Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18400-18420]


  • επιγέννημα [ἐπιγέννημα] ε-πι-γέν-νη-μα ουσ. (ουδ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): επακόλουθο, απόρροια: Η ανεργία αποτελεί ~ της οικονομικής δυσχέρειας της χώρας. Πβ. συνέπεια. [< μτγν. ἐπιγέννημα]
  • επιγενόμενος , η, ο [ἐπιγενόμενος] ε-πι-γε-νό-με-νος επίθ. (επίσ.): που συμβαίνει μετά από κάτι άλλο, που ακολουθεί χρονικά: ~η: απώλεια/πάθηση. ~ες: αλλαγές/πράξεις. Αρχική και ~η ζημία. Τέκνα που νομιμοποιήθηκαν με ~ο γάμο. Πβ. μεταγενέστερος, υστερογενής. ● Ουσ.: επιγενόμενα (τα) (λόγ.): τα επακόλουθα: ~ της μεγάλης κρίσης., επιγενόμενοι (οι): (λόγ.) οι επόμενες γενιές: παράδειγμα/παρακαταθήκη για τους ~μένους. Χρέος έναντι των ~μένων. Πβ. απόγονος. [< αρχ. οἱ ἐπιγενόμενοι] [< αρχ. ἐπιγενόμενος]
  • επίγευση [ἐπίγευση] ε-πί-γευ-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. η γευστική εντύπωση μετά την κατάποση ποτού (κυρ. κρασιού) ή τροφίμου: απαλή/αρωματική/γλυκιά/δυνατή/έντονη/μακρά (: με διάρκεια)/μέτρια/σύντομη/φρουτώδης ~.|| (μτφ.) Ταινία που αφήνει μια γλυκόπικρη ~ (: αίσθηση, γεύση). [< γαλλ. arrière-goût]
  • επιγλωττίδα [ἐπιγλωττίδα] ε-πι-γλωτ-τί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τριγωνική χόνδρινη δομή που φράζει το άνω στόμιο του λάρυγγα και τον προφυλάσσει κατά την κατάποση: Η ~ εμποδίζει τις τροφές να περάσουν στις αναπνευστικές οδούς. Βλ. σταφυλή. [< αρχ. ἐπιγλωττίς, γαλλ. épiglotte , αγγλ. epiglottis]
  • επίγνωση [ἐπίγνωση] ε-πί-γνω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): βαθιά γνώση, σαφής αντίληψη, συναίσθηση: ~ των κινδύνων/προβλημάτων/συνεπειών/υποχρεώσεων. ~ των αδυναμιών/του εαυτού μας (βλ. αυτογνωσία). Έχω (απόλυτη/πλήρη) ~ (του γεγονότος) ότι .../της κατάστασής μου/της πραγματικότητας (= ξέρω, συναισθάνομαι). Mε ~ (= γνωρίζοντας καλά) των δυσκολιών/ευθυνών, αποφάσισε να ... Πβ. συνείδηση, συνειδητοποίηση, συνειδητότητα. Βλ. αυτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσική επίγνωση & γλωσσική ενημερότητα: ΓΛΩΣΣ. συνειδητή γνώση της φύσης και του ρόλου της γλώσσας ως κοινωνικού φαινομένου: κριτική ~ ~. Η ~ ~ συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διδασκαλία, εκμάθηση και χρήση της γλώσσας. [< αγγλ. language awareness] , φωνολογική επίγνωση βλ. φωνολογικός [< μτγν. ἐπίγνωσις, γαλλ. conscience]
  • επιγονατίδα [ἐπιγονατίδα] ε-πι-γο-να-τί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. μικρό πλατύ τριγωνικό οστό που βρίσκεται μπροστά από το μηριαίο, στην περιοχή του γόνατος, και προστατεύει την άρθρωση: εξάρθρημα/χονδροπάθεια (της) ~ας. 2. προστατευτικό κάλυμμα του γόνατος που φορούν κυρ. αθλητές. Βλ. επιαγκωνίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα. [< 1: αρχ. ἐπιγονατίς]
  • επιγονατιδικός , ή, ό [ἐπιγονατιδικός] ε-πι-γο-να-τι-δι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την επιγονατίδα: (ΑΝΑΤ.) ~ός: τένοντας/σύνδεσμος. ~ή: τενοντίτιδα.|| ~ή: δέστρα.
  • επιγονάτιο [ἐπιγονάτιο] ε-πι-γο-νά-τι-ο ουσ. (ουδ.) {επιγονατί-ου}: ΕΚΚΛΗΣ. άμφιο επισκόπων ή ιερέων που φέρουν τίτλο πρωτοπρεσβύτερου ή αρχιμανδρίτη, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου και κρέμεται από τη ζώνη δίπλα στο δεξί γόνατο. Βλ. επιμάνικα, επιτραχήλιο. [< μεσν. επιγονάτιον]
