Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 173 εγγραφές  [0-20]


  • -κινητήριος , α, ο: ΜΗΧΑΝΟΛ. β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν αριθμό κινητήρων: δι-κινητήριος/μονο~/τετρα~. Τρι-κινητήριο αεροσκάφος.
  • αεραντλία [ἀεραντλία] α-ε-ρα-ντλί-α ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. συσκευή για μεταφορά, πύκνωση ή αραίωση αέρα σε κλειστό χώρο: ανυψωτική/χειροκίνητη ~. Εμβολοφόρες ~ες. [< γαλλ. pompe à air]
  • αεριοστροβιλικός , ή, ό [ἀεριοστροβιλικός] α-ε-ρι-ο-στρο-βι-λι-κός επίθ.: ΜΗΧΑΝΟΛ. που αναφέρεται ή ανήκει στον αεριοστρόβιλο: ~ός: αντιδραστήρας/σταθμός. ~ές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
  • αεριοστρόβιλος [ἀεριοστρόβιλος] α-ε-ρι-ο-στρό-βι-λος ουσ. (αρσ.) & αεροστρόβιλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. θερμικός κινητήρας που μετατρέπει την ενέργεια συμπιεσμένου και θερμού καύσιμου αερίου σε μηχανική: αεροπορικός/βιομηχανικός/ναυτικός ~. ~ ανοικτού/κλειστού κυκλώµατος. Βλ. στροβιλοαντιδραστήρας, τουρμπίνα.|| (κ. ως επίθ.) ~οι κινητήρες. [< αγγλ. gas-turbine, 1904]
  • αεροκινητήρας [ἀεροκινητήρας] α-ε-ρο-κι-νη-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα: ~ες αεροσκαφών. [< αγγλ. air motor]
  • ακροφύσιο [ἀκροφύσιο] α-κρο-φύ-σι-ο ουσ. (ουδ.) {ακροφυσί-ου | -ων} 1. ΤΕΧΝΟΛ. σωληνοειδές εξάρτημα μικρού σχετικά μήκους και μεταβλητής διατομής που τοποθετείται στην έξοδο ενός εύκαμπτου σωλήνα ή αγωγού για την αύξηση της πίεσης του ρευστού που εκτοξεύεται: ~ αέρα/ατμού/καταιονισμού/σκανδάλης. Μικροσκοπικά/περιστροφικά ~α. ~α εκτύπωσης/μελάνης/ψεκασμού. Πβ. μπεκ, τζετ. Βλ. αυλός. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. κωνικού σχήματος βαθμίδα αεροκινητήρα στην οποία παράγεται ωστική δύναμη: ~α κατευθυνόμενης ώσης. [< αρχ. ἀκροφύσιον ‘στόμιο του φυσητήρα’, αγγλ. nozzle]
  • αμορτισέρ [ἀμορτισέρ] α-μορ-τι-σέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξάρτημα σε μηχανές, κυρ. οχημάτων, για την απόσβεση των ταλαντώσεων και την απορρόφηση των κραδασμών: μπροστινό/πίσω/υδραυλικό ~. ~ αερίου/αέρος/ελατηρίου/λαδιού. Ενισχυμένα/ρυθμιζόμενα ~. Έσπασε το ~. Βλ. ανάρτηση. ΣΥΝ. αποσβεστήρας [< γαλλ. amortisseur]
  • αμπραγιάζ [ἀμπραγιάζ] α-μπρα-γιάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΗΧΑΝΟΛ. μηχανική διάταξη που μεταβιβάζει την ενέργεια του κινητήρα στους τροχούς του αυτοκινήτου: δίσκοι/σετ ~. Αφήνω/πατάω το ~. Το πεντάλ του ~. Βλ. γκάζι, φρένο. ΣΥΝ. ντεμπραγιάζ, συμπλέκτης [< γαλλ. embrayage]
  • αναφλεκτήρας [ἀναφλεκτήρας] α-να-φλε-κτή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. μπουζί: ηλεκτρικός ~. ~ες αφής/θέρμανσης. Βλ. -τήρας. ΣΥΝ. σπινθηριστής [< γαλλ. bougie]
