Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 164 εγγραφές  [0-20]


  • ΝΑ : νοτιοανατολικός.
  • να1 σύνδ. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. τελικές· για να: Πήγε ~ φέρει το αυτοκίνητο. 2. αποτελεσματικές· ώστε να: Είναι πολύ νωρίς ακόμα ~ αποφασίσει. 3. χρονικές· ώσπου, μέχρι, όταν, άμα: ~ (: ας) γυρίσει πρώτα, και το συζητάμε. 4. υποθετικές· αν: Θα ήταν ανόητο ~ έλεγε κάτι τέτοιο. ~ το μάθαιναν οι γονείς του, θα γίνονταν έξαλλοι! 5. ειδικές· ότι, πως: Πιστεύω ~ καταλαβαίνεις τι σου λέω. Δεν φαίνεται ~ υπάρχει πρόβλημα. 6. βουλητικές: Στάθηκε αδύνατο ~ τον βρουν. Θέλω ~ μιλήσουμε. 7. μετά από προθέσεις, επιρρήματα ή συνδέσμους: αντί/δίχως/μέχρι/παρά/σαν/χωρίς ~... Ίσως/προκειμένου ~... Έως ότου/προτού ~... Πριν ~ ξεκινήσεις, ειδοποίησέ μας! Μόνο ~ μην μας τα χαλάσει ο καιρός! Σπάνια ~ συναντήσει κανείς τέτοιον άνθρωπο! 8. (σε κύριες προτάσεις) εκφράζει ευχή ή κατάρα, απειλή ή απαγόρευση, προσταγή ή προτροπή: ~ είστε καλά! ~ μη σε ξαναδώ εδώ! ~ μη σε νοιάζει! ~ το τελειώσεις αμέσως! ● ΦΡ.: και να: (συνήθ. μετά από αναφ. αντων. ή αναφ. επίρρ., εισάγει δευτερεύουσες παραχωρητικές προτάσεις) κι αν: Ό,τι ~ ~ πεις, έχεις δίκιο! Όσο ~ ~ προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει! Όποιος ~ ~ 'ναι, μην ανοίξεις!|| ~ ~ τους έλεγε την αλήθεια, δεν θα τον πίστευαν., ό,τι να 'ναι! βλ. ό,τι [< μεσν. να]
  • να2 μόρ. (δεικτ.) (προφ.) 1. δες (εδώ): ~ ο μπαμπάς! (συνήθ. για κάποιον που εμφανίζεται αναπάντεχα:) ~ σου κι ο Δημήτρης! Νάτο το λεωφορείο (= έρχεται)! -Πού είναι τα κλειδιά; -Νάτα!|| ~ η ευκαιρία που περίμενες! ~ η απάντηση/λύση! ΣΥΝ. ιδού, ορίστε.|| Και ~ ποιο είναι το πρόβλημα! ~ και κάτι που συμφωνούμε! ~ ’μαι πάλι!|| ~, πάρε μαζί σου κι αυτόν τον φάκελο (: ίσως σου χρειαστεί)! 2. προεξαγγέλλει πρόταση, συνήθ. για να προκαλέσει την προσοχή: ~, είδες τι έκανες τώρα; ~ τι παθαίνει κανείς!|| -Γιατί δεν έμεινες; -~, δεν άντεχα άλλο!|| Μόνο ~, δεν θα συγχωρήσω ποτέ ότι μου είπε ψέματα. 3. (εμφατ., συνήθ. με επανάληψη του φωνήεντος και σχετική χειρονομία) προσδίδει ζωντάνια: Έπιασε ένα ψάρι νααα (μεγάλο)! Κοίταζε με κάτι μάτια ~ (: γουρλωμένος)! Έβγαλε μια γλώσσα ~ (: αυθαδίασε)! 4. (συνήθ. με σχετική υβριστική χειρονομία) εκφράζει αποδοκιμασία, περιφρόνηση ή αδιαφορία: (με μούντζα:) ~ (για) να μη στα χρωστάω (= όρσε, πάρ' τα)!|| (υβριστ., από άνδρα:) ~ κι αν έρθει, ~ κι αν δεν έρθει (= σκασίλα μου, σκοτίστηκα)! 5. (λαϊκό) ως επίθημα σε αντωνυμίες ή σπανιότ. επιρρήματα: Κάπου τον έχω δει αυτόνα! Θα 'χουμε προβλήματα με δαύτονα! Θα μείνω εδωνά αμίλητος. ● ΦΡ.: να τα μας! (προφ.): δηλωτικό έκπληξης, δυσανασχέτησης ή ανησυχίας: ~ ~, αρχίσαμε πάλι/βγάζει και γλώσσα τώρα!, να ..., να μάλαμα! βλ. μάλαμα [< μεσν. να]
