-εια: καταληκτικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από οξύτονα ρήματα ή επίθετα σε -ής, -ής, -ές και δηλώνουν ενέργεια ή ιδιότητα: καλλιέργ~ (καλλιεργώ)/προσπάθ~ (προσπαθώ). Ανακρίβ~ (ανακριβής).
-ειά: καταληκτικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα∙ δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας: γιατρ~/δουλ~/παντρ~.
-ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
-ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.
-είο {πρόφ. σε δύο συλλαβές}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν κατάστημα, εργαστήριο ή γενικότ. κτίριο και συνεκδ. την υπηρεσία που στεγάζεται σ' αυτό: αρτοποι~/βιβλιοδετ~/κυλικ~.|| Eιρηνοδικ~/εφετ~/τελων~. Bλ. -ειό.
-ειος1 , α, ο {πρόφ. σε δύο συλλαβές}: κατάληξη επιθέτων που παράγονται από κύρια ονόματα ή σπανιότ. ουσιαστικά: αχίλλ~/λιλιπούτ~/λουκούλλ~/τέλ~. Πβ. -ιος.
-ειος2 , α, ο {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση}: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων από ουσιαστικά: πρόβ~. Πβ. -ιος.
-είς, -είσα, -έν {-έντος (θηλ. -είσης) | -έντες (ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (επίσ.): κατάληξη της μετοχής παθητικού αορίστου: η συσταθείσα επιτροπή. Το παρακρατηθέν ποσό.|| (ουσιαστικοπ.) Κατέθεσαν οι κληθέντες σχετικά με ...
-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.
-έλαιο {-έλαιου (λόγ.) -ελαίου} β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά 1. στο λάδι που παράγεται από συγκεκριμένο φυτό ή τον καρπό του: αμυγδαλ~/αραβοσιτ~/βαλσαμ~/βαμβακ~/γαριφαλ~/δαφν~/ηλι~/καλαμποκ~/καρυδ~/μαστιχ~/ροδ~/σησαμ~/σογι~/φιστικ~/φοινικ~.|| Aγουρ~/πυρην~/σπορ~.|| Ιχθυ~/μουρουν~.2. σε υγρό καύσιμο ή απόσταγμα πετρελαίου: μηχαν~.
-έλι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παραγόμενων από επίθετα και ουσιαστικά: κοκκιν~/κοπαν~/κρικ~.
-εμπόριο & -εμπορία: β' συνθετικό ουσιαστικών για τη δήλωση εμπορικής δραστηριότητας ή εκμετάλλευσης: μεγαλ~/μικρ~/καπν~/τηλ~. Φαρμακ-εμπορία.|| (αρνητ. συνυποδ., για παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή εμπορευμάτων:) Δουλ-εμπόριο/λαθρ~/παρα~.
-έμπορος & (λαϊκό) -έμπορας: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον επαγγελματία που εμπορεύεται ορισμένο είδος αγαθών ή με συγκεκριμένο τρόπο: γουν~/ζω~/λαδ~. Μεγαλ/χονδρ-έμπορος.|| (αρνητ. συνυποδ., αυτός που διακινεί παράνομα ανθρώπους ή προϊόντα:) Σωματ~/χασισ~.
-ένιος , ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.
-έξ: επίθημα σε άκλιτα ουσιαστικά, κυρ. είδη προϊόντων ή εμπορικές ονομασίες: αφρολ~/λαστ~/σπορτ~.|| Bετ-/πυρ~.
-ερί: επίθημα άκλιτων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: αντικ~, γκαλ~.|| (συνήθ. που προσφέρει γλυκό ή φαγητό:) Κρεπ~/κρουασαντ~/πατισ~/σοκολατ~/τσαγ~. Ουζ~. Βλ. -αρία, -ερία.|| (χιουμορ.) Μπουζουκλ~/σουβλακ~ (πβ. -ίδικο).
-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.
-αρία
-αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~.2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία.3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
-ειό
-ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.
-εμπόριο
-εμπόριο & -εμπορία: β' συνθετικό ουσιαστικών για τη δήλωση εμπορικής δραστηριότητας ή εκμετάλλευσης: μεγαλ~/μικρ~/καπν~/τηλ~. Φαρμακ-εμπορία.|| (αρνητ. συνυποδ., για παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή εμπορευμάτων:) Δουλ-εμπόριο/λαθρ~/παρα~.
-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~.2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).
-μός
-μός & -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.