αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]
αεριοστρόβιλος [ἀεριοστρόβιλος] α-ε-ρι-ο-στρό-βι-λος ουσ. (αρσ.) & αεροστρόβιλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. θερμικός κινητήρας που μετατρέπει την ενέργεια συμπιεσμένου και θερμού καύσιμου αερίου σε μηχανική: αεροπορικός/βιομηχανικός/ναυτικός ~. ~ ανοικτού/κλειστού κυκλώµατος. Βλ. στροβιλοαντιδραστήρας, τουρμπίνα.|| (κ. ως επίθ.) ~οι κινητήρες. [< αγγλ. gas-turbine, 1904]
ανάρτηση [ἀνάρτηση] α-νάρ-τη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναρτώ: ~ αφίσας/πανό. Πβ. κρέμασμα.|| ~ αποτελεσμάτων (βλ. ανακοίνωση).|| Διαδικτυακή ~. ~ εργασιών στην ιστοσελίδα του ... (βλ. καταχώρηση). Δημοφιλείς ~ήσεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη μεταξύ των τροχών του οχήματος και του σκελετού του, η οποία αποτελείται από ελατήρια, αμορτισέρ και στρεπτικές ράβδους και εξασφαλίζει την απορρόφηση των ταλαντώσεων και τη σταθερότητά του: ανεξάρτητη (: οι τροχοί δεν συνδέονται μεταξύ τους με άξονα)/εμπρός/πίσω/υδραυλική ~. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας. ~ αέρος (= αερ~). Πλαίσιο/σύστημα ~ης (= σασί). Ρυθμιζόμενες ~ήσεις. ΣΥΝ. σισπασιόν ● Υποκ.: αναρτησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: φάκελος ανάρτησης: υφασμάτινος επίδεσμος σε σχήμα φακέλου για τον αγκώνα και το αντιβράχιο, με ιμάντα που κρέμεται στον ώμο, για στήριξη και ακινητοποίηση τραυματισμένου μέλους ή αρθρώσεων: ~ ~ άνω άκρου/ρυθμιζόμενου ύψους., υδροενεργητική ανάρτηση βλ. υδροενεργητικός [< 1: μτγν. ἀνάρτησις 2: γαλλ. suspension]
ανατρέπω [ἀνατρέπω] α-να-τρέ-πω ρ. (μτβ.) {ανέτρε-ψα (σπάν.) ανάτρε-ψα, ανατράπ-ηκε (λόγ. ανετράπη, μτχ. ανατραπείς, -είσα, -έν, ανατρεπ-όμενος), ανατραπ-εί, ανατρέπ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) συντελώ (με αιφνιδιαστικό τρόπο), ώστε να πάψει να ισχύει κάτι: Μελέτη που ~ει τα έως τώρα δεδομένα. Η κακοκαιρία ~ψε (= ματαίωσε, χάλασε) τα σχέδιά τους. Κατάφερε να ~ψει (= να ανασκευάσει, αντικρούσει, καταρρίψει) τις κατηγορίες σε βάρος του. ~ηκαν (= μεταβλήθηκαν άρδην) οι ισορροπίες/οι κυρίαρχες αντιλήψεις/τα προγνωστικά. Δεν μπορεί να ~εί η απόφαση (= να ακυρωθεί, αναιρεθεί, καταργηθεί)/το αρνητικό κλίμα (= να αναστραφεί, αντιστραφεί). Πβ. φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω. 2. αναποδογυρίζω: Το αυτοκίνητο ~ηκε (= ντελαπάρισε, τούμπαρε). Η βάρκα κινδύνευσε να ~εί (= μπατάρει) λόγω της θαλασσοταραχής. 3. ενεργώ συνήθ. βίαια, ώστε να αφαιρεθεί η εξουσία από κάποιον: Προσπάθησαν να ~ψουν την κυβέρνηση (πβ. ρίχνω)/το πολίτευμα (= να το καταλύσουν). ~έν: καθεστώς. (για πρόσ.) Ο ηγέτης ~ηκε (= (εξ)έπεσε, καθαιρέθηκε). ~είς: Πρόεδρος. 4. (σε αθλητικό αγώνα) ρίχνω κάτω τον αντίπαλό μου: Ο παίκτης ~ηκε μέσα στη μικρή περιοχή (βλ. πέναλτι). ● ΦΡ.: ανατρέπω το σκηνικό (μτφ.): αλλάζω εντελώς την κατάσταση: Με την πρωτοβουλία του ~ψε ~. Το σκηνικό ~ηκε πλήρως στο δεύτερο ημίχρονο. ● βλ. ανατρεπόμενος [< αρχ. ἀνατρέπω ‘αναποδογυρίζω, τα κάνω άνω κάτω’, γαλλ. renverser]