  • νάγια νά-για ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. κόμπρα. [< αγγλ. Naja]
  • ναδίρ να-δίρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας, κάτω ακριβώς από έναν παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη. Βλ. κατακόρυφος. ΑΝΤ. ζενίθ (2) ● ΦΡ.: στο ναδίρ (μτφ.): στο κατώτερο, έσχατο σημείο που μπορεί να φτάσει κάποιος ή κάτι: Η δημοτικότητά/καριέρα του βρίσκεται ~ ~ (ΑΝΤ. στο απόγειο, στο αποκορύφωμα). Πβ. άμπωτη, σημείο μηδέν.|| ~ ~ η οικονομία (βλ. ύφεση)/οι πωλήσεις (= σε πολύ χαμηλά επίπεδα). Πβ. λίμιτ ντάουν.|| (σπάν.) ~ ~ της ζωής του (= στο γέρμα, στη δύση, στο λυκόφως)., από το ζενίθ στο ναδίρ/από το ναδίρ στο ζενίθ βλ. ζενίθ [< γαλλ. nadir]
  • ναζί να-ζί ουσ. (αρσ.) {άκλ. κ. πληθ. -ήδες} (κ. με κεφαλ. Ν): ΙΣΤ. ναζιστής. Βλ. νεο~. [< γαλλ. nazi, 1931, γερμ. Nazi]
  • νάζι νά-ζι ουσ. (ουδ.) (προφ.): χαριτωμένη, παιχνιδιάρικη και φιλάρεσκη συμπεριφορά, συνήθ. γυναικεία, που αποσκοπεί στο να γοητεύσει και να προσελκύσει τη συμπάθεια και το (ερωτικό) ενδιαφέρον: Του χαμογέλασε με ~. Είναι όλο ~ (: σκέρτσο). Πβ. ακκισμός.|| Το σκυλάκι την πλησίασε και της άρχισε τα ~ια.νάζια (τα) (κυρ. για γυναίκα): καπρίτσια, καμώματα: Άσε τα ~ (= τις κόνξες, τα κορδελάκια, τα νούμερα, τα πείσματα, τα τερτίπια, τις τζιριτζάντζουλες, τα τσακίσματα, τα τσαλίμια, τις τσαχπινιές)!|| (μτφ.) Ο καιρός/υπολογιστής (μάς) κάνει ~ (= κόλπα)! ● Υποκ.: ναζάκια (τα) {σπάν. στον εν. ναζάκι} (οικ.): κολπάκια και ~. [< τουρκ. naz]
  • ναζιάρα να-ζιά-ρα επίθ./ουσ. (θηλ.) {σπάν. αρσ. ναζιάρης}: κοπέλα που κάνει νάζια. Πβ. γατούλα, καμωματού, καπριτσιόζα, τσαπερδόνα. Βλ. μαριόλης, παιχνιδιάρης, σκερτσόζος, τσαχπίνης.
  • ναζιάρικος , η, ο να-ζιά-ρι-κος επίθ.: που είναι όλο νάζι: ~η: φωνή. ~ο: βλέμμα/ύφος/χαμόγελο. ~ες: πόζες.|| ~ο: γατάκι. Πβ. παιχνιδιάρ-, σκερτσόζ-, τσαχπίν-ικος. ● επίρρ.: ναζιάρικα
  • ναζισμός να-ζι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. εθνικοσοσιαλισμός. Βλ. νεο~, -ισμός. ΣΥΝ. χιτλερισμός [< γαλλ. nazisme, περ. 1930, γερμ. Nazismus]
  • ναζιστής να-ζι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ναζίστρια}: εθνικοσοσιαλιστής. Βλ. νεο~. ΣΥΝ. ναζί
  • ναζιστικός , ή, ό να-ζι-στι-κός επίθ. 1. ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με τον ναζισμό ή τους ναζιστές: ~ός: χαιρετισμός (= φασιστικός). Βλ. νεο~. ΣΥΝ. εθνικοσοσιαλιστικός, χιτλερικός 2. (μτφ.) αυταρχικός, απολυταρχικός. ● επίρρ.: ναζιστικά [< γερμ. nazistisch]
