Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 169 εγγραφές  [0-20]


  • μόνο μό-νο επίρρ. δηλώνει 1. αποκλειστικότητα ή περιορισμό: ~ για μέλη/παιδιά/σένα. ~ για επαγγελματική/προσωπική/σχολική χρήση. ~ εσένα εμπιστεύομαι/εσύ το ξέρεις. Σκέφτεται ~ τον εαυτό του. ~ αυτόν ακούει (: κανέναν άλλο). ~ η Μαρία δεν ήρθε. Αυτός ~ με καταλαβαίνει. Εγώ ~ Αγγλικά ξέρω. ~ το απόγευμα είμαστε ανοιχτά. ~ με χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων γίνεται η κυκλοφορία των οχημάτων. ~ άκου, μη μιλάς. ~ να κοιτάς, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο. Αυτό ~ έχω, δεν φτάνει; Όταν είσαι ήρεμος, τότε ~ μπορείς να αποφασίσεις σωστά. Πρόσεχε ~ (να) μη σε καταλάβουν. Γράφω ~ όταν έχω κάτι να πω.|| ~ (: μακάρι) να μπορούσα να έρθω! Αχ, και ~ να 'ξερες! (απειλητ.) ~ να τον δω μπροστά μου, θα δει τι έχει να πάθει. Πβ. μονάχα. 2. ανώτατο αριθμητικό όριο ή ελάχιστη ποσότητα ή ιδιότητα: Το ασανσέρ χωράει ~ τρία άτομα. ~ πέντε λεπτά θα σας απασχολήσω. Θέλω ~ μισό κιλό (: όχι παραπάνω). ~ οι δυο μας ήμασταν. ~ μια φορά, ποτέ ξανά. Κράτηση ~ για δυο άτομα. Έναν μήνα ~ θα λείψω. -Πέντε ευρώ πλήρωσα. -~ (: τόσο λίγο); Τρεις μέρες ~ έμειναν.|| (αόριστα) ~ ένας τρελός θα δεχόταν. 3. αντίθεση ή εξαίρεση: Μπορείς να μείνεις, ~ φασαρία μην κάνεις. Καθάρισα όλο το σπίτι, ~ με τον κήπο δεν ασχολήθηκα (: εκτός από). 4. (σε σχήμα λιτότητας) μετριασμό αρνητικής άποψης: ~ ευγενικός δεν ήταν (: κάθε άλλο παρά, καθόλου)/ωραίο δεν το λες. Δεν είναι ~ για να ... 5. προϋπόθεση, όρο: Πες ό,τι έχεις να πεις, ~ μη φωνάζεις. Μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί ~ αν έχετε κλείσει τραπέζι. Να αργήσεις όσο θες, ~ (: αρκεί, φτάνει) να με ειδοποιήσεις/να μη με στήσεις. Η είσοδος επιτρέπεται ~ εφόσον έχετε σχετική άδεια. Η συσκευή λειτουργεί ~ όταν είναι στην πρίζα. Το προϊόν μπορεί να επιστραφεί ~ σε περίπτωση που είναι αλλοιωμένο. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο (εμφατ.): για κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό, τίποτα άλλο: Δεν θα τον προσλάβω ~ ~ επειδή είναι φίλος (ενν. χωρίς να πληροί άλλες προϋποθέσεις). Θα το κάνω ~ ~ επειδή το ζήτησες. Ήρθε ~ ~ για να περάσει την ώρα του! (συχνότ. καταχρ.) Δεν τον ενδιαφέρει απλά και μόνο να κάνει ένα ρεκόρ.|| Εισάγει αποκλειστικά και μόνο βιολογικά προϊόντα., και μόνο: για ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που αναφέρεται: Τρομάζω ~ ~ με την ιδέα/στη σκέψη ότι ... Από την έκφρασή του ~ ~ κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Μ' αυτή ~ ~ μ' αυτή την κάρτα επιτρέπεται να μπεις μέσα. ~ ~ που τον είδα, εκνευρίστηκα., και όχι μόνο: για να υποδηλώσει ότι αυτό που μόλις αναφέρθηκε αφορά ή περιλαμβάνει και άλλους ή άλλα: για συλλέκτες ~ ~. Μουσικό-~ ~- τριήμερο. Στην ιστοσελίδα θα βρείτε συνταγές μαγειρικής ~ ~., μόνο που (σύνδ.): αλλά, όμως: Τον συμπαθώ, ~ ~ συχνά με εξοργίζει. Θα ερχόμουν, ~ ~ έχω κανονίσει. Θα το αγόραζα, ~ ~ δεν έχω χρήματα. Μοιάζουν πολύ, ~ ~ (: με τη διαφορά ότι) αυτός είναι λίγο πιο ψηλός., μόνο που δεν (+ αόρ.) (προφ.): λίγο έλειψε να, παρά λίγο, σχεδόν: ~ ~ μας έβρισε/χτύπησε.|| (εμφατ.) Μόνο την αστυνομία (που) δεν μας έφεραν!, τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., αν και μόνο αν βλ. αν, μόνο αφού βλ. αφού, μόνο έτσι/έτσι μόνο βλ. έτσι, όχι μόνο ..., αλλά και βλ. όχι, παρά μόνο βλ. παρά, παρά μόνο αν βλ. παρά [< αρχ. μόνον]
  • μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο. 2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.
  • μονοακόρεστος , η, ο μο-νο-α-κό-ρε-στος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μονοακόρεστα λιπαρά οξέα/λίπη: ΧΗΜ. που περιέχουν έναν μόνο διπλό δεσμό σε κάθε μόριο: Βασική πηγή ~ων ~ών οξέων είναι το ελαιόλαδο. Βλ. πολυακόρεστος. [< αγγλ. monounsaturated fatty acids/fats]
  • μονοαμίνη μο-νο-α-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. χημική ένωση που περιέχει μία ομάδα αμινών και λειτουργεί κυρ. ως νευροδιαβιβαστής. Βλ. επινεφρίνη, ντοπαμίνη, σεροτονίνη. [< αγγλ. monoamine, 1951, γαλλ. ~, 1960]
  • μονοαξονικός , ή, ό βλ. -αξονικός