  • ανάφλεξη [ἀνάφλεξη] α-νά-φλε-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. έναρξη της καύσης, δηλ. της ένωσης οξυγόνου με καύσιμη ύλη, με μεσολάβηση εξωτερικής πηγής, όπως σπινθήρα, φλόγας: άμεση ~. ~ αερίου/εκρηκτικών/εύφλεκτης ουσίας. Θερμοκρασία/κίνδυνος ~ης. ~έξεις φυσικού αερίου. Προκαλείται ~. Πβ. λαμπάδιασμα. ΣΥΝ. έναυση 2. (μτφ.) αναζωπύρωση, ξέσπασμα, συνήθ. εντάσεων, ταραχών, πολέμου: γενική/παγκόσμια/πολεμική ~. ~ της βίας/των παθών. Επεισόδιο που οδήγησε σε ~ (στην περιοχή). Πβ. αναθέρμανση, πυροδότηση. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. (σε βενζινοκίνητες μηχανές) παραγωγή σπινθήρα· συνεκδ. αναφλεκτήρας, μπουζί: ελεγχόμενη/ηλεκτρ(ον)ική ~. Καλώδια ~ης. Βλ. αβάνς, προ~, προπορεία, πυρ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη ανάφλεξη: αυτανάφλεξη., σημείο ανάφλεξης: ΧΗΜ. η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η επίδραση φλόγας ή σπινθήρα προκαλεί καύση των ατμών πτητικού υγρού, κυρ. προϊόντος του πετρελαίου. [< αγγλ. flash point] [< 1: μτγν. ἀνάφλεξις 2: γαλλ. conflagration 3: γαλλ. allumage]
  • απεμπλέκω [ἀπεμπλέκω] α-πε-μπλέ-κω ρ. (μτβ.) {απεμπλακεί, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.) 1. αποδεσμεύω από δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση, απεγκλωβίζω: Γίνονται προσπάθειες να απεμπλακούν τα έργα από τη γραφειοκρατία. Αναζητά τρόπο να απεμπλακεί σταδιακά από το κύκλωμα/το πρόβλημα (πβ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω). ΑΝΤ. εμπλέκω (1), μπλέκω (4) 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. για συμπλέκτη) απομονώνω τους τροχούς από τον κινητήρα, ώστε να διακοπεί η μετάδοση κίνησης. [< γαλλ. désengager]
  • απεμπλοκή [ἀπεμπλοκή] α-πε-μπλο-κή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αποδέσμευση από δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση: οριστική/πολιτική/σταδιακή/στρατιωτική (πβ. απαγκίστρωση) ~. Στρατηγική/σχέδιο ~ής. ~ και απεξάρτηση. ~ από το αδιέξοδο/την κρίση (πβ. ξεμπέρδεμα, ξέμπλεγμα). Απαιτούσαν την άμεση ~ της χώρας από τον πόλεμο (ΑΝΤ. ανάμειξη). Πβ. απεγκλωβισμός.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ. για τη διακοπή της μετάδοσης κίνησης από κινητήρα) ~ του άξονα/του διαφορικού/των τροχών/των φρένων. ΑΝΤ. εμπλοκή (1), μπλέξιμο (3) [< γαλλ. désengagement]
  • απόδοση [ἀπόδοση] α-πό-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το παραγόμενο έργο σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, η αποτελεσματικότητα μιας ενέργειας με συγκεκριμένο στόχο: σχολική ~ (πβ. επίδοση). ~ υπαλλήλων στον χώρο εργασίας (πβ. παραγωγικότητα). Διατροφή και αθλητική/σωματική ~. ~ στο μάξιμουμ! Στο δεύτερο ημίχρονο έπεσε η ~ των παικτών. Πβ. αποδοτικότητα.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝΟΛ., η σχέση της ενέργειας που παράγεται ως προς εκείνη που καταναλώνεται από μηχανή:) Θερμική ~. Μέγιστη/μέση/συνολική (μηχανική) ~. ~ θέρμανσης/λέβητα. Αύξηση/βελτίωση της ~ης. Αξιολόγηση ~ης. Βαθμός/διάγραμμα/μετρητής/συντελεστής ~ης. Κινητήρας με ενισχυμένη/εξαιρετική/κορυφαία ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ λογισμικού/υπολογιστικών συστημάτων. 