  • Ναζωραίος [Ναζωραῖος] Να-ζω-ραί-ος ουσ. (αρσ.): προσωνυμία του Ιησού. [< μτγν. Ναζωραῖος]
  • Ναθαναήλ Να-θα-να-ήλ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: στη ● ΦΡ.: βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος [< μτγν. Ναθαναήλ]
  • νάι βλ. νέι
  • ναι επίρρ. δηλωτικό 1. κατάφασης, αποδοχής, συμφωνίας, επιβεβαίωσης: -Θέλεις λίγο ακόμα φαγητό; -~ (: βέβαια, ευχαρίστως, μετά χαράς, φυσικά)! -Δέχεσαι; -~! Πβ. μάλιστα.|| ~, εγώ ήμουν/τον ξέρω!|| ~ στην ειρήνη/πρόοδο!|| (εμφατ.) ~ ~, έχεις δίκιο/καλά τα λες!|| ~ (πβ. ζήτω)! Τα κατάφερες! Και ~, τερμάτισε πρώτος! ΑΝΤ. όχι (1) 2. συγκατάθεσης, συναίνεσης υπό όρους: Να τρως γλυκά ~, αλλά με μέτρο! ~, το καταλαβαίνω, όμως ... 3. ειρωνείας, αποδοκιμασίας, διαμαρτυρίας: ~ ~ τα 'χω ξανακούσει αυτά! ~ πάλι εγώ θα βγάλω το φίδι απ' την τρύπα! 4. ως επιφώνημα: Α, ~, το θυμήθηκα! Α, ~ (: αλήθεια, σοβαρά);|| (δείκτης φατικής επαφής:) ~, ποιος είναι (: συνήθ. στο τηλέφωνο)/τι θα θέλατε; ~, σας ακούω! (σε συζήτηση:) -Τα προβλήματα είναι πολλά ... -~ (~)! ● Ουσ.: ναι (το): για δήλωση συγκατάθεσης: Είπε το (μεγάλο) ~ (= δέχτηκε, συμφώνησε). Απάντησε μ' ένα (απλό/σκέτο/ξερό) ~ (βλ. νεύμα). Περιμένουν το οριστικό/τελικό ~, για να ξεκινήσουν. Ψήφισε ~. ● ΦΡ.: ναι μεν, αλλά: για να δηλωθεί συμφωνία, αλλά με επιφυλάξεις: ~ ~ στα προτεινόμενα μέτρα! Ναι μεν είναι καλός, αλλά έχει και πολλά μειονεκτήματα.|| (ως ουσ.) Χωρίς περιστροφές και ~ ~. Πβ. καλά όλ' αυτά, αλλά ..., ίσως ναι, ίσως όχι βλ. ίσως, και ναι και όχι βλ. και, ναι ή ου; βλ. ου, ναι, καλά! βλ. καλά [< αρχ. ναί]
  • νάιλον νά-ι-λον ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. ελαστική και ανθεκτική συνθετική ύλη (πολυαμίδιο) από άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο και άζωτο, η οποία χρησιμοποιείται κυρ. στην παρασκευή πλαστικών αντικειμένων και την υφαντουργία: προϊόντα από ~. Τυλίγω με ~.|| (ως επίθ.) ~ κάλτσες/σακούλες/συσκευασία/σχοινί/υφάσματα (βλ. λίκρα, περλόν, πολυεστέρας, τεριλέν). Βλ. αδιπικό οξύ, καπρολακτάμη, πλαστικές ύλες, ρητίνη. 2. (ως επίθ., μτφ.-προφ.) πλαστός, ψεύτικος: ~ κόσμος. ΣΥΝ. πλαστικός (6) [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. nylon, 1938, γαλλ. ~, 1942]
  • νάιντις νά-ι-ντις ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} (συνήθ. γράφεται 90s, κυρ. νεαν. αργκό): η δεκαετία του 1990: τραγούδι απ' τα ~. Συγκροτήματα των ~.|| (σπάν. ως επίθ.) Μουσική ~. Βλ. σίξτις, σέβεντις, έιτις. [< αγγλ. nineties]
  • ναΐσκος βλ. ναός
  • νάιτ κλαμπ νά-ιτ κλαμπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (κυρ. παλαιότ.): κλαμπ. [< αγγλ. night club, γαλλ. night-club, 1930]