  • μονοατομικός , ή, ό μο-νο-α-το-μι-κός επίθ. & μονατομικός: ΧΗΜ. που έχει την ιδιότητα να ενώνεται με ένα άτομο υδρογόνου ή με άλλο μονοσθενές στοιχείο: ~ή: αλυσίδα. ~ό: αέριο/οξυγόνο. ~ά: ιόντα. [< γαλλ. monoatomique, αγγλ. monatomic]
  • μονοβάθμιος , α, ο μο-νο-βάθ-μι-ος επίθ.: ΜΗΧΑΝ. που λειτουργεί σε ένα μόνο στάδιο: ~ος: καυστήρας/συμπιεστής. ~ο: μηχάνημα/σύστημα. Βλ. -βάθμιος. [< αγγλ. single-stage]
  • μονοβασικός , ή, ό μο-νο-βα-σι-κός επίθ.: ΧΗΜ. (για οξύ) που έχει ένα μόνο άτομο υδρογόνου, που μπορεί να αντικατασταθεί από ρίζα βάσης και να σχηματίσει άλας. [< γαλλ. monobasique , αγγλ. monobasic]
  • μονογαμία μο-νο-γα-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύναψη ερωτικών σχέσεων με έναν μόνο σύντροφο σε δεδομένο χρονικό διάστημα ή γάμος με ένα πρόσωπο ή για μία φορά κατά τη διάρκεια της ζωής. Βλ. διγαμία. ΑΝΤ. πολυγαμία 2. ΖΩΟΛ. ζευγάρωμα με ένα μόνο αρσενικό ή θηλυκό ζώο κατά την αναπαραγωγική περίοδο και από κοινού φροντίδα των νεογνών από τους γονείς. [< μτγν. μονογαμία, γαλλ. monogamie, αγγλ. monogamy]
  • μονογαμικός , ή, ό μο-νο-γα-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη μονογαμία: ~ός: τύπος. ~ή: συμπεριφορά/σχέση. ~ό: άτομο/ον.|| (ΖΩΟΛ.) ~ό: είδος. ~ά: ζώα. ΑΝΤ. πολυγαμικός [< μεσν. μονογαμικός, γαλλ. monogamique ,μονογαμικό αγγλ. monogamic]
  • μονογενής , ής, ές μο-νο-γε-νής επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει άλλα αδέλφια: ~ές: παιδί (πβ. μοναχοπαίδι). 2. ΒΙΟΛ. που είναι μόνο αρσενικού ή μόνο θηλυκού γένους: ~είς: δίδυμοι.|| ~ές: άνθος (: που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο). Πβ. δίκλινος2, δίοικος. Βλ. -γενής, ερμαφρόδιτος. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μονογενής Υιός του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός. [< 1: αρχ. μονογενής 2: γαλλ. unisexué]
  • μονογλυκερίδια μο-νο-γλυ-κε-ρί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα): ΧΗΜ. παράγωγο της γλυκερόλης στο οποίο μόνο η μία από τις τρεις ομάδες υδροξυλίου έχει μετατραπεί σε εστέρα. [< αγγλ. monoglycerides, γαλλ. monoglycérides]
  • μονογλωσσία μο-νο-γλωσ-σί-α ουσ. (θηλ.): χρήση μίας μόνο γλώσσας από έναν ομιλητή. Βλ. δι-, τρι-, πολυ-γλωσσία. [< γαλλ. monolinguisme, περ. 1950, αγγλ. monolingualism]
  • μονόγλωσσος , η, ο μο-νό-γλωσ-σος επίθ.: που μιλάει ή χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα: ~ος: ομιλητής (: που γνωρίζει τη μητρική)/πληθυσμός. ~οι: μαθητές.|| ~η: εκπαίδευση. ~ο: λεξικό (: στο οποίο τα λήμματα ερμηνεύονται στην ίδια γλώσσα)/περιβάλλον. Βλ. δί-, τρί-, πολύ-γλωσσος. [< μτγν. μονόγλωσσος, αγγλ. monolingual, 1953, γαλλ. monolingue, 1963]
  • μονογονέας μο-νο-γο-νέ-ας ουσ. (αρσ.) & μονογονιός: ο/η γονέας που μεγαλώνει το παιδί του μόνος/μόνη.
  • μονογονεϊκός , ή, ό μο-νο-γο-νε-ϊ-κός επίθ.: που αναφέρεται στον ένα γονέα: ~ό: επίδομα/νοικοκυριό. Βλ. δι~. συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μονογονεϊκή οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αποτελείται από ένα γονέα, κυρ. τη μητέρα, και ένα τουλάχιστον παιδί που βρίσκεται υπό την κηδεμονία της/του. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, πυρηνική οικογένεια. [< αγγλ. single-/one-parent family, 1969, γαλλ. famile monoparentale, 1975]
  • μονογονεϊκότητα μο-νο-γο-νε-ϊ-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η κατάσταση της μονογονεϊκής οικογένειας: ~ από διάζευξη/προσωπική επιλογή/χηρεία. Βλ. άγαμη μητέρα, -ότητα. [< αγγλ. single parenting, γαλλ. monoparentalité]
  • μονογονία μο-νο-γο-νί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. αγενής/μονογονική αναπαραγωγή. Βλ. -γονία. ΑΝΤ. αμφιγονία [< αγγλ. monogony]
  • μονογονικός , ή, ό μο-νο-γο-νι-κός επίθ.: ΑΝΤ. αμφιγονικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγενής/μονογονική αναπαραγωγή βλ. αναπαραγωγή
  • μονόγραμμα μο-νό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): χαρακτήρας ή σύμβολο που αποτελείται από ένα ή περισσότερα γράμματα, ιδ. τα αρχικά ενός ονόματος, και χρησιμοποιείται ως αναγνωριστικό σημάδι: εγχάρακτο/τυπωμένο ~ σε φάκελο. Πετσέτες με ~. [< γαλλ. monogramme, αγγλ. monogram < μτγν. λατ. monogramma. Πβ. μεσν. μονόγραμμα.]

