Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1880-1900]


  • άει βλ. άι
  • αει- & αεί- (λόγ.): λεξικό πρόθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι είναι διαρκές ή συνεχίζεται αδιάκοπα: ~θαλής/~κίνητος. Αείμνηστος.
  • αειθαλής , ής, ές [ἀειθαλής] α-ει-θα-λής επίθ. {αειθαλ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. ΒΟΤ. (για δέντρο, φυτό) που διατηρεί τα φύλλα του όλο τον χρόνο: ~ής: θάμνος. ~ές: φύλλωμα. ~ή: κωνοφόρα. ΣΥΝ. αείφυλλος ΑΝΤ. φυλλοβόλος 2. (μτφ.) που παραμένει ακμαίος, σφριγηλός, δημιουργικός: ~ής: γέροντας. ~ές: πνεύμα. Πβ. αγέραστος, δραστήριος, θαλερός. [< μτγν. ἀειθαλής]
  • αεικινησία [ἀεικινησία] α-ει-κι-νη-σί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): συνεχής, αδιάκοπη κίνηση: ~ και πολυπραγμοσύνη. ΑΝΤ. ακινησία (1) [< αρχ. ἀεικινησία]
  • αεικίνητος , η, ο [ἀεικίνητος] α-ει-κί-νη-τος επίθ. 1. που κινείται διαρκώς: ~ος: κόσμος. ~η: θάλασσα. ~ο: βλέμμα/παιδί (= κινητικό). ~α: μάτια/χέρια.|| Το ~ο του χρόνου. Βλ. -κίνητος. ΑΝΤ. ακίνητος 2. (μτφ.) που ενεργεί, δημιουργεί ασταμάτητα: ~ος: άνθρωπος/πολιτικός (= δραστήριος)/ταξιδευτής (= ακούραστος). ~ο: μυαλό/πνεύμα. Αειθαλής/πολυπράγμων και ~. Πβ. ακαταπόνητος, δημιουργικός. [< αρχ. ἀεικίνητος]
  • αείμνηστος , η, ο [ἀείμνηστος] α-εί-μνη-στος επίθ. (επίσ.): (αναφορά σε επώνυμο πρόσωπο που έχει πεθάνει) που αξίζει να μνημονεύεται παντοτινά: Ο ~ος ευεργέτης ... (πβ. αοίδιμος). Η ~η ηθοποιός ... Οι ~οι αγωνιστές.|| Οι ~οι γονείς μου (= οι μακαρίτες). ΣΥΝ. αλησμόνητος (2), αξέχαστος [< αρχ. ἀείμνηστος]
  • αειπάρθενος [ἀειπάρθενος] α-ει-πάρ-θε-νος ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Α): ΕΚΚΛΗΣ. προσωνυμία της Θεοτόκου, για πάντα παρθένος. [< μτγν. ἀειπάρθενος]
  • αείποτε [ἀείποτε] α-εί-πο-τε επίρρ. (αρχαιοπρ.) 1. πάντοτε, συνεχώς: Ορκίστηκε ότι θα μείνει ~ πιστός. Πβ. στον αιώνα τον άπαντα. ΑΝΤ. ουδέποτε 2. από παλιά, ανέκαθεν: της ~ θαλασσοκράτειρας. Βλ. πάλαι ποτέ. [< ἀεί + αρχ. ποτέ]
  • αειφανής , ής, ές [ἀειφανής] α-ει-φα-νής επίθ. κυρ. ΑΣΤΡΟΝ.: που είναι πάντα ορατός: ~ής: αστέρας. Η Μεγάλη και η Μικρή Άρκτος είναι ~είς αστερισμοί. Βλ. α-, αμφι-φανής. [< αρχ. ἀειφανής]