  • επίγονος [ἐπίγονος] ε-πί-γο-νος ουσ. (αρσ.) {επιγόνου, συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): συνεχιστής (ρεύματος, ιδεών ή κινήματος): ~οι του ρομαντισμού.|| (ΙΣΤ.) Οι ~οι του Μεγάλου Αλεξάνδρου (: οι διάδοχοι των διαδόχων του). Βλ. -γονος. ΣΥΝ. απόγονος (2) [< αρχ. ἐπίγονος, γαλλ. épigone, αγγλ. epigone]
  • επίγραμμα [ἐπίγραμμα] ε-πί-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΦΙΛΟΛ. έμμετρη επιγραφή που συνήθ. χαρασσόταν σε έργο τέχνης, μνημείο ή αφιέρωμα και γνώρισε ακμή κατά την ελληνιστική περίοδο· κατ' επέκτ. σύντομο ποίημα καθώς και το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος: αναθηματικά/επιδεικτικά/επιτάφια/επιτύμβια/ερωτικά/συμποτικά ~ατα. Βλ. ελεγεία, ίαμβος. [< αρχ. ἐπίγραμμα, γαλλ. épigramme, αγγλ. epigram]
  • επιγραμματικός , ή, ό [ἐπιγραμματικός] ε-πι-γραμ-μα-τι-κός επίθ. 1. σύντομος και περιεκτικός: ~ή: διατύπωση. ~ές: πληροφορίες. Μεστός/πυκνός και ~ λόγος. (για πρόσ.) Θα φροντίσω να είμαι ~. Πβ. αποφθεγματ-, λακων-ικός. 2. ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με το επίγραμμα: ~ή: ποίηση. ~οί: στίχοι. ● επίρρ.: επιγραμματικά [< μεσν. επιγραμματικός, γαλλ. épigrammatique, αγγλ. epigrammatic]
  • επιγραμματικότητα [ἐπιγραμματικότητα] ε-πι-γραμ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επιγραμματικού· λακωνικότητα, συντομία: ~ στην έκφραση. Λιτότητα/πυκνότητα/σαφήνεια και ~. Πβ. απλότητα, βραχυλογία. Βλ. -ότητα.
  • επιγραμματοποιός [ἐπιγραμματοποιός] ε-πι-γραμ-μα-το-ποι-ός ουσ. (αρσ.): (στην αρχαιότητα) δημιουργός επιγραμμάτων. Βλ. -ποιός. [< μτγν. ἐπιγραμματοποιός]
  • επιγραμμικός , ή, ό [ἐπιγραμμικός] ε-πι-γραμ-μι-κός επίθ.: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. ονλάιν. ● επίρρ.: επιγραμμικά
  • επιγραφή [ἐπιγραφή] ε-πι-γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. σύντομο κείμενο γραμμένο ή γενικότ. αποτυπωμένο σε επιφάνεια· (συνήθ. κατ' επέκτ.) η πινακίδα, η ταμπέλα με το αντίστοιχο κείμενο: διαφημιστική/ηλεκτρονική/φωτεινή ~. ~ από νέον. Οι ~ές των καταστημάτων. Ανάρτηση/τοποθέτηση ~ών. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. κείμενο χαραγμένο σε σκληρό υλικό (πέτρα, ξύλο, μέταλλο, πηλός): αρχαία/αφιερωματική/βυζαντινή/εγχάρακτη/έμμετρη/καρκινική/κτητορική/μνημειακή/σκαλιστή/τιμητική ~. ~ σε γραμμική Β. Εδώλια/πλάκες με ~ές. [< αρχ. ἐπιγραφή]
  • επιγραφική [ἐπιγραφική] ε-πι-γρα-φι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των επιγραφών. Βλ. νομισματική, παλαιογραφία, παπυρολογία. [< γαλλ. épigraphie, αγγλ. epigraphy, γερμ. Epigraphik]
  • επιγραφικός , ή, ό [ἐπιγραφικός] ε-πι-γρα-φι-κός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με τις επιγραφές: ~ή: μαρτυρία. ~ό: μουσείο. ~ές: πηγές. ~ά: ευρήματα/στοιχεία. [< μεσν. επιγραφικός 'που έχει σχέση με τον τίτλο΄, γαλλ. épigraphique, αγγλ. epigraphic]
  • επιγραφολόγος [ἐπιγραφολόγος] ε-πι-γρα-φο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. αρχαιολόγος με ειδίκευση στην επιγραφική. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. épigraphiste, γερμ. Epigraphiker]
  • επιγράφω [ἐπιγράφω] ε-πι-γρά-φω ρ. (μτβ.) {επιγράφ-εται, -ονται} (λόγ.): τιτλοφορώ: Άρθρο κανονισμού που ~εται ... [< μτγν. ἐπιγράφω]
  • επιδαπέδιος , α, ο [ἐπιδαπέδιος] ε-πι-δα-πέ-δι-ος επίθ. (λόγ.): που είναι τοποθετημένος πάνω σε δάπεδο: ~α: θέρμανση (= ενδοδαπέδια). ~ο: ηχείο. ~α: φωτιστικά. Βλ. επιτοίχιος, επιτραπέζιος.