αν

αν [ἄν] σύνδ. & (εμφατ.) εάν 1. εισάγει υποθετικές προτάσεις· σε περίπτωση που: ~ μπορείς, δώσε μου μια απάντηση. -Να σου στείλω το βιβλίο; -Ναι, ~ δεν σου είναι δύσκολο. ~ τυχόν σε ζητήσουν, τι να πω;|| (αιτία ή αποτέλεσμα:) Δεν απογοητευόταν, ~ αποτύγχανε. ~ έφτασε εκεί που έφτασε, το χρωστάει στους γονείς του.|| (παρενθετικά, για διευκρίνιση ή διόρθωση:) Οι περισσότεροι, ~ όχι όλοι (= για να μην πω όλοι), ονειρεύονται μια άνετη ζωή. Είναι πρωτότυπο, ~ θέλεις (= καλύτερα, μάλλον), πρωτοποριακό! ~ θυμάμαι καλά, με έχετε ξαναρωτήσει γι' αυτό. Κι ~ επιτρέπεται, τα πόσα κλείνεις (ενν. χρόνια);|| (ειρων.) ~ είναι αυτός γιατρός, τότε εγώ είμαι αστροναύτης!|| (απειλητ.) ~ πέσεις στα χέρια μου, την έβαψες!|| (σε ελλειπτ. λόγο) -Αυτό, ~ θέλεις, το συζητάμε. -Είναι σίγουρο; -~ είναι; Το εξακρίβωσα ο ίδιος! Πβ. άμα, εφόσον, όταν. 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Αναρωτιέμαι/δεν ξέρω ~ το έχει μάθει. 3. στην αρχή προτάσεων (με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου) για δήλωση επιθυμίας, απραγματοποίητης ευχής· μακάρι να, ας: ~ ερχόσουν απόψε μαζί μας (: θα ήθελα να έρθεις)! ~ είχαμε κρατήσει εκείνο το οικόπεδο, θα ήμασταν τώρα πλούσιοι! ● Ουσ.: αν (τα): προϋποθέσεις, υποθέσεις, δισταγμοί: Με τα ~ δεν γίνεται τίποτα! ● ΦΡ.: αν και μόνο αν: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) για την περιγραφή αναγκαίας και επαρκούς συνθήκης, προκειμένου να ισχύει ένας ισχυρισμός., εκτός/παρεκτός (και/κι) αν: εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που φανερώνει την προϋπόθεση υπό την οποία μπορεί να αναιρεθεί το περιεχόμενο της κύριας: Μη γράφεις με κεφαλαία, ~ ~ θέλεις να τονίσεις κάτι. ΣΥΝ. παρά μόνο αν.|| Η ηλιακή ακτινοβολία διαπερνά τα τζάμια, ~ ~ έχουν ειδικά φίλτρα., όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... & όπως και να έχει/να 'χει το πράγμα/να έχουν τα πράγματα: ανεξάρτητα απ' ό,τι ισχύει ή συμβαίνει, σε κάθε περίπτωση: ~ ~, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα. ~ ~, σε ευχαριστώ., αν αγαπάτε βλ. αγαπώ, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αν δεν απατώμαι βλ. απατώ, αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) βλ. αστράφτει, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε βλ. ταιριάζω, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) βλ. έρχομαι, αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας βλ. αράδα, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, αν θέλεις/θέλετε βλ. θέλω, αν θέλω λέει! βλ. θέλω, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, αν με καλορωτάς βλ. καλορωτώ, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) βλ. γυαλί, και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν βλ. και, ό,τι κι αν/ό,τι και να βλ. ό,τι, όποιος κι αν/και να ... βλ. όποιος, όποτε και/κι αν βλ. όποτε, όπου και να/κι αν βλ. όπου, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, όσο κι αν/και να βλ. όσο, όσος κι αν/και να βλ. όσος, όταν και/κι αν βλ. όταν, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία ● βλ. κι αν [< αρχ. ἄν, ἐάν]

