Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1720-1740]


  • άδετος , η, ο [ἄδετος] ά-δε-τος επίθ. 1. που δεν έχει δεθεί: ~ος: σκύλος. ~α: κορδόνια/μαλλιά.|| (που δεν φοράει ζώνη ασφαλείας) ~ος: επιβάτης.|| (που δεν έχει επίδεσμο) ~η: πληγή. ΣΥΝ. λυτός ΑΝΤ. άλυτος (2) 2. (για κείμενο, βιβλίο) που δεν βιβλιοδετήθηκε ή δεν έχει σκληρό εξώφυλλο: ~η: διατριβή. ~ο: χειρόγραφο. ~α: φύλλα. ΑΝΤ. βιβλιοδετημένος.|| ~ος: τόμος. ΑΝΤ. δεμένος. 3. (για πολύτιμο λίθο) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα: ~ο: διαμάντι/πετράδι/ρουμπίνι. 4. (για καρπό) που δεν σχηματίστηκε ακόμη από τα γονιμοποιημένα άνθη, δεν ωρίμασε: (ΒΟΤ.) ~ο: μήλο. 5. (για τροφή) που δεν έπηξε: ~η: σάλτσα (= άπηχτη). ~ο: γλυκό/σιρόπι (ΑΝΤ. δεμένο). [< 1,3,4,5: αρχ. ἄδετος 2: γερμ. ungebunden]
  • άδηλος , η, ο [ἄδηλος] ά-δη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): μη φανερός, αβέβαιος: ~ος: ρόλος (= κρυφός· ΑΝΤ. εμφανής, φανερός)/στόχος. ~η: αιτία/έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ες: προθέσεις. ~α: κίνητρα/οφέλη/συμφέροντα/σχέδια. ~ (= άγνωστος) παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Είναι ~ο ακόμη το τελικό κόστος. ~ο(ν) είναι αν θα γίνουν δεκτές οι προτάσεις. ~ο(ν) το μέλλον της εταιρείας (= επισφαλές· ΑΝΤ. βέβαιο, σίγουρο). ~ο(ν) τι μέλλει γενέσθαι. Πβ. αόρατος|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ο: έλλειμμα. ~ες: εισπράξεις/πληρωμές.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~η: μνήμη (: μη συνειδητή· ΑΝΤ. δηλωτική, έκδηλη). ΑΝΤ. κατάδηλος, πρόδηλος ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή βλ. αναπνοή, άδηλοι πόροι βλ. πόρος, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο [< αρχ. ἄδηλος, γαλλ. invisible]
  • αδήλωτος , η, ο [ἀδήλωτος] α-δή-λω-τος επίθ. 1. που δεν έχει δηλωθεί σε αρμόδια Αρχή (αστυνομία, εφορία, τελωνείο) ή εγγραφεί σε επίσημες καταστάσεις διαφόρων υπηρεσιών: (για πρόσ.) ~ος: άνεργος. ~οι: εργάτες/μετανάστες. ~ες: πόρνες. (ως ουσ.) Εγγραφή των ~ων στα μητρώα αρρένων.|| ~ος: κωδικός (σε φορολογικό έντυπο)/φόρος. ~η: αμοιβή/κληρονομιά. ~ο: ακίνητο/όχημα. ~ες: δωρεές/παροχές. ~α: εισοδήματα/εμπορεύματα/έσοδα/κεφάλαια. ~η (= μαύρη) και ανασφάλιστη εργασία. ΑΝΤ. δηλωμένος (2) 2. (σπάν.) που δεν φανερώνεται, δεν εκδηλώνεται: ~ο: συναίσθημα. ΣΥΝ. άδηλος [< γερμ. unangemeldet, γαλλ. non déclaré]
  • αδημιούργητος , η, ο [ἀδημιούργητος] α-δη-μι-ούρ-γη-τος επίθ. 1. που βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικονομική επιφάνεια. ΑΝΤ. δημιουργημένος (2), επιτυχημένος (2), φτασμένος (1) 2. ΦΙΛΟΣ. που δεν δημιουργήθηκε από κάποιον: ~η: αιτία του κόσμου/αρχή των πραγμάτων. ~ο: Σύμπαν.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι άκτιστος, ~ (: αγέννητος, άπλαστος), ενώ ο άνθρωπος κτίσμα, δημιούργημα.|| (ως ουσ.) Η αιωνιότητα και το ~ο του κόσμου. [< 1: αγγλ. not made 2: μτγν. ἀδημιούργητος]