ζενίθ

ζενίθζε-νίθ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (μτφ.) το ύψιστο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος· αποκορύφωμα: το ~ της δημιουργικότητας/της δόξας. Βρίσκεται/έχει φτάσει στο ~ (= στην ακμή, στο μεσουράνημα) της καριέρας του.|| Στο ~ (: στον ύψιστο βαθμό) η αγωνία για τα αποτελέσματα. Πβ. μάξιμουμ, πικ. ΣΥΝ. απόγειο (1), κολοφώνας (1) 2. ΑΣΤΡΟΝ. νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας πάνω ακριβώς από έναν παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη: Αστέρας που βρίσκεται στο ~. ΑΝΤ. ναδίρ ● ΦΡ.: από το ζενίθ στο ναδίρ/από το ναδίρ στο ζενίθ: για μετάβαση από την καλύτερη στη χειρότερη κατάσταση ή το αντίστροφο: Η ομάδα, χάνοντας δύο συνεχόμενους αγώνες, βρέθηκε από το ζενίθ ~ (πβ. απ' τα ψηλά στα χαμηλά).|| Ανέβασε την ψυχολογία μας από το ναδίρ ~. [< γαλλ. zénith]

ίσως

ίσως[ἴσως] ί-σως επίρρ.: είναι πιθανό: Ρώτησέ τον· ~ (να) ξέρει. ~ δεν έπρεπε να ... ~ να μη μάθουμε ποτέ τι έγινε. Είναι ~ ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. ΣΥΝ. ενδέχεται, ενδεχομένως, μπορεί, πιθανώς, τυχόν (1) ΑΝΤ. οπωσδήποτε (1), σίγουρα ● ΦΡ.: ίσως ναι, ίσως όχι: σε περιπτώσεις που δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: Θα έρθεις; ~ ~, εξαρτάται., όταν/αν ίσως: σε περίπτωση που συμβεί κάτι, αν και θεωρείται λίγο απίθανο: Θα καταλάβει το λάθος του, όταν ~ θα είναι πολύ αργά. Αν ~ σε ρωτήσουν πού είμαι, να τους πεις ότι δεν γνωρίζεις. [< αρχ. ἴσως]