αναπαραγωγή

αναπαραγωγή [ἀναπαραγωγή] α-να-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. λειτουργία μέσω της οποίας οι ζωντανοί οργανισμοί πολλαπλασιάζονται· κατ' επέκτ. η ίδια η δημιουργία νέων οργανισμών: ~ του (ανθρώπινου) είδους. Όργανα ~ής (= αναπαραγωγικά). Ιατρικώς υποβοηθούμενη/τεχνητή ~. Περίοδος ~ής. Μονάδες ~ής πουλερικών. Βλ. εξωσωματική γονιμοποίηση, διασταύρωση, κλωνοποίηση, παρθενογένεση. ΣΥΝ. πολλαπλασιασμός (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. παραγωγή αντιγράφων με τεχνικά μέσα· ειδικότ. μετατροπή εγγεγραμμένων αναλογικών ή ψηφιακών σημάτων σε εικόνα ή/και ήχο: έγχρωμη/ηλεκτρονική/μαζική/πιστή/φωτογραφική/φωτοτυπική/ψηφιακή ~. ~ εγγράφων.|| (συνεκδ.) ~ές έργων τέχνης (= αντίγραφα). 3. (μτφ.) επανάληψη, συντήρηση, διαιώνιση: ~ απόψεων/ειδήσεων.|| ~ προτύπων. ~ της κυρίαρχης ιδεολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αγενής/μονογονική αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. δημιουργία απογόνων χωρίς τη συνένωση γαμετών. ΣΥΝ. μονογονία [< γαλλ. multiplication asexuée] , αμφιγονική/εγγενής αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. που γίνεται με γονιμοποίηση· αμφιγονία., επιλεκτική αναπαραγωγή & ελεγχόμενη αναπαραγωγή: αυστηρή επιλογή ζώων-γεννητόρων με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Βλ. διασταύρωση, ευγονική. [< αγγλ. selective breeding, 1931] [< γαλλ. reproduction, γαλλ. procréation]

-αξονικός

-αξονικός, ή, ό: β' συνθετικό για τη δήλωση ορισμένου αριθμού αξόνων: δι~ό τρέιλερ. Τρι~ό όχημα.

αφού

αφού [ἀφοῦ] α-φού (κειμενικός δείκτης) 1. (με αιτιολογική σημασία, κυρ. σε σχέση με το αποτέλεσμα) εφόσον, επειδή, δεδομένου ότι, από τη στιγμή που, μια και: ~ διάβασε, θα περάσει. Έπρεπε να το περιμένεις, ~ μάλιστα το είχε ξανακάνει. ~ λοιπόν το αποφάσισες, ... ~ πάλι έκανε λάθος, σημαίνει ότι δεν το έχει μάθει καλά. Φύγε, ~ (: αν) το θέλεις.|| (παραχώρηση) ~ (: άμα) το λες εσύ ... 2. (με χρονική σημασία, δηλώνει το προτερόχρονο ή την προϋπόθεση που προηγείται χρονικά) όταν, αφότου: ~ σιγοβράσει το φαγητό, προσθέτουμε τα υπόλοιπα υλικά (πβ. μόλις). ~ προηγουμένως/πρώτα βεβαιωθείς ότι ..., ύστερα ... ΑΝΤ. πριν (2) ● ΦΡ.: (μα) αφού (προφ.): δήλωση έντονης αντίθεσης: -Τι έχεις; -Τίποτα. -~ ~ κουτσαίνεις! ~ ~ κουράστηκες, γιατί δεν σταματάς;, μόνο αφού (επιτατ.): για δήλωση αναγκαίας προϋπόθεσης: Οι επιτυχόντες θα προσληφθούν, ~ ~ προσκομίσουν τα πρωτότυπα δικαιολογητικά. (παρά + άρνηση στην κύρια πρόταση) Δεν θα πρέπει να ληφθούν βιαστικές αποφάσεις, παρά ~ ~ εξαντληθεί κάθε περιθώριο διαλόγου. [< μτγν. ἀφοῦ]

