Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [160-180]


  • -εια : καταληκτικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από οξύτονα ρήματα ή επίθετα σε -ής, -ής, -ές και δηλώνουν ενέργεια ή ιδιότητα: καλλιέργ~ (καλλιεργώ)/προσπάθ~ (προσπαθώ). Ανακρίβ~ (ανακριβής).
  • -ειά : καταληκτικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα∙ δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας: γιατρ~/δουλ~/παντρ~.
  • -ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
  • -ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.
  • -είο {πρόφ. σε δύο συλλαβές}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν κατάστημα, εργαστήριο ή γενικότ. κτίριο και συνεκδ. την υπηρεσία που στεγάζεται σ' αυτό: αρτοποι~/βιβλιοδετ~/κυλικ~.|| Eιρηνοδικ~/εφετ~/τελων~. Bλ. -ειό.
  • -ειος1 , α, ο {πρόφ. σε δύο συλλαβές}: κατάληξη επιθέτων που παράγονται από κύρια ονόματα ή σπανιότ. ουσιαστικά: αχίλλ~/λιλιπούτ~/λουκούλλ~/τέλ~. Πβ. -ιος.
  • -ειος2 , α, ο {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση}: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων από ουσιαστικά: πρόβ~. Πβ. -ιος.
  • -είς, -είσα, -έν {-έντος (θηλ. -είσης) | -έντες (ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (επίσ.): κατάληξη της μετοχής παθητικού αορίστου: η συσταθείσα επιτροπή. Το παρακρατηθέν ποσό.|| (ουσιαστικοπ.) Κατέθεσαν οι κληθέντες σχετικά με ...
  • -εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.
  • -έλαιο {-έλαιου (λόγ.) -ελαίου} β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά 1. στο λάδι που παράγεται από συγκεκριμένο φυτό ή τον καρπό του: αμυγδαλ~/αραβοσιτ~/βαλσαμ~/βαμβακ~/γαριφαλ~/δαφν~/ηλι~/καλαμποκ~/καρυδ~/μαστιχ~/ροδ~/σησαμ~/σογι~/φιστικ~/φοινικ~.|| Aγουρ~/πυρην~/σπορ~.|| Ιχθυ~/μουρουν~. 2. σε υγρό καύσιμο ή απόσταγμα πετρελαίου: μηχαν~.
  • -έλι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παραγόμενων από επίθετα και ουσιαστικά: κοκκιν~/κοπαν~/κρικ~.
  • -εμένος βλ. -μένος
  • -εμός βλ. -μός
  • -εμπορία βλ. -εμπόριο
  • -εμπόριο & -εμπορία: β' συνθετικό ουσιαστικών για τη δήλωση εμπορικής δραστηριότητας ή εκμετάλλευσης: μεγαλ~/μικρ~/καπν~/τηλ~. Φαρμακ-εμπορία.|| (αρνητ. συνυποδ., για παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή εμπορευμάτων:) Δουλ-εμπόριο/λαθρ~/παρα~.
  • -έμπορος & (λαϊκό) -έμπορας: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον επαγγελματία που εμπορεύεται ορισμένο είδος αγαθών ή με συγκεκριμένο τρόπο: γουν~/ζω~/λαδ~. Μεγαλ/χονδρ-έμπορος.|| (αρνητ. συνυποδ., αυτός που διακινεί παράνομα ανθρώπους ή προϊόντα:) Σωματ~/χασισ~.
  • -ένιος , ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.
  • -έξ : επίθημα σε άκλιτα ουσιαστικά, κυρ. είδη προϊόντων ή εμπορικές ονομασίες: αφρολ~/λαστ~/σπορτ~.|| Bετ-/πυρ~.
  • -ερί : επίθημα άκλιτων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: αντικ~, γκαλ~.|| (συνήθ. που προσφέρει γλυκό ή φαγητό:) Κρεπ~/κρουασαντ~/πατισ~/σοκολατ~/τσαγ~. Ουζ~. Βλ. -αρία, -ερία.|| (χιουμορ.) Μπουζουκλ~/σουβλακ~ (πβ. -ίδικο).
  • -ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.

-αρία

-αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~. 2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία. 3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.

-ειό

-ειό {πρόφ. σε μία συλλαβή, με συνίζηση} (λαϊκό): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν τόπο, συνήθ. κατάστημα, εργαστήριο και γενικότ. κτίριο: καπηλ~/λιοτριβ~/μαγε(ι)ρ~/σχολ~. Βλ. -είο.

-εμπόριο

-εμπόριο & -εμπορία: β' συνθετικό ουσιαστικών για τη δήλωση εμπορικής δραστηριότητας ή εκμετάλλευσης: μεγαλ~/μικρ~/καπν~/τηλ~. Φαρμακ-εμπορία.|| (αρνητ. συνυποδ., για παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή εμπορευμάτων:) Δουλ-εμπόριο/λαθρ~/παρα~.

-μένος

-μένος, η, ο & -ημένος & -ωμένος & -γμένος & -σμένος & -μμένος: κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου∙ έχει συνήθ. λειτουργία επιθέτου και δηλώνει 1. συντελεσμένη πράξη: (ντύθηκα) ντυ-μένος. (Αγαπήθηκα) αγαπ-η-μένος. (Πληρώθηκα) πληρ-ω-μένος. (Απαλλάχτηκα) απαλλα-γ-μένος. (Ζαλίστηκα) Ζαλι-σ-μένος. (Kαλύφθηκα) καλυ-μ-μένος. 2. κατάσταση: (αηδίασα) αηδια-σ-μένος. 3. αναγνώριση ιδιότητας: ζηλε-μένος (πβ. αξιο-ζήλευτος, ζηλευ-τός). 4. ευχή: (αγιάστηκα) αγια-σ-μένος. (Ευλογήθηκα) ευλογ-η-μένος.|| Συχωρ-ε-μένος.

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

-μός

-μός & -αμός & -εμός & -ημός & -ωμός & -γμός & -σμός: επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ενέργεια ή αποτέλεσμα: (χάνω) χα-μός/(μισεύω) μισε-μός. (Μετρώ) μετρ-η-μός. (Τελειώνω) τελει-ω-μός. (Υπαινίσσομαι) υπαινι-γ-μός. (Αιφνιδιάζω) αιφνιδια-σ-μός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.