Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18420-18440]


  • επιδαψίλευση [ἐπιδαψίλευση] ε-πι-δα-ψί-λευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.-συνήθ. ειρων.): γενναιόδωρη παροχή: ~ αγαθών/επαίνων. Προνόμια και ~εύσεις.
  • επιδαψιλεύω [ἐπιδαψιλεύω] ε-πι-δα-ψι-λεύ-ω ρ. (μτβ.) {επιδαψίλευ-σε, -εται} (λόγ.): προσφέρω απλόχερα, αφειδώς, με γενναιοδωρία: Πολιτικός που δεν ~ει υποσχέσεις. Του ~ουν κολακείες/τιμές. [< μτγν. ἐπιδαψιλεύω]
  • επιδεικνύω [ἐπιδεικνύω] ε-πι-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {επέδει-ξε, επιδεικνύ-εται, επιδεί-χθηκε (λόγ. επεδείχθη), επιδεικνύ-οντας} (λόγ.) 1. προβάλλω κάτι με στόχο τον εντυπωσιασμό: ~ει (με προκλητικό τρόπο) τις ικανότητές/τα κάλλη/την καταγωγή/τα πλούτη της. Επιδείκνυε το καινούργιο του αυτοκίνητο σε κάθε ευκαιρία (πβ. μοστράρω).|| (μεσοπαθ.) Του αρέσει να ~εται (= κάνει επίδειξη, φιγούρα) για τις γνώσεις του. Πβ. αυτοπροβάλλομαι. 2. δείχνω, προσκομίζω (συνήθ. επίσημο έγγραφο): ~ το βιβλιάριο/το πιστοποιητικό/τα συμβόλαια. ~ το διαβατήριό/το δίπλωμά/την ταυτότητά μου (σε αρμόδια Αρχή/υπάλληλο/υπηρεσία). Τα δικαιολογητικά θα πρέπει να ~ονται σε κάθε φορολογικό έλεγχο. Πβ. εμφανίζω. 3. παρουσιάζω ένα προϊόν ή μία πρακτική για διαφημιστικούς ή διδακτικούς λόγους: ~ καλλυντικά/σκεύη (: κάνω επίδειξη σε ιδιωτικούς χώρους).|| ~ τη λειτουργία μιας συσκευής. 4. δείχνω έμπρακτα, εκδηλώνω συγκεκριμένη συμπεριφορά: ~ει αδιαφορία/αλαζονεία/αμέλεια/αποφασιστικότητα/ζήλο/σεβασμό (πβ. εκφράζω)/σύνεση/ψυχραιμία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του ~ξε συνέπεια και σοβαρότητα. ● ΦΡ.: έχει να επιδείξει (κάτι): είναι σε θέση να παρουσιάσει κάτι που έχει δημιουργήσει ή πετύχει: Ο πολιτισμός μας ~ ~ σημαντικά επιτεύγματα. Ως τώρα δεν ~ ~ κάποιο έργο. [< αρχ. ἐπιδείκνυμι, μεσν. επιδεικνύω]
  • επιδεικτικός , ή, ό [ἐπιδεικτικός] ε-πι-δει-κτι-κός επίθ. 1. (αρνητ. συνυποδ.) που γίνεται για λόγους επίδειξης: ~ή: αδιαφορία/απουσία/πόζα/σιωπή/σπατάλη/συμπεριφορά/υπεροψία/φιλανθρωπία. ~ό: ντύσιμο. Πβ. εφετζ-, φιγουρατζ-ίδικος, πομπώδης, προκλητικός.|| (για πρόσ.) Θρασύς και ~. 2. που στοχεύει στο να επιδείξει κάτι: (αρχ. ΡΗΤΟΡ.) ~ός: λόγος (: που αποσκοπούσε στην εξύμνηση προσώπων, καταστάσεων ή πραγμάτων). Πβ. πανηγυρικός. Βλ. δικανικός, συμβουλευτικός λόγος.|| Έργα ~ά καινοτόμων τεχνολογιών (πβ. υποδειγματικός). ● επίρρ.: επιδεικτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Γύρισε ~ την πλάτη του. [< αρχ. ἐπιδεικτικός]
  • επιδεικτικότητα [ἐπιδεικτικότητα] ε-πι-δει-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): τάση για επίδειξη. Πβ. επιδειξιομανία. Βλ. αυτοπροβολή, μόστρα, φιγούρα, -ότητα.
  • επιδεινώνω [ἐπιδεινώνω] ε-πι-δει-νώ-νω ρ. (μτβ.) {επιδείνω-σε, επιδεινώ-σει, -θηκε, -θεί, επιδεινών-οντας, επιδειν-ούμενος, επιδεινω-μένος} (λόγ.): χειροτερεύω: Με τη στάση σου ~εις το πρόβλημα. Ασθένειες τις οποίες ~ει η παχυσαρκία. ~θηκε ραγδαία η κατάσταση της υγείας του. Αναμένεται να ~θούν οι καιρικές συνθήκες. Συνεχώς ~ούμενη νόσος. ~ούμενο: οικονομικό κλίμα. ~μένες: σχέσεις. Πβ. παροξύνω. ΑΝΤ. βελτιώνω, καλυτερεύω (2) [< γερμ. verschlechtern]