2. ΟΙΚΟΝ. κέρδος, αποδοτικότητα: αναμενόμενη/εγγυημένη/ελάχιστη/τρέχουσα/ετήσια/καθαρή/μέγιστη/μέση/πραγματική/σωρευτική ~. Μερισματική/χρηματοοικονομική ~. ~ αγοράς/κεφαλαίου/πόρων (...%). Καταθέσεις με υψηλή ~. Ομόλογα σταθερής ~ης. Καμπύλη ~όσεων. Η ~ διαμορφώνεται στο ... %. Επένδυση που αποφέρει/εξασφαλίζει ~. Ο όμιλος αύξησε/βελτίωσε τις ~όσεις του. Μετοχές με εντυπωσιακές/κακές/καλές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις.|| (στο ποδοσφαιρικό στοίχημα:) Σύγκριση ~όσεων. Βλ. υπερ~. 3. προσδιορισμός των αιτίων, του υποκειμένου μιας ενέργειας· επίρριψη, καταλογισμός: ~ των προβλημάτων σε εξωγενείς παράγοντες (πβ. αναγωγή). Αμφισβητείται η ~ του θανάτου της σε πνευμονικό οίδημα. Πβ. πρόσδοση.|| ~ του πίνακα στον ... (: ως δημιουργό).|| ~ ευθυνών/κατηγοριών. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. -ΛΟΓΙΣΤ. καταβολή ή επιστροφή οφειλόμενου ποσού: ~ δαπανών/λογαριασμού/φόρου/χρέους. ~ ΦΠΑ. (Ένταλμα πληρωμής) επί αποδόσει λογαριασμού. 5. παράδοση, παροχή: ~ του έργου στην κυκλοφορία.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ΑΦΜ. ~ κινήτρων (για επενδύσεις)/τίτλου (ειδικότητας). ~ τιμών (= απότιση) από άγημα.|| ~ της αλήθειας/δικαιοσύνης (πβ. απονομή). Βλ. αντ~. 6. αποτύπωση: άριστη ~ χρωμάτων. Ελεύθερη ~ των μορφών (πβ. απεικόνιση). Σκηνική ~ (πβ. σκηνοθεσία). 7. μετάφραση, μεταφορά: ~ ξένων όρων στην Ελληνική. ~ στη δημοτική. Έμμετρη/σημασιολογική ~.|| Επιτυχής/παραστατική ~ του νοήματος. Πβ. διατύπωση, έκφραση. 8. ερμηνεία, εκτέλεση: εμπνευσμένη ~ του ρόλου από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια/του κομματιού από τον διάσημο πιανίστα. 9. ΓΛΩΣΣ. η κύρια πρόταση ενός ανεξάρτητου υποθετικού λόγου (σχήμα υπόθεση-απόδοση). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα & ενεργειακή αποτελεσματικότητα: ΟΙΚΟΛ. εφαρμογή μέτρων και τεχνολογιών για την οικονομική χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων: ~ ~ των κατασκευών/των κτιρίων/των (ηλεκτρικών) συσκευών. Απαιτήσεις/βελτίωση/ενίσχυση/πιστοποιητικό ~ής ~ης. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας, πράσινη χημεία. [< αγγλ. energy efficiency, 1972] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, μερισματική απόδοση βλ. μερισματικός [< 1,2,4: γαλλ. rendement 3,6: αρχ. ἀπόδοσις 7: αγγλ. rendering 5,8,9: μτγν. ἀπόδοσις]
  • απόζευξη [ἀπόζευξη] α-πό-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ζεύξη 1. ΗΛΕΚΤΡ. διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με αποσύνδεση κυκλώματος, για λόγους ασφαλείας: άμεση/αυτόματη ~. Διακόπτης/διάταξη/πυκνωτής ~ης. Πηνίο ~ης για προστασία από βραχυκύκλωμα. Βλ. γείωση. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. απομόνωση κινητήριων μηχανών ή οχημάτων: ~ βαγονιών/συρμού. Πβ. απεμπλοκή. [< μτγν. ἀπόζευξις ‘λυσιμο από το ζυγό’, γαλλ. découplage, περ. 1950]
