Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18440-18460]


  • επιδεσμικός , ή, ό [ἐπιδεσμικός] ε-πι-δε-σμι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην επίδεση και περίδεση: ~ό: υλικό (: γάζες, επιθέματα, ταινίες). ~ές: μεμβράνες.
  • επίδεσμος [ἐπίδεσμος] ε-πί-δε-σμος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -έσμου}: μακρόστενο κομμάτι γάζας που χρησιμοποιείται για την επίδεση τραύματος ή την ακινητοποίηση μέρους του σώματος: αδιάβροχος/αιμοστατικός (= τουρνικέ)/αποστειρωμένος/ατομικός/αυτοκόλλητος/γύψινος/ελαστικός/πιεστικός ~. Δένω τον αστράγαλο με ~ο. Τύλιξε τον ~ο γύρω από τον καρπό. [< αρχ. ἐπίδεσμος]
  • επιδέχομαι [ἐπιδέχομαι] ε-πι-δέ-χο-μαι ρ. (μτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ. ενεστ.} (λόγ.): (συνήθ. με άρνηση) μπορώ να δεχτώ, να αφήσω να μου συμβεί κάτι: Θέμα που δεν ~εται αναβολή/καθυστέρηση. Τα βιβλία ~ονται αλλαγές/διορθώσεις. Δεν ~εται αμφισβήτηση/βελτίωση (σπανιότ. αμφισβήτησης/βελτίωσης). Διατύπωση που ~εται (= είναι επιδεκτική) πολλαπλών ερμηνειών/πολλαπλές ερμηνείες. Πβ. επιτρέπω, σηκώνω. ● ΦΡ.: κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπιδέχομαι ‘δέχομαι επιπλέον, αποδέχομαι’]
  • επιδημητικός , ή, ό [ἐπιδημητικός] ε-πι-δη-μη-τι-κός επίθ.: ΟΡΝΙΘ. (για πτηνό) που δεν απομακρύνεται ποτέ από τον τόπο του: ~ό: είδος/θήραμα. ~ά: πουλιά. Βλ. κουρούνα. ΑΝΤ. αποδημητικός, μεταναστευτικός [< αρχ. ἐπιδημητικός]
  • επιδημία [ἐπιδημία] ε-πι-δη-μί-α ουσ. (θηλ.) {επιδημι-ών} 1. ΙΑΤΡ. εξάπλωση λοιμώδους ασθένειας σε μια περιοχή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα· (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) η ίδια η νόσος: ~ γρίπης/έιτζ/ευλογιάς/κορονοϊού/μηνιγγίτιδας/χολέρας. Η έκταση της ~ας. Έξαρση ~ας. ~ που εκδηλώθηκε/ενέσκηψε/ξέσπασε. Αντιμετώπιση/καταπολέμηση των ~ών. Βλ. εν-, παν-δημία, επιζωοτία, κρούσμα.|| Πείνα, φτώχεια και ~ες.|| (κατ' επέκτ. για μη μολυσματική νόσο) Υπέρταση, μια παγκόσμια ~. 2. (μτφ.) αρνητικό φαινόμενο που συμβαίνει όλο και πιο συχνά: ~ αυτοκτονιών/πανικού. Το κάπνισμα και η παχυσαρκία έχουν λάβει διαστάσεις/μορφή ~ας. 3. (λόγ.) διαμονή ή παραμονή σε έναν τόπο: άδεια ~ας. [< 1,3: αρχ. ἐπιδημία, γαλλ. épidémie, αγγλ. epidemic]
  • επιδημικός , ή, ό [ἐπιδημικός] ε-πι-δη-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την επιδημία: ~ή: ασθένεια/έκρηξη/νόσος. ~ό: κλίμα. Βλ. εν-, παν-δημικός.|| (μτφ.) Πρόβλημα με ~ές διαστάσεις/που έχει λάβει ~ό χαρακτήρα. [< μτγν. ἐπιδημιακός, γαλλ. épidémique, αγγλ. epidemic]
  • επιδημιολογία [ἐπιδημιολογία] ε-πι-δη-μι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. η μελέτη των παραγόντων που επηρεάζουν την εμφάνιση μιας νόσου, τη συχνότητα, την κατανομή και την εξέλιξή της· κυρ. κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος ή η σχετική ειδικότητα: γενετική/γενική/διατροφική/επαγγελματική/κλινική/κοινωνική/μοριακή/περιβαλλοντική/περιγραφική ~. ~ της γρίπης/των ζωονόσων/των ιών. Εργαστήριο Υγιεινής και ~ας. Βλ. προληπτική ιατρική, -λογία. [< γαλλ. épidémiologie, 1855, αγγλ. epidemiology, 1850]
  • επιδημιολογικός , ή, ό [ἐπιδημιολογικός] ε-πι-δη-μι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την επιδημιολογία: ~ός: έλεγχος. ~ή: επιτήρηση/έρευνα/καμπύλη/κατάσταση/παρακολούθηση. ~ό: τρίγωνο (: οι τρεις βασικοί παράγοντες μιας επιδημίας: παθογόνο, ξενιστής, εξωτερικοί παράγοντες)/ φορτίο. ~οί: δείκτες. ~ές: μελέτες. ~ά: δεδομένα/στοιχεία/πρότυπα. Τα ~ά και νοσολογικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού. [< γαλλ. épidémiologique, αγγλ. epidemiologic(al)]