  • αδημονία [ἀδημονία] α-δη-μο-νί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αίσθημα μεγάλης ανυπομονησίας, λαχτάρας ή ανησυχίας για κάτι επικείμενο: ασυγκράτητη/έκδηλη ~. ~ και αναβρασμός/ένταση ανάμεσα στους υποψηφίους. Η ~ μεγάλωνε/φούντωνε. Περιμένει/προσμένει με ~ (= με αγωνία) τις αντιδράσεις/την κλήρωση/την παράσταση. [< μτγν. ἀδημονία]
  • αδημονώ [ἀδημονῶ] α-δη-μο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδημον-είς ...| μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): ανυπομονώ, λαχταρώ: ~εί για .../να .../πότε θα ...|| Η ώρα πέρναγε και άρχισε να ~εί (= να αγωνιά, να ανησυχεί). [< αρχ. ἀδημονῶ]
  • αδημοσίευτος , η, ο [ἀδημοσίευτος] α-δη-μο-σί-ευ-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, εκδοθεί ή τυπωθεί: ~ος: νόμος. ~η: φωτογραφία. ~ο: αρχείο/βιβλίο/έργο/κείμενο/υλικό/χειρόγραφο. ~α: στοιχεία. Αυτά που είπαμε θέλω να μείνουν ~α (πβ. οφ δι ρέκορντ).|| ~η: μελέτη (ΣΥΝ. ατύπωτη, ανέκδοτη. ΑΝΤ. δημοσιευμένη). [< μτγν. ἀδημοσίευτος, γερμ. unveröffentlicht]
  • αδήριτος , η, ο [ἀδήριτος] α-δή-ρι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν μπορεί να αγνοηθεί, να παραμεριστεί, να κατανικηθεί: ~ος: φυσικός νόμος/συμβιβασμός. ~η: αλλαγή/πραγματικότητα (= αδιαμφισβήτητη). ~ο: καθήκον/πεπρωμένο. Πβ. ακαταμάχητος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= αναπόφευκτο) του θανάτου. ● επίρρ.: αδήριτα ● ΣΥΜΠΛ.: αδήριτη ανάγκη/(σπανιότ.) αναγκαιότητα: απόλυτη, επιτακτική: Είναι ~ ~ να ... [< αρχ. ἀδήριτος ‘χωρίς μάχη, ασυναγώνιστος’]
  • Άδης [Ἅδης] Ά-δης ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου} 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. ο θεός του κάτω κόσμου που εξουσιάζει τους νεκρούς· συχνότ. συνεκδ. ο κάτω κόσμος: το βασίλειο/η λατρεία του Άδη. Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη (= τον Πλούτωνα).|| Ο μαύρος ~. Τα έγκατα/οι κριτές του Άδη.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο Παράδεισος και ο ~ (= η κόλαση). 2. (μτφ.-λογοτ.) χαρακτηρισμός για κάθε βαθύ και σκοτεινό τόπο και ειδικότ. το βαθύ σκοτάδι. Πβ. έρεβος. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: η εις Άδου κάθοδος: ΕΚΚΛΗΣ. ο χαρακτηριστικότερος τύπος παράστασης της Ανάστασης στην ορθόδοξη εικονογραφία, κατά τον οποίο ο Χριστός ανασύρει τους Πρωτόπλαστους από τον Άδη., πήγα (στον Άδη) και γύρισα (οικ.): πέρασα μεγάλο κίνδυνο, έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου: Η εγχείρηση ήταν πολύ σοβαρή, ~ ~., σαν τους στραβούς στον Άδη (προφ.): για πρόσωπα που ακολουθούν άκριτα και μοιρολατρικά μια επικίνδυνη πορεία: Πηγαίναμε/προχωρούσαμε ~ ~ (= εντελώς στα τυφλά). [< αρχ. Ἅδης]