  • επιδείνωση [ἐπιδείνωση] ε-πι-δεί-νω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): χειροτέρευση: απότομη/ξαφνική/ραγδαία/σοβαρή/σταδιακή ~ του καιρού. Δραματική ~ της υγείας του (πβ. επιπλοκή). Τάσεις ~ης της κατάστασης. Κίνδυνος ~ης των ήδη ψυχρών σχέσεων (ενν. μεταξύ δύο χωρών). ~ της κρίσης χρέους. ΣΥΝ. δείνωση (2) ΑΝΤ. βελτίωση, καλυτέρευση [< γερμ. Verschlechterung]
  • επίδειξη [ἐπίδειξη] ε-πί-δει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. προβολή με στόχο τον εντυπωσιασμό: προκλητική ~. ~ γνώσεων/πλούτου. Μας κάνει συνεχώς ~ (= επιδεικνύεται, κάνει μόστρα, φιγούρα). Πβ. αυτο-επίδειξη, -προβολή. 2. (επίσ.) προσκόμιση και παρουσίαση εγγράφου ή πράγματος σε πρόσωπο που έχει έννομο δικαίωμα να το δει: ~ άδειας οδήγησης/διαβατηρίου/πειστηρίων/πιστοποιητικού/πτυχίου. ~ δελτίου ταυτότητας σε αρμόδια Αρχή (π.χ. Αστυνομία). Είσοδος κατόπιν ~είξεως του εισιτηρίου/της πρόσκλησης. Επικύρωση του φωτοαντίγραφου με ~ του πρωτοτύπου. 3. παρουσίαση μπροστά σε κοινό ιδ. προϊόντος ή πρακτικής για διαφημιστικούς κυρ. λόγους: ~ γυμναστικών ασκήσεων/παραδοσιακών χορών. ~ των δυνατοτήτων (της τεχνολογίας)/λειτουργίας (συσκευής)/τεχνικής. ~ απεγκλωβισμού από διασώστες της ΕΜΑΚ. Διάσημοι σεφ έκαναν ~ της τέχνης τους.|| ~ (εσω)ρούχων/καλλυντικών (πβ. δειγματισμός). ~ μαγειρικής σε μεγάλο ξενοδοχείο. 4. (λόγ.) εκδήλωση συγκεκριμένης συμπεριφοράς: ~ αδιαφορίας/αλαζονείας/θάρρους/σοβαρότητας/ψυχραιμίας.επιδείξεις (οι): οργανωμένη εκδήλωση, όπου παρουσιάζεται ομαδικό πρόγραμμα ασκήσεων, αθλοπαιδιών, χορών: αεροπορικές/αθλητικές/γυμναστικές/ιππικές/στρατιωτικές/χορευτικές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επίδειξη μόδας βλ. μόδα ● ΦΡ.: επίδειξη δύναμης & δυνάμεων/ισχύος/πυγμής: συμπεριφορά που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό για άσκηση πίεσης ή/και εκφοβισμό του αντιπάλου: Κάνουν ~ (ναυτικής/στρατιωτικής) ~. [< αρχ. ἐπίδειξις ‘εκδήλωση, παρουσίαση’, γαλλ. démonstration]
  • επιδειξίας [ἐπιδειξίας] ε-πι-δει-ξί-ας ουσ. (αρσ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. πρόσωπο που πάσχει από επιδειξιομανία. Βλ. εφαψ-, ηδονοβλεψ-ίας. ΣΥΝ. επιδειξιομανής (2) [< γαλλ. exhibitionniste]
  • επιδειξιομανής , ής, ές [ἐπιδειξιομανής] ε-πι-δει-ξι-ο-μα-νής επίθ./ουσ. & επιδειξιμανής 1. πρόσωπο που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυτοπροβάλλεται και να εντυπωσιάζει: ~είς και νάρκισσοι/υπερφίαλοι. Πβ. φιγουρατζής. Βλ. ξερόλας, ψώνιο.|| (ως επίθ.) ~ής: ρητορεία. ~είς: νεόπλουτοι. Βλ. -μανής. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. επιδειξίας. [< γαλλ. exhibitionniste]
  • επιδειξιομανία [ἐπιδειξιομανία] ε-πι-δει-ξι-ο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.) & επιδειξιμανία 1. έντονη τάση για επίδειξη, αυτοπροβολή με στόχο τον εντυπωσιασμό: αυτάρεσκη/νεοπλουτίστικη/υπερφίαλη ~. Φιλαυτία και ~. Βλ. μεγαλομανία, ναρκισσισμός. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. παρέκκλιση που συνίσταται σε επίδειξη των γεννητικών οργάνων κάποιου με σκοπό τη σεξουαλική του ικανοποίηση. Βλ. παραφιλία, -μανία. [< γαλλ. exhibitionnisme]
  • επιδεκτικός , ή, ό [ἐπιδεκτικός] ε-πι-δε-κτι-κός επίθ. {+ γεν./σε} (λόγ.): που επιδέχεται, που μπορεί να δεχτεί κάτι: κείμενο ~ό σε διαφορετικές αναγνώσεις. Κράματα (μη) ~ά θερμικής κατεργασίας. Προβλήματα που δεν είναι ~ά εύκολων λύσεων.|| (για πρόσ.) Άνθρωποι ~οί σε πιέσεις και εκβιασμούς. Δεν είναι ~ μαθήσεως. Μετάδοση του μικροοργανισμού στα ~ά άτομα (βλ. ευπαθείς ομάδες). Πβ. δεκτικός. ΑΝΤ. ανεπίδεκτος [< μτγν. ἐπιδεκτικός, γαλλ. susceptible de]