-βάθμιος

-βάθμιος, α, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο 1. έχει ορισμένη θέση σε κατάταξη ή ιεραρχία: Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δευτεροβάθμιο δικαστήριο.|| Πρωτοβάθμιος καθηγητής. 2. υποδιαιρείται σε συγκεκριμένο αριθμό μονάδων: δεκαβάθμια κλίμακα. ΣΥΝ. -βαθμος (2)

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

-γονία

-γονία (λόγ.): λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά στη γέννηση ή τη δημιουργία: αμφι~/αρρενο~/εμβρυο~/σπερματο~. Μονο~. Tεκνο~ (πβ. -ποιία).|| Θεο~/κοσμο~.

δι- & δί- & δισ-

δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.

διγαμία

διγαμία δι-γα-μί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. τέλεση δεύτερου γάμου, χωρίς να έχει λυθεί ή ακυρωθεί ο πρώτος. Βλ. μονο-, πολυ-γαμία. [< μτγν. διγαμία]

επινεφρίνη

επινεφρίνη [ἐπινεφρίνη] ε-πι-νε-φρί-νη ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΒΙΟΧ. αδρεναλίνη. Βλ. νορ~. [< αγγλ. epinephrine, 1899, γαλλ. épinéphrine, 1900]

έτσι

έτσι [ἔτσι] έ-τσι επίρρ. 1. (τροπικό) με αυτόν τον ή με τον ίδιο τρόπο: Σου αρέσουν ~ τα μαλλιά μου; ~ γίνονται οι δουλειές σήμερα. ~ είχες πει. Πώς την πατήσαμε ~! Κράτα το ~ από την άκρη. Πώς τα κατάφερες ~; (επιτατ. + επίρρ.) Σας το λέω ~ απλά. Να γινόταν ένα θαύμα ~ ξαφνικά! Mην κάνεις ~. ~ έχω συνηθίσει/με έχουν μάθει. Μόνο εγώ βλέπω ~ τα πράγματα; ~ θα συνεχίσουμε. ~ γράφεται; ~ κάνουν οι φίλοι; ~ κι έγινε. Μας έδωσε ~ την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την κατάσταση. Ιζήματα κάλυψαν τον πάγο, διατηρώντας τον ~ ανέπαφο. Μπα, ~ σου μάθανε να μιλάς; ~ λέμε εμείς από το νησί. Όπως κάθε χρόνο, ~ και φέτος κάναμε Πάσχα στο χωριό. -Θα γίνει καλά; -~ (= αυτό) νομίζω. Τα πράγματα δεν έχουν ~ (ακριβώς). (παρενθετικά) Το μειονέκτημά της, ας/να το πούμε ~, είναι ότι ...|| Γιατί/πώς είσαι ~; ~ έχει η ζωή/ο κόσμος. Αν είναι ~, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Πβ. τοιουτοτρόπως, ως ακολούθως, ως εξής. Βλ. αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά. 2. συνήθ. στην αρχή περιόδου για σύνδεση με τα προηγούμενα ή για να εκφράσει αποτέλεσμα, συμπέρασμα: (στο τέλος αφηγήσεων) Κι ~ έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. ~ η τελευταία έρευνα ανατρέπει τα προηγούμενα δεδομένα. ~, ένα χρόνο αργότερα, ολοκλήρωσε την πρώτη της ταινία. ~ για παράδειγμα ... ~ (= συνεπώς) η βαθμολογία διαμορφώνεται ως εξής ... 3. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό: ~ το είπε (πβ. συμπτωματικά)/το έκανε στ' αστεία/για να γελάσουμε/για πλάκα. ~ μου ήρθε και το έγραψα. ~ του αρέσει/κάπνισε. ΑΝΤ. σκόπιμα 4. (ως δείκτης στο τέλος φρ.) (προφ.) για να ζητηθεί συγκατάθεση ή επιβεβαίωση: Θα έρθεις μαζί μας, ~ (= εντάξει, σύμφωνοι); 5. (ποσοτικό) (συνήθ. + επίθ.) τόσο: Πώς μπορείς να κάθεσαι ~ ήρεμος! Τι θες και φωνάζεις ~; Πώς πάχυνες ~; 6. (προφ.) για να δηλωθεί ευχή: Πες μου σε παρακαλώ, ~ να χαρείς την οικογένειά σου! Πβ. είθε, μακάρι. 7. (προφ.) δωρεάν, τζάμπα: Τη συμπάθησε και της το έδωσε ~. ● Ουσ.: έτσι (αργκό) 1. (ο) για γνωστό πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται: Βγήκε/θα έρθει με τον ~ της. 2. (το) πείσμα, ιδιοτροπία: Με το ~ του όπου κι αν βρεθεί, κλέβει την παράσταση. ● ΦΡ.: δεν είναι έτσι (εμφατ.): για άρνηση ή για επιβεβαίωση (σε ερώτηση): ~ ~ όπως τα λες. ~ ~ τα πράγματα.