  • αποσταθεροποιώ [ἀποσταθεροποιῶ] α-πο-στα-θε-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποσταθεροποι-είς ... | αποσταθεροποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: προκαλώ αποσταθεροποίηση: Κρίση που ~εί την αγορά. Σύγκρουση που απειλεί να ~ήσει την ειρήνη στην περιοχή. Αξίες/θεσμοί/οικοσυστήματα που έχουν πλήρως ~ηθεί. Πβ. διασαλεύω, διαταράσσω, κλονίζω. Βλ. ανατρέπω, υπονομεύω.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Το απότομο φρενάρισμα ~εί το αυτοκίνητο. Πβ. απορρυθμίζω. ΑΝΤ. σταθεροποιώ [< αγγλ. destabilize, 1934, γαλλ. déstabiliser]
  • αργόστροφος , η, ο [ἀργόστροφος] αρ-γό-στρο-φος επίθ. ΑΝΤ. πολύστροφος 1. (λόγ.) που αργεί να καταλάβει, να αντιδράσει ή να ενεργήσει: Είναι λίγο ~ (: αργός στο μυαλό), δεν τα πιάνει αμέσως. Νωθρός και ~. ΣΥΝ. βραδύνους ΑΝΤ. εύστροφος 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. που λειτουργεί με αργές στροφές: ~ος: ανεμιστήρας/κινητήρας. ~η: αντλία/μηχανή. ~ο: μοτέρ. Βλ. -στροφος.
  • ατμοστρόβιλος [ἀτμοστρόβιλος] α-τμο-στρό-βι-λος ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. περιστροφική μηχανή που χρησιμοποιεί ως κινητήρια ενέργεια την εκτόνωση του ατμού: ~οι για τη λειτουργία ηλεκτρικών γεννητριών. Βλ. αεριοστρόβιλος, τουρμπίνα. [< γαλλ. turbine à vapeur]
  • άτρακτος [ἄτρακτος] ά-τρα-κτος ουσ. (θηλ.) {ατράκτ-ου} 1. ΑΕΡΟΝ. -ΜΗΧΑΝ.-ΤΕΧΝΟΛ. το κύριο μέρος, ο σκελετός του αεροσκάφους που περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοήγησης, τους χώρους των επιβατών, του φορτίου και των οργάνων ελέγχου: ~ αεροπλάνου/ελικοπτέρου. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. επιμήκης, συνήθ. κυλινδρικός άξονας που μεταδίδει περιστροφική κίνηση στις μηχανές: ~ ηλεκτροκινητήρα. 3. ΓΕΩΜ. τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας μεταξύ δύο μέγιστων ημικυκλίων με κοινή διάμετρο. 4. ΒΙΟΛ. ατρακτοειδές σχήμα που παρατηρείται κατά τη μετάφαση της κυτταρικής διαίρεσης και το οποίο αποτελείται από μικροσωληνίσκους που συνδέονται με τα χρωμοσώματα: μιτωτική/πυρηνική ~. 5. (λόγ.) αδράχτι. ● Υποκ.: ατρακτίδιο (το) (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: μυϊκή άτρακτος & (σπάν.) νευρομυϊκή άτρακτος: ΙΑΤΡ. μια από τις αισθητήριες απολήξεις των σκελετικών μυών που αποτελούν τους υποδοχείς των ερεθισμάτων και είναι υπεύθυνοι για το παθητικό τέντωμα του μυός. [< γαλλ. fuseau (neuro)musculaire] , ωριαία άτρακτος: ΓΕΩΓΡ. ζώνη ώρας. [< γαλλ. fuseau horaire, 1911] [< 1: γαλλ. fuselage, 1908 2-4: γαλλ. fuseau 5: μτγν. ἄτρακτος]
  • βενζινοκινητήρας βεν-ζι-νο-κι-νη-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. μηχανή εσωτερικής καύσης που παράγει ενέργεια με την κατανάλωση μίγματος βενζίνης και αέρα: εξακύλινδρος/τετρακύλινδρος/τετράχρονος ~. ~ δύο λίτρων/μέσου κυβισμού. ~ με απόδοση 150 ίππους. Λιπαντικά για ~ες. Βλ. ντιζελο-, πετρελαιο-κινητήρας. ΣΥΝ. βενζινομηχανή [< γαλλ. moteur à essence]
  • βενζινοκίνητος , η, ο βεν-ζι-νο-κί-νη-τος επίθ.: ΜΗΧΑΝΟΛ. (για μηχανήματα και μέσα μεταφοράς) που λειτουργεί με καύση βενζίνης: ~ο: αλυσοπρίονο/όχημα. Βλ. ντιζελο-, πετρελαιο-κίνητος.

