αυτοπροβολή [αὐτοπροβολή] αυ-το-προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) (αρνητ. συνυποδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοπροβάλλομαι: Ανάγκη/μανία/μέσο/τάση ~ής. Πβ. (αυτο)επίδειξη. ΣΥΝ. αυτοδιαφήμιση [< αγγλ. self-promotion]
βρακί βρα-κί ουσ. (ουδ.) (προφ.): εσώρουχο που καλύπτει την περιοχή των γεννητικών οργάνων και τους γλουτούς: άσπρο/βαμβακερό/τρύπιο ~. Ανδρικό ~ (πβ. μπόξερ, σλιπ, σώβρακο). Γυναικείο ~ (πβ. κιλότα). Αλλάζω/βάζω/βγάζω/φορώ ~.|| (κατ' επέκτ.) Mάζεψε τα ~ιά σου (= παντελόνια)! ● Υποκ.: βρακάκι (το) ● ΦΡ.: δεν έχει (δεύτερο) βρακί να φορέσει (μτφ.): είναι πολύ φτωχός., δίνει/πουλάει και το βρακί του (μτφ.): κάνει, προσφέρει τα πάντα, προκειμένου να πετύχει κάτι., κατεβάζει τα βρακιά (του) (μτφ.): υποχωρεί, δειλιάζει., τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους (παροιμ.): για κάποιον που επιθυμεί να επιτύχει φιλόδοξο ή δύσκολο στόχο, αλλά δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες ή τη διάθεση να κάνει τις απαραίτητες προσπάθειες., την πήρε με το βρακί της (παλαιότ.-μτφ.): την παντρεύτηκε χωρίς προίκα., τον έβαλε/τον έχει βάλει στο βρακί της (μτφ.): (κυρ. για σύζυγο) τον κάνει ό,τι θέλει, τον σέρνει από τη μύτη., κώλος και βρακί βλ. κώλος [< μεσν. βρακί(ν)]
δικανικός, ή, ό δι-κα-νι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με τη δίκη και τις αγορεύσεις στο δικαστήριο: ~ός: λόγος (βλ. επιδεικτικός, συμβουλευτικός)/όρος/συλλογισμός. ~ή: γλωσσολογία (πβ. δικαστική)/ικανότητα/κρίση/ρητορική. ~ό: επιχείρημα. [< αρχ. δικανικός]
επιθήλιο [ἐπιθήλιο] ε-πι-θή-λι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ.-ΦΥΣΙΟΛ. λεπτός μεμβρανώδης ιστός που αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυτταρικά στρώματα και καλύπτει εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες του σώματος και των οργάνων του: αδενικό (: από κύτταρα που παράγουν εκκρίσεις)/οσφρητικό (: επένδυση της οσφρητικής περιοχής της ρινικής κοιλότητας) ~. Κυβοειδές/κυλινδρικό/πλακώδες ~ (: με βάση το σχήμα των κυττάρων). Το ~ των βρόγχων/του παχέος εντέρου. [< γαλλ. épithélium, αγγλ. epithelium]
-μανής, ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.
μεγαλομανία με-γα-λο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. αδικαιολόγητα μεγάλη αυτοπεποίθηση, υπέρμετρη φιλοδοξία. Πβ. αλαζονεία. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μονομανία κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ότι διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες ή προσόντα (π.χ. ευφυΐα, εντυπωσιακή ομορφιά) και διακατέχεται από έντονη επιθυμία για δόξα και εξουσία. Βλ. -μανία. [< γαλλ. mégalomanie, αγγλ. megalomania]
μόδα μό-δα ουσ. (θηλ.): οι κυρίαρχες τάσεις κυρ. στον χώρο της ένδυσης και γενικότ. στον τρόπο εμφάνισης, συμπεριφοράς και σκέψης ενός κοινωνικού συνόλου σε δεδομένη χρονική περίοδο: αντρική/γυναικεία/διεθνής/εφήμερη/καινούργια/νέα/παιδική/παλιά/φετινή ~. Ακολουθώ τη ~. (Κάτι) γίνεται ~. Έρχεται/ξαναγύρισε/πέρασε η ~ του ... Είναι (πολύ) της ~ας/εκτός ~ας φέτος τα έντονα χρώματα. Βρίσκεται στη ~ (= είναι ιν). (Κάτι) δεν είναι στη ~ (πβ. ντεμοντέ, πασέ). Αξεσουάρ/είδη (= νεωτερισμοί)/έκθεση/οδηγός/οίκος/περιοδικό/σχεδιαστές ~ας. Η βιομηχανία/ο κόσμος της ~ας. Η ~ του καλοκαιριού/χειμώνα. Τι επιτάσσει/προστάζει η ~; Λάνσαρε τη ~ του σκισμένου τζιν. Πβ. συρμός. ● ΣΥΜΠΛ.: επίδειξη μόδας: (συνήθ. στην υψηλή ραπτική) παρουσίαση από μανεκέν της κολεξιόν ενός σχεδιαστή, οίκου, καταστήματος ή εταιρείας για την επόμενη σεζόν. [< γαλλ. défilé de mode] , υψηλή ραπτική βλ. ραπτική ● ΦΡ.: η τελευταία λέξη της μόδας: οι πιο πρόσφατες επιταγές, τάσεις της μόδας: Ακολουθεί την/ντύνεται με την ~ ~. O οικοτουρισμός είναι ~ ~ στις προηγμένες χώρες. [< γαλλ. mode, ιταλ. moda]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παραφιλία πα-ρα-φι-λί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. αποκλίνουσα ερωτική προτίμηση, σεξουαλική παρέκκλιση. Βλ. επιδειξιομανία, ηδονοβλεψία, παιδεραστία, -φιλία. [< αγγλ. paraphilia, 1925, γαλλ. paraphilie, 1981]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