Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 172 εγγραφές  [0-20]


  • -στάτης {-στατών} (λόγ.) επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. σημείο στερέωσης, τοποθέτησης: βιβλιο~/κηρο~/φανο~. 2. όργανο, εξάρτημα ή διακόπτη που ρυθμίζει τη λειτουργία συσκευής: θερμο~/κρυο~/υδρο~. (ΗΛΕΚΤΡ.) Ροο~. 3. το άτομο που στέκεται κοντά σε κάτι ή κάποιον: παρα~.|| (μτφ.) Συμπαρα~.
  • άεργος , η/ος, ο [ἄεργος] ά-ερ-γος επίθ. 1. (λόγ.) που απέχει συνειδητά από κάθε εργασία, επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν παράγει έργο: Είναι ~ και συντηρείται από την οικογένειά του. Πβ. ανεπάγγελτος, αργόσχολος, τεμπέλης. 2. ΗΛΕΚΤΡ. που δεν μπορεί να παράγει έργο: ~η/ος: αντίσταση/ενέργεια/ισχύς. ~ο: ρεύμα. Βλ. ενεργός. [< 1: μτγν. ἄεργος 2: αγγλ. reactive]
  • αλέ-ρετούρ [ἀλέ-ρετούρ] α-λέ ρε-τούρ επίρρ. & αλερετούρ 1. μετάβαση και επιστροφή, μετ' επιστροφής: Η απόσταση/διαδρομή ~ είναι δέκα χλμ. Πβ. πήγαινε-έλα.|| (ως επίθ.) Εισιτήριο ~. 2. (κατ' επέκτ.-ως επίθ.) για οτιδήποτε χαρακτηρίζεται από διπλή κατεύθυνση (προς ένα σημείο και επιστροφή από αυτό): (ΗΛΕΚΤΡ.) διακόπτης ~ (: διπλός ή εναλλαγής, καθένας από τους οποίους ανάβει τον ίδιο λαμπτήρα).|| Αυτόματη πόρτα με δυνατότητα ~ λειτουργίας (: παλινδρομική, ανοίγει και προς τις δύο διευθύνσεις). [< γαλλ. aller-retour]
  • αλλαγή [ἀλλαγή] αλ-λα-γή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία τροποποιείται κάτι, παίρνει διαφορετική μορφή: αισθητή/γλωσσική/ριζική/τεχνολογική ~. ~ δεδομένων/εποχής/ηγεσίας/καιρού/(διεύθυνσης) κατοικίας/παραστάσεων/(σχολικού) περιβάλλοντος/πορείας/στοιχείων/συμπεριφοράς/σχεδίων/ταχύτητας/του χρόνου (στις 12 τα μεσάνυχτα κάθε 1η Ιανουαρίου)/χρώματος/ώρας. Παρατηρείται ~ στην εμφάνιση/λειτουργία/στον τρόπο σκέψης. Έχω ανάγκη από μια ~ (στη ζωή μου). Πνέει άνεμος ~ής. Απότομες/γενετικές/έντονες/κοσμογονικές/ορμονικές ~ές. ~ές προς το καλύτερο/χειρότερο. Παρατηρώ ~ές πάνω σου. Επιφέρω/κάνω ~ές. Μου αρέσουν οι ~ές. ~ή που εμφανίζεται/επέρχεται/προκαλείται. Δεν υπάρχουν περιθώρια ~ών. Πβ. μετα-βολή, -μόρφωση, -σχηματισμός, -τροπή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμματοσειράς/γραμμής/παραγράφου. Αποθήκευση ~ών.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές φάσης. Βλ. εξ~, παρ~. 2. αντικατάσταση: ~ βάρδιας/λάμπας/μπαταρίας/νερού/προσωπικού/χώματος (σε γλάστρα). ~ στα λάδια/λάστιχα (οχήματος). Σύστημα ~ής ταχυτήτων (στο αυτοκίνητο). Βλ. άλλαγμα.|| ~ ρούχων/συσκευής (: επιστροφή προϊόντος στο κατάστημα από το οποίο αγοράστηκε με σκοπό την αντικατάστασή του από άλλο ή την επιστροφή των χρημάτων). Έχω δικαίωμα/δυνατότητα ~ής.|| (ΑΘΛ.) ~ές παικτών. Ο προπονητής τον έκανε ~ στο ημίχρονο (: τον αντικατέστησε).|| (ΙΑΤΡ.) Κάνω ~ (: καθαρισμό, για πληγή, τραύμα). 3. ανταλλαγή: ~ συναλλάγματος (σε τράπεζα, ανταλλακτήριο). Πβ. συν~.αλλαγές (οι): ανακατατάξεις, μεταρρυθμίσεις: βελτιωτικές/διαρθρωτικές/διοικητικές/δομικές/εκπαιδευτικές/κοινωνικές/οργανωτικές/πολιτικές/ραγδαίες/σαρωτικές/τεκτονικές ~. ~ της νομοθεσίας. ~ στο δίκτυο/στην επιχείρηση/σε οργανισμούς. Τάσσομαι κατά/υπέρ των ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή φρουράς 1. (μτφ.) αντικατάσταση προσώπου που κατέχει μια (υψηλόβαθμη) θέση από άλλο: ~ ~ στην ηγεσία (του κόμματος)/στην Προεδρία/στο Υπουργείο. Πβ. αλλαγή σκυτάλης. 2. ΣΤΡΑΤ. η εναλλαγή σε τακτά χρονικά διαστήματα ένοπλων στρατιωτών, στους οποίους έχει ανατεθεί η φρούρηση ορισμένων χώρων ή και προσώπων: (επίσημη) ~ ~ (μπροστά) στο Προεδρικό Μέγαρο/στον Άγνωστο Στρατιώτη., αλλαγή φύλου: μεταβολή (με εγχείρηση ή ορμονοθεραπεία) των φυσικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν το φύλο ενός ατόμου με σκοπό τη μορφολογική τους ταύτιση με αυτά του αντίθετου φύλου. Βλ. τρανσέξουαλ. [< αγγλ. sex change, 1946] , αλλαγή παραδείγματος βλ. παράδειγμα, αλλαγή πλεύσης/πορείας βλ. πλεύση, αλλαγή σκυτάλης βλ. σκυτάλη, αλλαγή τοπίου βλ. τοπίο, δεκανέας αλλαγής βλ. δεκανέας, κλιματική αλλαγή βλ. κλιματικός ● ΦΡ.: (έτσι,) για αλλαγή (προφ.): για να αλλάξω εικόνες, παραστάσεις, για να βιώσω κάτι διαφορετικό: Φέτος, ~ ~, θα πάμε αλλού διακοπές., μπήκε αλλαγή (προφ., για παίκτη): αντικατέστησε συναθλητή του κατά τη διάρκεια αγώνα: ~ ~ στη θέση του ... [< αρχ. ἀλλαγή, γαλλ. changement, αγγλ. change]
  • αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]
  • αναμονή [ἀναμονή] α-να-μο-νή ουσ. (θηλ.) 1. χρονικό διάστημα που περνά κάποιος περιμένοντας κάτι: ατελείωτη/εκνευριστική/μακρά/μάταιη/πολύωρη ~. ~ μέχρι το μεσημέρι. Ουρά/χρόνος ~ής. Μας κούρασε η ~. Μεγάλες ~ές για την έναρξη της ιατρικής ειδικότητας. 2. τηλεφωνική υπηρεσία κατά την οποία γίνεται κράτηση κλήσης, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη: Η κλήση σας είναι σε ~.|| (μτφ.) Με έχει στην ~ (= στο περίμενε)! 3. προσδοκία: ~ές και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Πβ. προσμονή. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (επιστ.) υποδομή για επικείμενη εγκατάσταση: (ΑΡΧΙΤ.) ~ές θεμελίων/οπλισμών/υποστυλωμάτων (= μεταλλικές ράβδοι).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές για ηλεκτρικές συσκευές. Τοποθέτηση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα αναμονής & χώρος αναμονής: δωμάτιο, χώρος με καθίσματα όπου περιμένει κάποιος συνήθ. τη σειρά του μέχρι να εξυπηρετηθεί: ~ ~ αεροδρομίου/σιδηροδρομικού σταθμού. ~ ~ επιβατών. Πβ. αναχωρήσεις.|| ~ ~ ιατρείου/νοσοκομείου. Βλ. λόμπι, ρεσεψιόν. [< αγγλ. waiting room] , λίστα αναμονής: κατάλογος προσώπων που περιμένουν με σειρά προτεραιότητας να εξασφαλίσουν θέση, συνήθ. σε αεροπορικές πτήσεις, πλοία και νοσοκομεία: Βρίσκομαι/γράφομαι/μπαίνω σε ~ ~. Σε ~ ~ για τη λήψη μοσχεύματος. [< αγγλ. waiting list] , αναμονή κλήσης βλ. κλήση ● ΦΡ.: εν/σε αναμονή (συνήθ. + γεν.): περιμένοντας να συμβεί κάτι: ~ ~ των εξελίξεων! Βρισκόμαστε/είμαστε ~ ~ των αποτελεσμάτων/για τα αποτελέσματα.|| Κρατώ κάποιον σε ~., τηρώ/κρατώ στάση αναμονής: περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, προκειμένου να δράσω αναλόγως: Τηρεί ~ ~ μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση. Κρατά ~ ~ όσον αφορά τα νέα μέτρα. [< μτγν. ἀναμονή, γαλλ. attente]
  • ανοδικός , ή, ό [ἀνοδικός] α-νο-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. καθοδικός 1. (μτφ.) που σημειώνει πρόοδο ή αύξηση: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: κύκλος (των επιτοκίων). ~ή: κίνηση (του χρυσού)/συνεδρίαση (του χρηματιστηρίου). ~ό: άνοιγμα (στις διεθνείς αγορές). ~ές: μετοχές/πιέσεις/τάσεις. Η εταιρεία έχει ~ή πορεία στον τομέα των πωλήσεων. Σε ~ή τροχιά οι τιμές ... Με ~ούς ρυθμούς κινείται η αγορά. Πβ. αυξητικός.|| ~ή: καριέρα. 2. που έχει κατεύθυνση, κίνηση προς τα πάνω: ~ός: αέρας. Πβ. ανιών. ΑΝΤ. κατιών. 3. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την άνοδο: ~ή: οξείδωση/ροή. ~ό: ρεύμα. ● επίρρ.: ανοδικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ανοδική προστασία: ΗΛΕΚΤΡ. -ΧΗΜ. τεχνική μείωσης του ρυθμού οξείδωσης μετάλλου που εισάγεται ως άνοδος με εφαρμογή ηλεκτρικού δυναμικού: ~ ~ με ράβδο μαγνησίου. Βλ. καθοδική προστασία. [< 1,2: γαλλ. ascendant 3: γαλλ. anodique, αγγλ. anodic]
  • ανοιχτός , ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]
  • ανορθώνω [ἀνορθώνω] α-νορ-θώ-νω ρ. (μτβ.) {ανόρθω-σε, ανορθώ-θηκε, -μένος, ανορθών-οντας} 1. (μτφ.) αποκαθιστώ, βελτιώνω: (για μέρος του σώματος που έχει χαλαρώσει:) Κρέμα/προϊόν που ~ει τους γλουτούς/το δέρμα.|| Προσπάθειες για να ~θεί η οικονομία. Η νίκη τούς ~σε ηθικά (= αναπτέρωσε το ηθικό τους). 2. ΗΛΕΚΤΡ. μετατρέπω την εναλλασσόμενη τάση του ρεύματος σε συνεχή. 3. (σπάν.-λόγ.) σηκώνω κάτι όρθιο. 4. (σπάν.-λόγ.) ανοικοδομώ, αναστηλώνω: ~σαν τον ναό. ● ΦΡ.: υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου βλ. ανάστημα [< αρχ. ἀνορθῶ, μεσν. ανορθώνω]
  • ανόρθωση [ἀνόρθωση] α-νόρ-θω-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) βελτίωση, αποκατάσταση: κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~ μιας χώρας. Τομέας που μπορεί να συμβάλει στην ~ της οικονομίας. Προσπάθειες ~ης της βιομηχανίας. ~ του ηθικού (πβ. τόνωση). (ΝΟΜ.) ~ της ζημίας (πβ. επ~).|| (ΙΑΤΡ., για μέρος του σώματος που έχει χάσει τη σφριγηλότητά του:) Επέμβαση ~ης στήθους (= μαστοπηξία, βλ. σύσφιξη). ~ επιδερμίδας/προσώπου (βλ. λίφτινγκ, ρυτιδεκτομή). Βλ. πλαστική χειρουργική. 2. ΗΛΕΚΤΡ. μετατροπή της εναλλασσόμενης τάσης του ρεύματος σε συνεχή. 3. (σπάν.-λόγ.) έγερση: ~ του κορμού από την ύπτια θέση. 4. (σπάν.-λόγ.) ανοικοδόμηση, αναστήλωση: ~ των ερειπίων/της Μονής. [< 1,3,4: μτγν. ἀνόρθωσις 2: γαλλ. redressement]
  • ανορθωτής [ἀνορθωτής] α-νορ-θω-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΗΛΕΚΤΡ. διάταξη η οποία μετατρέπει την εναλλασσόμενη τάση του ρεύματος σε συνεχή: τριφασικοί ~ές. Μετασχηματιστές-~ές. Βλ. δίοδος.|| (σπάν. θηλ. επίθ.) Ανορθώτρια λυχνία. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός που επαναφέρει κάτι σε όρθια θέση: (σε τηλεσκόπιο) ~ ειδώλου. 3. (σπάν.-μτφ.) πρόσωπο που αποκαθιστά με το έργο του ένα σύστημα, θεσμό: ~ της δημοκρατίας/κοινωνίας. Πβ. αναμορφωτής. [< 1: γαλλ. redresseur 2: αγγλ. rectifier 3: μτγν. ἀνορθωτής]
  • ανορθωτικός , ή, ό [ἀνορθωτικός] α-νορ-θω-τι-κός επίθ.: που ανορθώνει: (μτφ.) ~ή: κρέμα.|| ~ή: πορεία/προσπάθεια. ~ό: έργο/πρόγραμμα.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ή: γέφυρα/διάταξη. ~ά: κυκλώματα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: φακός (: σε τηλεσκόπιο για την επαναφορά του αντεστραμμένου ειδώλου). [< μεσν. ανορθωτικός, γαλλ. redresseur]
  • αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]
  • αντιστάτης [ἀντιστάτης] α-ντι-στά-της ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή με ηλεκτρική αντίσταση που χρησιμοποιείται σε ένα κύκλωμα για τη ρύθμιση της λειτουργίας του: (μη) γραμμικός/μεταβλητός ~. ~ συνδεδεμένος παράλληλα/σε σειρά. Συνδεσμολογία ~ών. Βλ. πηνίο, πυκνωτής, -στάτης. [< μτγν. ἀντιστάτης 'αντίπαλος, εχθρός', αγγλ. resistor, 1905]
  • αντίστροφος , η, ο [ἀντίστροφος] α-ντί-στρο-φος επίθ.: που έχει την ακριβώς αντίθετη φορά, διάταξη, σημασία: ~ος: σχεδιασμός. ~η: δημοπρασία (: κατά την οποία γίνονται προσφορές από υποψήφιους πελάτες)/διαδικασία/εικόνα/(ΟΙΚΟΝ.) εφοδιαστική αλυσίδα/κίνηση (τροχού)/μετάφραση (: από φυσική γλώσσα σε ξένη ή νεκρή)/(ΗΛΕΚΤΡ.) πόλωση/πορεία/προοπτική/σειρά/σχέση/φορά. ~ο: ερώτημα/πρόβλημα/ρεύμα. Πβ. ανάστροφος, ανεστραμμένος.|| (ΜΑΘ.) ~ος: μετασχηματισμός. ~η: εξίσωση/συνάρτηση. ~α: σημεία/στοιχεία. Βλ. αντίθετος, -στροφος. ● Ουσ.: αντίστροφο (το): αντίθετη έννοια, κατάσταση λόγω σειράς, σημασίας: Ισχύει/συμβαίνει το (ακριβώς) ~ (= ανάποδο). Η ακτινοβολία μετατρέπεται σε ύλη και το ~. ● επίρρ.: αντίστροφα & (λόγ.) αντιστρόφως: Μετρώ ~. Κάθε μέρα πηγαίνει Αθήνα-Πάτρα και ~ (πβ. και τ' ανάπαλιν). ● ΣΥΜΠΛ.: αντίστροφη μεταγραφή: ΒΙΟΛ. διαδικασία σύνθεσης μονόκλωνου DNA από RNA, με τη βοήθεια του ενζύμου αντίστροφη μεταγραφάση, η οποία συμβαίνει μόνο κατά τον πολλαπλασιασμό των ρετροϊών. [< αγγλ. reverse transcription, 1971] , αντίστροφη μέτρηση 1. (μτφ.) για σύντομο χρονικό διάστημα που προηγείται της έναρξης γεγονότος ή της λήξης προθεσμίας και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη εντατικοποίηση των ρυθμών προετοιμασίας: Ξεκίνησε η ~ ~ για το μεγάλο ραντεβού της εθνικής ομάδας ανδρών. Πβ. η αρχή του τέλους, ώρα μηδέν. 2. μέτρηση από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους αριθμούς και κυρ. προς το μηδέν: Άρχισε η ~ ~ για την εκτόξευση του πυραύλου. [< αγγλ. countdown, 1953] , αντίστροφη μηχανική & (σπάν.) ανάστροφη μηχανική: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία με την οποία ένα σύστημα αναλύεται, ώστε να βρεθούν τα δομικά στοιχεία του και οι μεταξύ τους σχέσεις. [< αγγλ. reverse engineering] , αντίστροφη όσμωση: ΧΗΜ. διέλευση γλυκού, καθαρού νερού μέσα από ημιπερατή συνθετική μεμβράνη, όταν ασκηθεί (υψηλή) πίεση από την πλευρά πυκνότερου διαλύματος, όπως θαλασσινού ή υφάλμυρου νερού, και η αντίστοιχη μέθοδος: αφαλάτωση/δημιουργία (πόσιμου ή αρδευτικού) νερού με ~ ~. Μονάδες/(οικιακά) συστήματα/φίλτρα ~ης ~ης. Βλ. απιονισμός, αποσκλήρυνση, φίλτρανση. [< αγγλ. reverse osmosis, 1955] , αντίστροφο λεξικό: στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται βάσει της αντίστροφης αλφαβητικής σειράς, ξεκινώντας δηλ. από το τελικό γράμμα., αντίστροφοι αριθμοί: ΜΑΘ. που το γινόμενό τους είναι η μονάδα (1)., αντίστροφος πίνακας & (σπάν.) ανάστροφος πίνακας: ΜΑΘ. πίνακας που προκύπτει από την αντικατάσταση των γραμμών με τις στήλες και των στηλών με τις γραμμές., Αντίστροφη Γενετική βλ. γενετική, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος [< αρχ. ἀντίστροφος, γαλλ. inverse]
  • αποζεύκτης [ἀποζεύκτης] α-πο-ζεύ-κτης ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. μηχανισμός απόζευξης, διακόπτης ισχύος: μονοπολικός/τριπολικός ~. ~ες αέρα/κυκλώματος. Βλ. αλεξικέραυνο. [< αγγλ. disconnector]
  • απόζευξη [ἀπόζευξη] α-πό-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ζεύξη 1. ΗΛΕΚΤΡ. διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με αποσύνδεση κυκλώματος, για λόγους ασφαλείας: άμεση/αυτόματη ~. Διακόπτης/διάταξη/πυκνωτής ~ης. Πηνίο ~ης για προστασία από βραχυκύκλωμα. Βλ. γείωση. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. απομόνωση κινητήριων μηχανών ή οχημάτων: ~ βαγονιών/συρμού. Πβ. απεμπλοκή. [< μτγν. ἀπόζευξις ‘λυσιμο από το ζυγό’, γαλλ. découplage, περ. 1950]
  • αποκοπή [ἀποκοπή] α-πο-κο-πή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. απομάκρυνση, αφαίρεση τμήματος από το σώμα στο οποίο ανήκει: ~ δαχτύλου/μέλους. Μαρασμός και ~ φύλλων. Φωτογραφικό χαρτί με άκρο ~ής. Πβ. κοπή, κόψιμο.|| (ΜΑΘ.) ~ δεκαδικών ψηφίων. Σφάλμα ~ής (: γίνεται όταν μια πιο σύνθετη μαθηματική έκφραση αντικαθίσταται από μία απλούστερη). Βλ. στρογγυλοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ., εντολή απόσπασης επιλεγμένου τμήματος από την αρχική του θέση:) ~ αρχείου/κειμένου/στηλών. Κάνω (κλικ στο κουμπί) "~". Πβ. κατ. Βλ. αντι-, δια-γραφή, επικόλληση. 2. διακοπή, σταμάτημα· απομάκρυνση, απομόνωση: ~ της επικοινωνίας (περιοχών)/της κυκλοφορίας.|| (Βίαιη/πλήρης) ~ του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. ~ από την κοινωνία/την παράδοση/το παρελθόν/την πραγματικότητα/τις ρίζες.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ φορτίου (βλ. διακοπή ρεύματος). Φίλτρα ~ής (θορύβου/συχνοτήτων). 3. ΟΙΚΟΝ. αφαίρεση, περικοπή: (για μετοχές) ~ δικαιώματος (: παύει να ισχύει)/μερίσματος. Υποχρεωτικές/χρηματικές ~ές (π.χ. από τον μισθό για ασφαλιστικό ταμείο, αποζημίωση, αποπληρωμή δανείου· πβ. παρακράτηση). 4. ΓΡΑΜΜ. σίγηση του τελικού φωνήεντος μίας λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο της επόμενης: Η πρόθεση "από" παθαίνει ~ (απ' το). Βλ. αφαίρεση, έκθλιψη. ● ΦΡ.: κατ' αποκοπή(ν): με προσδιορισμό εκ των προτέρων της αμοιβής για ένα έργο ή της τιμής για μια ποσότητα αγαθών: ~ ~ τίμημα. Εργασία/πληρωμή ~ ~. Καταβολή ~ ~ ποσού ΦΠΑ. Μηνιαία, περιοδική ή ~ ~ αποζημίωση.|| (μτφ.) Παίρνω κάτι ~ ~ (: ασχολούμαι αποκλειστικά μαζί του). [< αρχ. ἀποκοπή, αγγλ. cut 4: μτγν. ἀποκοπή]
  • αποφόρτιση [ἀποφόρτιση] α-πο-φόρ-τι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΗΛΕΚΤΡ. κατανάλωση όλου του ηλεκτρικού φορτίου συσκευής, με αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουργίας της: ολική/πλήρης ~ (της μπαταρίας) του κινητού/του φορητού υπολογιστή. Μερική ~ του μετασχηματιστή. ~ ηλεκτροδίου. Ηλεκτροστατικές ~ίσεις. Πβ. άδειασμα, εκφόρτιση. Βλ. επαναφόρτιση. ΑΝΤ. φόρτιση (1) 2. (μτφ.) εκτόνωση: ψυχική ~. ~ από το άγχος. Ανάπαυση/ξεκούραση και ~.|| (ΑΘΛ.) Πρόγραμμα ~ης (: χαλάρωσης).|| ~ του κλίματος/της πίεσης (ΑΝΤ. όξυνση). Κυκλοφοριακή ~ (π.χ. του κέντρου της πόλης). Πβ. αποσυμπίεση. [< γαλλ. décharge]
  • ασύγχρονος , η, ο [ἀσύγχρονος] α-σύγ-χρο-νος επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. για κυκλώματα ή συσκευές που λειτουργούν με εναλλασσόμενη τάση και η συχνότητα της λειτουργίας τους δεν είναι ανάλογη της συχνότητας της τάσης: ~η: γεννήτρια. ~οι: μετρητές. ~ες: μηχανές. Τριφασικός ~ κινητήρας. 2. ασυγχρόνιστος: ~η: ανάπτυξη. ~οι: υπότιτλοι. Βλ. -χρονος. ● επίρρ.: ασύγχρονα ● ΣΥΜΠΛ.: ασύγχρονη επικοινωνία: ΔΙΑΔΙΚΤ. έμμεση επικοινωνία στην οποία οι συνομιλητές δεν είναι κατ' ανάγκην ταυτόχρονα συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο: διαπροσωπική/μαζική/τοπική ~ ~. ~ ~ μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. ΑΝΤ. σύγχρονη επικοινωνία [< αγγλ. asynchronous communication] , ασύγχρονη λειτουργία: ΠΛΗΡΟΦ. τρόπος λειτουργίας κατά τον οποίον μια εργασία αρχίζει, αφού έχει ολοκληρωθεί μια προγενέστερη: ~ ~ πελάτη και σέρβερ. [< αγγλ. asynchronous mode/operation] , ασύγχρονη μετάδοση: ΠΛΗΡΟΦ. για δεδομένα που στέλνονται μόνο αφού έχουν γίνει διαθέσιμα. [< αγγλ. asynchronous transmission] , ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση [< γαλλ. asynchrone, 1905, αγγλ. asynchronous]