και

καισύνδ. & (πριν από φωνήεν) κι· (σύμβ. &) 1. για την παρατακτική σύνδεση δύο ή περισσότερων λέξεων, προτάσεων ή περιόδων: εγώ ~ εσύ. Καλός ~ έξυπνος. Μέρα ~ νύχτα. Μαθηματικά, φυσική ~ χημεία. Μιλούσε ~ έγραφε.|| (στην πρόσθεση:) Ένα ~ ένα κάνουν δύο. Πβ. συν.|| (σε αποφατική συμπλοκή:) Πάρε αυτό ~ όχι το άλλο. Πήγαινε ~ μη γυρίσεις πίσω. Θέλει να είναι πρώτη ~ να μην (= χωρίς να) κουράζεται.|| (προσθετικά:) Γενικά μαθήματα ~ ακόμη/επίσης μαθήματα ειδικότητας. Συνέδρια, συμπόσια καθώς ~ συζητήσεις. Θέλω ~ άλλο/αυτό. Έχω ~ λίγα φρούτα. Τον βοηθούσε ~ του συμπαραστεκόταν. ~ μην ξεχάσεις να ποτίσεις! Πβ. επιπλέον.|| (για υπολογισμό κατά προσέγγιση:) Είναι εξήντα (ετών) ~ (= και πάνω)/~ ούτε (ενν. καν). Είκοσι (κιλά) ~ βάλε.|| (αντιθετικά:) Κλαίω ~ εσύ γελάς. Δεν είπα ψέματα, αλλά ούτε ~ την αλήθεια. Άλλα του είπα ~ άλλα κατάλαβε! ~ όμως έτσι έγιναν τα πράγματα (: για έντονη αντίρρηση)! Δεν μπορώ· ~ έπειτα (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θέλω κιόλας. Πβ. αλλά.|| (μεταβατικά, σε αφηγήσεις:) ~ ο άλλος απάντησε ... ~ έτσι/μια μέρα έφυγε. Έμεινε για λίγο άφωνος. ~ έπειτα/ύστερα είπε ...|| (συγκριτικά:) Καμιά σαν ~ σένα. Σήμερα, όπως ~ χθες. 2. για έμφαση: ~ ο ένας ~ ο άλλος. ~ φαγητά ~ γλυκά ~ ποτά. Έως ~ τη Δευτέρα. Έλα ~ εσύ. Ήρθαν ~ οι πέντε. Απευθύνομαι ~ στους δυο σας. ~ συ αυτό πιστεύεις; Αυτό ~ μόνο αρκεί. Αυτός ~ κανένας άλλος (: είναι ανεπανάληπτος, μοναδικός). Ολοένα ~ περισσότερο. Τον πειράζει ~ το παραμικρό. Συνεχίζεται ~ στην επόμενη σελίδα.|| (σωρευτικά:) ~ δώρα του έκανε ~ ταξίδια τον πήγε ~, ~, ~.|| (διαζευκτικά:) ~ τώρα ~ μετά ~ όποτε θέλεις. Πβ. είτε ... είτε ...|| (επιδοτικά:) Βγήκε νικητής ~ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (πβ. και μάλιστα). Θα σου απαντήσω ~ αμέσως μάλιστα. Ακόμα/αφού ~ εγώ κουράστηκα, πόσο μάλλον το παιδί! Όχι μόνο ωραίο αλλά ~ πρακτικό. Όχι μόνο ήρθε, αλλά έφερε ~ παρέα.|| (Για κάτι ασυνήθιστο:) Πώς ~ τελείωσες τόσο νωρίς; Πώς ~ έτσι; ~ τώρα τι κάνουμε; Μην το θεωρείς ~ ακατόρθωτο. ~ πού να τη δεις από κοντά (ενν. είναι ακόμη καλύτερη)! ~ έπειτα/μετά/ύστερα μου λες να μην ανησυχώ ... 3. (σε στερεότυπες εκφράσεις, με επανάληψη της ίδιας λέξης) για έμφαση στον αριθμό, τη διάρκεια, την ποσότητα: Μήνες ~ μήνες. Χρόνια ~ χρόνια. Ποιοι ~ ποιοι ήταν εκεί (= ποιοι ακριβώς); Κόσμος ~ κοσμάκης (= πολλοί και διάφοροι· αόριστη αναφορά). Υπάρχουν μαθητές ~ μαθητές (: λογής λογής). Πόσοι ~ πόσοι δεν έκαναν την ίδια ερώτηση! Αυτό είναι όλο ~ όλο (ενν. μόνο αυτό); Τόσα ~ τόσα συνέβησαν στο μεταξύ. Περάσαμε μπόρες ~ μπόρες μαζί.|| Έλεγε ~ έλεγε (: μιλούσε συνεχώς) και δεν σταματούσε. Έκανε ~ έκανε τόσα και στο τέλος τον ξέχασαν όλοι.|| ~ θέλω ~ δεν θέλω να πάω (: δεν είμαι σίγουρος). (Για κατά προσέγγιση υπολογισμό:) Είναι ~ δεν είναι δυο χρονών. Τον βγάζει ~ δεν τον βγάζει τον χειμώνα (: θα πεθάνει σύντομα). Πβ. (μόλις και) μετά βίας. 4. για δήλωση εναντίωσης ή παραχώρησης: (αν και, παρόλο που, παρόλα αυτά:) ~ που στο είπα, με άκουσες; ~ να το ξέρω, δεν θα στο πω.|| (και αν:) Ακόμα ~ αν/να φύγεις, δεν με νοιάζει. Θα έρθω ~ ας μην είσαι εδώ. Όποιος ~ αν/να με ζητήσει ... Όποιο ~ αν/να είναι το αποτέλεσμα ... Ό,τι ~ αν/να γίνει ... Όσο ~ αν/να προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει. Ελάτε, όπου ~ αν/να βρίσκεστε. 5. σε θέση υποτακτικού συνδέσμου: (συμπερασματικού:) Δούλεψε πολύ ~ κέρδισε το πρώτο βραβείο. Είπε ψέματα ~ τώρα κανείς δεν τον πιστεύει. Μην πας τόσο νωρίς ~ περιμένεις απ' έξω. Είναι δυνατός ~ τον φοβούνται. Άκουσέ με ~ δεν θα το μετανιώσεις. Κάντο ~ θα δεις. Πβ. ώστε, με αποτέλεσμα να.|| (αιτιολογικού:) Μη φωνάζεις ~ δεν έχεις δίκιο (πβ. γιατί). Έλα ~ δεν αντέχω άλλο (πβ. επειδή).|| (χρονικού:) Έλα ~ (ενν. μετά) βλέπουμε. Έφαγα ~ κοιμήθηκα (πβ. έπειτα, ύστερα). Χτύπα ~ θα σου ανοίξουν. Διάβαζε ~ έβλεπε τηλεόραση (πβ. ενώ). Δεν είχα καλά καλά τελειώσει/δεν πρόλαβα να τελειώσω ~ χτύπησε το κουδούνι (πβ. μόλις, όταν, τη στιγμή που).