|| Από την αρχή ήθελες να φύγεις, ~ ~ (: έτσι δεν είναι);, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε (ειρων.): ο καθένας έχει τη δική του άποψη για γεγονότα και καταστάσεις, θεωρώντας ότι αυτή είναι η μόνη αντικειμενική. [< ιταλ. così è, se vi pare] , έτσι ή αλλιώς(/αλλιώτικα)/είτε έτσι είτε αλλιώς/έτσι (κι) αλλιώς (κι αλλιώτικα): με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μια ή στην άλλη περίπτωση: Τι σημασία έχει αν τα πράγματα έγιναν ~ ~;, έτσι και: αν, σε περίπτωση που: ~ ~ αλλάξεις γνώμη, πες μου το. ~ ~ το μάθει, δεν θα σου ξαναμιλήσει.|| (απειλητ.) ~ ~ δω καμιά ύποπτη κίνηση, χάθηκες!, έτσι κι έτσι (προφ.) 1. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα, ούτε πολύ ούτε λίγο: -Πώς τα περνάς; -~ ~. Οι δουλειές πηγαίνουν ~ ~. Η ταινία ήταν ~ ~ (πβ. καλούτσικη).|| -Το κατάλαβες; -~ ~. Πβ. κομσί κομσά. 2. για αποφυγή περιττής επανάληψης ή λεπτομερούς αναφοράς: Βρήκαν τον δήμαρχο και του είπαν ~ ~. Του εξήγησα ότι ~ ~ έχει η κατάσταση. ~ ~ έμαθα, της είπε. Πβ. το και το. 3. σε κάθε περίπτωση: Και τι έχω να φοβηθώ; ~ ~ δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε. Σκέφθηκα ~ ~ είμαι χαμένος, ας το ριψοκινδυνέψω. Πβ. έτσι κι αλλιώς., έτσι μπράβο/έτσι ντε! (προφ.): ως έκφραση επιδοκιμασίας, ενθάρρυνσης ή (σπάν.) ειρωνείας: ~ μπράβο, ωραία του τα είπες! ~ μπράβο, τα πηγαίνετε πολύ καλά!|| ~ ντε! Να σκέφτεσαι αισιόδοξα!, έτσι όπως: κατά αυτόν τον τρόπο που: ~ ~ πάει η δουλειά/το πράγμα, θα τελειώσω σε καμιά εικοσαετία. Δεν είναι ~ ~ τα λέτε. ΣΥΝ. έτσι που (1), έτσι που 1. με τον τρόπο με τον οποίο: Ήταν επόμενο, ~ ~ φέρεσαι. ~ ~ το 'βαλες, θα πέσει. ΣΥΝ. έτσι όπως 2. ώστε: Το έγραψα ~ ~ να το καταλάβουν όλοι., έτσι σε θέλω (προφ.): (ως έκφρ. ενθάρρυνσης) μου αρέσεις έτσι όπως είσαι: ~ ~, να γελάς!, έτσι ώστε: με αποτέλεσμα: Ήταν τόσο σαφής, ~ ~ δεν υπήρξαν παρανοήσεις. Χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες, ~ ~ να (= για να) λυθεί το πρόβλημα., μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς (προφ.): (προκειμένου να δηλωθεί διαρκής μεταβολή) τη μια φορά έτσι, την άλλη διαφορετικά: Μου τα λέει ~ ~. Είναι ~ ~. Άστατος ο καιρός, ~ ~., μόνο έτσι/έτσι μόνο: μόνο με αυτόν τον τρόπο: ~ ~ θα σωθεί η επιχείρηση. ~ ~ πετυχαίνεις τον σκοπό σου., ο έτσι ο αλλιώς (προφ.): για αρνητικούς συνήθ. χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο, χωρίς να δηλώνονται συγκεκριμένα: Γι' αυτούς ήταν ο κακός άνθρωπος, ο φονιάς, ~ ~., όχι κ(α)ι έτσι: για κάτι που θεωρείται υπερβολικό ή αποδοκιμάζεται από τον ομιλητή: Είπαμε εκμετάλλευση του φυσικού τοπίου, αλλά ~ ~! Ε, ~ ~, το παράκαναν!, ώστε έτσι (λοιπόν) (προφ.): συνοψίζοντας όσα προαναφέρθηκαν: Α, ~ ~ της είπε; ~ ~, ε; Τώρα θα δεις!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, έτσι για την ιστορία βλ. ιστορία, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει βλ. γουστάρω, έτσι κι αλλιώς βλ. αλλιώς, έτσι λες; βλ. λέω, έτσι σου είπαν να λες; βλ. λέω, έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! βλ. κόσμος, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, κάπως έτσι βλ. κάπως, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, με το έτσι θέλω βλ. θέλω, μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι βλ. γιουβέτσι, πώς (κι) έτσι; βλ. πώς [< μεσν. έτσι]