αγκάλη

αγκάλη [ἀγκάλη] α-γκά-λη ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αγκαλιά, κόρφος, στήθος και κατ' επέκτ. θαλπωρή, στοργή: ζεστή/πλατιά/τρυφερή ~. Έγειρε/έπεσε στην ~ του. Τον βάσταξε/δέχτηκε στην ~ της. Άνοιξε την ~ σου. Έλα στην ~ μου. Βρήκε παρηγοριά στην ~ της οικογένειάς του.|| (μτφ.) Η ~ της γης/του Θεού. Ξανάγινε δεκτός στις ~ες της πατρίδας του. 2. (μτφ.-λογοτ.) μικρός κόλπος ή όρμος: Η βαρκούλα έστριψε στη γραφική ~. ● ΦΡ.: με ανοιχτές αγκάλες: με μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση και προθυμία: Μας περίμεναν/υποδέχτηκαν ~ ~ (: εγκάρδια, ζεστά). [< γαλλ. à bras ouverts] , αφήνομαι/παραδίδομαι στην αγκαλιά/στις αγκάλες του Μορφέα βλ. Μορφέας [< αρχ. ἀγκάλη]

αγωγιμότητα

αγωγιμότητα [ἀγωγιμότητα] α-γω-γι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα ενός υλικού να μεταφέρει θερμότητα, ηλεκτρισμό ή άλλη μορφή ενέργειας: ακουστική/θερμική/μεγάλη/μικρή ~. ~ αερίων/ηλεκτρολυτών/στερεών/υγρών. Ζώνη/συντελεστής/τιμή ~ας. ~ες ιόντων/κυκλώματος. Βλ. αντίσταση, υπερ~, φωτο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική αγωγιμότητα βλ. ηλεκτρικός [< γαλλ. conductibilité]

ακρόαση

ακρόαση [ἀκρόαση] α-κρό-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως | -άσεις, -άσεων} 1. η ενέργεια του ακούω και ειδικότ. παρακολούθηση ομιλίας, εκπομπής: ατομική/διακριτική/ενεργητική/κριτική/μουσική ~. ~ ονλάιν. Κινητό τηλέφωνο ~ης χώρου. Γρήγορη ~ μηνυμάτων. ~ με ακουστικά. ~ ειδήσεων/μαθημάτων/ραδιοφωνικού σταθμού/τραγουδιών. Καλή ~! Πβ. άκουσμα. Βλ. λαθρ~, συν~. 2. υποδοχή κάποιου από επίσημο φορέα σε προκαθορισμένο χρόνο και συνήθ. κατόπιν αίτησης, προκειμένου να προβάλει το αίτημά του ή ειδικότ. τις ικανότητές του: Διοργανώνω/εξασφαλίζω/ζητώ ~. Περνώ από ~. Καλώ σε ~ (βλ. οντισιόν, συνέντευξη). Πηγαίνω/συμμετέχω σε (ανοιχτή) ~. Επιτροπή ~ης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε σε ~ τον/την ... 3. διαδικασία (δικαστηρίου, Αρχής, επιτροπής) κατά την οποία συγκεντρώνονται μαρτυρίες με στόχο τον προσδιορισμό ενός θέματος, ενός γεγονότος και τη λήψη απόφασης: Ημερομηνία διεξαγωγής της ~ης. Διενεργώ/διοργανώνω/πραγματοποιώ ~. Κλήθηκε σε ~ από το συμβούλιο, για να δώσει εξηγήσεις.|| (ΝΟΜ.) ~ μαρτύρων. Προκαταρκτική ~. ~ κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. ακροαματική διαδικασία. 4. ΙΑΤΡ. διάγνωση, με στηθοσκόπιο ή με γυμνό αυτί, της κατάστασης του οργανισμού από τους ήχους που παράγονται σε διάφορα όργανα του σώματος, κυρ. στη θωρακική ή κοιλιακή κοιλότητα: κλινική ~. ~ καρδιάς/πνευμόνων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή ακρόαση & ανοιχτή συνομιλία: λειτουργία του τηλεφώνου (συνήθ. του ενσύρματου) που επιτρέπει την επικοινωνία χωρίς χρήση ακουστικού με δυνατότητα συμμετοχής περισσότερων ατόμων στη συνομιλία: (Κινητό) τηλέφωνο με ~ ~. Τηλεδιάσκεψη μέσω τηλεφώνου με χρήση ~ής ~ης (= κλήση σύσκεψης)., δημόσια ακρόαση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. διαδικασία δημόσιου διαλόγου, όπου παρέχεται σε φορείς, πολίτες ή οργανωμένα σύνολα η δυνατότητα διατύπωσης απόψεων, επιχειρημάτων και εισηγήσεων σε σχέση με συγκεκριμένο αίτημά τους ή με γενικού ενδιαφέροντος θέμα: Διεξάγεται/κλήθηκε σε/παρίσταμαι σε ~ ~. Το Ευρωδικαστήριο θα κρίνει μετά από ~ ~. [< γαλλ. audience publique] , δικαίωμα ακρόασης: ΝΟΜ. δικαίωμα των διαδίκων να παραστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους με αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να τους λάβει υπόψη. ● ΦΡ.: ούτε φωνή ούτε ακρόαση (προφ.): για πρόσωπο ή φορέα που δεν δίνει σημεία ζωής· για κατάσταση, διαδικασία για την οποία δεν υπάρχει καμία ενημέρωση: Του τηλεφώνησα τρεις φορές, αλλά ~ ~. Από τον Γιώργο ~ ~. Εδώ και έναν μήνα ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκρόασις 2,3: γαλλ. audience 4: γαλλ. auscultation]