  • επιδεκτικότητα [ἐπιδεκτικότητα] ε-πι-δε-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επιδεκτικού: ~ (ενν. του οργανισμού) σε ασθένειες/μολύνσεις. Πβ. δεκτικότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική επιδεκτικότητα: ΦΥΣ. σταθερά που εκφράζει την ευκολία ή δυσκολία με την οποία μαγνητίζεται ένα υλικό και ισούται με το πηλίκο της μαγνήτισης του υλικού σε ορισμένο σημείο ενός μαγνητικού πεδίου προς την ένταση του πεδίου στο σημείο αυτό: ~ ~ των πετρωμάτων. [< γαλλ. susceptibilité]
  • επιδέξιος , α, ο [ἐπιδέξιος] ε-πι-δέ-ξι-ος επίθ.: που έχει ή φανερώνει εξαιρετική δεξιότητα, ικανότητα σε κάτι: ~ος: τεχνίτης. ~ο: χέρι. ~οι: χειρισμοί. ~ες: (χορευτικές) κινήσεις. Αλλάζει θέμα με ~ο τρόπο. Πβ. επιτήδειος, επιτυχής, εύστοχος. ΑΝΤ. αδέξιος ● επίρρ.: επιδέξια ● ΦΡ.: τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί [< αρχ. ἐπιδέξιος ‘αυτός που βρίσκεται στα δεξιά, ικανός’]
  • επιδεξιότητα [ἐπιδεξιότητα] ε-πι-δε-ξι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επιδέξιου: ~ στο τιμόνι/στα χέρια/στον χορό. Παιχνίδια/τεστ ~ας. Ικανός πολιτικός, με ιδιαίτερη ~ στην τέχνη της διπλωματίας. Πβ. δεξιο-σύνη, -τεχνία, δεξιότητα, μαεστρία, -ότητα. ΑΝΤ. αδεξιότητα [< αρχ. ἐπιδεξιότης ‘ικανότητα, επινοητικότητα’]
  • επιδερμίδα [ἐπιδερμίδα] ε-πι-δερ-μί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. η εξωτερική στιβάδα του ανθρώπινου δέρματος: απαλή/αφυδατωμένη/βελούδινη/ευαίσθητη/λαμπερή/λεία/λιπαρή/νεανική/ξηρή/ροδαλή ~. H ~ του προσώπου/των χεριών. Γήρανση/καθαρισμός/ξεφλούδισμα/περιποίηση/φροντίδα της ~ας. Η όψη της ~ας. Τύποι ~ας. ~ες με τάση για ακμή/ερεθισμούς. Κρέμα που αναζωογονεί/συσφίγγει/τονώνει την ~. Βλ. επιθήλιο. 2. ΒΟΤ. λεπτή διάφανη μεμβράνη που καλύπτει τα φύλλα και τα εναέρια τμήματα νεαρού φυτού. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. η κρούστα γύρω από το τυρί που συνήθ. αφαιρείται προτού καταναλωθεί. [< 1: αρχ. ἐπιδερμίς, γαλλ. épiderme, αγγλ. epidermis]
  • επιδερμιδικός , ή, ό [ἐπιδερμιδικός] ε-πι-δερ-μι-δι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ. επιδερμικός.
  • επιδερμικός , ή, ό [ἐπιδερμικός] ε-πι-δερ-μι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που υστερεί σε βάθος, περιεχόμενο, ουσία: ~ή: ανάγνωση/αντιμετώπιση/σχέση. Πρόχειρη και ~ή προσέγγιση. Ταινία ρηχή και ~ή. Προβλήματα που αντιμετωπίζονται με ~ό τρόπο. Πβ. επιπόλαιος, επιφανειακός. 2. που αφορά την επιδερμίδα: (ΑΝΑΤ.) ~ή: κύστη/σύσφιξη/χαλάρωση. ~ό: καρκίνωμα. ~ά: κύτταρα. ΣΥΝ. επιδερμιδικός.|| (ΒΟΤ.) ~ός: ιστός. Πβ. δερμικός. ● επίρρ.: επιδερμικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. épidermique, αγγλ. epidermic]
  • επιδερμικότητα [ἐπιδερμικότητα] ε-πι-δερ-μι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επιδερμικού: προχειρότητα και ~. Πβ. επιφανειακότητα, ρηχότητα. Βλ. -ότητα.
  • επίδεση [ἐπίδεση] ε-πί-δε-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάλυψη, δέσιμο μέρους του σώματος με επίδεσμο ή άλλο υλικό: ελαστική/πιεστική ~. Γάζες/ταινίες για την ~ τραυμάτων. Πβ. περίδεση. [< αρχ. ἐπίδεσις]