όχι

όχι [ὄχι] ό-χι επίρρ. 1. ως αρνητική απάντηση ή απόρριψη, διάψευση της σημασίας πρότασης, φράσης ή λέξης: -Ήρθε; -~ ακόμα. -Έχετε ξανασυναντηθεί; -~, δεν έτυχε. -Φεύγετε αύριο; -~, σήμερα. -Το πρόβλημα λύνεται με περισσότερα χρήματα; -Βεβαίως/οπωσδήποτε ~. ~ άλλα/πια ψέματα! (σε συνθήματα) ~ στη βία/στα ναρκωτικά! Ε, ~ και να μας κάνει ό,τι θέλει! Εξελίξεις ~ πάντα θετικές. Ταινία για παιδιά και ~ μόνο (: δηλ. και για μεγάλους). (εμφατ.) -Είναι επικίνδυνο; -~ βέβαια! ΑΝΤ. ναι (1) 2. ενισχύει το νόημα μιας αποφατικής πρότασης: ~, δεν πρόκειται ν' αλλάξω γνώμη! ~, κανένας δεν ξέρει τι συνέβη. (κ. ως επιφών.) ~, μη φύγεις! ~ προς Θεού, δεν ήθελα να σε προσβάλω. (δηλώνει έντονη απαγόρευση, αποτροπή) ~, ~, δεν πρέπει/μην το κάνεις! 3. ως ελλειπτική αποφατική πρόταση: -Προλαβαίνουμε; -Εννοείται/νομίζω/πιστεύω/φοβάμαι πως ~ (: πως δεν προλαβαίνουμε). Συμφωνείτε ή ~; Εάν όλα πάνε καλά, είμαστε εντάξει· εάν ~, τι θα κάνουμε; Θα το πω άσχετα με το αν είναι σωστό ή ~. Μπορείς να φύγεις. Ή μάλλον ~, περίμενε λίγο ακόμα. Να το αγοράσω, ναι ή ~; Αυτή είναι περιποίηση! ~ σαν τότε που περιμέναμε μία ώρα! Εδώ δεν μπορούσα τότε που εργαζόμουν, ~ τώρα που είμαι άνεργος (: πόσο μάλλον, πολύ περισσότερο). 4. σε σχήμα λιτότητας: -Πώς τα πήγες; -~ και τόσο καλά (: μέτρια). -Πεινάς; -~ πολύ (: έτσι κι έτσι). 5. σε αποφατική ή αντιθετική σύνδεση όρων ή προτάσεων αντίστοιχα: Το ζήτημα είναι κοινωνικό και ~ πολιτικό. Περασμένα και ~ ξεχασμένα. Δύσκολο, αλλά ~ (και) ακατόρθωτο. Χρειάζονται έργα, ~ μόνο λόγια. (με άρνηση και στα δύο σκέλη) ~ απολύσεις, αλλά ούτε και προσλήψεις. 6. (ως επιφών.) προς δήλωση έντονης δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή δυσάρεστης έκπληξης, συνήθ. για κάτι απρόοπτο: ~, πάλι τα ίδια. -Τα έμαθες; Χώρισαν! -~! Πβ. δεν το πιστεύω, μη μου το λες! 7. εκφράζει συμφωνία με το περιεχόμενο της αποφατικής πρότασης που διατύπωσε ο συνομιλητής: -Δεν υπάρχει πια φιλότιμο. -~ (= ναι, έχεις δίκιο, συμφωνώ). ● Ουσ.: όχι (το) 1. αρνητική απάντηση ή ψήφος: Δεν ξέρει να λέει ~ (= να αρνείται). Απάντησαν μ' ένα βροντερό/δυνατό/ηχηρό/κατηγορηματικό/σθεναρό ~. Τα ναι και τα ~ της δίαιτας (: όσα επιτρέπονται και όσα δεν επιτρέπονται αντιστοίχως).|| Τα ~ υπερίσχυσαν των ναι με διαφορά ... %. ΑΝΤ. ναι 2. ΙΣΤ. (με κεφαλ. το πρώτο ή όλα τα γράμματα) η απόρριψη, από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, του τελεσίγραφου της 28ης Οκτωβρίου 1940, με το οποίο η Ιταλία ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των στρατιωτικών της δυνάμεων από την ελληνοαλβανική μεθόριο, γεγονός που σήμανε την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου: το ~ του '40. Το ελληνικό ~. Η επέτειος του ~. Ζήτω το ~! ● ΦΡ.: δε(ν) θα έλεγα όχι: δηλώνει ευγενική αποδοχή, συγκατάθεση: ~ ~ σε μια συνεργασία μαζί τους (: θα δεχόμουν να συνεργαστώ μαζί τους)., όχι και πάλι όχι (εμφατ.): ως επίμονη, κατηγορηματική άρνηση: ~ ~, δεν έρχομαι!, όχι μόνο ..., αλλά και: για να δηλωθεί εναντίωση ή έμφαση στο δεύτερο μέρος: Θέλουμε ~ λόγια, ~ πράξεις.|| Είναι ~ απρόσεκτος, ~ αυθάδης., όχι να ...: αντί να: Θέλω να σε βοηθήσω, ~ ~ σε εκμεταλλευτώ.|| (εκφράζει έντονη αποδοκιμασία για μια πράξη που έγινε ή πρόκειται να γίνει) Να κοιτάζεις τη δουλειά σου· ~ ~ κουτσομπολεύεις τον καθένα., όχι ότι/πως ... (προφ.) 1. όχι γιατί: Δεν πήγαμε στην εκδρομή· ~ ~ δεν θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, έστω και αν δεν είναι τόσο έντονο ή φανερό: ~ ~ δεν τα ήξερα. Τα ήξερα, όμως κόμπλαρα.|| ~ ~ με νοιάζει δηλαδή, έτσι ρωτάω από περιέργεια., όχι που (προφ.): ως απόρριψη πιθανού ενδεχομένου: ~ ~ θα γλίτωνες/θα σ΄ άφηνε να μιλάς έτσι (: σιγά μην ...)!, όχι, ευχαριστώ (δεν θα πάρω)!: ως ευγενική αρνητική απάντηση σε πρόταση ή προσφορά ή ως έκφραση άρνησης, απόρριψης: -Θέλεις λίγο ακόμα; -~, ευχαριστώ! Βλ. παρακαλώ.|| Φαστ φουντ; ~ ~ (ΣΥΝ. να μου λείπει)!, πώς όχι;: βεβαίως: -Τον γνωρίζεις; -~ ~; Ήμασταν συμφοιτητές., ίσως ναι, ίσως όχι βλ. ίσως, και ναι και όχι βλ. και, όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... βλ. παινεύω, όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) βλ. κάθομαι, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, όχι αστεία βλ. αστείο, όχι Γιάννης, Γιαννάκης βλ. Γιάννης, όχι δα! βλ. δα, όχι κ(α)ι έτσι βλ. έτσι, όχι, παίζουμε! βλ. παίζω [< μεσν. όχι < αρχ. οὐχί]

