-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.
ελεγεία [ἐλεγεία] ε-λε-γεί-α ουσ. (θηλ.) 1. κάθε λυρικό καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει συνήθ. μελαγχολία ή θλίψη: Η ταινία είναι μια ~ της μοναξιάς. 2. ΦΙΛΟΛ. είδος ποιήματος (της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας) που εξέφραζε συνήθ. λύπη και γραφόταν σε δίστιχα από τα οποία το ένα ήταν δακτυλικό εξάμετρο και το άλλο πεντάμετρο. Βλ. ίαμβος, μέλος. [< 1: γαλλ. élegie 2: αρχ. ἐλεγεία, αγγλ. elegy]
επιαγκωνίδα [ἐπιαγκωνίδα] ε-πι-α-γκω-νί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα του αγκώνα που φορούν κυρ. αθλητές: ~ με δέστρα. Βλ. επιγονατίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα.
επιμάνικα [ἐπιμάνικα] ε-πι-μά-νι-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. επιμάνικο} & επιμανίκια: ΕΚΚΛΗΣ. σκληρές μανσέτες οι οποίες καλύπτουν και συγκρατούν τα μανίκια του στιχάριου. Βλ. επιγονάτιο, επιτραχήλιο. [< μεσν. επιμάνικον]
επιτοίχιος, α, ο [ἐπιτοίχιος] ε-πι-τοί-χι-ος επίθ. & επίτοιχος, η, ο: (για αντικείμενο ή όργανο) που τοποθετείται ή βρίσκεται πάνω σε τοίχο: ~ος: ανιχνευτής/διακόπτης/θερμοστάτης/καθρέφτης/λέβητας. ~η: θυροτηλεόραση/οθόνη. ~ο: ρολόι/φωτιστικό/χειριστήριο. ~ες: μονάδες αερίου. Βλ. επι-δαπέδιος, -τραπέζιος. [<γαλλ. mural, αγγλ. wall-,]
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
νομισματική νο-μι-σμα-τι-κή ουσ. (θηλ.) & νομισματολογία: η επιστημονική μελέτη των νομισμάτων και των μεταλλίων, κυρ. από αρχαιολογική, ιστορική σκοπιά: αρχαία/βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Βλ. σιγιλλογραφία. [< γαλλ. numismatique, αγγλ. numismatics, numismatology]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.
σταφυλή στα-φυ-λή ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. μικρή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το οπίσθιο τμήμα της μαλακής υπερώας. [< αρχ. σταφυλή]
φωνολογικός, ή, ό φω-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη φωνολογία: ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/δομή/επεξεργασία/μονάδα (βλ. φώνημα). ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: δεξιότητες/διαταραχές. Πβ. φωνηματ-, φωνημ-ικός. ● επίρρ.: φωνολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φωνολογική επίγνωση & φωνολογική ενημερότητα: η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χειρίζεται τα φωνήματα και να τα ταυτοποιεί με τα αντίστοιχα γραπτά σύμβολα, τα γραφήματα. [< γερμ. phonologisch, αγγλ. phonologic(al)]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