  • αειφορία [ἀειφορία] α-ει-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. αρχή και μοντέλο διαχείρισης όλων των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων που επιδιώκει να εναρμονίσει την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς με την προστασία του περιβάλλοντος, βάσει ενός μακροπρόθεσμου, ολιστικού και διεπιστημονικού σχεδιασμού· βιωσιμότητα: κοινωνική/οικονομική/περιβαλλοντική ~. ~ και ποιότητα ζωής. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος/αξιοβίωτη ανάπτυξη. Βλ. διατηρησιμότητα. 2. (σπάν.-κατ' επέκτ.) διαρκής ανάπτυξη: λογοτεχνική ~. Βλ. -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων βλ. κάρπωση [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • αειφορικός , ή, ό βλ. αειφόρος
  • αειφορικότητα [ἀειφορικότητα] α-ει-φο-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. η ιδιότητα του αειφόρου και ειδικότ. η αειφόρος ανάπτυξη: η ~ στη γεωργία. ~ και οικολογικός εκσυγχρονισμός. Αρχές/πολιτικές της ~ας. Βλ. -ότητα. [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • αειφόρος , α/ος, ο [ἀειφόρος] α-ει-φό-ρος επίθ. & αειφορικός (λόγ.): που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αειφορία: ~ος: τουρισμός. ~ος: αλιεία/αρχιτεκτονική/διαχείριση (των αποβλήτων/των δασών). ~ες: δραστηριότητες/μεταφορές/πηγές ενέργειας/πόλεις. ~α: κτίρια. ~ χρήση των φυσικών και ανθρωπογενών οικοσυστημάτων. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος [< μτγν. ἀειφόρος ‘ο πάντα εύφορος, ανεξάντλητος’, αγγλ. sustainable]
  • αείφυλλος , η/ος, ο [ἀείφυλλος] α-εί-φυλ-λος επίθ.: ΒΟΤ. αειθαλής: ~α: πλατύφυλλα (π.χ. αγριελιά, πουρνάρι, σχίνος). Βλ. -φυλλος. ΑΝΤ. φυλλοβόλος [< αρχ. ἀείφυλλος]
  • ΑΕΝ (η): Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού.
  • αέναος , η, ο [ἀέναος] α-έ-να-ος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που κινείται συνεχώς και κατ' επέκτ. διαρκής, αιώνιος: ο ~ος: αγώνας/κύκλος της ζωής. ~η: αναζήτηση (της αλήθειας)/κίνηση (των πλανητών). ~ο: γίγνεσθαι. Η ~η (= αστείρευτη) χαρά της ανακάλυψης/δημιουργίας. Πβ. αΐδιος, ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διηνεκής, παντοτινός, συνεχής. ● επίρρ.: αενάως & αέναα [< αρχ. ἀέναος]
  • ΑΕΠ 1. (το) Ακαθάριστο Εγχώριο/Εθνικό Προϊόν. 2. (η) Ανώτατη Επιτροπή Προμηθειών. 3. (η) Ανώτατη Εκπαιδευτική Περιφέρεια.
  • ΑΕΠΠ (η) Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών.
  • αερ- βλ. αερο-
  • αεράγημα [ἀεράγημα] α-ε-ρά-γη-μα ουσ. (ουδ.): ΣΤΡΑΤ. ειδικές στρατιωτικές δυνάμεις που μεταφέρονται αεροπορικώς στον τόπο αποστολής τους: Τα ~ήματα του εχθρού/της επίλεκτης μεραρχίας. [< γαλλ. troupe aéroportée, 1928]