  • αδηφαγία [ἀδηφαγία] α-δη-φα-γί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) ανικανοποίητη και διαρκής επιθυμία για κάτι: εξουσιαστική/εργοδοτική ~. Η ~ του κομματικού κράτους/των μονοπωλίων/των πολυεθνικών. Καταστράφηκαν στη δίνη της ~ας (= απληστίας, πλεονεξίας) τους. Πβ. ταμάχι. ΑΝΤ. ολιγάρκεια 2. κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, ακόρεστη πείνα: ακατάσχετη/ασυγκράτητη ~. Πβ. βουλιμία, γαστριμαργία, λαιμαργία, πολυφαγία. Βλ. -φαγία. [< 1: αρχ. ἀδηφαγία]
  • αδηφάγος , ος/α, ο [ἀδηφάγος] α-δη-φά-γος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ανικανοποίητη επιθυμία για κάτι, άπληστος, ακόρεστος: ~ος: ανταγωνισμός/επιχειρηματίας (= πλεονέκτης)/καταναλωτισμός. ~ος/α: γραφειοκρατία/περιέργεια. ~ο: κράτος. ~α: βλέμματα (ΣΥΝ. αχόρταγα). 2. (για ανθρώπους και ζώα) λαίμαργος. Πβ. φαγάς.|| (μτφ.-θετ. συνυποδ.) ~ αναγνώστης (: που «καταβροχθίζει» τα βιβλία, παθιασμένος φιλαναγνώστης). 3. (μτφ.) που χρειάζεται υπέρογκα ποσά, για να λειτουργήσει, να υλοποιηθεί: ~ος: (κρατικός) μηχανισμός. ~ο: έργο. ΣΥΝ. πολυδάπανος 4. (μτφ.) καταστροφικός: ~ος: πόλεμος. ~ες: φλόγες. Βλ. -φάγος. [< αρχ. ἀδηφάγος]
  • αδιαβάθμητος , η, ο [ἀδιαβάθμητος] α-δι-α-βάθ-μη-τος επίθ. & αδιαβάθμιστος 1. που δεν έχει διαβαθμιστεί, δεν έχει αξιολογηθεί και κατηγοριοποιηθεί: ~ος: εκπαιδευτικός φορέας/ηλεκτρονικός έλεγχος. ~η: αξία/κατανομή ισχύος/ρύθμιση. ~ο: επίπεδο/ίδρυμα/μέγεθος. ~οι: παίκτες/τίτλοι σπουδών (: που δεν υπάγονται σε βαθμολογική κλίμακα). 2. (για πληροφοριακό υλικό) που δεν εντάσσεται σε περιορισμούς ασφαλείας, που επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί: ~η: έκθεση (του Υπουργείου Εξωτερικών). ~ο: έγγραφο (ΑΝΤ. απόρρητο, εμπιστευτικό). ΣΥΝ. κοινοποιήσιμος [< γαλλ. non classifié]
  • αδιάβαστος , η, ο [ἀδιάβαστος] α-διά-βα-στος επίθ. ΑΝΤ. διαβασμένος 1. που δεν έχει διαβάσει, μελετήσει κάτι και γενικότ. που δεν είναι καλλιεργημένος: Πήγε στο σχολείο/στις εξετάσεις (τελείως) ~ (= αμελέτητος). Πάλι ~ είσαι/ήρθες (στο μάθημα);|| ~ο και απαίδευτο κοινό (πβ. ακαλλιέργητο). 2. που δεν είναι κατάλληλα ενημερωμένος, απροετοίμαστος: Με βρίσκεις/πιάνεις ~ο. ΣΥΝ. ανενημέρωτος (1) 3. (για κείμενο) που δεν το έχουν διαβάσει, μελετήσει ή σπάν. που δεν είναι δυνατό να διαβαστεί: ~α: ηλεκτρονικά μηνύματα. Έχω αφήσει τα τελευταία κεφάλαια ~α.|| Ο πάπυρος ήταν όχι απλώς δυσανάγνωστος, αλλά εντελώς ~.|| (μτφ.-προφ.) Τα νομοσχέδια πήγαν ~α (: καταψηφίστηκαν). 4. (λαϊκό) άψαλτος: Τον έθαψαν ~ο. ● ΦΡ.: στέλνω κάποιον αδιάβαστο & (σπάν.) άψαλτο (νεαν. αργκό): προκαλώ αμηχανία σε κάποιον, αποκαλύπτω την άγνοιά του για κάτι, τον αποστομώνω, αποσβολώνω: Μ' έστειλε ~η για άλλη μια φορά!|| Ο νέος του δίσκος σε ~ει ~ (: καταπλήσσει)! [< αγγλ. unread]