αβάνς

αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]

αεριοστρόβιλος

αεριοστρόβιλος [ἀεριοστρόβιλος] α-ε-ρι-ο-στρό-βι-λος ουσ. (αρσ.) & αεροστρόβιλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. θερμικός κινητήρας που μετατρέπει την ενέργεια συμπιεσμένου και θερμού καύσιμου αερίου σε μηχανική: αεροπορικός/βιομηχανικός/ναυτικός ~. ~ ανοικτού/κλειστού κυκλώµατος. Βλ. στροβιλοαντιδραστήρας, τουρμπίνα.|| (κ. ως επίθ.) ~οι κινητήρες. [< αγγλ. gas-turbine, 1904]

ανάρτηση

ανάρτηση [ἀνάρτηση] α-νάρ-τη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναρτώ: ~ αφίσας/πανό. Πβ. κρέμασμα.|| ~ αποτελεσμάτων (βλ. ανακοίνωση).|| Διαδικτυακή ~. ~ εργασιών στην ιστοσελίδα του ... (βλ. καταχώρηση). Δημοφιλείς ~ήσεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη μεταξύ των τροχών του οχήματος και του σκελετού του, η οποία αποτελείται από ελατήρια, αμορτισέρ και στρεπτικές ράβδους και εξασφαλίζει την απορρόφηση των ταλαντώσεων και τη σταθερότητά του: ανεξάρτητη (: οι τροχοί δεν συνδέονται μεταξύ τους με άξονα)/εμπρός/πίσω/υδραυλική ~. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας. ~ αέρος (= αερ~). Πλαίσιο/σύστημα ~ης (= σασί). Ρυθμιζόμενες ~ήσεις. ΣΥΝ. σισπασιόν ● Υποκ.: αναρτησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: φάκελος ανάρτησης: υφασμάτινος επίδεσμος σε σχήμα φακέλου για τον αγκώνα και το αντιβράχιο, με ιμάντα που κρέμεται στον ώμο, για στήριξη και ακινητοποίηση τραυματισμένου μέλους ή αρθρώσεων: ~ ~ άνω άκρου/ρυθμιζόμενου ύψους., υδροενεργητική ανάρτηση βλ. υδροενεργητικός [< 1: μτγν. ἀνάρτησις 2: γαλλ. suspension]

