διαμεσολαβητής δι-α-με-σο-λα-βη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. διαμεσολαβήτρια}: μεσολαβητής: ασφαλιστικός (= ασφαλειομεσίτης)/οικονομικός ~. Ανέλαβε ρόλο ~ή. Απευθείας διάλογος χωρίς ~ές. Πβ. (εν)διάμεσος, μεσάζων. Βλ. επιδιαιτητής.|| (μτφ.) Ο κριτικός της λογοτεχνίας παίζει τον ρόλο του ~ή ανάμεσα στον δημιουργό και τον αναγνώστη. ● ΣΥΜΠΛ.: Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής: ο Συνήγορος του Πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θεωρεί ότι είναι θύμα της κακής διοίκησης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών. [< αγγλ. European Ombudsman, 1994] , Τραπεζικός Μεσολαβητής βλ. μεσολαβητής [< αγγλ. intermediator, mediator]
εκδίκαση [ἐκδίκαση] εκ-δί-κα-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. εξέταση υπόθεσης από δικαστήριο και έκδοση απόφασης· διεξαγωγή δίκης: δευτεροβάθμια/πρωτόδικη ~. ~ αγωγών/ασφαλιστικών μέτρων/διαφορών/κακουργημάτων. Επιτροπή ~ης ενστάσεων. Βλ. συν~.
εν- & εμ- & εγ- & έν- & έμ- & έγ- & ελ- & ερ- η λόγια πρόθεση εν σε θέση προθήματος∙ δηλώνει 1. την έννοια του εντός ή ανάμεσα: εν-ορχήστρωση. Έν-ταξη. Eγ-καθιστώ/~γράφω/~κλείω (βλ. εσω-). Έρ-ρινος.|| (μτφ.) Εν-συνείδητος (ΑΝΤ. α-, υπο-). Εν-δίδω. Έμ-φυτος. Εμ-πίπτω/~φορούμαι. Έλ-λογος. 2. επίταση: εν-άρετος. Εν-δυναμώνω/~τείνω. Έν-θερμος. Εμ-μένω. Εγ-κάρδιος. Έγ-κυρος.
κουρούνα κου-ρού-να ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. επιδημητικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Corvus corone), που έχει μαύρο φτέρωμα, ράμφος και πόδια, ενώ η ράχη και το κάτω μέρος του σώματός του είναι σταχτιά: Κράζει η ~. Βλ. κοράκι, στρουθιόμορφα. 2. (μτφ.-μειωτ.) πονηρή, στρίγκλα και κουτσομπόλα γυναίκα. Πβ. καρακάξα, κάργια. [< μεσν. κουρούνα < αρχ. κορώνη]
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
όσχεο [ὄσχεο] ό-σχε-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έου}: ΑΝΑΤ. ο σάκος που περιέχει τους όρχεις και τις επιδιδυμίδες: οίδημα του ~ου. Βλ. υδροκήλη. [< μτγν. ὄσχεον] ΟΣΧΕΟ
συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]
υπόδικος, η, ο [ὑπόδικος] υ-πό-δι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: ΝΟΜ. κατηγορούμενος του οποίου η υπόθεση δεν έχει ακόμα εκδικαστεί· (μτφ.) αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι δυσάρεστο: ~ για διαφθορά/εγκλήματα πολέμου. Βρίσκονται ~οι με την κατηγορία ... Ο ~ αναμένεται να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη.|| Είναι ~ στη συνείδηση του λαού για ... Πβ. υπόλογος. [< αρχ. ὑπόδικος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