|| (τελικού:) Έλα ~ δες. Πήγαινε ~ πες μου. Πβ. για να.|| (ενδοιαστικού:) Μην έρθεις ~ σε βρει εδώ. Πβ. μήπως.|| (βουλητικού:) Τον άκουσα ~ φώναζε. Σε βλέπω ~ είσαι διστακτικός. Αρχίζω ~ καταλαβαίνω. Έτυχε ~ τον είδα. Τι ήθελα ~ ήρθα; Πβ. να.|| (ειδικού:) Βλέπω ~ σ' αρέσει. Πβ. ότι, πως. 6. στην αρχή κυρ. ευχετικών εκφράσεων: ~ με τη νίκη/σ' ανώτερα/στα δικά σου/στις χαρές σου/του χρόνου! ~ μη χειρότερα!|| (για ανεκπλήρωτη ευχή:) Αχ, ~ να είχα τα χρόνια σου! Αχ, ~ να 'ξερες ... Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: και (το): για να δηλωθεί λεπτομερής αναφορά: Ούτε ένα "~" δεν ξέχασε. ● ΦΡ.: (ε) κι έπειτα/ύστερα; (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία, ειρωνεία ή ότι κάτι δεν είναι σημαντικό: - Άφησες το φαγητό έξω από το ψυγείο! - ~ ~; Πβ. και λοιπόν; και τι έγινε/και τι μ' αυτό;, ... και μη: σε ελλειπτικό αποφατικό λόγο, για αποφυγή επανάληψης όρου που έχει αναφερθεί αμέσως πριν καταφατικά: κυβερνητικοί ~ ~ (ενν. κυβερνητικοί) φορείς. Φαγητά νηστίσιμα ~ ~. Για αρχάριους/παντρεμένους ~ ~., ε, και; (προφ.): ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο: Μου υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει. ~ ~; -Είναι κλειστά τα μαγαζιά σήμερα. -~ ~; Θα πάω αύριο. Πβ. κι επειδή;, και άλλα (συντομ. κ.ά.): μετά από ενδεικτική παράθεση ομοειδών στοιχείων, για να αποφευχθεί η συσσώρευση: Αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κ.ά. Παιδικά ~ ~ τραγούδια. Κασκόλ, καπέλα ~ ~ αξεσουάρ. Αυτά ~ ~. ~ ~ παρόμοια/πολλά/τέτοια/(λόγ.-ειρων.) τινά. (σε απαρίθμηση) Πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ~ ~ φρούτα., και δεν (+ ρήμα): στην αρχή προτάσεων που αποτελούν καταφατική απάντηση· με παραινετική, προτρεπτική σημασία, σε ερώτηση που προηγήθηκε: -Να βγούμε το βράδυ; -~ ~ βγαίνουμε! (: Ας βγούμε!) -Να μαγειρέψω φακές σήμερα; -~ ~ μαγειρεύεις! (: Μαγείρεψε.), και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν: (σε θέση διαζευκτικού συνδέσμου) για δήλωση αδιαφορίας· είτε ... είτε: Και να γυρίσει και να μη γυρίσει, δεν με νοιάζει., και ναι και όχι & ούτε ναι ούτε όχι (προφ.): ως έκφραση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας: -Σου άρεσε; -Και ~ ~.|| Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι., (ακόμα) και οι πέτρες βλ. πέτρα, (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! βλ. πρώτος, (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο βλ. δίκιο, (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, (και) μια και δυο βλ. ένας, μία/μια, ένα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, ... και κακό! βλ. κακό, ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, εδώ και βλ. εδώ, εμείς κι εμείς βλ. εγώ, ένας κι ένας βλ. ένας, μία/μια, ένα, έτσι και βλ. έτσι, κάθε ... και ... βλ. κάθε, και βέβαια βλ. βέβαια, και δεν συμμαζεύεται βλ. συμμαζεύω, και δη βλ. δη, και καλά βλ. καλά, και κάτι βλ. κάτι, και λοιπά (κ.λπ.)/και τα λοιπά (κ.τ.λ.) βλ. λοιπός, και λοιπόν; βλ. λοιπόν, και μάλιστα βλ. μάλιστα, και μόνο βλ. μόνο, και να βλ. να1, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς), και όχι μόνο βλ. μόνο, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και πού 'σαι βλ. πού, και τα όμοια βλ. όμοιος, και τι δεν ...! βλ. τι, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, και τι να δω! βλ. βλέπω, και τι στον κόσμο! βλ. κόσμος, και το ρωτάς; βλ. ρωτώ, και του πουλιού το γάλα βλ. γάλα, και/κι ας βλ. ας, και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, κι εσύ (τέκνον) Βρούτε; βλ. Βρούτος, λες κ(α)ι βλ. λέω, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, ό,τι κι ό,τι βλ. ό,τι, όλα κι όλα! βλ. όλος, όποιος κι όποιος βλ. όποιος, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, πες το κι έγινε βλ. λέω, τα ίδια και τα ίδια βλ. ίδιος2, το και το βλ. αυτός [< αρχ. καί, μεσν. κι]