  • αδιαβατικός , ή, ό [ἀδιαβατικός] α-δι-α-βα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. (για θερμοδυναμική διαδικασία) που γίνεται χωρίς θερμική ανταλλαγή με το περιβάλλον: ~ός: αντιδραστήρας/νόμος/στρόβιλος. ~ή: (ΜΕΤΕΩΡ.) ατμόσφαιρα/εξίσωση/καμπύλη/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισεντροπικός. [< γαλλ. adiabatique, αγγλ. adiabatic]
  • αδιάβατος , η, ο [ἀδιάβατος] α-διά-βα-τος επίθ.: που δεν διασχίζεται, δεν διαπερνάται εύκολα: ~ος: δρόμος (ΣΥΝ. άβατος, απροσπέλαστος). ~ο: δάσος/μονοπάτι (ΑΝΤ. βατό)/πέρασμα/ποτάμι. Πβ. αδιαπέραστος. ΑΝΤ. διαβατός [< αρχ. ἀδιάβατος]
  • αδιάβλητος , η, ο [ἀδιάβλητος] α-δι-ά-βλη-τος επίθ.: αμερόληπτος, που δεν μπορεί να θεωρηθεί άκυρος ή παράνομος: ~ος: διαγωνισμός/θεσμός. ~η: αξιολόγηση/έρευνα. ~ο: σύστημα. ~ες: διαδικασίες/εκλογές/εξετάσεις. ~α: κριτήρια/πρόσωπα/συμπεράσματα. Η κλήρωση ως ~ τρόπος επιλογής. ΑΝΤ. διαβλητός ● Ουσ.: αδιάβλητο (το): ο χαρακτήρας του αδιάβλητου: το ~ των συναλλαγών/της ψηφοφορίας. [< αρχ. ἀδιάβλητος]
  • αδιαβροχία [ἀδιαβροχία] α-δι-α-βρο-χί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ιδιότητα του αδιάβροχου: υψηλή ~. Βελτίωση/εξασφάλιση ~ας. [< γαλλ. imperméabilité]
  • αδιαβροχοποίηση [ἀδιαβροχοποίηση] α-δι-α-βρο-χο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): μετατροπή ενός υλικού σε αδιάβροχο: αδιαφανής/πλήρης ~. ~ δαπέδων/δερμάτων/κτιρίων. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. imperméabilisation]
  • αδιαβροχοποιητικός , ή, ό [ἀδιαβροχοποιητικός] α-δι-α-βρο-χο-ποι-η-τι-κός επίθ. (επιστ.): που αναφέρεται ή συντελεί στην αδιαβροχοποίηση: ~ός: εμποτισμός προσόψεων. ~ή: βαφή. ~ό: αστάρι/σπρέι (επικάλυψης). ~ά υλικά εξωτερικής χρήσης. Βλ. -ποιητικός. ● Ουσ.: αδιαβροχοποιητικό (το): προϊόν που συντελεί στην αδιαβροχοποίηση: ~ για υφάσματα. Σιλικονούχα ~ά αρμών πλακιδίων/τούβλων. [< γαλλ. imperméable]
  • αδιαβροχοποιώ [ἀδιαβροχοποιῶ] α-δι-α-βρο-χο-ποι-ώ ρ. {αδιαβροχοποι-εί | -ήσει, -είται, -ηθεί, -ημένος}: καθιστώ κάτι αδιάβροχο με την κατάλληλη επεξεργασία: ~ κουρτίνες/μέταλλα/στρώματα/χαλιά (για προστασία από διάβρωση, λεκέδες, ξεθώριασμα, σκουριά). ~ με καουτσούκ. ~ημένο: δέρμα/ύφασμα. Βλ. -ποιώ. [< γαλλ. imperméabiliser]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