άυλος, η, ο [ἄϋλος] ά-υ-λος επίθ. 1. που δεν έχει υλική μορφή ή υπόσταση: ~η: φύση (των Αγγέλων). ~ο: πνεύμα. ~α: όντα. Ο ~ χαρακτήρας της πνευματικής ιδιοκτησίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ και ασώματος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αξία/επένδυση. ~οι: τίτλοι. ~ες: μετοχές. ~α: περιουσιακά στοιχεία. ΑΝΤ. ενσώματος (2), υλικός 2. (μτφ.) εξωπραγματικός, αιθέριος, εξαϋλωμένος: ~η: φιγούρα. ~ες: μορφές. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά 1. ΝΟΜ. βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, παιδεία, πνευματική ιδιοκτησία) που προστατεύονται αστικά και ποινικά· σπανιότ. υπηρεσίες. 2. ΟΙΚΟΝ. πάγια περιουσιακά στοιχεία (όνομα, ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα) που έχουν χρηματική αξία. [< γαλλ. biens incorporels] , άυλη (πολιτιστική) κληρονομιά: που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις, έθιμα, γλώσσες, μουσική, χορούς, τελετουργίες, εορταστικές εκδηλώσεις, γνώσεις και πρακτικές, παραδοσιακή ιατρική, μαγειρική τέχνη, τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία καθώς και το σύνολο των εργαλείων, αντικειμένων και των πολιτιστικών χώρων που συνδέονται με αυτά. [< αγγλ. intangible (cultural) heritage] [< μτγν. ἄϋλος, γαλλ. immatériel]
γείωση γεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση αγώγιμου στοιχείου με τη γη για προστασία από ηλεκτροπληξία, πυρκαγιά ή άλλες καταστροφές: θεμελιακή ~ (: κατά μήκος των θεμελίων). ~ λειτουργίας (: ~ των μετασχηματιστών)/προστασίας (: ~ των μεταλλικών περιβλημάτων, πινάκων, καλωδίων). Αγωγός/ακροδέκτης/βρόχος/διατάξεις/ηλεκτρόδια/σύστημα ~ης. Βλ. αλεξικέραυνο, ρελέ. [< αγγλ. earthing]
γκάζι γκά-ζι ουσ. (ουδ.) {γκαζ-ιού} 1. (προφ.) φωταέριο: εστίες/κουζίνα/φούρνος ~ιού. Βλ. γκαζάκι. 2. πεντάλ αυτοκινήτου ή μοχλός μοτοσικλέτας που με το πάτημά του δίνει εντολή για απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και επιτάχυνση του οχήματος: ντίζα ~ιού. Αφήνω το ~. Πβ. γκαζιέρα, επιταχυντής. Βλ. φρένο. ● γκάζια (τα) (νεαν. αργκό) 1. πολύ μεγάλη ταχύτητα (οδήγησης): Ετοιμαστείτε για άγρια/τρελά ~! Τρέχει με μεγάλα ~.|| Αμάξι με πολλά ~ (= γρήγορο· πβ. άλογα). 2. ορμητική και ενθουσιώδης διάθεση· γρήγοροι, εντατικοί ρυθμοί: Ξεκίνησαν με ~ (= με φόρα).|| Έβαλε/έδωσε ~ (= εντατικοποίησε την προσπάθεια). 3. επίπληξη: Τους έβαλε ~ (= τους γκάζωσε, επέπληξε, μάλωσε). Άκουσαν ~ (από τον προπονητή). ● ΦΡ.: πατώ γκάζι ΑΝΤ. πατώ φρένο 1. πιέζω με το πόδι μου το γκάζι για να επιταχύνω: Πάτα ~ να προλάβουμε!|| (προφ.) Το πατάει (= οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, τρέχει). 2. (μτφ.) αυξάνω την απόδοσή μου, παρουσιάζω άνοδο: Η ομάδα ~ησε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. Ο δρομέας ~ησε ~ στα τελευταία λεπτά. Πβ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς.|| Η αγορά αυτοκινήτων/το χρηματιστήριο ~ησε ~., τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι (νεαν. αργκό) 1. πάτημα του γκαζιού μέχρι το τέρμα για ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας: ~ ~ και φύγαμε! Οδηγεί/πηγαίνει με ~ ~! 2. (μτφ.) εντατικοποίηση στον μέγιστο βαθμό: ~ ~ για να τελειώνουμε! Δουλεύουν με ~ ~ (: με πολύ έντονους ρυθμούς, στο μάξιμουμ)., τσιτώνω τα γκάζια βλ. τσιτώνω [< γαλλ. gaz < λατ. chaos < αρχ. χάος]
μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]
μετάφραση με-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα. 2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre] , ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]
στροβιλοαντιδραστήρας στρο-βι-λο-α-ντι-δρα-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας στον οποίο η ωστική δύναμη προκύπτει ως αντίδραση από την εκτόξευση θερμής μάζας αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Βλ. αεριοστρόβιλος, τουρμπίνα. [< αγγλ. turbojet (engine), 1944]
-στροφος, η, ο β' συνθετικό για δήλωση 1. αριθμού, συχνότητας ή κατεύθυνσης στροφών: πολύ~.|| Aριστερό~/δεξιό~. 2. ικανότητας ή ταχύτητας αντίληψης: αργό~/εύ~.
-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