καλά

καλάκα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

κατακόρυφος

κατακόρυφος, η/ος, ο κα-τα-κό-ρυ-φος επίθ. 1. ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που σχηματίζει ορθή γωνία με οριζόντιο επίπεδο και έχει κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: ~ος: αγωγός/άξονας/προσανατολισμός/σωλήνας/τοίχος. ~η: απόσταση/βολή/γωνία/διάταξη/διεύθυνση/δύναμη/επιφάνεια/μετατόπιση/πίεση/προβολή/ροή/στήλη. ~ο: ρήγμα. Ισορροπία σε ~η θέση. Πβ. κάθετος. ΑΝΤ. οριζόντιος (1) 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται ξαφνικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~η: άνοδος (των τιμών)/κάμψη/μεταβολή/πτώση (των πωλήσεων). Πβ. δραματ-, ριζ-ικός. ΣΥΝ. κάθετος (2) ● Ουσ.: κατακόρυφο (το): ΑΣΤΡΟΝ. το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας, στο οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο του τόπου., κατακόρυφος & (σπάν.) κατακόρυφη (η) 1. ΓΕΩΜ. ενν. γραμμή: διανυσµατική διαφορά της ~ου και της καθέτου. Σώματα που βρίσκονται στην ίδια ~ο. 2. ΓΥΜΝ. (ενν. στάση του σώματος) άσκηση κατά την οποία ο αθλούμενος, στηριζόμενος στα χέρια, σηκώνει τα πόδια τεντωμένα προς τα πάνω. 3. ΑΣΤΡΟΝ. κάθετη προς τον ορίζοντα νοητή γραμμή της ουράνιας σφαίρας, η οποία διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. ● επίρρ.: κατακόρυφα ● ΣΥΜΠΛ.: κατακόρυφος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. η κατακόρυφος. ● ΦΡ.: στο κατακόρυφο (μτφ.): στο ύψιστο σημείο, στο αποκορύφωμα: Η αγωνία βρίσκεται/ήταν/έφθασε ~ ~. Πβ. απόγειο, ζενίθ. [< γαλλ. vertical]

λίκρα

λίκραλί-κρα ουσ. (ουδ. + θηλ.) {άκλ.}: συνθετικό ελαστικό γυαλιστερό ύφασμα για εφαρμοστά ρούχα: κολάν/μαγιό από ~.|| (ως επίθ.) ~ κορμάκι. Μπλούζα ~. Βλ. ελαστάνη, νάιλον. [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. Lycra, 1958, γαλλ. ~, 1960]

μάλαμα

μάλαμαμά-λα-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.) άνθρωπος με πολύ καλό χαρακτήρα: (σε παραθετικά σύνθ.) παιδί ~. Έχει καρδιά ~. ΣΥΝ. χρυσός (8) 2. (παρωχ.) χρυσάφι και κατ' επέκτ. πολύτιμο μέταλλο· (συνεκδ. στον πληθ.) αντικείμενα κατασκευασμένα από αυτό. ● ΦΡ.: είναι ένα κομμάτι μάλαμα: έχει εξαιρετικό ήθος., να ..., να μάλαμα! (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο αναξιόπιστο: Να παιδί/φίλος, ~ ~! [< μεσν. μάλαμα]

μαριόλης

μαριόλης, α, ικο μα-ριό-λης επίθ./ουσ. {σπάν. -ηδες, συνήθ. στο θηλ.} & μαργιόλης (λαϊκό): ναζιάρης, παιχνιδιάρης, πονηρός, κατεργάρης: ~α: γυναίκα. ~ικο: βλέμμα/χαμόγελο. ~ικα: μάτια.|| (ως ουσ.) Με τα καμώματά της με κατάφερε πάλι η ~α! Πβ. τσαχπίνης. ● επίρρ.: μαργιόλικα [< μεσν. μαριόλος < βεν. mariol]