αλεξικέραυνο

αλεξικέραυνο [ἀλεξικέραυνο] α-λε-ξι-κέ-ραυ-νο ουσ. (ουδ.) 1. μηχανισμός προστασίας από κεραυνούς, αποτελούμενος συνήθ. από μία ή περισσότερες γειωμένες μεταλλικές ράβδους που τοποθετούνται στο υψηλότερο σημείο κτιρίου, πλοίου ή γέφυρας: Τα ~α δημιουργούν εύκολη δίοδο του κεραυνού προς τη γη. 2. (μτφ.) πρόσωπο που γίνεται αποδέκτης των συνεπειών μιας αρνητικής κατάστασης, χωρίς να ευθύνεται: επικοινωνιακό ~. ~ της λαϊκής οργής. Βλ. αποδιοπομπαίος τράγος. [< γαλλ. paratonnerre, βλ. και parafoudre]

άλλαγμα

άλλαγμα [ἄλλαγμα] άλ-λαγ-μα ουσ. (ουδ.): (προφ.) αλλαγή, αντικατάσταση: ~ λάμπας/ρουλεμάν/ρούχων. ~ πετσετών και σεντονιών. Τα λάστιχα έχουν φθαρεί και θέλουν ~.|| Το μωρό θέλει ~ (: καινούργια πάνα). [< μτγν. ἄλλαγμα ‘αποζημίωση, τιμή’]

ανάλογος

ανάλογος, η, ο [ἀνάλογος] α-νά-λο-γος επίθ.: που βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας με κάποιον/κάτι ή που διαμορφώνεται αντίστοιχα προς κάποιο άλλο ποσοτικό μέγεθος: ~η: ανταπόκριση/κατάσταση. ~α: προβλήματα. Με ~ο τρόπο. Αποδοχές ~ες με την εργασία. Για τη λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει ~ αγγλικός όρος. Εσύ τι θα έκανες σε ~η περίπτωση (= παρόμοια); Κάτι ~ο συνέβη και σ' εμένα. Για το καλοκαίρι υιοθετήστε και το ~ο στιλ (= κατάλληλο)! Πβ. σύμφωνος.|| Πίεση ~η του βάθους/με το ύψος. Πβ. αναλογικός. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. δυσανάλογος ● Ουσ.: ανάλογο (το) 1. οτιδήποτε παρουσιάζει αναλογία, αντιστοιχία με κάτι άλλο: Φαινόμενο που δεν έχει ~ό του σε όλον τον κόσμο (ΣΥΝ. όμοιο). 2. μερίδιο: Μην ανησυχείς, θα πάρεις το ~ό σου (από τα κέρδη). ● επίρρ.: ανάλογα & αναλόγως: Θα χρειαστώ δέκα με είκοσι λεπτά ~α με την κίνηση. Με έβρισε και του απάντησα ~ως.|| -Θα έρθεις το βράδυ; -~α με τη διάθεσή μου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται και το άλλο, αντίστοιχα: Στα ~ ~ οι λόγοι των τιμών τους είναι ίσοι.|| (μτφ.) Ποιότητα και τιμή είναι ~ ~ (: όσο πιο καλό είναι κάτι, τόσο πιο πολύ στοιχίζει· όσο πιο φθηνό, τόσο κατώτερης συνήθ. ποιότητας)., ανάλογοι αριθμοί: ΜΑΘ. ακολουθίες αριθμών με την ιδιότητα σταθερού λόγου (αναλογίας) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αριθμών της ίδιας τάξης., αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο και αντίστροφα., μέσος ανάλογος (δύο αριθμών): ΜΑΘ. ο β σε μία αναλογία της μορφής α/β = β/γ., σχήμα εξ αναλόγου: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στην παράλειψη λέξης ή φράσης ως ευκόλως εννοούμενης: λ.χ. Δεν πήγα, αν και ήθελα (ενν. να πάω). Πβ. έλλειψη. [< αρχ. ἀνάλογος, γαλλ. proportionnel, analogue]

ανάστημα

ανάστημα [ἀνάστημα] α-νά-στη-μα ουσ. (ουδ.) {αναστήμ-ατος | σπανιότ. -ατα} 1. ύψος του ανθρώπου: γιγαντιαίο/κανονικό/κοντό/πελώριο/χαμηλό/ψηλό ~. Μετρίου ~ατος. Πβ. μπόι.|| Περήφανο ~ (= κορμοστασιά, παράστημα). 2. (μτφ.) αξία, ικανότητες· (συνεκδ., κυρ. στον πληθ.) προσωπικότητες, φυσιογνωμίες: άτομο με επιστημονικό/παγκόσμιο/πνευματικό ~ (= κύρος). Προσωπικότητες του ~ατος (= του επιπέδου, της κλάσης) ενός ...|| Τα μεγάλα πολιτικά ~ατα ενός τόπου. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικό ανάστημα (μτφ.): ηθική ανωτερότητα, ψυχικό μεγαλείο: Δεν διαθέτει/δεν έχει το ~ ~ να μας ψέγει. Πβ. ακεραι-, εντιμ-ότητα, ήθος. ● ΦΡ.: σηκώνει/υψώνει ανάστημα (μτφ.-προφ.): συμπεριφέρεται με αλαζονεία ή υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με το παρελθόν. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη., υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου & ανορθώνω/δείχνω το ανάστημά μου (μτφ.): προβάλλω αντίσταση, αντιστέκομαι: Ο λαός ~σε ~ του (απέναντι/ενάντια) στους εισβολείς. Πβ. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι. [< 1: μτγν. ἀνάστημα, γαλλ. stature]

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.

αντίθετος

αντίθετος, η, ο [ἀντίθετος] α-ντί-θε-τος επίθ. 1. που διαφέρει εντελώς ως προς τη φύση του από κάποιον ή κάτι άλλο: ~η: συμπεριφορά. ~ο: πρόσημο/φύλο. ~οι: όροι. ~ες: έννοιες/λέξεις (= αντώνυμα, ΑΝΤ. συνώνυμα)/τάσεις. ~α: συμπεράσματα/συμφέροντα (= αντιτιθέμενα)/συναισθήματα/χρώματα. Πράξεις ~ες στις αρχές του (βλ. ανακόλουθος). Αποτελέσματα ~α από τα αναμενόμενα. Πβ. αντιθετ-, διαφορετ-ικός. ΑΝΤ. ίδιος. 2. που βρίσκεται σε διαφωνία, διάσταση με κάποια θέση: ~ος: ισχυρισμός. ~η: γνώμη/παράταξη. (ΦΙΛΟΣ.) ~ες: προτάσεις (: που δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα αληθείς). Απόψεις εκ διαμέτρου ~ες.|| (για πρόσ.) Είμαι κάθετα/κατηγορηματικά/ριζικά ~ με την/προς την απόφαση. Πβ. ενάντιος. ΑΝΤ. σύμφωνος.|| (κατ' επέκτ.) Η ~η πλευρά (= αντίπαλη). 3. ανάποδος, αντίρροπος, αντίστροφος: ~ος: άνεμος. ~η: κατεύθυνση/κίνηση/πορεία. (για οδηγό:) Πέρασε στο ~ο ρεύμα κυκλοφορίας.|| (μτφ.) Στο ~ο άκρο/στον ~ο πόλο (πβ. στον αντίποδα). ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί βλ. αριθμός, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: εκ διαμέτρου αντίθετος βλ. διάμετρος, σε/στην αντίθετη περίπτωση βλ. περίπτωση ● βλ. αντίθετα [< μτγν. ἀντίθετος]

αντιολισθητικός

αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]

απιονισμός

απιονισμός [ἀπιονισμός] α-πι-ο-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΧΗΜ. μέθοδος επεξεργασίας του νερού, που συνίσταται στην αφαίρεση ανιόντων και κατιόντων: ~ με ρητίνες. Αφαλάτωση, αποσκλήρυνση και ~. Βλ. απονιτροποίηση. ΑΝΤ. ιονισμός [< αγγλ. deionization]

αφαίρεση

αφαίρεση [ἀφαίρεση] α-φαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαιρώ: ~ των αυτοκόλλητων ταινιών/των επιδέσμων/ξένου σώματος/παραγράφου (= κατάργηση)/ύλης (= μείωση)/των φακών επαφής (ΑΝΤ. εφαρμογή, τοποθέτηση). Προσθήκη ή ~ αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ένα κτίριο.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπευτική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. Ολική ή μερική ~ του θυρεοειδούς. ~ αμυγδαλών/κύστης/μαστού (= μαστεκτομή)/όγκου (= ογκεκτομή). Έκανε ~ χολής (βλ. εγχείριση). Πβ. απόσπαση, βγάλσιμο. 2. ΜΑΘ. αριθμητική πράξη με την οποία υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ αριθμών, πινάκων (σύμβ. το -, «πλην, μείον»): ~ από μνήμης. Κάνω ~ (= αφαιρώ). Tο αποτέλεσμα της ~ης (= διαφορά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δαπανών/ποσού. Τα κέρδη της τράπεζας μετά την ~ των φόρων και πριν την ~ των ζημιών είναι ... Βλ. διαίρεση, πολλαπλασιασμός, προσθ~. ΑΝΤ. πρόσθεση (1) 3. στέρηση: ~ άδειας παραμονής/αρμοδιοτήτων/διαβατηρίου/διπλώματος/πινακίδων. Χρέωση με ~ μονάδων. Πβ. αποστέρηση. 4. κλοπή: ~ αρχαιοτήτων/κοσμημάτων/χρημάτων. Πβ. αρπαγή, ιδιοποίηση, κλέψιμο, υπεξαίρεση. 5. ΦΙΛΟΣ. διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, κατανόηση γενικών, αφηρημένων εννοιών: λογική/νοητική ~. Βλ. ανάλυση. 6. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. αφηρημένη τέχνη: γεωμετρική/λυρική/οπτική ~. 7. ΓΡΑΜΜ. αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο: Μου 'πε. [< 1,2,4,5: αρχ. ἀφαίρεσις 3: γαλλ. soustraction 6: γαλλ. abstraction]

βιβλίο

βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]