ανατρέπω

ανατρέπω [ἀνατρέπω] α-να-τρέ-πω ρ. (μτβ.) {ανέτρε-ψα (σπάν.) ανάτρε-ψα, ανατράπ-ηκε (λόγ. ανετράπη, μτχ. ανατραπείς, -είσα, -έν, ανατρεπ-όμενος), ανατραπ-εί, ανατρέπ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) συντελώ (με αιφνιδιαστικό τρόπο), ώστε να πάψει να ισχύει κάτι: Μελέτη που ~ει τα έως τώρα δεδομένα. Η κακοκαιρία ~ψε (= ματαίωσε, χάλασε) τα σχέδιά τους. Κατάφερε να ~ψει (= να ανασκευάσει, αντικρούσει, καταρρίψει) τις κατηγορίες σε βάρος του. ~ηκαν (= μεταβλήθηκαν άρδην) οι ισορροπίες/οι κυρίαρχες αντιλήψεις/τα προγνωστικά. Δεν μπορεί να ~εί η απόφαση (= να ακυρωθεί, αναιρεθεί, καταργηθεί)/το αρνητικό κλίμα (= να αναστραφεί, αντιστραφεί). Πβ. φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω. 2. αναποδογυρίζω: Το αυτοκίνητο ~ηκε (= ντελαπάρισε, τούμπαρε). Η βάρκα κινδύνευσε να ~εί (= μπατάρει) λόγω της θαλασσοταραχής. 3. ενεργώ συνήθ. βίαια, ώστε να αφαιρεθεί η εξουσία από κάποιον: Προσπάθησαν να ~ψουν την κυβέρνηση (πβ. ρίχνω)/το πολίτευμα (= να το καταλύσουν). ~έν: καθεστώς. (για πρόσ.) Ο ηγέτης ~ηκε (= (εξ)έπεσε, καθαιρέθηκε). ~είς: Πρόεδρος. 4. (σε αθλητικό αγώνα) ρίχνω κάτω τον αντίπαλό μου: Ο παίκτης ~ηκε μέσα στη μικρή περιοχή (βλ. πέναλτι). ● ΦΡ.: ανατρέπω το σκηνικό (μτφ.): αλλάζω εντελώς την κατάσταση: Με την πρωτοβουλία του ~ψε ~. Το σκηνικό ~ηκε πλήρως στο δεύτερο ημίχρονο. ● βλ. ανατρεπόμενος [< αρχ. ἀνατρέπω ‘αναποδογυρίζω, τα κάνω άνω κάτω’, γαλλ. renverser]

άυλος

άυλος, η, ο [ἄϋλος] ά-υ-λος επίθ. 1. που δεν έχει υλική μορφή ή υπόσταση: ~η: φύση (των Αγγέλων). ~ο: πνεύμα. ~α: όντα. Ο ~ χαρακτήρας της πνευματικής ιδιοκτησίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ και ασώματος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αξία/επένδυση. ~οι: τίτλοι. ~ες: μετοχές. ~α: περιουσιακά στοιχεία. ΑΝΤ. ενσώματος (2), υλικός 2. (μτφ.) εξωπραγματικός, αιθέριος, εξαϋλωμένος: ~η: φιγούρα. ~ες: μορφές. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά 1. ΝΟΜ. βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, παιδεία, πνευματική ιδιοκτησία) που προστατεύονται αστικά και ποινικά· σπανιότ. υπηρεσίες. 2. ΟΙΚΟΝ. πάγια περιουσιακά στοιχεία (όνομα, ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα) που έχουν χρηματική αξία. [< γαλλ. biens incorporels] , άυλη (πολιτιστική) κληρονομιά: που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις, έθιμα, γλώσσες, μουσική, χορούς, τελετουργίες, εορταστικές εκδηλώσεις, γνώσεις και πρακτικές, παραδοσιακή ιατρική, μαγειρική τέχνη, τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία καθώς και το σύνολο των εργαλείων, αντικειμένων και των πολιτιστικών χώρων που συνδέονται με αυτά. [< αγγλ. intangible (cultural) heritage] [< μτγν. ἄϋλος, γαλλ. immatériel]