ναός

ναόςνα-ός ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) εκκλησία: βυζαντινός/γοτθικός/καθολικός/μοναστηριακός (βλ. καθολικό)/ορθόδοξος ~. Ενοριακός/Κοιμητηριακός/Μητροπολιτικός Ναός (Αγίου ...). Επιβλητικός/μεγαλοπρεπής/περικαλλής ~. Ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως. Αγιογράφηση/ανακαίνιση/ανέγερση ναού. Το μυστήριο θα τελεστεί στον Ιερό Ναό (ΙΝ) ... Πβ. ευκτήριος οίκος, ο οίκος (του) Θεού. Βλ. εφημέριος, νεωκόρος.|| (ΑΡΧΙΤ.) Μονόχωρος/περίκεντρος/τρίκλιτος/τρίκογχος ~. Άγιο Βήμα, κυρίως ~, νάρθηκας. Βλ. άδυτο, βασιλική, ιερό, κυριακό, μετόχι, παρεκκλήσι, πεσσός, πρόναος, πυλώνας, τρούλος. 2. οικοδόμημα προορισμένο για την τέλεση θρησκευτικής λατρείας: βουδιστικός (= παγόδα)/εβραϊκός (= συναγωγή)/μουσουλμανικός (= τζαμί)/χριστιανικός ~. Πβ. τέμενος.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαίος (ελληνικός)/ρωμαϊκός ~. Αρχαϊκός/ελληνιστικός/κλασικός ~. Περίπτερος ~. Αναστηλωμένος/καλά διατηρημένος ~. ~ δωρικού/ιωνικού ρυθμού. ~ του 5ου αι. π.Χ. Ο ~ της Αθηνάς Νίκης/του Ποσειδώνα. ~ αφιερωμένος στον ... Τα ερείπια ενός ναού. Βλ. αέτωμα, θριγκός, κίονας, κρηπίδα, πρόδομος, πρόπυλο, σηκός. 3. (κ. με κεφαλ. Ν, μτφ.) κτίριο ή ίδρυμα που θεωρείται ότι προστατεύει ένα υψηλό ιδανικό ή συνδέεται κατεξοχήν με την άσκηση κάποιας δραστηριότητας: ~ της γνώσης/σοφίας (: πανεπιστήμιο, βιβλιοθήκη). ~ της Τέχνης (: μουσείο, πολιτιστικό κέντρο). Ο ~ της Δημοκρατίας (= η Βουλή).|| ~ του ποδοσφαίρου (= γήπεδο)/χρήματος (= το χρηματιστήριο). ~ του τζόγου/της τύχης (= το καζίνο). (ειρων.) Ναοί της κατανάλωσης (= εμπορικά κέντρα). ● Υποκ.: ναΐσκος (ο): κυρ. στη σημ. 2., ναΰδριο (το) & (σπάν.) ναΐδιο: κυρ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: δρομικός ναός βλ. δρομικός, καθεδρικός (ναός) βλ. καθεδρικός, κτητορικός ναός βλ. κτητορικός, ο ναός της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος βλ. δικαιοσύνη, σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός βλ. σταυροειδής, τρισυπόστατη εκκλησία βλ. τρισυπόστατος [< αρχ. ναός, γαλλ. temple 1: μτγν. ~]

νέι

νέινέ-ι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & νάι: ΜΟΥΣ. αυλός από καλάμι, ο οποίος παίζεται πλάγια, παράγοντας πλούσιο ήχο· ιδιαίτερα διαδεδομένο πνευστό όργανο στην τουρκική, περσική και αραβική μουσική. [< τουρκ. ney]

ο

ο1. (πρόφ. όμικρον) το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ο). ~ μικρό (ο). Πβ. όμικρον. Βλ. δίφθογγος, φωνήεν. 2. (πρόφ. όμικρον) εβδομηκοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική· εβδομήντα: (συνήθ. με τόνο ο΄/Ο΄) Εδάφιο ~.|| Η μετάφραση των ~ (= Εβδομήκοντα). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ο ή ,ο:) εβδομήντα χιλιάδες. [< αρχ. Ο, μεσν. ο]

ου

ου[οὐ] μόρ. (αρν.) (αρχαιοπρ.): στις ● ΦΡ.: (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον: για να δηλωθούν τα αρνητικά συνεπακόλουθα των γηρατειών: Αν ξεχνάω και κανέναν, συγγνώμη· ~ ~., ναι ή ου;: ναι ή όχι: Συμφωνείς, ~ ~;|| Τελικά θα έρθεις, ~ ~;, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, ου μπλέξεις! βλ. μπλέκω [< αρχ. οὐ]

σίξτις

σίξτιςσίξ-τις ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} (συνήθ. γράφεται 60s, κυρ. νεαν. αργκό): η δεκαετία του 1960: συγκροτήματα/τραγούδια από τα ~. Η γενιά/τα κινήματα των "~".|| (σπάν. ως επίθ.) ~ ποπ. Βλ. σέβεντις, έιτις, νάιντις. [< αγγλ. sixties]

φίλιππος

φίλιππος, η, ο φί-λιπ-πος επίθ./ουσ. (σπάν.-λόγ.): (για πρόσ.) που αγαπά τα άλογα, την ιππασία ή τους ιππικούς αγώνες: το ~ο κοινό. [< αρχ. φίλιππος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.