βρίσκω

βρίσκω βρί-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βρήκα (λαϊκό) ήβρα, βρω, βρει, προστ. βρες, βρίσκ-οντας} & (λόγ.) ευρίσκω 1. εντοπίζω τυχαία ή μετά από αναζήτηση κάποιον ή κάτι που έψαχνα, που παρέμενε κρυφό(ς) ή που αγνοούσα την ύπαρξή του: Βρήκα τα κλειδιά μου κάτω από το τραπέζι. Βλ. επανευρίσκω, ξανα~.|| Η αστυνομία βρήκε όπλα και ναρκωτικά/τους δράστες. ΣΥΝ. ανακαλύπτω.|| Βρες κάπου να καθίσεις.|| ~ πληροφορίες στην εγκυκλοπαίδεια/στο ίντερνετ.|| Βρείτε τη σωστή απάντηση/τις διαφορές/τα λάθη.|| (ύστερα από προσεκτική εξέταση:) Όλο μειονεκτήματα ~εις. Δεν μπορώ να του βρω κανένα ελάττωμα/προτέρημα. Ψάχνω να βρω τι έγινε.|| (στη βασιλόπιτα:) Ποιος βρήκε το φλουρί (= σε ποιον έτυχε);|| Σε βρήκα (πβ. σ’ έπιασα, σε τσάκωσα)! ΑΝΤ. χάνω (2) 2. εξασφαλίζω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή κατάλληλους χειρισμούς: Βρήκε μια θέση ως υπάλληλος. Δεν μπορεί να βρει διέξοδο/δουλειά πουθενά. Πού θα βρούμε χρήματα, τώρα που τα έχουμε ανάγκη;|| Πώς να βρω το θάρρος/τη δύναμη/το κουράγιο να του πω ότι ... Βρήκε την ευκαιρία να ...|| (με αγανάκτηση:) Πότε θα βρω (και πάλι) την ησυχία μου (= θα ξαναβρώ, επανακτήσω);|| Βρες λίγο χρόνο κι έλα να με δεις (= εξοικονόμησε).|| Θα σου βρω εγώ μέρος να μείνεις. Βρήκαν τροφή και στέγη.|| Να κοιτάξεις να βρεις ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα να παντρευτείς. Βρες (έναν) γιατρό επειγόντως! (ειρων.) Τώρα μάλιστα, βρήκες άνθρωπο να σε βοηθήσει! 3. σκέφτομαι, επινοώ: Πρέπει να βρούμε μια λύση. Μη ~οντας άλλο τρόπο να ... Βρες μια δικαιολογία και φύγε (= προφασίσου κάτι)! ΣΥΝ. σκαρφίζομαι.|| Βρήκαν το εμβόλιο/το φάρμακο κατά του ... (= ανακάλυψαν, εφηύραν).|| Δεν ~ τι άλλο να πω/τρόπο να σε ευχαριστήσω (= δεν έχω, δεν ξέρω). 4. γίνομαι αποδέκτης αρνητικού ή θετικού ερεθίσματος: Η πρότασή τους έχει βρει ανταπόκριση/(σθεναρή) αντίδραση/απήχηση (= έχει τύχει/χαίρει ανταπόκρισης).|| ~ει αγάπη και στοργή/στήριξη κοντά στους δικούς του/στην οικογένειά του (= απολαμβάνει).|| Βρήκε τραγικό θάνατο (= είχε). Τους βρήκαν δεινά/συμφορές (= τους έπληξαν, τους έτυχαν). 5. {συνήθ. στον αόρ.} έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι που είναι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Τη βρήκα αναστατωμένη/να κλαίει/σύμφωνη/στο πλευρό μου. Βρήκαν το σπίτι άδειο.|| Μας ~εις πάνω που τρώγαμε/στο τραπέζι (= μας πετυχαίνεις).|| Έτσι τα βρήκαμε από τους γονείς μας (= τα κληρονομήσαμε, τα παραλάβαμε). 6. συναντώ: Θα με βρείτε στο γραφείο μου. Τη βρήκα κατά τύχη στον δρόμο (= την πέτυχα). Πού μπορώ να σε βρω; Έλα να με βρεις! 7. καταλήγω σε συγκεκριμένη κρίση· θεωρώ, μου φαίνεται: (Δεν) το ~ δίκαιο/λογικό/σκόπιμο/σωστό να (= κρίνω, νομίζω) ... ~ ότι … (= πιστεύω). (Το) βρήκε υπερβολικό το ποσό.|| (για πρόσ.) -Πώς τον ~εις; -Αδιάφορο/όμορφο! Μια χαρά σε ~, παρά την ίωση που πέρασες (= σε βλέπω).|| Βρήκαν τον κατηγορούμενο αθώο/ένοχο (= κρίθηκε από το δικαστήριο). 8. (προφ.) κάνω διάγνωση: Του βρήκαν (ότι έχει) ανεβασμένη χοληστερίνη.βρήκε (για κάτι που εκτοξεύεται, ρίχνεται ή πετιέται από μακριά): πέτυχε, ευστόχησε: Η σφαίρα ~ τον στόχο της/τον ~ πισώπλατα (= τον χτύπησε). Η μπάλα ~ (σ)το δοκάρι (= προσέκρουσε, χτύπησε). ● ΦΡ.: απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! (συνήθ. ως κατάρα): ο Θεός να τον τιμωρήσει για το κακό ή να του ανταποδώσει το καλό που έκανε: Τέτοιο καλό που μου 'κανες ~ ~!, βρήκε το(ν) δάσκαλό/το(ν) μάστορά του (μτφ.-προφ.): βρέθηκε ο άνθρωπος που κατάφερε να τον τιθασεύσει ή να τον νικήσει: ~ ~ στο πρόσωπο του .../στον ... Πού θα πάει, θα βρεις ~ ~ σου!, βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα: στηρίζεται σε κάτι που ειπώθηκε ή έγινε, για να πει ή να κάνει αυτό που επιδιώκει: Βρήκαν αφορμή (από κάποιες δηλώσεις του)/πάτημα (σε κάποιες δηλώσεις του), για να τον ενοχοποιήσουν., βρίσκει αντίσταση: συναντά εμπόδιο: (για αντικείμενο:) Η πόρτα δεν κλείνει, φαίνεται ότι κάπου ~ ~ (πβ. σκαλώνει)!|| Τα στρατεύματα βρήκαν (μεγάλη/σθεναρή) ~ στην προσπάθειά τους να ..., βρίσκει θέση (κάπου): γίνεται αποδεκτός: Η άθληση/δημιουργικότητα πρέπει να ~ ~ στο σχολείο., βρίσκει και τα κάνει: συμπεριφέρεται άσχημα, επειδή οι άλλοι είναι ανεκτικοί απέναντί του: Αφού του επιτρέπετε, ~ ~., βρίσκεις; (προφ.): (σε διάλογο, όταν έχει προηγηθεί διατύπωση προσωπικής άποψης του συνομιλητή) πράγματι πιστεύεις ότι ισχύει αυτό που είπες; -Ωραίο το μπλουζάκι σου. -~;, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου 1. πρέπει να τον αντιμετωπίσω ως αντίπαλο: Τους βρήκε μπροστά του και τους αποτελείωσε. 2. (μόνο στο βρίσκω μπροστά μου) τον συναντώ τυχαία., βρίσκω κάτι μπροστά μου (μτφ.): υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, γιατί θα το βρεις ~ σου., καλώς μας βρήκες/βρήκατε! (χαιρετισμός): καλώς ήρθες/ήρθατε!, καλώς σε/σας βρήκα/βρήκαμε! (χαιρετισμός): ως απάντηση στο καλώς ήρθες/ήρθατε, καλώς όρισες/ορίσατε., ό,τι βρει: χωρίς να τον ενδιαφέρει: Τρώει/φοράει ~ ~ (μπροστά του)!, όπου βρω/βρεις: χωρίς να με/σε απασχολεί το μέρος: Πετάνε τα σκουπίδια όπου βρουν (= όπου λάχει/τύχει/τους καπνίσει).|| Δεν υπάρχουν και πολλές θέσεις. Κάτσε (τώρα) ~ ~!, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία σε περιπτώσεις επιλογής προσώπου ή πράγματος: Μα καλά, ~ τον ~! Αυτός είναι τελείως άσχετος!|| Φοβερή συσκευή! Πού ~ες και τη ~ες;, πού το βρήκες γραμμένο; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι που λέγεται με βεβαιότητα δεν ισχύει: Τι λες καημένε μου; ~ ~;, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια (μτφ.-προφ.): δυσκολεύομαι πάρα πολύ: Τα ~ ~ στα μαθηματικά. Νόμιζαν ότι θα τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα βρήκαν ~. Τα ~ουν ζόρικα και προσπαθούν να λουφάρουν (πβ. έχω/περνάω ζόρι/ζόρια)., τα βρίσκω με κάποιον (προφ.) 1. επιλύω τις διαφορές μου, έρχομαι σε συνεννόηση, συμφωνώ μαζί του: Δεν τα βρήκανε στη μοιρασιά. Θα τα βρουν Διοίκηση και εργαζόμενοι.|| Τα βρήκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ... 2. ταιριάζω με κάποιον: Είναι κι οι δυο χωρισμένοι κι έτσι τα βρήκανε., τη βρίσκω (προφ.): νιώθω έντονη ευχαρίστηση, μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι: Τη ~ει να διαβάζει βιβλία/με το τρέξιμο. Πβ. απολαμβάνω, γουστάρω, ηδονίζομαι., τι του/της βρίσκει/βρήκε; (προφ.) (με αναφορά στον σύντροφο κάποιου, για να δηλωθεί ότι είναι άσχημος ή αντιπαθητικός): τι όμορφο ή καλό έχει που τον ελκύει: Απορώ ~ βρήκε και τον/την παντρεύτηκε!, το βρήκα! (προφ.): για να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του για μια λαμπρή ιδέα που είχε ή μια ανακάλυψη που έκανε: ~ ~! Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου! ΣΥΝ. εύρηκα, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος (λογοτ.): πέθανε., (δεν) βρίσκω άκρη βλ. άκρη, (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου βλ. εαυτός, (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός, βρήκα τον διάολό μου βλ. διάβολος, βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει βλ. αγελάδα, βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος, βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα βλ. μήνας, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! βλ. μέρα, βρήκες την ώρα να ... βλ. ώρα, βρίσκει ευήκοον ους βλ. ους, βρίσκει εφαρμογή βλ. εφαρμογή, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου βλ. κιλό, βρίσκω (τον) μπελά (μου) βλ. μπελάς, βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, βρίσκω την υγειά μου βλ. υγεία, βρίσκω το δίκιο μου βλ. δίκιο, βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα βλ. μέρα, δεν βρήκε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, κακό που με βρήκε/έπαθα! βλ. κακό, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα βρίσκω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας βλ. λεφτά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς [< μεσν. βρίσκω]

γείωση

γείωση γεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση αγώγιμου στοιχείου με τη γη για προστασία από ηλεκτροπληξία, πυρκαγιά ή άλλες καταστροφές: θεμελιακή ~ (: κατά μήκος των θεμελίων). ~ λειτουργίας (: ~ των μετασχηματιστών)/προστασίας (: ~ των μεταλλικών περιβλημάτων, πινάκων, καλωδίων). Αγωγός/ακροδέκτης/βρόχος/διατάξεις/ηλεκτρόδια/σύστημα ~ης. Βλ. αλεξικέραυνο, ρελέ. [< αγγλ. earthing]

γενετική

γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]

γραμμή

γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

δεκανέας

δεκανέας δε-κα-νέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {δεκαν-είς, -έων}: ΣΤΡΑΤ. υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον στρατιώτη και κατώτερος από τον λοχία κατά ένα(ν) βαθμό. Βλ. υπο~, δίοπος, υποσμηνίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δεκανέας αλλαγής: αυτός που φροντίζει για την αντικατάσταση των σκοπών την καθορισμένη ώρα. [< μτγν. δεκανός, γαλλ. caporal]

διακοπή

διακοπή δι-α-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. σταμάτημα διαδικασίας, δραστηριότητας, ενέργειας, λειτουργίας· παύση: άμεση/έκτακτη/μόνιμη/οριστική/περιοδική/προγραμματισμένη ~. ~ (της) άδειας/της αναβολής (από τον στρατό)/των διαπραγματεύσεων/της δίκης/των εργασιών (πβ. στάση)/του καπνίσματος/της καταβολής (ενός επιδόματος)/(της) κυκλοφορίας/της λήψης (μηνυμάτων, φαρμάκου)/του συμβολαίου (πβ. ακύρωση)/της συνεργασίας/των συνομιλιών/της σύνταξης/των (διπλωματικών) σχέσεων (βλ. ρήξη)/του ταξιδιού/της φοίτησης. Σύντομη ~ για διαφημίσεις (πβ. διάλειμμα). Τεχνητή ~ εγκυμοσύνης/κύησης (πβ. έκτρωση). Δουλεύουν χωρίς ~ (= ακατάπαυστα). Κάνω (μια) ~ (= διακόπτω). Βλ. θερμο~.|| Η ομιλία/συζήτηση θα διεξαχθεί χωρίς ~ές από το κοινό. Βλ. παρέμβαση. 2. βλάβη, δυσλειτουργία σε δίκτυο ή μηχανισμό: γενική/προσωρινή ~ (της παροχής) νερού/(ηλεκτρικού) ρεύματος/της τηλεφωνικής σύνδεσης. [< μτγν. διακοπή]

διακυβέρνηση

διακυβέρνηση δι-α-κυ-βέρ-νη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. άσκηση εξουσίας, ιδ. από την κυβέρνηση μιας χώρας: αυταρχική/ευρωπαϊκή/οικονομική/παγκόσμια/προοδευτική/ρυθμιστική/τεχνοκρατική (πβ. κυβερνητισμός) ~. Συμμετοχική και δημοκρατική ~ του κράτους. Πβ. διοίκηση.|| (κατ' επέκτ.) ~ πλοίου/σκάφους. Πβ. πιλοτάρισμα, πλοήγηση.|| ~ του διαδικτύου (: πολιτική οργάνωσης και άσκησης ελέγχου στον κυβερνοχώρο). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή διακυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. τρόπος διακυβέρνησης που δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν μέσω του διαδικτύου στη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων. [< αγγλ. open government, 1971] , εταιρική διακυβέρνηση: ΟΙΚΟΝ. σύνολο κανόνων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων, της διοίκησης και όσων επηρεάζονται από τη λειτουργία της εταιρείας με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας της επιχείρησης. [< αγγλ. corporate governance] , ηλεκτρονική διακυβέρνηση & ηλεκτρονική διοίκηση: ΠΟΛΙΤ. χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη δημόσια διοίκηση, με σκοπό τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του κοινού, την ενδυνάμωση της δημοκρατίας και την υποστήριξη των δημόσιων πολιτικών. Βλ. τηλεδιοίκηση. [< αγγλ. Electronic/e- Government] [< μτγν. διακυβέρνησις ‘διεύθυνση, καθοδήγηση, γαλλ. gouvernement]

δίοδος

δίοδος δί-ο-δος ουσ. (θηλ.) {διόδου} (επίσ.) 1. διέλευση από περιορισμένο χώρο και συνεκδ. το πέρασμα: ελεύθερη ~ του αέρα. Απαγορεύεται/επιτρέπεται η ~. Εμποδίζω τη ~ο. Πβ. διάβαση.|| Εναέρια/παρακαμπτήρια/στενή (βλ. διάδρομος) ~. ~ αυτοκινήτων (= δρόμος). ~ διαφυγής (= διέξοδος).|| (μτφ.) ~ επικοινωνίας (= δίαυλος, κανάλι).|| (ΑΝΑΤ.) Αναπνευστική ~ (= οδός). 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. διάταξη ροής του ρεύματος σε μία μόνο κατεύθυνση. Βλ. ανορθωτής, λυχνία, φωτο~. [< 1: αρχ. δίοδος 2: αγγλ. diode, 1919, γαλλ. ~, 1932]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

εγχείρηση

εγχείρηση [ἐγχείρηση] εγ-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & εγχείριση: ΙΑΤΡ. επέμβαση με χειρουργικά εργαλεία στο σώμα ανθρώπου για θεραπευτικούς ή επανορθωτικούς σκοπούς: αναίμακτη/λεπτή/πλαστική/ρομποτική/σοβαρή ~. ~ σκωληκοειδίτιδας/στήθους. ~ στο γόνατο. ~ με λέιζερ/ολική ή τοπική αναισθησία. Αλλεπάλληλες/πολλαπλές ~ήσεις. Έκανε ~/υποβλήθηκε σε ~ (= χειρουργήθηκε). ● Υποκ.: εγχειρησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς: χειρουργική επέμβαση στην καρδιά κατά την οποία η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα γίνεται εξωσωματικά με αντλία., πλαστική εγχείρηση/επέμβαση βλ. πλαστικός ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι έγινε με άψογο τρόπο, αλλά κατέληξε σε αποτυχία. [< αρχ. ἐγχείρησις ‘επιχείρηση, απόπειρα’, γαλλ. opération (chirurgicale)]

ενεργός

ενεργός, ή/ός, ό [ἐνεργός] ε-νερ-γός επίθ. ΑΝΤ. ανενεργός 1. που δραστηριοποιείται ή διεκπεραιώνεται δυναμικά: οικονομικά ~ πληθυσμός (= εργαζόμενοι). (ΦΑΡΜΑΚ.) ~ός: ουσία. Πβ. δρων.|| ~ός: διάλογος (: δυναμικός). Με την ~ή/~ό συμμετοχή/υποστήριξη του ... Αποχαιρέτησε την ~ό δράση/υπηρεσία. Πήρε ~ό μέρος στο κίνημα. Με ~ό τρόπο. Παραμένει ~ και δραστήριος. Πβ. ενεργητικός. Βλ. βιο~, παθητικός, ραδι~. 2. ενεργοποιημένος, σε λειτουργία: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: ηχείο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ό: παράθυρο. (σε φόρουμ) ~ά: θέματα (συζήτησης)/(κατ' επέκτ.) ~οί: χρήστες. (για ιμέιλ) Ο λογαριασμός μου δεν είναι πια ~. ● επίρρ.: ενεργά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργός μεταφορά βλ. μεταφορά, ενεργό ηφαίστειο βλ. ηφαίστειο, ενεργοί πολίτες βλ. πολίτης, ενεργός άνθρακας βλ. άνθρακας, ενεργός γήρανση βλ. γήρανση, ενεργός διατομή βλ. διατομή, ενεργός ζήτηση βλ. ζήτηση, ενεργητική/ενεργή/ενεργός μάθηση βλ. μάθηση, ενεργός τιµή βλ. τιμή [< αρχ. ἐνεργός, γαλλ. actif, αγγλ. active]

επαναφόρτιση

επαναφόρτιση [ἐπαναφόρτιση] ε-πα-να-φόρ-τι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκ νέου φόρτιση: ταχεία ~. ~ μέσω USB. ~ μπαταριών/πυκνωτή. Διάρκεια/λειτουργία/χρόνος ~ης. Χρήση GPS και ταυτόχρονη ~ κινητού τηλεφώνου. Μέγιστος αριθμός ~ίσεων. 2. ανανέωση του χρηματικού ποσού σε προπληρωμένη κάρτα. 3. (μτφ.) αναζωογόνηση, τόνωση: ώρα για χαλάρωση, ~ και ανάκτηση των δυνάμεων. ΣΥΝ. ξαναζωντάνεμα [< αγγλ. recharging]