ισεντροπικός

ισεντροπικός, ή, ό [ἰσεντροπικός] ι-σε-ντρο-πι-κός επίθ.: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που διεξάγεται χωρίς μεταβολές στην τιμή της θερμικής ενέργειας, που χαρακτηρίζεται από σταθερή εντροπία: ~ός: βαθμός απόδοσης (μηχανήματος/στροβίλου). ~ή: διεργασία/ροή. Βλ. αδιαβατικός. [< γαλλ. isentropique, αγγλ. isentropic]

ισοζύγιο

ισοζύγιο [ἰσοζύγιο] ι-σο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {ισοζυγί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. πίνακας στον οποίο καταγράφεται η οικονομική κατάσταση επιχείρησης ή κράτους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο: δημοσιονομικό/ενεργητικό (: στο οποίο τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα)/οριστικό/παθητικό ή ελλειμματικό (= στο οποίο τα έξοδα ξεπερνούν τα έσοδα)/προσωρινό/συναλλαγματικό ~. ~ κίνησης κεφαλαίων. Βελτίωση/υποβολή ~ου. Αναλυτικά/συγκεντρωτικά ~α. 2. (επιστ.) η σχέση μεταξύ ορισμένων μεγεθών, κατάσταση ισορροπίας: ενεργειακό/θερμικό/οικολογικό ~. ~ προσφοράς-ζήτησης. ~ αζώτου/νερού (= η διαφορά ανάμεσα στην ποσότητα που προσλαμβάνεται και σε αυτήν που αποβάλλεται από το σώμα ή το έδαφος). Αρνητικό ~ απασχόλησης (= περισσότερες απολύσεις από προσλήψεις). Τα ~α γάλακτος και κρέατος των βιομηχανιών (= εγχώρια-εισαγόμενα). (ΦΥΣ.) ~α μάζας και ενέργειας. Βλ. εξισορρόπηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορικό ισοζύγιο: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά στην αξία των εμπορικών εισαγωγών και εξαγωγών ενός κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου: αρνητικό/γεωργικό/θετικό/συνολικό ~ ~. Έλλειμμα/πλεόνασμα στο ~ ~., ισοζύγιο (εξωτερικών) πληρωμών: ΟΙΚΟΝ. σύστημα καταγραφής όλων των οικονομικών συναλλαγών ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε περίοδο ενός έτους., ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις από τρέχουσες συναλλαγές (άδηλους πόρους και πληρωμές) πέραν του εμπορίου., ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. τμήμα του ισοζυγίου πληρωμών μιας χώρας που περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο των άδηλων συναλλαγών., υδρολογικό ισοζύγιο & υδατικό ισοζύγιο & υδρολογική ισορροπία (επιστ.): υπολογισμός της εισροής και εκροής υδάτων σε μια περιοχή και των μεταβολών στην αποθήκευση του επιφανειακού και του υπόγειου νερού. [< μτγν. ἰσοζυγής, γαλλ. équilibre, bilan, balance]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιητικός

-ποιητικός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αρτο~.|| (μτφ.) Σταθερο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