αυτοπροβολή

αυτοπροβολή [αὐτοπροβολή] αυ-το-προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) (αρνητ. συνυποδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοπροβάλλομαι: Ανάγκη/μανία/μέσο/τάση ~ής. Πβ. (αυτο)επίδειξη. ΣΥΝ. αυτοδιαφήμιση [< αγγλ. self-promotion]

βρακί

βρακί βρα-κί ουσ. (ουδ.) (προφ.): εσώρουχο που καλύπτει την περιοχή των γεννητικών οργάνων και τους γλουτούς: άσπρο/βαμβακερό/τρύπιο ~. Ανδρικό ~ (πβ. μπόξερ, σλιπ, σώβρακο). Γυναικείο ~ (πβ. κιλότα). Αλλάζω/βάζω/βγάζω/φορώ ~.|| (κατ' επέκτ.) Mάζεψε τα ~ιά σου (= παντελόνια)! ● Υποκ.: βρακάκι (το) ● ΦΡ.: δεν έχει (δεύτερο) βρακί να φορέσει (μτφ.): είναι πολύ φτωχός., δίνει/πουλάει και το βρακί του (μτφ.): κάνει, προσφέρει τα πάντα, προκειμένου να πετύχει κάτι., κατεβάζει τα βρακιά (του) (μτφ.): υποχωρεί, δειλιάζει., τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους (παροιμ.): για κάποιον που επιθυμεί να επιτύχει φιλόδοξο ή δύσκολο στόχο, αλλά δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες ή τη διάθεση να κάνει τις απαραίτητες προσπάθειες., την πήρε με το βρακί της (παλαιότ.-μτφ.): την παντρεύτηκε χωρίς προίκα., τον έβαλε/τον έχει βάλει στο βρακί της (μτφ.): (κυρ. για σύζυγο) τον κάνει ό,τι θέλει, τον σέρνει από τη μύτη., κώλος και βρακί βλ. κώλος [< μεσν. βρακί(ν)]