επιστολή

επιστολή [ἐπιστολή] ε-πι-στο-λή ουσ. (θηλ.) 1. γραπτό κείμενο που απευθύνεται σε παραλήπτη (πρόσωπο ή οργανισμό) και συνήθ. αποστέλλεται τοποθετημένο μέσα σε φάκελο: ανώνυμη/απαντητική/απειλητική/ενυπόγραφη/επίσημη/ερωτική/ευχαριστήρια/ομαδική/πολυσέλιδη/προειδοποιητική/προσωπική/συγχαρητήρια/συλλυπητήρια/τυπική ~. Απλή/(κατ)επείγουσα/συστημένη ~ (: μέσω ταχυδρομείου). ~ διαμαρτυρίας/παραίτησης. ~ πωλήσεων (: σε πιθανούς αγοραστές). ~-καταγγελία. Σύνταξη/σχέδιο/υπόδειγμα ~ής. Κοινοποίηση ~ής. ~ές αναγνωστών (: συνήθ. σε εφημερίδες και περιοδικά). Το απόρρητο των ~ών. Πβ. γράμμα. 2. πραγματεία με συμβουλευτικό, παραινετικό χαρακτήρα: οι ~ές του αποστόλου Παύλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή επιστολή & ανοιχτό γράμμα: κείμενο που δημοσιεύεται στον Τύπο, απευθύνεται κυρ. σε δημόσιο πρόσωπο ή επίσημο φορέα και συνήθ. ασκεί κριτική ενώπιον της κοινής γνώμης: ~ ~ πολιτών. ~ ~ προς τον Πρωθυπουργό., εγκύκλιος επιστολή: ΕΚΚΛΗΣ. που αποστέλλεται από συνόδους ή επισκόπους προς τον κλήρο., συνοδευτική επιστολή: που συνοδεύει βιογραφικό σημείωμα: πρότυπο ~ής ~ής. [< αγγλ. cover/covering letter] , συστατική επιστολή: που αποστέλλεται σε πανεπιστήμιο ή εργοδότη, για να επιβεβαιωθεί η αξία, η ικανότητα και γενικότ. τα προσόντα υποψηφίου: ~ ~ (καθηγητή) για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. [< αρχ. συστατική ἐπιστολή, γαλλ. lettre de recommandation] , εγγυητική επιστολή βλ. εγγυητικός [< αρχ. ἐπιστολή, γαλλ. lettre, αγγλ. letter]

επιταγή

επιταγή [ἐπιταγή] ε-πι-τα-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. έγγραφη τυποποιημένη εντολή προς τρίτον, συνήθ. τράπεζα, να καταβάλει το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό από το λογαριασμό του εντολέα στο πρόσωπο που θα προσκομίσει το αξιόγραφο: μεταχρονολογημένη/πλαστή/πληρωτέα/τραπεζική ~. Δίνω/εισπράττω/εκδίδω/κόβω/συμπληρώνω/υπογράφω (την) ~. Πληρώνω/συναλλάσσομαι με ~ές. Ανάκληση/αποστολέας/(αύξων) αριθμός/εκδότης/εμφάνιση (προς πληρωμή)/εξαργύρωση/εξόφληση/ημερομηνία/κομιστής/μεταβίβαση/οπισθογράφηση/παραλήπτης/ποσό/τριτεγγύηση (της) ~ής. Σύμβαση ~ής. Καρνέ/μπλοκ ~ών. ~ σε διαταγή του ... (: με αναγραφή του ονόματος του εντολέα). ~ χωρίς αντίκρισμα (= ακάλυπτη). ~ές σε ευρώ. Πβ. τσεκ. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) εντολή, προσταγή: εθνική/ηθική/κοινωνική/λαϊκή/νομική/συνταγματική ~. (λόγ.) Κατ' ~ή(ν) (κάποιου). Οι ~ές της εποχής/της θρησκείας/των καιρών/της μόδας (= αίτημα). Πβ. κέλευσμα. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή επιταγή & ανοιχτή/εν λευκώ επιταγή 1. (μτφ.) πλήρης εξουσιοδότηση: Απαιτώ/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~ ~ για ... Του έδωσαν ~ ~ να χειριστεί το ζήτημα (= το ελεύθερο). 2. ΟΙΚΟΝ. επιταγή στην οποία δεν αναγράφεται το χρηματικό ποσό, το οποίο συμπληρώνεται από τον κομιστή της. [< γαλλ. chèque en blanc] , ταξιδιωτική επιταγή: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από πιστωτικά ιδρύματα και μεγάλα ταξιδιωτικά πρακτορεία για την εξυπηρέτηση τουριστών, υπογράφεται κατά τη στιγμή της αγοράς και ξανά κατά την εξαργύρωσή της στη χώρα προορισμού για διασφάλιση των χρημάτων από κλοπή της επιταγής ή πλαστογράφησή της. Βλ. πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. traveller's check] , ταχυδρομική επιταγή: ΟΙΚΟΝ. γραπτή ονομαστική εντολή για την καταβολή του αναγραφόμενου ποσού, η οποία διαβιβάζεται μέσω ταχυδρομικής υπηρεσίας., ακάλυπτη επιταγή βλ. ακάλυπτος, δίγραμμη επιταγή βλ. δίγραμμος [< 1: γαλλ. chèque, mandat 2: μτγν. ἐπιταγή]

ερώτηση

ερώτηση [ἐρώτηση] ε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. πρόταση (στο τέλος της οποίας τίθεται ερωτηματικό στον γραπτό λόγο) την οποία απευθύνει κάποιος με σκοπό να μάθει κάτι, να ελέγξει τη γνώση κάποιου σε ένα θέμα, να εκφράσει απορία για ένα ζήτημα: αδιάκριτη/απλή/αυτονόητη/γραπτή/διευκρινιστική/διλημματική/δύσκολη/επείγουσα/εύκολη/κρίσιμη/προκλητική/προφανής/προφορική/συμπληρωματική/σύντομη/τυπική/υποχρεωτική ~. ~-παγίδα. Εκφώνηση ~ης. Γενικές/διαδικαστικές/καθοδηγητικές/πιεστικές/συχνά τιθέμενες/συχνές ~ήσεις (βλ. FAQ). Είδη/λίστα (πβ. ερωτηματολόγιο)/παραδείγματα/τύποι ~ήσεων. Τεστ τριάντα ~ήσεων. ~ήσεις και ασκήσεις πολλαπλών επιλογών. Απαντώ σε/με μια ~. Θέτω/κάνω/υποβάλλω μια ~ σε κάποιον (= ρωτάω). Αποφεύγω μια ~ (: δεν απαντώ, υπεκφεύγω). Έχω μία ~. Η ~ή μου είναι αν ... ~ που έμεινε αναπάντητη. Επαναλάβατε την ~ή σας, παρακαλώ! Διατύπωση ~ήσεων κατά την ανάκριση/εξέταση. Δέχτηκε καταιγισμό ~ήσεων. Πβ. απορία, ερώτημα. ΑΝΤ. απάντηση (1), απόκριση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. έγγραφο με το οποίο ένας ή περισσότεροι βουλευτές ζητούν από εκπρόσωπο της κυβέρνησης να τους πληροφορήσει σχετικά με ένα θέμα: επίκαιρη/κοινοβουλευτική ~. Αποσύρω/καταθέτω μια ~. Πβ. επ~. Βλ. αίτημα, κοινοβουλευτικός έλεγχος. 3. ΓΛΩΣΣ. ερωτηματική πρόταση: ~ μερικής/ολικής αγνοίας. ~ επιθυμίας (: π.χ. Να έρθω; Βλ. ~ κρίσεως). ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις: για ανάπτυξη, ελεύθερη απάντηση, χωρίς προκαθορισμένη λίστα επιλογών. [< γαλλ. questions ouvertes] , ερωτήσεις αντιστοίχισης & σύζευξης: με τις οποίες ζητείται η αντιστοίχιση προτάσεων, εικόνων, λέξεων, φράσεων., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις: που απαιτούν απάντηση από περιορισμένη λίστα επιλογών, όπως οι ερωτήσεις σωστού-λάθους, συμπλήρωσης κενού, πολλαπλών επιλογών. [< γαλλ. questions fermées] , ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού: (στην εκπαίδευση) προτάσεις με ένα ή περισσότερα κενά τα οποία ζητείται να συμπληρωθούν με κατάλληλες λέξεις, φράσεις, οι οποίες μπορεί να δίνονται ή όχι: π.χ. Το νερό αποτελείται από οξυγόνο και ____ (ενν. υδρογόνο)., ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης: σύνολο προτάσεων που πρέπει να χαρακτηριστούν ως σωστές ή λανθασμένες., ερώτηση κρίσεως 1. για την απάντηση της οποίας απαιτείται κρίση, σκέψη: Ερωτήσεις γνώσεων και ~ήσεις ~. (σε εξέταση:) ~ήσεις ~ με ανοιχτά βιβλία. 2. ΓΡΑΜΜ. που εκφέρεται με οριστική: ~ ~ και ερώτηση επιθυμίας., επίκαιρη ερώτηση βλ. επίκαιρος, ευθεία ερώτηση βλ. ευθύς, πλάγια ερώτηση βλ. πλάγιος, ρητορική ερώτηση βλ. ρητορικός [< αρχ. ἐρώτησις, γαλλ.-αγγλ. question]

εφοδιαστικός

εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]

θάλασσα

θάλασσα θά-λασ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -άσσης | -ών} 1. υδάτινη μάζα που περιβάλλει την ξηρά και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της γήινης επιφάνειας: αγριεμένη/απέραντη/αφρισμένη/βαθιά/βρόμικη/ήρεμη/καθαρή/μανιασμένη/ταραγμένη/τρικυμισμένη/φουρτουνιασμένη ~. Τα πλάσματα της ~ας. Στον βυθό/πάτο της ~ας. Είδη/καρέκλα/μάσκα/μπάλα/ξαπλώστρα/ομπρέλα/πετσέτα/στρώμα ~άσσης. Θερμές/πολικές/τροπικές ~ες. Ρύπανση των ~ών. Βουτώ/βυθίζομαι/επιπλέω/κάνω μπάνιο/κολυμπώ/πέφτω/ταξιδεύω/ψαρεύω στη ~. Ήλιος και ~. Σπίτι δίπλα/κοντά/με θέα στη ~. Η περιοχή περιβάλλεται/περιβρέχεται από ~. Η ~ έχει κύμα.|| (ΓΕΩΓΡ.) Αδριατική/Βαλτική/Ερυθρά/Μαύρη/Μεσόγειος ~. Bλ. λίμνη, λιμνο~, πέλαγος, πόντος, ποταμός, ωκεανός.|| Το καΐκι (ξ)ανοίχτηκε/βγήκε στη ~ (= στ' ανοιχτά).|| Κατέβηκε στη ~ (: στην παραλία).|| Χωριό χτισμένο … μέτρα πάνω από τη ~ (βλ. επιφάνεια). Η ~ ανέβηκε (βλ. στάθμη).|| Διακοπές στη ~ (: σε παραθαλάσσιο μέρος). Προτιμάς βουνό ή ~;||(συνεκδ.) Η ~ είναι ζεστή/κρύα (: τα νερά της).|| Οι ψαράδες ζουν από τη ~ (: την αλιεία).|| (μτφ.) Έχει ~ σήμερα (= θαλασσοταραχή). Τον πειράζει η ~ (βλ. ναυτία). Πάλευε με τη ~ (πβ. τα κύματα). Τα ψάρια μυρίζουν ~ (: είναι πολύ φρέσκα). 2. (μτφ.-εμφατ.) (+ γεν./από + αιτ.) πλήθος: ~ πιστών. Βλ. ανθρωπο~, λαο~, κοσμοσυρροή.|| ~ από λουλούδια. ~ από εικόνες (πβ. καταιγισμός)/λέξεις (πβ. χείμαρρος)/φως. ~ από δάκρυα/δακρύων (πβ. βροχή, ποτάμι). (σπανιότ.) ~ τα προβλήματα/τα χρέη του (πβ. βουνό). ● Υποκ.: θαλασσάκι (το), θαλασσίτσα (η), θαλασσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι της θάλασσας: κυρ. ναυτικοί και ψαράδες. Πβ. θαλασσινός. Βλ. βουνίσιος., ανοιχτή θάλασσα 1. & ανοιχτό νερό: θαλάσσιο τμήμα που δεν περιβάλλεται από ξηρά ή δεν περνάει από στενά περάσματα: αγώνες/ιστιοπλοΐα/σκάφος/ψάρεμα ~ής ~ας/ανοικτής ~άσσης. Κολύμβηση σε ανοιχτό νερό. Πβ. πόντος2. 2. ΝΟΜ. που δεν ανήκει στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα ενός κράτους και χρησιμοποιείται από όλους, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών: αλιεία/ναυσιπλοΐα/στρατιωτικές ασκήσεις στην ~ ~. ΣΥΝ. διεθνή ύδατα [< αγγλ. open sea] , από θαλάσσης (λόγ.): από τη θάλασσα: επίθεση/πρόκληση ~ ~ (: από εχθρικά πλοία). Βλ. από αέρος., εσωτερική θάλασσα: που επικοινωνεί με μια ανοιχτή θάλασσα μέσω άλλης., κλειστή θάλασσα & (σπάν.) ημίκλειστη: ΝΟΜ. (για κόλπο, πέλαγος, λεκάνη) που περιβάλλεται από περισσότερα του ενός κράτη ή γεωγραφικά τμήματα και συνδέεται με θάλασσα ή ωκεανό με στενό πέρασμα: αλιεία ~ής ~ας. Μεσόγειος: μια ~ ~. Η κλειστή ~ του Κορινθιακού., νεκρή θάλασσα: στην οποία δεν μπορεί να επιβιώσει κανένας ζωντανός οργανισμός εξαιτίας της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων ανόργανων στερεών ουσιών, π.χ. αλατιού, ή λόγω της μόλυνσης., αγγούρι της θάλασσας βλ. αγγούρι, αλογάκι της θάλασσας βλ. αλογάκι, αυτί της θάλασσας βλ. αυτί, επτά θάλασσες βλ. επτά, θαλάσσια ανεμώνη βλ. ανεμώνη, θαλάσσιο ποδήλατο βλ. ποδήλατο, θαλάσσιο σκι βλ. σκι, θαλάσσιο ταξί βλ. ταξί, φρούτα της θάλασσας βλ. φρούτο, χωρικά ύδατα βλ. χωρικός2 ● ΦΡ.: διά θαλάσσης & μέσω θαλάσσης (λόγ.): με πλοίο: ~ ~ συγκοινωνία. Εμπόριο/επικοινωνία/μεταφορά εμπορευμάτων/πρόσβαση ~ ~. Ταξιδεύω ~ ~. Βλ. διά ξηράς, οδικώς., έγινε άγρια θάλασσα (μτφ.): θύμωσε πάρα πολύ: Μόλις την είδε, ~ ~! Πβ. έξω φρενών, πυρ και μανία., έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι (προφ.): έχω περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Βλ. θαλασσόλυκος., η θάλασσα είναι λάδι: είναι πολύ ήρεμη., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κάνω πολλά λάθη και γενικότ. αποτυγχάνω: Από το άγχος της τα έκανε ~ στις εξετάσεις. ΣΥΝ. τα θαλασσώνω, τα κάνει μούτι, τα σκατώνω/τα σκάτωσε, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σαν την άμμο της θάλασσας βλ. άμμος [< αρχ. θάλασσα, γαλλ. mer, αγγλ. sea]