  • επιδημιολόγος [ἐπιδημιολόγος] ε-πι-δη-μι-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): γιατρός με ειδίκευση στην επιδημιολογία: βιοστατιστικός ~. ~-μικροβιολόγος/-υγιεινολόγος. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. épidémiologiste, αγγλ. epidemiologist]
  • επιδιαιτησία [ἐπιδιαιτησία] ε-πι-δι-αι-τη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. διαιτησία που ορίζεται σε περίπτωση ισοψηφίας ή διαφωνίας μεταξύ διαιτητών: άσκηση/διαδικασία ~ας. Διπλωματική παρέμβαση και ~. Επίλυση του ζητήματος μέσω ~ας.
  • επιδιαιτητής [ἐπιδιαιτητής] ε-πι-δι-αι-τη-τής ουσ. (αρσ.): ΝΟΜ. διαιτητής που ορίζεται για την άσκηση επιδιαιτησίας: ουδέτερος ~. ~ και εγγυητής της συμφωνίας. Βλ. διαμεσολαβητής. [< γαλλ. surarbitre]
  • επιδιαιτητικός , ή, ό [ἐπιδιαιτητικός] ε-πι-δι-αι-τη-τι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που στοχεύει στην επιδιαιτησία: ~ός: ρόλος. ~ή: παρέμβαση.
  • επιδιασκόπιο [ἐπιδιασκόπιο] ε-πι-δι-α-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή προβολής διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων (διαφάνειες, φωτογραφίες) σε μεγέθυνση με αντανάκλαση. Πβ. δια-, διαφανο-σκόπιο, προτζέκτορας. [< γαλλ. épidiascope, 1930, αγγλ. epidiascope, 1903]
  • επιδιδυμίδα [ἐπιδιδυμίδα] ε-πι-δι-δυ-μί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. μακρόστενο όργανο πάνω και πίσω από τον κάθε όρχι, στο οποίο αποθηκεύονται και ωριμάζουν τα σπερματοζωάρια και από εκεί προωθούνται στον σπερματικό πόρο. Βλ. όσχεο. [< μτγν. ἐπιδιδυμίς, αγγλ. epididymis, γαλλ. épididyme]
  • επιδιδυμίτιδα [ἐπιδιδυμίτιδα] ε-πι-δι-δυ-μί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή της επιδιδυμίδας. Βλ. ορχίτ-, προστατίτ-ιδα. [< γαλλ. épididymite, αγγλ. epididymitis]
  • επιδίδω [ἐπιδίδω] ε-πι-δί-δω ρ. (μτβ.) {επέδω-σε, επιδίδ-εται, επιδό-θηκε, επιδίδ-οντας, -όμενος} (λόγ.): δίνω, παραδίδω κάτι σε κάποιον, συνήθ. με επισημότητα: Ο νέος πρέσβης ~σε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι αγρότες ~σαν ψήφισμα διαμαρτυρίας στον περιφερειάρχη. Του ~θηκε ένταλμα σύλληψης/τιμητική πλακέτα/φύλλο πορείας. Πβ. εγχειρίζω. ● Παθ.: επιδίδομαι: ασχολούμαι με κάτι συστηματικά ή για πολλή ώρα: ~ σε ένα άθλημα. ~εται (με ζήλο) σε φιλανθρωπίες. Πβ. αποδύ-, καταγίν-, καταπιάν-ομαι.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~θηκαν σε βανδαλισμούς και λεηλασίες. [< αρχ. ἐπιδίδωμι, μεσν. επιδίδω]
  • επιδικάζει [ἐπιδικάζει] ε-πι-δι-κά-ζει ρ. (μτβ.) {επιδίκα-σε (λόγ.) επεδίκασε, επιδικά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, επιδικάζ-οντας}: ΝΟΜ. (για δικαστήριο) αναγνωρίζει τη νομιμότητα δικαιώματος ή απαίτησης: Το πρωτοδικείο ~σε αποζημίωση ύψους ... ευρώ στην οικογένεια του θύματος. ~στηκε πρόστιμο κατά της εταιρείας. Ποσό που έχει ~στεί υπέρ των εναγόντων/πληγέντων ... [< αρχ. ἐπιδικάζω]
  • επιδίκαση [ἐπιδίκαση] ε-πι-δί-κα-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδικάζει: ~ απαίτησης/διατροφής/χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης/τόκων υπερημερίας. Βλ. εκδίκαση.
  • επίδικος , η/ος, ο [ἐπίδικος] ε-πί-δι-κος επίθ. 1. ΝΟΜ. που τελεί υπό την κρίση δικαστηρίου· που διεκδικείται δικαστικά: ~η: διαφορά/υπόθεση. ~ες: απαιτήσεις. Βλ. υπόδικος.|| ~ος: έκταση. ~ο: ακίνητο/δικαίωμα/ποσό. 2. που έχει γίνει αντικείμενο διένεξης, επίμαχος: ~ο: ζήτημα/θέμα. ~α: δημοσιεύματα. [< 1: αρχ. ἐπίδικος 2: γαλλ. litigieux]
  • επιδιορθώνω [ἐπιδιορθώνω] ε-πι-δι-ορ-θώ-νω ρ. (μτβ.) {επιδιόρθω-σα, επιδιορθώ-θηκε, -θεί, -μένος, επιδιορθών-οντας}: διορθώνω ζημιά: ~ει παπούτσια (: ο τσαγκάρης)/ρούχα (: η μοδίστρα, ο ράφτης). Ο ηλεκτρολόγος/υδραυλικός ~σε τη βλάβη (πβ. αποκαθιστώ). Η συσκευή δεν ~εται. Η στέγη ~θηκε. ΣΥΝ. επισκευάζω [< μτγν. ἐπιδιορθῶ]