γείωση

γείωση γεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση αγώγιμου στοιχείου με τη γη για προστασία από ηλεκτροπληξία, πυρκαγιά ή άλλες καταστροφές: θεμελιακή ~ (: κατά μήκος των θεμελίων). ~ λειτουργίας (: ~ των μετασχηματιστών)/προστασίας (: ~ των μεταλλικών περιβλημάτων, πινάκων, καλωδίων). Αγωγός/ακροδέκτης/βρόχος/διατάξεις/ηλεκτρόδια/σύστημα ~ης. Βλ. αλεξικέραυνο, ρελέ. [< αγγλ. earthing]

γκάζι

γκάζι γκά-ζι ουσ. (ουδ.) {γκαζ-ιού} 1. (προφ.) φωταέριο: εστίες/κουζίνα/φούρνος ~ιού. Βλ. γκαζάκι. 2. πεντάλ αυτοκινήτου ή μοχλός μοτοσικλέτας που με το πάτημά του δίνει εντολή για απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και επιτάχυνση του οχήματος: ντίζα ~ιού. Αφήνω το ~. Πβ. γκαζιέρα, επιταχυντής. Βλ. φρένο.γκάζια (τα) (νεαν. αργκό) 1. πολύ μεγάλη ταχύτητα (οδήγησης): Ετοιμαστείτε για άγρια/τρελά ~! Τρέχει με μεγάλα ~.|| Αμάξι με πολλά ~ (= γρήγορο· πβ. άλογα). 2. ορμητική και ενθουσιώδης διάθεση· γρήγοροι, εντατικοί ρυθμοί: Ξεκίνησαν με ~ (= με φόρα).|| Έβαλε/έδωσε ~ (= εντατικοποίησε την προσπάθεια). 3. επίπληξη: Τους έβαλε ~ (= τους γκάζωσε, επέπληξε, μάλωσε). Άκουσαν ~ (από τον προπονητή). ● ΦΡ.: πατώ γκάζι ΑΝΤ. πατώ φρένο 1. πιέζω με το πόδι μου το γκάζι για να επιταχύνω: Πάτα ~ να προλάβουμε!|| (προφ.) Το πατάει (= οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, τρέχει). 2. (μτφ.) αυξάνω την απόδοσή μου, παρουσιάζω άνοδο: Η ομάδα ~ησε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. Ο δρομέας ~ησε ~ στα τελευταία λεπτά. Πβ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς.|| Η αγορά αυτοκινήτων/το χρηματιστήριο ~ησε ~., τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι (νεαν. αργκό) 1. πάτημα του γκαζιού μέχρι το τέρμα για ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας: ~ ~ και φύγαμε! Οδηγεί/πηγαίνει με ~ ~! 2. (μτφ.) εντατικοποίηση στον μέγιστο βαθμό: ~ ~ για να τελειώνουμε! Δουλεύουν με ~ ~ (: με πολύ έντονους ρυθμούς, στο μάξιμουμ)., τσιτώνω τα γκάζια βλ. τσιτώνω [< γαλλ. gaz < λατ. chaos < αρχ. χάος]

μερισματικός

μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]

μετάφραση

μετάφραση με-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα. 2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre] , ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]

στροβιλοαντιδραστήρας

στροβιλοαντιδραστήρας στρο-βι-λο-α-ντι-δρα-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας στον οποίο η ωστική δύναμη προκύπτει ως αντίδραση από την εκτόξευση θερμής μάζας αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Βλ. αεριοστρόβιλος, τουρμπίνα. [< αγγλ. turbojet (engine), 1944]

-στροφος

-στροφος, η, ο β' συνθετικό για δήλωση 1. αριθμού, συχνότητας ή κατεύθυνσης στροφών: πολύ~.|| Aριστερό~/δεξιό~. 2. ικανότητας ή ταχύτητας αντίληψης: αργό~/εύ~.

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.