θύρα

θύρα θύ-ρα ουσ. (θηλ.) {θυρ-ών} 1. (λόγ.) πόρτα: ξύλινη ~. Μονόφυλλη/δίφυλλη ~. Συρόμενες ~ες. ~ες πυροπροστασίας. Πλαίσια ~ών (πβ. θύρωμα). Βλ. εξώθυρα. 2. είσοδος γηπέδου· συνεκδ. η αντίστοιχη εξέδρα ή (με κεφαλ. Θ και συγκεκριμένο αριθμό) ο σύνδεσμος οργανωμένων οπαδών που συχνάζουν στη συγκεκριμένη κερκίδα του γηπέδου της αγαπημένης τους ομάδας: εκδοτήριο ~ας. 3. ΠΛΗΡΟΦ. πρίζα στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας υπολογιστή, στην οποία συνδέεται το καλώδιο περιφερειακής συσκευής· πύλη: ενσωματωμένη/σειριακή ~. ~ γραφικών/εισόδου ήχου/εξόδου οθόνης/επέκτασης/ποντικιού/υπερύθρων. Απενεργοποίηση ~ας. Σύνδεση στη ~ USB.|| Δικτυακή ~ (επικοινωνίας). Πβ. χαμπ. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλη θύρα: ΤΕΧΝΟΛ. προσαρμοστικό κύκλωμα για παράλληλη είσοδο ή/και έξοδο δεδομένων σε υπολογιστή ή περιφερειακή συσκευή: ~ ~ εκτυπωτή., πολιτική ανοιχτών θυρών: ύπαρξη ίσων ευκαιριών για τους πολίτες ή τα αγαθά που προέρχονται από άλλες χώρες, εντός των συνόρων χώρας ή των ορίων γεωγραφικής περιοχής: ~ ~ απέναντι στους μετανάστες.|| (κατ' επέκτ.) Το κόμμα ακολουθεί ~ ~ απέναντι στα άλλα κόμματα. [< γαλλ. doctrine de la porte ouverte] ● ΦΡ.: επί θύραις/προ των θυρών (λόγ.): για κάτι που πρόκειται να συμβεί σύντομα: Οι εκλογές/ο εχθρός είναι ~ ~. ~ ~ (βρίσκεται) η επανέναρξη του διαλόγου. Πβ. προ των πυλών., κεκλεισμένων των θυρών βλ. κεκλεισμένος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω [< 1: αρχ. θύρα 2: αγγλ. gate 3: αγγλ. portal, 1990]

κλήση

κλήση κλή-ση ουσ. (θηλ.) 1. ακουστικό, φωτεινό ή άλλου είδους σήμα, με το οποίο καλείται κάποιος να εισέλθει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο· κυρ. το τηλεφώνημα: αναπάντητη/(υπερ)αστική/αυτόματη/διεθνής/εισερχόμενη/εξερχόμενη/εσωτερική/ταχεία/τηλεφωνική/τοπική ~. ~ χωρίς χρέωση/δωρεάν ~. ~ από/σε κινητό/σταθερό τηλέφωνο. Γενική ~ προς όλα τα οχήματα/όλους τους σταθμούς. Απόρριψη/αριθμός/διάρκεια/ειδοποίηση/επανάληψη/ηχογράφηση/ήχοι ~ης. Μείωση του κόστους ~ης. Πλήκτρο αποδοχής/τερματισμού ~ης. ~εις προς την Αστυνομία/το ΕΚΑΒ/την Πυροσβεστική. ~εις μέσω διαδικτύου (πβ. βιντεο~). Η ~ σας προωθείται. Απαντώ σε/δέχομαι μια ~. Έκανε ~ με απόκρυψη. Πραγματοποιεί ~ εκτάκτου ανάγκης. 2. (επίσ.) έγγραφη ειδοποίηση να παρουσιαστεί υποχρεωτικά κάποιος σε υπηρεσία ή δικαστήριο: ~ για κατάταξη (π.χ. στην Πολεμική Αεροπορία). ~ από την Εφορία.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~. ~ μάρτυρα. Έκδοση/κοινοποίηση ~ης. Παραπομπή σε δίκη με απευθείας ~. Ο ανακριτής απέστειλε ~ σε απολογία στον ... Έλαβε ~ για να καταθέσει. Του επιδόθηκε ~. Πβ. κλήτευση.|| (ειδικότ., έγγραφο με το οποίο καλείται από την Τροχαία ο παραβάτης να πληρώσει πρόστιμο:) Πήρε ~ για παράνομη στάθμευση/υπερβολική ταχύτητα. 3. (λόγ.) κάλεσμα, πρόσκληση, έκκληση: προσωπική/τιμητική ~. Άμεση ~ ασθενοφόρου/ταξί. (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού (προς τον άνθρωπο).|| ~ για βοήθεια. Βλ. παράκληση. 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφορά του ελέγχου προγράμματος σε υπορουτίνα μέσω εντολής: ~ διαδικασίας/συνάρτησης. Βλ. ανάκληση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναμονή κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας ειδοποιείται ο συνδρομητής, συνήθ. με συγκεκριμένο ήχο, ότι κάποιος άλλος του τηλεφωνεί, ενώ εκείνος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο. [< αγγλ. call waiting, 1971] , εκτροπή/προώθηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική υπηρεσία που επιτρέπει σε συνδρομητή να προωθεί τις εισερχόμενες κλήσεις του σε άλλον αριθμό κινητού ή σταθερού τηλεφώνου. [< αγγλ. call diversion, 1976, call forwarding, 1963] , κακόβουλη κλήση: που περιέχει απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, όπως εξύβριση, εκβιασμό, απάτη ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. [< αγγλ. malicious call] , κράτηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας μια τηλεφωνική κλήση τίθεται σε αναμονή, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη. [< αγγλ. call hold] , ονομαστική κλήση: εκφώνηση ονομάτων από λίστα: ψηφοφορία με ~ ~., φραγή κλήσεων & κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που απαγορεύει ορισμένες ή όλες τις εισερχόμενες ή εξερχόμενες κλήσεις προς ή από το τηλέφωνο ενός συνδρομητή: επιλεκτική ~ ~. ~ ~ εξωτερικού. ~ ~ λόγω απώλειας κινητού. [< αγγλ. call barring, 1982] , φωνητική κλήση: ΤΗΛΕΠ. λειτουργία, κυρ. κινητών τηλεφώνων, με την οποία οι συνδρομητές μπορούν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, χωρίς τη χρήση του πληκτρολογίου μόνο με την εκφώνηση του ονόματός του. [< αγγλ. voice call/dial(ing)] , αναγνώριση κλήσεων βλ. αναγνώριση, διακριτικό κλήσης βλ. διακριτικός, κλήση σύσκεψης βλ. σύσκεψη, παλμική κλήση βλ. παλμικός ● ΦΡ.: σβήνω την κλήση/το πρόστιμο βλ. σβήνω [< 1,4: αγγλ. call 2: αρχ. κλῆσις, γαλλ. appel 3: αρχ. ~ ]

κλιματικός

κλιματικός, ή, ό κλι-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το κλίμα: ~ός: χάρτης. ~ή: απειλή/ισορροπία. ~ό: δελτίο. ~οί: παράγοντες. ~ές: επιπτώσεις/ζώνες/συνθήκες. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/στοιχεία/φαινόμενα. Πβ. κλιματολογικός. Βλ. βιο~. Υπουργείο ~ής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. ● επίρρ.: κλιματικά ● ΣΥΜΠΛ.: κλιματική αλλαγή: μεταβολή των μετεωρολογικών συνθηκών (π.χ. αύξηση της θερμοκρασίας, υπερθέρμανση του πλανήτη), η οποία οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες ή/και σε ανθρώπινες δραστηριότητες: μέτρα αντιμετώπισης των ~ών ~ών. Βλ. ερημοποίηση, φαινόμενο του θερμοκηπίου.[< αγγλ. climate change, 1983] , κλιματικοί/περιβαλλοντικοί πρόσφυγες βλ. πρόσφυγας [< μτγν. κλιματικός, γαλλ. climatique, αγγλ. climatic]

κωδικός

κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]

λίφτινγκ

λίφτινγκ λί-φτινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & λίφτιγκ 1. ΙΑΤΡ. (στην πλαστική χειρουργική) επέμβαση που έχει ως σκοπό να βελτιώσει τα ορατά σημάδια γήρανσης στο πρόσωπο και τον λαιμό (ρυτίδες, χαλάρωση, εναπόθεση λίπους): ~ και βλεφαροπλαστική. Έκανε ~. Το ~ (δεν) πέτυχε. Πβ. τράβηγμα του δέρματος. Βλ. αισθητική/κοσμητική ιατρική, ανόρθωση προσώπου, μπότοξ, υαλουρονικό οξύ.|| (κατ' επέκτ.) ~ δοντιών. ΣΥΝ. ρυτιδεκτομή, ρυτιδοπλαστική 2. (μτφ.-προφ.) ανακαίνιση, ανανέωση, βελτιωτική αλλαγή: επιχείριση-~ σε παλιά κτίρια. Ολικό/ριζικό ~ σε όλους τους τομείς/στο ρόστερ. [< 1: αγγλ. face-lifting, 1922, face-lift, 1926, γαλλ. lifting, 1855. 2: γαλλ. ~, 1985]

λογαριασμός

λογαριασμός λο-γα-ρια-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απόδειξη με το συνολικό ποσό χρέωσης, λόγω παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ή αγοράς προϊόντων· το ίδιο το χρέος: αναλυτικός ~. Ήρθε ο ~ του κινητού/του νερού (= της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ)/της πιστωτικής/του ρεύματος (= της ΔΕΗ)/του τηλεφώνου (π.χ. του ΟΤΕ). Αποστολή του ~ού μέσω ίντερνετ/ταχυδρομείου. Παραλαμβάνω έναν ~ό. (προς σερβιτόρο) -Τον ~ό παρακαλώ! (για πελάτη) Ζήτησε το(ν) ~ό. Πβ. λυπητερή, τιμολόγιο.|| Ανεξόφλητος/απλήρωτος/εκκρεμής/εκπρόθεσμος/φουσκωμένος ~. Εξοφλώ έναν ~ό.|| (μτφ.) Πλήρωσε τον ~ό (= τα σπασμένα) για τα λάθη άλλων (πβ. ζημιά, κόστος, συνέπειες). 2. ΟΙΚΟΝ. κεφάλαιο που διατηρεί πελάτης σε τράπεζα: αδρανής/αποταμιευτικός/δανειακός/έντοκος/επενδυτικός/καταθετικός/κοινός/προθεσμιακός/προνομιακός/προσωπικός/τραπεζικός ~. ~ μισθοδοσίας/συναλλάγματος. Αριθμός/ενημέρωση/κατάσταση/κίνηση ~ού. Ανοίγω/κλείνω ένα(ν) ~ό. Μπλοκάρω/παγώνω/πιστώνω/χρεώνω ένα(ν) ~ό. Βάζω/καταθέτω χρήματα σε ένα ~ό. Σήκωσε το υπόλοιπο του ~ού (βλ. ανάληψη). Βλ. IBAN. 3. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, υπολογισμός (και καταγραφή) κυρ. των εσόδων, των εξόδων ή των οφειλών· εκτίμηση μιας κατάστασης, των θετικών και αρνητικών στοιχείων: ~ δαπανών/κερδών. Κάνω τον ~ό (= υπολογίζω). Μ' έναν πρόχειρο ~ό χρειάζονται ... χιλιάδες ευρώ. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει, δεν κρατάω και ~ό (= δεν μετρώ, δεν σημειώνω). Πβ. καταμέτρηση, μέτρημα.|| (μτφ., συνήθ. στον πληθ.) Έπεσε έξω στους ~ούς του. 4. ΛΟΓΙΣΤ. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκθεση με τα έσοδα και έξοδα οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου: πρωτοβάθμιοι ~οί (: οι περιληπτικοί ή γενικοί ~οί, αυτοί δηλ. που αναλύονται σε περισσότερους ~ούς). Δευτεροβάθμιοι ~οί (: οι αναλυτικοί ~οί οι οποίοι με τη σειρά τους αναπτύσσονται σε τριτοβάθμιους). ~ αποτελεσμάτων/ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού/προϋπολογισμού/τάξεως. 5. ΠΛΗΡΟΦ. εδραιωμένη σχέση που επιτρέπει σε χρήστη, μέσω ενός μηχανισμού πιστοποίησης, την πρόσβαση στους πόρους ενός υπολογιστή, δικτύου ή μιας υπηρεσίας πληροφοριών: ~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/σε φόρουμ. Άνοιγμα/δημιουργία/εγκατάσταση/ενεργοποίηση/κωδικός πρόσβασης/στοιχεία ~ού. Σύνδεση στον ~ό. Κάνω ~ό. Ανέβασε φωτογραφίες στον προσωπικό του ~ στο ίνσταγκραμ/στο φέισμπουκ.λογαριασμοί (οι) (μτφ.) 1. εκκρεμότητες, διαφορές: Έχω κάτι ~ούς να κανονίσω/ξεκαθαρίσω/τακτοποιήσω μαζί του. Έκλεισαν τους ~ούς με το παρελθόν. 2. επαφές, σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν θέλω ~ούς μαζί τους. Πβ. πάρε-δώσε, παρτίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτοί λογαριασμοί (μτφ.): εκκρεμότητες, άλυτες διαφορές: Έχει ~ούς ~ούς με τη δικαιοσύνη. Οι δύο ομάδες άφησαν ~ούς ~ούς για τον επαναληπτικό., δεσμευμένος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα και στον οποίο έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης του., Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού: ΟΙΚΟΝ. σειρά από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες που προσδιορίζει μοναδικά τον λογαριασμό ενός πελάτη σε οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αυτόματης επεξεργασίας διασυνοριακών συναλλαγών. [< αγγλ. International Bank Account Number (ΙΒΑΝ)] , λογαριασμός όψεως & κατάθεση όψεως: ΟΙΚΟΝ. καταθετικός λογαριασμός, συνήθ. επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία στη διενέργεια συναλλαγών, μέσω επιταγών και μετρητών., λογαριασμός ταμιευτηρίου: ΟΙΚΟΝ. αποταμιευτικός λογαριασμός με επιτόκιο υψηλότερο από ενός τρεχούμενου και με δυνατότητα άμεσης ανάληψης: βιβλιάριο ~oύ ~ου., λογαριασμός χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. λογαριασμός. [< αγγλ. user account] , ξεκαθάρισμα λογαριασμών: επίλυση διαφορών, συνήθ. στον χώρο του υποκόσμου, με βίαιο τρόπο ή ανήθικα μέσα: Σε ~ ~ αποδίδει η Αστυνομία τη δολοφονία του ... Πβ. αυτοδικία. [< γαλλ. règlement de comptes] , παλιοί λογαριασμοί (προφ.): εκκρεμότητες, διαφορές ή αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει στο παρελθόν: κλείσιμο ~ών ~ών., τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χαμηλότοκος λογαριασμός για ιδιώτες και επιχειρήσεις που παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης και ανάληψης μετρητών χωρίς περιορισμούς, έκδοσης μπλοκ επιταγών και, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαίωμα υπερανάληψης. [< γαλλ. compte courant/ouvert] , ακαθάριστος λογαριασμός βλ. ακαθάριστος, αλληλόχρεος λογαριασμός βλ. αλληλόχρεος, άνοιγμα (του) λογαριασμού βλ. άνοιγμα, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, τροφοδότης λογαριασμός βλ. τροφοδότης ● ΦΡ.: (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού: δηλ. της πληρωμής: Η χαρά του κόπηκε όταν ήρθε ~ ~., ανοίγω λογαριασμούς (μτφ.): έχω επαφές, πάρε-δώσε: Έχει ανοίξει ~ με την Αστυνομία., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό (προφ.): ρυθμίζω, τακτοποιώ ή συμμορφώνω, συνετίζω: Προσπαθεί να βάλει ~ τα οικονομικά του.|| Δεν ξέρω πώς θα φέρω ~ αυτό το παιδί. Πβ. κουμαντάρω, στρώνω., για λογαριασμό (κάποιου): ως εκπρόσωπος ή προς χρήση άλλου: Λυπάμαι/ντρέπομαι ~ ~ σου (= για σένα). Ενεργεί ~ ~ του δικαιούχου. Εκπονήθηκε μελέτη ~ ~ του υπουργείου ... (πβ. εξ ονόματος). [< γαλλ. pour le compte de] , δικός μου λογαριασμός: αφορά αποκλειστικά εμένα, ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, αποτελεί αρμοδιότητά μου: Το τι κάνω είναι ~ ~, να μη σε νοιάζει!, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό & (σπάν.) χρωστώ λογαριασμό (προφ.): απολογούμαι, λογοδοτώ: Δεν δίνει/χρωστά ~ (= εξηγήσεις) σε κανέναν. (συνήθ. με αυστηρό ή ενοχλημένο ύφος) Δεν θα σου δώσω ~ με ποιον βγαίνω. Θα υποχρεωθεί να δώσει ~ στα αρμόδια όργανα. ΣΥΝ. δίνω λόγο (1), κάνω λογαριασμό (προφ.): για κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε ορισμένο χρηματικό ποσό: Έκανε ~ (= ξόδεψε) πενήντα ευρώ., οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους (παροιμ.): η αμοιβαία συνέπεια στις συναλλαγές διασφαλίζει την ομαλότητα στις φιλικές, επαγγελματικές ή άλλου είδους σχέσεις. [< γαλλ. les bons comptes font les bons amis] , στέλνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): επιβαρύνω, χρεώνω: ~ουν ~ σε συνταξιούχους, μισθωτούς και ανέργους., χάνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): αδυνατώ να μετρήσω σωστά, να υπολογίσω, συχνά λόγω μεγάλου πλήθους, ή γενικότ. μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης: Κοντεύει να χάσει τον ~ με τα χρήματα που 'χει μαζέψει.|| Μιλούσε πολλή ώρα και από ένα σημείο και μετά έχασα τον ~., λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω [< μεσν. λογαριασμός 'υπολογισμός', γαλλ. compte, αγγλ. bill, account]