δικανικός

δικανικός, ή, ό δι-κα-νι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με τη δίκη και τις αγορεύσεις στο δικαστήριο: ~ός: λόγος (βλ. επιδεικτικός, συμβουλευτικός)/όρος/συλλογισμός. ~ή: γλωσσολογία (πβ. δικαστική)/ικανότητα/κρίση/ρητορική. ~ό: επιχείρημα. [< αρχ. δικανικός]

επιθήλιο

επιθήλιο [ἐπιθήλιο] ε-πι-θή-λι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ.-ΦΥΣΙΟΛ. λεπτός μεμβρανώδης ιστός που αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυτταρικά στρώματα και καλύπτει εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες του σώματος και των οργάνων του: αδενικό (: από κύτταρα που παράγουν εκκρίσεις)/οσφρητικό (: επένδυση της οσφρητικής περιοχής της ρινικής κοιλότητας) ~. Κυβοειδές/κυλινδρικό/πλακώδες ~ (: με βάση το σχήμα των κυττάρων). Το ~ των βρόγχων/του παχέος εντέρου. [< γαλλ. épithélium, αγγλ. epithelium]

-μανής

-μανής, ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.

μεγαλομανία

μεγαλομανία με-γα-λο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. αδικαιολόγητα μεγάλη αυτοπεποίθηση, υπέρμετρη φιλοδοξία. Πβ. αλαζονεία. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μονομανία κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ότι διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες ή προσόντα (π.χ. ευφυΐα, εντυπωσιακή ομορφιά) και διακατέχεται από έντονη επιθυμία για δόξα και εξουσία. Βλ. -μανία. [< γαλλ. mégalomanie, αγγλ. megalomania]

μόδα

μόδα μό-δα ουσ. (θηλ.): οι κυρίαρχες τάσεις κυρ. στον χώρο της ένδυσης και γενικότ. στον τρόπο εμφάνισης, συμπεριφοράς και σκέψης ενός κοινωνικού συνόλου σε δεδομένη χρονική περίοδο: αντρική/γυναικεία/διεθνής/εφήμερη/καινούργια/νέα/παιδική/παλιά/φετινή ~. Ακολουθώ τη ~. (Κάτι) γίνεται ~. Έρχεται/ξαναγύρισε/πέρασε η ~ του ... Είναι (πολύ) της ~ας/εκτός ~ας φέτος τα έντονα χρώματα. Βρίσκεται στη ~ (= είναι ιν). (Κάτι) δεν είναι στη ~ (πβ. ντεμοντέ, πασέ). Αξεσουάρ/είδη (= νεωτερισμοί)/έκθεση/οδηγός/οίκος/περιοδικό/σχεδιαστές ~ας. Η βιομηχανία/ο κόσμος της ~ας. Η ~ του καλοκαιριού/χειμώνα. Τι επιτάσσει/προστάζει η ~; Λάνσαρε τη ~ του σκισμένου τζιν. Πβ. συρμός. ● ΣΥΜΠΛ.: επίδειξη μόδας: (συνήθ. στην υψηλή ραπτική) παρουσίαση από μανεκέν της κολεξιόν ενός σχεδιαστή, οίκου, καταστήματος ή εταιρείας για την επόμενη σεζόν. [< γαλλ. défilé de mode] , υψηλή ραπτική βλ. ραπτική ● ΦΡ.: η τελευταία λέξη της μόδας: οι πιο πρόσφατες επιταγές, τάσεις της μόδας: Ακολουθεί την/ντύνεται με την ~ ~. O οικοτουρισμός είναι ~ ~ στις προηγμένες χώρες. [< γαλλ. mode, ιταλ. moda]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραφιλία

παραφιλία πα-ρα-φι-λί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. αποκλίνουσα ερωτική προτίμηση, σεξουαλική παρέκκλιση. Βλ. επιδειξιομανία, ηδονοβλεψία, παιδεραστία, -φιλία. [< αγγλ. paraphilia, 1925, γαλλ. paraphilie, 1981]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.