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

αειφόρος

αειφόρος, α/ος, ο [ἀειφόρος] α-ει-φό-ρος επίθ. & αειφορικός (λόγ.): που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αειφορία: ~ος: τουρισμός. ~ος: αλιεία/αρχιτεκτονική/διαχείριση (των αποβλήτων/των δασών). ~ες: δραστηριότητες/μεταφορές/πηγές ενέργειας/πόλεις. ~α: κτίρια. ~ χρήση των φυσικών και ανθρωπογενών οικοσυστημάτων. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος [< μτγν. ἀειφόρος ‘ο πάντα εύφορος, ανεξάντλητος’, αγγλ. sustainable]

αερο- & αερό- & αερ-

αερο- & αερό- & αερ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται 1. στον αέρα ή την κίνησή του: αερο-δυναμική/~θεραπεία. Αερό-βιος. Πβ. ανεμο-. Bλ. αεριο-. 2. στην αεροπορία: αερο-γραμμές/~δρόμιο/~συνοδός. Αερ-απόβαση. 3. σε κάτι ανούσιο: αερο-λογίες (= κενολογίες).

άι

άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.

βιώσιμος

βιώσιμος, η, ο βι-ώ-σι-μος επίθ. 1. ΟΙΚΟΛ. σχετικός με την εξασφάλιση συνθηκών διαβίωσης που δεν διαταράσσουν μακροπρόθεσμα την οικολογική ισορροπία: ~ος: σχεδιασμός κτιρίων (πβ. βιοκλιματική αρχιτεκτονική). ~η: γεωργία/διαχείριση φυσικών πόρων. ~ο: αστικό περιβάλλον. ~ες: πηγές ενέργειας. Εναλλακτικός-~ τουρισμός (= οικοτουρισμός). 2. (μτφ.) που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μελλοντική εξέλιξη, που έχει τη δυνατότητα να αντέξει στο χρόνο: ~η: επιχείρηση/λύση/οικονομία. Οικονομικά ~η εναλλακτική λύση. Από τις εκλογές δεν προέκυψε ~η κυβέρνηση. ΑΝΤ. θνησιγενής (1) 3. που έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει: ~ος: (ΒΙΟΛ.) πληθυσμός (ενός είδους). ΑΝΤ. θνησιγενής (2) ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη & διατηρήσιμη ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. οικονομική πρόοδος χωρίς μόλυνση του περιβάλλοντος και εξάντληση των φυσικών πόρων: ~ ~ του πλανήτη/της υπαίθρου. Βιοδυναμική/βιολογική γεωργία/φυσικό περιβάλλον και ~ ~. Πβ. αειφορία, αξιοβίωτη ανάπτυξη, βιωσιμότητα. [< αγγλ. sustainable development, 1972] [< 1: αγγλ. sustainable, 1980 2: γαλλ. viable 3: μτγν. βιώσιμος]

διατηρησιμότητα

διατηρησιμότητα δι-α-τη-ρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα διατήρησης, διαφύλαξης: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ημερομηνία ελάχιστης ~ας. ΣΥΝ. συντηρησιμότητα. Πβ. συντήρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Μακροπρόθεσμη ~ των δημόσιων οικονομικών. ~ της ανάπτυξης/των πελατών. Βλ. αειφορία, βιωσιμότητα, -ότητα. [< αγγλ. maintainability, 1943]

κάρπωση

κάρπωση κάρ-πω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. εξασφάλιση θηράματος και συνεκδ. το ποσοστό των σκοτωμένων θηραμάτων ανά κυνηγετική ημέρα ή περίοδο: ~ του λαγού.|| Ημερήσια/μέση συνολική ~. Αύξηση/μείωση της ~ης της πέρδικας. Βλ. θήρα. 2. οικειοποίηση: ~ των εσόδων.|| (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ώσεως ακινήτου/περιουσιακού στοιχείου. Πβ. εκμετάλλευση, νομή. Βλ. επικαρπία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων: ΟΙΚΟΛ. δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ενός (δασικού) οικοσυστήματος. [< αρχ. κάρπωσις ‘απόλαυση, όφελος’]

-κίνητος

-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πάλαι

πάλαι πά-λαι επίρρ. (αρχαιοπρ.): προ πολλού, τα παλιά χρόνια. ● ΦΡ.: πάλαι ποτέ: κάποτε, στο παρελθόν: Το ~ ~ ισχυρό κόμμα. Ο ~ ~ μεγιστάνας. [< αρχ. πάλαι]

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

-φυλλος

-φυλλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι. 2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος. 3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.