λογισμικό

λογισμικό λο-γι-σμι-κό ουσ. (ουδ.) & εργαλείο λογισμικού: ΠΛΗΡΟΦ. το σύνολο των προγραμμάτων και εφαρμογών που εκτελούνται σε υπολογιστή: βοηθητικό/γνήσιο/δωρεάν/εκπαιδευτικό/παράνομο ~. ~ ανάπτυξης (πβ. γλώσσα προγραμματισμού)/γραφείου/εφαρμογών (π.χ. επεξεργασία κειμένου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, παιχνίδια, φυλλομετρητής)/πλοήγησης/προστασίας από ιούς (= αντιβιοτικό ~)/συστήματος (πβ. λειτουργικό). Ανάπτυξη/βελτίωση/νέα έκδοση/πειρατεία/τεχνολογία (του) ~ού. Το ~ εμπεριέχει πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό. Βλ. κώδικας, υλικό, υλισμικό, χάρντγουερ. ΣΥΝ. σόφτγουερ ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό & λογισμικό ανοιχτού κώδικα: ΠΛΗΡΟΦ. του οποίου η αντιγραφή, διανομή και τροποποίηση δεν υπόκεινται σε περιορισμούς. [< αγγλ. free software, open source software] , κακόβουλο λογισμικό & (σπάν.) εχθρικό λογισμικό: ΠΛΗΡΟΦ. που περιέχει εντολές (π.χ. ιούς, προγράμματα υποκλοπής) για την παραβίαση της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας ή διαθεσιμότητας υπολογιστικού συστήματος: Εκτέλεση ~ου ~ού που τροποποιεί ή καταστρέφει δεδομένα. Βλ. σπαμ. [< αμερικ. malware, 1990 < mal(icious soft)ware] , κατασκοπευτικό λογισμικό βλ. κατασκοπευτικός [< αμερικ. software 1958, γαλλ. ~, 1965]

λόμπι

λόμπι λό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. μειωτ.) ομάδα ατόμων που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, βάσει των οποίων προσπαθούν να επηρεάσουν, συνήθ. παρασκηνιακά, τα κέντρα λήψης αποφάσεων: εθνικιστικό/επιχειρηματικό/εφοπλιστικό/οργανωμένο/πολιτικό ~. Το εβραϊκό/ελληνικό ~ (της Αμερικής). Τα ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας/του πετρελαίου. Πβ. οργανωμένα συμφέροντα. Βλ. κάστα, κατεστημένο, κλίκα, κορπορατισμός, λέσχη, συντεχνία. 2. προθάλαμος: στο ~ του θεάτρου (πβ. φουαγιέ)/ξενοδοχείου (πβ. ρεσεψιόν). Πβ. χολ. [< 1: αμερικ. lobby, γαλλ. ~. 1952 2: αγγλ. lobby < μεσν. λατ. lobium ‘στοά’]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μισάνοιχτος

μισάνοιχτος, η, ο μι-σά-νοι-χτος επίθ.: που δεν είναι τελείως ανοιχτός: ~η: πόρτα. ~ο: πουκάμισο/στόμα. ~α: μάτια/παντζούρια/χείλη. ΑΝΤ. μισόκλειστος

παλάμη

παλάμη πα-λά-μη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.) 1. & απαλάμη: η κοίλη, εσωτερική επιφάνεια του άκρου χεριού ανάμεσα στον καρπό και στο κάτω μέρος των δαχτύλων: οι γραμμές της ~ης. Βλ. ανάποδη.|| Φύλλα σε σχήμα ~ης (= παλαμοειδή). 2. ΜΕΤΡΟΛ. δεκατόμετρο: κυβική/τετραγωνική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης (ειρων.): μούντζα: Εισπράττω/κερδίζω/παίρνω ~ ~., με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι [< 1: αρχ. παλάμη, γαλλ. palme, αγγλ. palm]

πανεπιστήμιο

πανεπιστήμιο πα-νε-πι-στή-μι-ο ουσ. (ουδ.) {πανεπιστημ-ίου | -ίων} 1. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Π, συντομ. Παν/μιο) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που αποτελεί χώρο μετάδοσης και παραγωγής της επιστημονικής γνώσης· (συνεκδ.) το διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό, οι φοιτητές και οι διοικητικοί του υπάλληλοι· το κεντρικό του κτίριο ή το κτίριο κάθε σχολής του: δημόσια/ιδιωτικά/κρατικά ~α. Εθνικό και Καποδιστριακό ~ Αθηνών (ακρ. ΕΚΠΑ). Αριστοτέλειο ~ Θεσσαλονίκης (ακρ. ΑΠΘ). Οικονομικό ~ Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). Πάντειο ~ Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. ~ Πειραιώς (ακρ. ΠΑ.ΠΕΙ.). Δημοκρίτειο ~ Θράκης (ακρ. ΔΠΘ). Ιόνιο ~. ~ Αιγαίου/Δυτικής Μακεδονίας/Θεσσαλίας (ακρ. ΠΘ)/Ιωαννίνων/Κρήτης/Μακεδονίας/Πατρών/Πελοποννήσου (: περιφερειακά ~α). Αγγλόφωνα ~α (βλ. ΔΙ.ΠΑ.Ε.). Απόφοιτος/Καθηγητής (βλ. ΔΕΠ) ~ίου. Οι εκδόσεις/η ιστοσελίδα/ο Πρύτανης/η Σύγκλητος/οι υποτροφίες του ~ίου. Η αίθουσα τελετών/τα αμφιθέατρα/η βιβλιοθήκη/η γραμματεία/τα εργαστήρια του ~ίου. Πτυχίο ~ίου. Αξιολόγηση των ~ίων. Διεθνής κατάταξη ~ίων. Συνεργασία ~ίων-επιχειρήσεων. Πάω (= φοιτώ)/περνάω (= εισάγομαι) στο ~. Βγάζω το ~ (= αποφοιτώ). Σε ποιο ~ σπούδασε/έκανε μεταπτυχιακά; Κάνω αίτηση σε ξένο ~/~ του εξωτερικού. Βλ. ΙΕΚ, κολέγιο, ΑΤΕΙ, Πολυτεχνείο.|| Το ~ απεργεί. Πβ. πανεπιστημιακή κοινότητα.|| Κατάληψη του ~ίου. Βλ. Ακαδημία. 2. (μτφ.-προφ.) χώρος απόκτησης σημαντικών εμπειριών: Ο στρατός είναι μεγάλο ~. ΣΥΝ. σχολείο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: Ανοικτό Πανεπιστήμιο: ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει εξ αποστάσεως προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση: Το Ελληνικό ~ ~ (ακρ. ΕΑΠ) ιδρύθηκε το 1992. [< αγγλ. open university, 1966] , Ελεύθερο Πανεπιστήμιο: μορφωτικά σεμινάρια σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα, τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν ενδιαφερόμενοι κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου· ο συγκεκριμένος θεσμός., Λαϊκό Πανεπιστήμιο: κύκλοι διαλέξεων σε θέματα γενικού ενδιαφέροντος, που οργανώνονται κυρ. από τους Δήμους και απευθύνονται σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες με σκοπό την επιμόρφωση και επιστημονική ενημέρωσή τους· ο συγκεκριμένος θεσμός: Ανοιχτό ~ ~. Βλ. διά βίου εκπαίδευση/μάθηση, εκπαίδευση ενηλίκων. [< γαλλ. université populaire, γερμ. Volkshochschule] [< γαλλ. université, 1806, ελλ. απόδοση του Αδ. Κοραή, 1810 < λατ. universitas ‘ολότητα, σύλλογος’]

παραβιάζω

παραβιάζω πα-ρα-βι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {παραβία-σα, παραβιά-σω, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, παραβιάζ-οντας, παραβια-σμένος} 1. δεν τηρώ: ~σε τους κανόνες/τους όρους του συμβολαίου. ~σαν την απόφαση του συνεδρίου/την εκεχειρία/τον νόμο περί .... ~εται η αρχή της ισότητας/η δημοκρατία/η νομιμότητα/το Σύνταγμα. ~ονται (βάναυσα/καθημερινά/συστηματικά) τα ανθρώπινα δικαιώματα. ~στηκε η συμφωνία/συνθήκη. Πβ. αθετώ, καταπατώ, παραβαίνω. ΑΝΤ. σέβομαι.|| (για οδηγό:) ~σε το όριο ταχύτητας/το στοπ. Πβ. αψηφώ.|| (ΑΘΛ., στο ποδόσφαιρο:) ~στηκε η εστία (= μπήκε γκολ). 2. καταφέρνω να απασφαλίσω, με παράνομο τρόπο, μηχανισμό ή σύστημα ασφαλείας, για να κλέψω κάτι· εισχωρώ σε απαγορευμένο μέρος: ~σε την κλειδαριά/το χρηματοκιβώτιο. ~σαν το παγκάρι της εκκλησίας/το παράθυρο/την πόρτα. ~σμένο: αυτοκίνητο/διαμέρισμα. Πβ. ανοίγω, διαρρηγνύω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σαν τον κωδικό πρόσβασης (= έσπασαν)/λογαριασμό/υπολογιστή (βλ. χάκερ).|| ~στηκε το πανεπιστημιακό άσυλο.|| (για ξένο αεροσκάφος/πλοίο) ~σε τον εθνικό εναέριο χώρο/τα χωρικά ύδατα.|| (μτφ.) ~εται η ιδιωτική ζωή. ~στηκαν προσωπικά δεδομένα. ● ΦΡ.: παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες & (σπάν.) πύλες: αναφέρομαι σε κάτι ήδη γνωστό, προφανές και αυτονόητο: ~ει ~, επαναλαμβάνοντας συνεχώς την ανάγκη εξεύρεσης λύσης. [< αγγλ. force an open door] [< μτγν. παραβιάζω ‘εξαναγκάζω, ασκώ βία’, γαλλ. violer]

παράδειγμα

παράδειγμα πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/ιστορικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]

πεπτιδικός

πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]

πηνίο

πηνίο πη-νί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΦΥΣ. διάταξη αποτελούμενη από έναν ηλεκτρικό αγωγό, με τη μορφή συνήθ. χάλκινου σύρματος τυλιγμένου σπειροειδώς γύρω από έναν κυλινδρικό κυρ. σιδερένιο πυρήνα, η οποία, όταν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, εμφανίζει μαγνητικό πεδίο και γι' αυτό χρησιμοποιείται σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος και σε ηλεκτρομαγνητικές συσκευές (π.χ. γεννήτριες, διακόπτες, κουδούνια, μεγάφωνα και μικρόφωνα, μετασχηματιστές): επαγωγικό ~. ~ ανάφλεξης (= πολλαπλασιαστής). Οι σπείρες του ~ου. Βλ. πυκνωτής.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) Στραγγαλιστικό ~ (= μπάλαστ). 2. (επίσ.) αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι. Πβ. ανέμη, κουβαρίστρα, μασούρι, μπομπίνα. ΣΥΝ. καρούλι (1) [< 1: γαλλ. bobine 2: αρχ. πηνίον]

πίστωση

πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]

πλεύση

πλεύση πλεύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. πορεία πλοίου ή σπανιότ. αεροσκάφους: ελεύθερη/ομαλή/σταθερή ~. Οδηγός/ταχύτητα ~ης. Βλ. διάπλευση.|| (για καράβι) Ταχείας ~ης. ΣΥΝ. πλους, ρότα (1) 2. (μτφ.) τακτική, τρόπος δράσης για την εκπλήρωση στόχου: Αποφασίστηκε κοινή/παράλληλη ~ (= σύμπλευση, συμπόρευση) των δύο υποψηφίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή πλεύσης/πορείας (μτφ.): τροποποίηση τακτικής, κατεύθυνσης, προσανατολισμού: ~ ~ για την κυβέρνηση/του κόμματος από τις αρχικές του εξαγγελίες., γραμμή/πορεία πλεύσης & πλεύσεως: πορεία σκάφους· (συνήθ. μτφ.) ακολουθία, σειρά ενεργειών: Αλλάζω/χαράσσω ~ ~. Οι πολιτικοί αρχηγοί κινούνται στην ίδια ~ ~. [< μτγν. πλεῦσις]