πόρος

πόρος πό-ρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. στενός αγωγός, δίοδος: ακουστικός/αρτηριακός/βουβωνικός/δακρυϊκός/κυστικός/(εκ)σπερματικός ~. Γαλακτοφόροι/χοληφόροι ~οι. Εκφορητικοί ~οι των αδένων. Βλ. στόμιο.πόροι (οι) 1. μικρά, επιφανειακά ή βαθιά ανοίγματα: οι ~ του σφουγγαριού/του χαρτιού.|| (ΑΝΑΤ.) Οι ~ του δέρματος/της επιδερμίδας. Προϊόν που καθαρίζει σε βάθος τους φραγμένους ~ους (βλ. ακμή, σπυράκια). 2. ΟΙΚΟΝ. έσοδα: δημόσιοι/ιδιωτικοί/κρατικοί ~. Οικονομικοί/χρηματικοί ~. Θεσμοθετημένοι ~. Έκτακτοι/τακτικοί ~ (= εισφορές). Οι ~ της επιχείρησης/του ιδρύματος/ταμείου. Οι ~ που εισπράχθηκαν. Αύξηση/εξάντληση/μείωση των διαθέσιμων ~ων. Άντληση/(απο)δέσμευση/απώλεια/έλλειψη/παροχή ~ων. Αξιοποίηση/κατανομή/διοχέτευση/εκμετάλλευση των ~ων. Σε αναζήτηση ~ων. Έχει μείνει χωρίς/δεν έχει ~ους (= εισοδήματα). ΣΥΝ. πρόσοδοι. 3. εκμεταλλεύσιμα αγαθά, που αποτελούν πηγές άντλησης οφέλους: αλιευτικοί/θαλάσσιοι ~. Εδαφικοί/ενεργειακοί (= πηγές ενέργειας)/ορυκτοί/υλικοί ~. Πολιτιστικοί/στρατηγικοί/τουριστικοί ~. Πβ. κεφάλαιο, πλούτος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικοί ~. Οι ~ του δικτύου/συστήματος (: μνήμη, περιφερειακές συσκευές). || Ψηφιακοί ~οι. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλοι πόροι: ΟΙΚΟΝ. εισοδήματα των οποίων η προέλευση δεν είναι φανερή ή γνωστή και συνήθ. δεν εμφανίζεται στην εφορία ή σε ισολογισμό (εμβάσματα μεταναστών, ναυτιλία, τουρισμός)., ανθρώπινοι πόροι: το ανθρώπινο δυναμικό επιχείρησης. [< αγγλ. human resources, 1975] , γενετικοί πόροι: ΟΙΚΟΛ. γενετικό υλικό με πραγματική ή δυνητική αξία: ζωικοί/φυτικοί ~ ~. Προστασία των δασικών ~ών ~ων., γλωσσικοί πόροι: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποιημένα γλωσσικά δεδομένα: διαχείριση ~ών ~ων. Bλ. ΚΓΠ, σώμα κειμένων, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών., εθνικοί πόροι: το σύνολο των οικονομικών αξιών που προέρχονται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής: περιορισμένοι ~ ~. Δαπάνες που προβλέπεται να καλυφθούν αμιγώς από ~ούς ~ους., κοινοτικοί πόροι: χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: απορρόφηση/εισροή ~ών ~ων. [< αγγλ. Community resources] , φυσικοί πόροι: κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο: ανανεώσιμοι (: νερό, ξυλεία, τροφές, φυτικά καύσιμα)/μη ανανεώσιμοι (: κάρβουνο, μάρμαρο, μέταλλα, πετρέλαιο)/ιαματικοί ~ ~. Αποθέματα ~ών ~ων. [< αγγλ. natural resources, 1956] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, υδάτινοι πόροι βλ. υδάτινος ● ΦΡ.: από ιδίους πόρους (επίσ.) & (λόγ.) εξ ιδίων πόρων: με έσοδα που προέρχονται από τον ίδιο, όχι από άλλη πηγή: Τα έξοδα καλύφθηκαν ~ ~. Χρηματοδότηση ~ ~. [< 1: αρχ. πόρος, γαλλ. pore 2,3: αγγλ. resources, γαλλ. ressources]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

-φαγία

-φαγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας, ποσότητας ή/και ποιότητας τροφών: κρεατο~/ξηρο~/χορτο~.|| Μονο~/πολυ~/υπερ~.|| Καλο~.|| (κατ' επέκτ.) Ονυχο~. || ανθρωπο~/θεο~.

-φάγος & -φαγος

-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.