωγή (κυρ. εγκαταστάσεις, εξοπλισμός, μηχανήματα). Πβ. κεφαλαιουχικά αγαθά. [< γαλλ. biens d'investissement]

καλο- & καλό- & καλ-

καλο- & καλό- & καλ-: α’ συνθετικό λέξεων με τη σημασία του καλού, σωστού, επαρκούς ή εύκολου: καλό-πιστος/~τυχος. Καλ-αίσθητος.|| Καλο-γραμμένος/~δουλεμένος/~μαγειρεμένος.|| Καλο-εξετάζω/~ξημέρωσε (= ξημέρωσε για τα καλά)/~πληρώνω. (Δεν) καλο-βλέπω. Καλο-θρεμμένος. Βλ. παρα-, πολυ-.|| Kαλό-βολος/~πιοτος (πβ. γλυκό-).|| (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Καλο-μαθημένος. ΑΝΤ. κακο-

καταναλωτικός

καταναλωτικός, ή, ό κα-τα-να-λω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατανάλωση ή τον καταναλωτή: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: αγορά/δύναμη/ζήτηση/κουλτούρα/μανία/οικονομία/πολιτική/συμπεριφορά/συνείδηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/οργανώσεις/πρακτικές/προτιμήσεις/συνήθειες/συσκευές/υπηρεσίες. ~ά: είδη/έξοδα/προϊόντα.|| ~ός: τρόπος ζωής. ~ή: μανία/νοοτροπία/τάση/υστερία. ~ό: πνεύμα. ~ά: πρότυπα. Το ~ό μοντέλο/όνειρο. Βλ. υλιστικός, υπερ~.|| Ο άνθρωπος ως ~ό ον. ΑΝΤ. αντικαταναλωτικός ● επίρρ.: καταναλωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταναλωτικά αγαθά: που αγοράζει το καταναλωτικό κοινό για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών: αναλώσιμα/βασικά/διαρκή (: με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα) ~ ~. Εμπορία/παραγωγή/πώληση/τιμές ~ών ~ών. [< αγγλ. consumer goods, 1901] , καταναλωτική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): στην οποία η κατανάλωση αγαθών ανάγεται σε πρωταρχική αξία. Βλ. κοινωνία της αφθονίας., καταναλωτικό δάνειο: που χορηγείται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή χρήση υπηρεσιών μεγάλης αξίας. Βλ. διακοπο-, εορτο-δάνειο., καταναλωτικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των καταναλωτών, οι αγοραστές: έμποροι και ~ ~. Επιχειρηματικό και ~ ~., καταναλωτική πίστη βλ. πίστη [< μτγν. καταναλωτικός, αγγλ. consumer, consumption]

κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]

κόπος

κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιία

-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.