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

ελεγεία

ελεγεία [ἐλεγεία] ε-λε-γεί-α ουσ. (θηλ.) 1. κάθε λυρικό καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει συνήθ. μελαγχολία ή θλίψη: Η ταινία είναι μια ~ της μοναξιάς. 2. ΦΙΛΟΛ. είδος ποιήματος (της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας) που εξέφραζε συνήθ. λύπη και γραφόταν σε δίστιχα από τα οποία το ένα ήταν δακτυλικό εξάμετρο και το άλλο πεντάμετρο. Βλ. ίαμβος, μέλος. [< 1: γαλλ. élegie 2: αρχ. ἐλεγεία, αγγλ. elegy]

επιαγκωνίδα

επιαγκωνίδα [ἐπιαγκωνίδα] ε-πι-α-γκω-νί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα του αγκώνα που φορούν κυρ. αθλητές: ~ με δέστρα. Βλ. επιγονατίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα.

επιμάνικα

επιμάνικα [ἐπιμάνικα] ε-πι-μά-νι-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. επιμάνικο} & επιμανίκια: ΕΚΚΛΗΣ. σκληρές μανσέτες οι οποίες καλύπτουν και συγκρατούν τα μανίκια του στιχάριου. Βλ. επιγονάτιο, επιτραχήλιο. [< μεσν. επιμάνικον]

επιτοίχιος

επιτοίχιος, α, ο [ἐπιτοίχιος] ε-πι-τοί-χι-ος επίθ. & επίτοιχος, η, ο: (για αντικείμενο ή όργανο) που τοποθετείται ή βρίσκεται πάνω σε τοίχο: ~ος: ανιχνευτής/διακόπτης/θερμοστάτης/καθρέφτης/λέβητας. ~η: θυροτηλεόραση/οθόνη. ~ο: ρολόι/φωτιστικό/χειριστήριο. ~ες: μονάδες αερίου. Βλ. επι-δαπέδιος, -τραπέζιος. [<γαλλ. mural, αγγλ. wall-,]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

νομισματική

νομισματική νο-μι-σμα-τι-κή ουσ. (θηλ.) & νομισματολογία: η επιστημονική μελέτη των νομισμάτων και των μεταλλίων, κυρ. από αρχαιολογική, ιστορική σκοπιά: αρχαία/βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Βλ. σιγιλλογραφία. [< γαλλ. numismatique, αγγλ. numismatics, numismatology]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

σταφυλή

σταφυλή στα-φυ-λή ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. μικρή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το οπίσθιο τμήμα της μαλακής υπερώας. [< αρχ. σταφυλή]

φωνολογικός

φωνολογικός, ή, ό φω-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη φωνολογία: ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/δομή/επεξεργασία/μονάδα (βλ. φώνημα). ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: δεξιότητες/διαταραχές. Πβ. φωνηματ-, φωνημ-ικός. ● επίρρ.: φωνολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φωνολογική επίγνωση & φωνολογική ενημερότητα: η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χειρίζεται τα φωνήματα και να τα ταυτοποιεί με τα αντίστοιχα γραπτά σύμβολα, τα γραφήματα. [< γερμ. phonologisch, αγγλ. phonologic(al)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.