α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.
αειφόρος, α/ος, ο [ἀειφόρος] α-ει-φό-ρος επίθ. & αειφορικός (λόγ.): που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αειφορία: ~ος: τουρισμός. ~ος: αλιεία/αρχιτεκτονική/διαχείριση (των αποβλήτων/των δασών). ~ες: δραστηριότητες/μεταφορές/πηγές ενέργειας/πόλεις. ~α: κτίρια. ~ χρήση των φυσικών και ανθρωπογενών οικοσυστημάτων. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος [< μτγν. ἀειφόρος ‘ο πάντα εύφορος, ανεξάντλητος’, αγγλ. sustainable]
αερο- & αερό- & αερ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται 1. στον αέρα ή την κίνησή του: αερο-δυναμική/~θεραπεία. Αερό-βιος. Πβ. ανεμο-. Bλ. αεριο-. 2. στην αεροπορία: αερο-γραμμές/~δρόμιο/~συνοδός. Αερ-απόβαση. 3. σε κάτι ανούσιο: αερο-λογίες (= κενολογίες).
άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.
βιώσιμος, η, ο βι-ώ-σι-μος επίθ. 1. ΟΙΚΟΛ. σχετικός με την εξασφάλιση συνθηκών διαβίωσης που δεν διαταράσσουν μακροπρόθεσμα την οικολογική ισορροπία: ~ος: σχεδιασμός κτιρίων (πβ. βιοκλιματική αρχιτεκτονική). ~η: γεωργία/διαχείριση φυσικών πόρων. ~ο: αστικό περιβάλλον. ~ες: πηγές ενέργειας. Εναλλακτικός-~ τουρισμός (= οικοτουρισμός). 2. (μτφ.) που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μελλοντική εξέλιξη, που έχει τη δυνατότητα να αντέξει στο χρόνο: ~η: επιχείρηση/λύση/οικονομία. Οικονομικά ~η εναλλακτική λύση. Από τις εκλογές δεν προέκυψε ~η κυβέρνηση. ΑΝΤ. θνησιγενής (1) 3. που έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει: ~ος: (ΒΙΟΛ.) πληθυσμός (ενός είδους). ΑΝΤ. θνησιγενής (2) ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη & διατηρήσιμη ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. οικονομική πρόοδος χωρίς μόλυνση του περιβάλλοντος και εξάντληση των φυσικών πόρων: ~ ~ του πλανήτη/της υπαίθρου. Βιοδυναμική/βιολογική γεωργία/φυσικό περιβάλλον και ~ ~. Πβ. αειφορία, αξιοβίωτη ανάπτυξη, βιωσιμότητα. [< αγγλ. sustainable development, 1972] [< 1: αγγλ. sustainable, 1980 2: γαλλ. viable 3: μτγν. βιώσιμος]
διατηρησιμότητα δι-α-τη-ρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα διατήρησης, διαφύλαξης: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ημερομηνία ελάχιστης ~ας. ΣΥΝ. συντηρησιμότητα. Πβ. συντήρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Μακροπρόθεσμη ~ των δημόσιων οικονομικών. ~ της ανάπτυξης/των πελατών. Βλ. αειφορία, βιωσιμότητα, -ότητα. [< αγγλ. maintainability, 1943]
κάρπωση κάρ-πω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. εξασφάλιση θηράματος και συνεκδ. το ποσοστό των σκοτωμένων θηραμάτων ανά κυνηγετική ημέρα ή περίοδο: ~ του λαγού.|| Ημερήσια/μέση συνολική ~. Αύξηση/μείωση της ~ης της πέρδικας. Βλ. θήρα. 2. οικειοποίηση: ~ των εσόδων.|| (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ώσεως ακινήτου/περιουσιακού στοιχείου. Πβ. εκμετάλλευση, νομή. Βλ. επικαρπία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων: ΟΙΚΟΛ. δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ενός (δασικού) οικοσυστήματος. [< αρχ. κάρπωσις ‘απόλαυση, όφελος’]
-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πάλαι πά-λαι επίρρ. (αρχαιοπρ.): προ πολλού, τα παλιά χρόνια. ● ΦΡ.: πάλαι ποτέ: κάποτε, στο παρελθόν: Το ~ ~ ισχυρό κόμμα. Ο ~ ~ μεγιστάνας. [< αρχ. πάλαι]
-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
-φυλλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι. 2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος. 3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