πληγή

πληγή πλη-γή ουσ. (θηλ.) 1. τραυματισμός του δέρματος ή γενικότ. των ιστών του σώματος, ο οποίος συνοδεύεται συνήθ. από αιμορραγία: κακοφορμισμένη/πυορροούσα/σοβαρή ~. ~ από μαχαίρι/πέσιμο/σφαίρα. Το βάθος/το μέγεθος/τα χείλη της ~ής. Δέσιμο (: με επίδεσμο)/επούλωση (βλ. εφελκίδα)/καθαρισμός (: με ιώδιο)/περιποίηση της ~ής. ~ές σε όλο το σώμα (: γεμάτος ~ές)/στα πόδια/στο πρόσωπο. Η ~ άνοιξε/γιατρεύτηκε/έκλεισε/θεραπεύτηκε/μολύνθηκε/πονάει. Το αίμα κυλάει/τρέχει απ' την ~. Πβ. έλκος, εσχάρα, λαβωματιά. Βλ. κάταγμα.|| ~ές (: σχισμές) στον κορμό του δέντρου. Βλ. μπόλιασμα. ΣΥΝ. τραύμα (1) 2. (μτφ.) ανεπίλυτο πρόβλημα, νοσηρή κατάσταση· δυστυχία, συμφορά: ανεπούλωτη/ανοιχτή/κοινωνική/μόνιμη/οικονομική/πικρή ~ (πβ. μάστιγα). Μετρούν/προσπαθούν να επουλώσουν τις ~ές που προκάλεσε η θεομηνία. Με νωπές (ακόμα) τις ~ές από τον πόλεμο ... Πβ. γάγγραινα.|| Οι ~ές του έρωτα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή πληγή: πρόβλημα που δεν έχει αντιμετωπιστεί ή ξεπεραστεί., κρυφή πληγή 1. δυσάρεστη κατάσταση που δεν είναι φανερή ή γνωστή. 2. ύπουλος, δόλιος άνθρωπος., χαίνουσα πληγή βλ. χαίνει ● ΦΡ.: βάζω (βαθιά) το μαχαίρι στην πληγή: επιλύω οριστικά μια δυσάρεστη υπόθεση, διαλευκαίνω: Είναι αποφασισμένος να βάλει ~. Πβ. έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο., (ρίχνω/βάζω) αλάτι στην πληγή βλ. αλάτι, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, γλείφει τις πληγές του βλ. γλείφω, οι (δέκα) πληγές του Φαραώ βλ. Φαραώ, πληγή που αιμορραγεί βλ. αιμορραγώ [< 1: αρχ. πληγή 2: γαλλ. plaie, αγγλ. wound]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

πώληση

πώληση πώ-λη-ση ουσ. (θηλ.): παροχή αγαθού έναντι οικονομικού συνήθ. ανταλλάγματος· (κατ' επέκτ., στον πληθ.) η αντίστοιχη εμπορική δραστηριότητα: λιανική/χονδρική ~. ~ γης/εισιτηρίων/εξοπλισμού/επιχειρήσεων/κατοικίας. ~ τοις μετρητοίς/με πίστωση (= βερεσέ). Γραφεία/δικαιώματα/εντολή/όροι/(επιλεγμένα) σημεία (βλ. POS)/σύμβαση/συμβόλαιο/τιμή ~ης. Άδεια/κατάστημα ~ης (ποτών). Διαμερίσματα προς ~. (για προϊόν) Πρώτο στις ~ήσεις. ~ήσεις αυτοκινήτων/σκαφών. Άνοδος/αύξηση/μείωση των (εταιρικών) ~ήσεων. Διευθυντής/δίκτυο/ρεκόρ/τμήμα/υποστήριξη ~ήσεων. Από την άποψη των/από πλευράς ~ήσεων. Η εταιρεία προέβη/προχώρησε σε ~ των μετοχών της. Βλ. μετα~, μονο~, προ~, τηλε~, μάρκετινγκ, παραγγελία.|| (σε αγγελίες) ~ήσεις ακινήτων/οικοπέδων. ΣΥΝ. πούλημα (1) ΑΝΤ. αγορά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση/απευθείας πώληση & κατευθυνόμενη πώληση: προώθηση και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών με άμεσο τρόπο, η οποία γίνεται συνήθ. στο σπίτι του καταναλωτή ή σε άλλα μέρη που δεν αποτελούν καταστήματα λιανικής και διεξάγεται με παρουσιάσεις ή επιδείξεις εκ μέρους του πωλητή. Βλ. πλασιέ. [< αγγλ. direct sale] , αναγκαστική πώληση: ΝΟΜ. πώληση περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται από το δικαστήριο σε οφειλέτη, λόγω αδυναμίας εξόφλησης των οικονομικών του υποχρεώσεων. [< γαλλ. vente forcée] , ανοικτές πωλήσεις: ΟΙΚΟΝ. πρακτική πώλησης χρηματιστηριακών τίτλων, χωρίς να έχει κάποιος την κυριότητά τους, με την προσδοκία ότι η πτώση των τιμών τους θα του επιτρέψουν να τις αγοράσει με κέρδος: μετοχές ~ών ~ήσεων. ΣΥΝ. σορτάρισμα [< αγγλ. short selling] , ηλεκτρονική πώληση: που γίνεται μέσω ίντερνετ, συνήθ. με πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. electronic/e-selling] , προώθηση πωλήσεων (στο μάρκετινγκ): ΟΙΚΟΝ. δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αύξηση των πωλήσεων μέσω διάφορων ενεργειών (εκπτώσεις, δώρα, κουπόνια, παροχή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντος με τα ίδια χρήματα, δείγματα, δωρεάν δοκιμές). [< αγγλ. sales promotion] , πώληση εξ αποστάσεως & από απόσταση: μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου ή του διαδικτύου. Πβ. τηλεπώληση. [< αγγλ. distance selling] [< αρχ. πώλησις, γαλλ. vente, αγγλ. sale, selling]

σκυτάλη

σκυτάλη σκυ-τά-λη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μακρόστενος κύλινδρος που χρησιμοποιείται στη σκυταλοδρομία: Του έπεσε η ~. Οι δρομείς αντάλλαξαν ταχύτατα τη ~. 2. (μτφ.) συνέχιση έργου, αποστολής: Παραχωρώ τη ~ σε κάποιον. Πήρε τη ~ από τον ... Η ~ της ηγεσίας του κόμματος πέρασε στον ... ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή σκυτάλης 1. (μτφ.) διαδοχή, μεταβίβαση θέσης, αξιώματος: ~ ~ στην κορυφή (του βαθμολογικού πίνακα)/στον πάγκο/στην πολιτική σκηνή (της χώρας)/στην προεδρία/στο πρωτάθλημα. Αναμένεται/πραγματοποιείται/προβλέπεται/συντελείται ~ ~. ~ διοικητικής ~. Πβ. αλλαγή φρουράς. 2. ΑΘΛ. παράδοσή της από τον έναν αθλητή στον άλλο κατά τη διάρκεια της σκυταλοδρομίας: επιτυχημένη ~ ~. ● ΦΡ.: παραδίδω τη σκυτάλη βλ. παραδίδω [< αρχ. σκυτάλη]

στίβος

στίβος στί-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΘΛ. τμήμα σταδίου που προορίζεται για τη διεξαγωγή αγώνων κυρ. του κλασικού αθλητισμού και συνεκδ. τα αντίστοιχα αγωνίσματα: ~ του γηπέδου/του ιπποδρόμου/προθέρμανσης.|| Αθλητής/προπονητής/πρωτάθλημα ~ου. Διακρίσεις/μετάλλιο/πρωτιές στον ~ο. 2. (μτφ.) πεδίο δράσης και ανταγωνισμού: επιχειρηματικός/κοινωνικός/πνευματικός/πολιτικός ~. Ο ~ της δημοσιογραφίας/της δικηγορίας/της ενημέρωσης/της επιβίωσης. Βγήκε/μπήκε στον ~ο της ζωής χωρίς εφόδια. Πβ. αρένα, κονίστρα, παλαίστρα, τερέν. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτός στίβος: ΑΘΛ. τα αγωνίσματα στίβου που διεξάγονται σε ανοιχτό, μη στεγασμένο, στάδιο. Βλ. ακοντισμός, δισκοβολία, σφυροβολία., κλειστός στίβος: ΑΘΛ. τα αγωνίσματα στίβου που διεξάγονται σε κλειστό στάδιο. [< αγγλ. indoor athletics] , υγρός στίβος βλ. υγρός [< 1: αρχ. στίβος, αγγλ. track, 1905]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

στρογγυλοποίηση

στρογγυλοποίηση στρογ-γυ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΜΑΘ. αναγωγή αριθμού (ακέραιου ή δεκαδικού) σε κάποιον άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο, συνήθ. κοντινό στον αρχικό, για πρακτικούς λόγους: ~ (ποσού) προς τα κάτω/πάνω. ~ σε χιλιοστά/εκατοστά/δέκατα/μονάδες/χιλιάδες. ~ήσεις τιμών. Πβ. στρογγύλεμα. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. rounding]

τηλεκπαίδευση

τηλεκπαίδευση τη-λεκ-παί-δευ-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) τηλεεκπαίδευση: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. εκπαίδευση από απόσταση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων: ~ μέσω διαδικτύου/τηλεδιάσκεψης. Αίθουσα (πβ. τηλετάξη)/πλατφόρμα/πρόγραμμα/τμήμα/υπηρεσίες ~ης. Πβ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -μάθηση, τηλεπιμόρφωση. ● ΣΥΜΠΛ.: ασύγχρονη τηλεκπαίδευση & ασύγχρονη εκπαίδευση: χωρίς ταυτόχρονη παρουσία εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενων στον ίδιο χώρο την ίδια χρονική στιγμή: ομάδα/πλατφόρμα ~ης ~ης., σύγχρονη τηλεκπαίδευση: με ταυτόχρονη συμμετοχή εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτή και επικοινωνία συνήθ. μέσω διαδικτύου: (εικονική) αίθουσα/συνεδρίες ~ης ~ης. [< αγγλ. teleteaching, 1953, γαλλ. téléenseignement, περ. 1960]

τοπίο

τοπίο το-πί-ο ουσ. (ουδ.) 1. γεωγραφικό τμήμα, τόπος συνήθ. στη φύση, όπως παρουσιάζεται σε έναν παρατηρητή ή ως θέαμα: αγροτικό/ανεξερεύνητο/αστικό/γραφικό/ειδυλλιακό/λευκό (= χιονισμένο)/μαγευτικό/μεσογειακό/νησιωτικό/ορεινό/πανέμορφο/τουριστικό/φυσικό ~. Αλλοίωση/αρχιτεκτονική/καταστροφή του ~ου. Εταιρεία Προστασίας ~ου και Περιβάλλοντος. Απολαμβάνω/ατενίζω/θαυμάζω το ~. Φωτογραφίζω ~α. Πβ. τοποθεσία. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. {συνήθ. στον πληθ.} τοπιογραφία: θαλασσινά/ιμπρεσιονιστικά ~α από Έλληνες ζωγράφους. Έκθεση ~ων σε γκαλερί. 3. (μτφ.) οι συνθήκες, τα δεδομένα και γενικότ. η κατάσταση που επικρατεί σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα: εργασιακό/λογοτεχνικό/οικονομικό/πολιτικό/πολιτιστικό/προεκλογικό/τηλεπικοινωνιακό ~. Εξελίξεις στο τηλεοπτικό ~. Το ~ των ΜΜΕ. Ανακατατάξεις στο ενεργειακό ~ της χώρας. Ξεκαθαρίζει το ~ στις ομάδες του ομίλου. Στοιχεία που φωτίζουν το ~. Πβ. σκηνικό. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή τοπίου (μτφ.): μεταβολή της κατάστασης: ~ ~ στην αγορά/στο σύστημα (συνταξιοδότησης)/στον τουρισμό/στη χώρα. ~ ~ για το ασφαλιστικό., θολό τοπίο βλ. θολός, σεληνιακό τοπίο βλ. σεληνιακός [< 1: μεσν. τοπίον 2,3: γαλλ. paysage, αγγλ. landscape – παλαιότ. εσφαλμ. ορθογρ. τοπείο]

τρανσέξουαλ

τρανσέξουαλ τραν-σέ-ξου-αλ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: άτομο που έχει κάνει αλλαγή φύλου. Βλ. γκέι, μπαϊσέξουαλ, τραβεστί, τρανσφοβία. ΣΥΝ. τρανς1 [< αγγλ. transsexual, 1957, γαλλ. transsexuel, περ. 1965]

υποχώρηση

υποχώρηση [ὑποχώρηση] υ-πο-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. (για στρατιωτική δύναμη) κίνηση προς τα πίσω μετά από νικηφόρα προέλαση ή κυρ. πίεση του εχθρού: άτακτη ~. Βλ. αντίσταση. ΣΥΝ. αναδίπλωση (2), οπισθοχώρηση (1) 2. μετακίνηση σε χαμηλότερο επίπεδο: ~ της ακτογραμμής/των παγετώνων/των υδάτων/της στάθμης της θάλασσας (βλ. άμπωτη).|| ~ του εδάφους. Πβ. καθίζηση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ των ούλων (= υφίζηση). 3. (μτφ.) μετριασμός απαιτήσεων για επίτευξη συμφωνίας, εξεύρεση λύσης ή ως δείγμα αδυναμίας, συμβιβασμός: κυβερνητική/πολιτική/στρατηγική ~. Σειρά/τακτική ~ήσεων. Προέβησαν σε αμοιβαίες/αναγκαίες ~ήσεις. Κάνει συνεχείς ~ήσεις για να τους ευχαριστήσει. Δεν είναι διατεθειμένος να κάνει καμία ~. Πβ. συνθηκολόγηση. 4. (μτφ.) πτώση, ύφεση: Καταγράφεται/παρατηρείται αισθητή/απροσδόκητη/ελαφρά/ήπια/οριακή/περαιτέρω/προσωρινή/ραγδαία/σημαντική/σταδιακή ~ του γενικού δείκτη (του χρηματιστηρίου)/των μετοχών/του όγκου (των συναλλαγών). Πβ. κάμψη, μείωση.|| Πλήρης/ταχεία ~ των συμπτωμάτων (μιας ασθένειας).|| ~ του καύσωνα. Πβ. εξασθένηση. ● ΣΥΜΠΛ.: τακτική υποχώρηση βλ. τακτικός [< 1,3: αρχ. ὑποχώρησις 2: γαλλ. concession]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

-χρονος

-χρονος, η, ο β' συνθετικό που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκά~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) (Το) πεντά~ο. Τα εξηντά~α (: για συμπλήρωση εξήντα χρόνων από ορισμένο γεγονός).|| Δί~η φοίτηση (πβ. -ετής). 2. συγκεκριμένη χρονική σχέση: ισό~/ταυτό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) προτερό~ο/υστερό~ο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.