διαμεσολαβητής

διαμεσολαβητής δι-α-με-σο-λα-βη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. διαμεσολαβήτρια}: μεσολαβητής: ασφαλιστικός (= ασφαλειομεσίτης)/οικονομικός ~. Ανέλαβε ρόλο ~ή. Απευθείας διάλογος χωρίς ~ές. Πβ. (εν)διάμεσος, μεσάζων. Βλ. επιδιαιτητής.|| (μτφ.) Ο κριτικός της λογοτεχνίας παίζει τον ρόλο του ~ή ανάμεσα στον δημιουργό και τον αναγνώστη. ● ΣΥΜΠΛ.: Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής: ο Συνήγορος του Πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θεωρεί ότι είναι θύμα της κακής διοίκησης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών. [< αγγλ. European Ombudsman, 1994] , Τραπεζικός Μεσολαβητής βλ. μεσολαβητής [< αγγλ. intermediator, mediator]

εκδίκαση

εκδίκαση [ἐκδίκαση] εκ-δί-κα-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. εξέταση υπόθεσης από δικαστήριο και έκδοση απόφασης· διεξαγωγή δίκης: δευτεροβάθμια/πρωτόδικη ~. ~ αγωγών/ασφαλιστικών μέτρων/διαφορών/κακουργημάτων. Επιτροπή ~ης ενστάσεων. Βλ. συν~.

εν- & εμ- & εγ-

εν- & εμ- & εγ- & έν- & έμ- & έγ- & ελ- & ερ- η λόγια πρόθεση εν σε θέση προθήματος∙ δηλώνει 1. την έννοια του εντός ή ανάμεσα: εν-ορχήστρωση. Έν-ταξη. Eγ-καθιστώ/~γράφω/~κλείω (βλ. εσω-). Έρ-ρινος.|| (μτφ.) Εν-συνείδητος (ΑΝΤ. α-, υπο-). Εν-δίδω. Έμ-φυτος. Εμ-πίπτω/~φορούμαι. Έλ-λογος. 2. επίταση: εν-άρετος. Εν-δυναμώνω/~τείνω. Έν-θερμος. Εμ-μένω. Εγ-κάρδιος. Έγ-κυρος.

κουρούνα

κουρούνα κου-ρού-να ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. επιδημητικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Corvus corone), που έχει μαύρο φτέρωμα, ράμφος και πόδια, ενώ η ράχη και το κάτω μέρος του σώματός του είναι σταχτιά: Κράζει η ~. Βλ. κοράκι, στρουθιόμορφα. 2. (μτφ.-μειωτ.) πονηρή, στρίγκλα και κουτσομπόλα γυναίκα. Πβ. καρακάξα, κάργια. [< μεσν. κουρούνα < αρχ. κορώνη]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

όσχεο

όσχεο [ὄσχεο] ό-σχε-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έου}: ΑΝΑΤ. ο σάκος που περιέχει τους όρχεις και τις επιδιδυμίδες: οίδημα του ~ου. Βλ. υδροκήλη. [< μτγν. ὄσχεον] ΟΣΧΕΟ

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

υπόδικος

υπόδικος, η, ο [ὑπόδικος] υ-πό-δι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: ΝΟΜ. κατηγορούμενος του οποίου η υπόθεση δεν έχει ακόμα εκδικαστεί· (μτφ.) αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι δυσάρεστο: ~ για διαφθορά/εγκλήματα πολέμου. Βρίσκονται ~οι με την κατηγορία ... Ο ~ αναμένεται να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη.|| Είναι ~ στη συνείδηση του λαού για ... Πβ. υπόλογος. [< αρχ. ὑπόδικος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.