παρά

παρά πα-ρά πρόθ. (+ αιτ.) 1. & παρ' (πριν από φωνήεν): αντίθετα από: Πήγα ~ τη θέλησή μου. Είναι πολύ ώριμος, ~ το νεαρό της ηλικίας του. ~ τις υποσχέσεις του, δεν ήρθε. ~ τα μέτρα (που πάρθηκαν), το πρόβλημα παραμένει άλυτο. ~ τη βροχή/ζέστη, ... 2. εκφράζει ποσό που υπολείπεται: Είκοσι χρονών ~ δέκα μέρες.|| (για την ώρα:) Στις έξι ~ τέταρτο. (προφ.-προσεγγιστικά:) Έχει πάει δύο ~ (κάτι). 3. (προφ.) εναλλάξ: βδομάδα ~ βδομάδα/μέρα ~ μέρα. 4. (λόγ.) δίπλα, κοντά, πλάι σε: ~ τον ποταμό. ΣΥΝ. παραπλεύρως.|| (+ δοτ., σε παγιωμένες εκφρ.) Υπουργός ~ τω πρωθυπουργώ. ● ΦΡ.: (στο) παρά πέντε βλ. πέντε, από/παρά ποτέ βλ. ποτέ, παρ' αξίαν βλ. αξία, παρ' ελπίδα βλ. ελπίδα, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, παρ' όλο(ν), -η, -ο βλ. όλος, παρά (πάσαν) προσδοκία(ν) βλ. προσδοκία, παρά θίν' αλός βλ. θίνα, παρά κάτι βλ. κάτι, παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα βλ. λίγο, παρά μίαν τεσσαράκοντα βλ. τεσσαράκοντα, παρά πόδας βλ. πους, παρά το γεγονός ότι .../παρά το ότι .../παρ' ότι ... βλ. γεγονός, παρά φύση έδρα βλ. έδρα, παρά φύσιν/φύση βλ. φύση, στο πλευρό κάποιου βλ. πλευρό [< αρχ. παρά]

πολυακόρεστος

πολυακόρεστος, η, ο πο-λυ-α-κό-ρε-στος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πολυακόρεστα λίπη & (προφ.) πολυακόρεστα (τα): ΙΑΤΡ.-ΧΗΜ. λιπαρά οξέα που έχουν περισσότερους από έναν διπλούς δεσμούς στην ανθρακική αλυσίδα και συμβάλλουν στην αντιμέτωπιση διάφορων ασθενειών, όπως η υπερλιπιδαιμία και η νόσος του Αλτσχάιμερ. [< αγγλ. polyunsaturated, 1932, γαλλ. polyinsaturé, 1949]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.