Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11904 εγγραφές  [0-20]


  • -ανός, -ανή, -ανό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνει 1. χρονική στιγμή ή περίοδο: μεθαυρι~/μεσημερι~. Πβ. -ιάτικος.|| (ως ουσ., ΙΣΤ.) Τα Δεκεμβρι-ανά/Ιουλι-ανά. 2. ό,τι σχετίζεται με το πρόσωπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βικτωρι~ (< Βικτωρία)/γρηγορι~ (< Γρηγόριος).
  • -άρης, -άρισσα (λαϊκό): επίθημα επαγγελματικών ουσιαστικών: τσαγκ~. Πβ. -ιάρης, -ιάρισσα.|| (ουσ. δηλωτικών ιδιότητας:) Mπροστ~/νοικ~.
  • -γόνος , ος/α, ο (λόγ.): λεξικό επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προκαλεί ή παράγει κάτι: αγχο~/αεριο~/αλλεργιο~/αναισθησιο~/αντιασφυξιο~/βλεννο~/εξαρτησιο~/ζημιο~/ζωο~/ιο~/καρκινο~/λοιμο~/νοσο~/παθο~/ρυπο~/σεισμο~/σιελο~/σμηγματο~/στρεσο~. Πβ. -γενής.|| (ουδ. ουσ.) Κολλα-γόνο. Ανδρο-γόνα/ανορεξιο~/δακρυ~/καπνο~/παραισθησιο~.
  • -δερμος , η, ο λεξικό επίθημα που δηλώνει 1. (σε επίθ.) ότι το προσδιοριζόμενο έχει δέρμα με το χαρακτηριστικό (υφή, χρώμα) που εκφράζει το α' συνθετικό: ερυθρό-/παχύ-δερμος. 2. ΖΩΟΛ. (σε ουσ. στον πληθ. -δερμα) οικογένεια θαλάσσιων ζώων με κοινό χαρακτηριστικό τον τύπο δέρματος που εκφράζει το α΄συνθετικό: εχινό-, οστρακό-δερμα.
  • -ητό : κατάληξη ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα σε -ώ ή -ίζω: βογγ~/κυνηγ~/μουρμουρ~/μπουμπουν~/παραμιλ~/ροχαλ~.|| (σπανιότ. από ουσ.) Βου~ (βουή).
  • -ιά4 : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από ονόματα και δηλώνουν ιδιότητα: (από ουσ.) ανθρωπ~ (άνθρωπος).|| (από επίθ.) Αμυαλ~ (άμυαλος)/κακομοιρ~ (κακόμοιρος).
  • -ιανός , ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~. 2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.
  • αβαείο [ἀβαεῖο] α-βα-εί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι: ~ γοτθικού ρυθμού. Το ~ των Βενεδικτίνων/του Μπέλλα Πάις (στην Κύπρο). 2. (σπάν.) η έδρα, η κατοικία του αβά. Πβ. ηγουμενείο. [< γαλλ. abbaye]
  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]
  • αβάν πρεμιέρ [ἀβάν πρεμιέρ] α-βάν πρε-μιέρ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: η ανεπίσημη πρώτη παρουσίαση κυρ. κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου πριν από την έναρξη των προβολών ή των παραστάσεων για το ευρύ κοινό: ~ του φεστιβάλ. Η ταινία θα προβληθεί σε ~.|| (ως επίθ.) ~ προβολή. [< γαλλ. avant-première]
  • αβάν-γκαρντ & αβανγκάρντ [ἀβάν-γκαρντ] α-βάν-γκαρντ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: πρωτοπορία: θεατρική/κινηματογραφική ~. Η ~ της διανόησης/της μουσικής. Οι δημιουργοί/τα λογοτεχνικά κινήματα της ~. ~ και μοντερνισμός (πβ. αβανγκαρντισμός).|| (ως επίθ.) ~ αισθητική/συνθέτης/ταινία/τέχνη. ~ και ελιτίστικο περιοδικό. Πβ. καινοτόμος, ρηξικέλευθος. ΣΥΝ. εμπροσθοφυλακή (2) [< γαλλ. avant-garde]
  • αβανγκαρντισμός [ἀβανγκαρντισμός] α-βαν-γκαρ-ντι-σμός ουσ. (αρσ.) (σπάν.): τάση για καινοτομία και αμφισβήτηση των καθιερωμένων προτύπων και αξιών που χαρακτηρίζει διάφορα καλλιτεχνικά, αλλά και κοινωνικά, πολιτικά κινήματα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. avant-gardisme, 1918]
  • αβανιά [ἀβανιά] α-βα-νιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-παρωχ.): άδικη κατηγορία, συκοφαντία: Του έβγαλαν/έριξαν/φόρτωσαν την ~ ότι είναι μπεκρής/φονιάς. Πβ. ρετσινιά. [< μεσν. αβανιά]
  • αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]
  • αβάντα [ἀβάντα] α-βά-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. υποστήριξη, βοήθεια, ενίσχυση: πολιτική ~. Δίνω ~ σε κάποιον. Του κάνει ~ (= τον στηρίζει). (Κάποιος) έχει την ~ της διαιτησίας/της εξουσίας/των μέσων ενημέρωσης/από τον κόσμο. Πήρε δάνειο με την ~ των γονιών του.|| Έχει μεγάλες ~ες (= πλάτες, μέσο). Προωθήθηκε με ~ες στον καλλιτεχνικό χώρο. 2. πλεονέκτημα, πλεονεκτική θέση: Ξεκίνησε με ~ τον αγώνα. Πβ. αβαντάζ, αβάντζο, ατού. 3. (σπάν.) παράνομο συνήθ. υλικό κέρδος: Δέχομαι/παίρνω ~ (πβ. μίζα, προμήθεια). Η ~ του καζίνου (: το χρηματικό ποσό που κερδίζει στο σύνολο των στοιχημάτων). [< πβ. παλαιότ. ιταλ. avantare]
  • αβανταδόρος [ἀβανταδόρος] α-βα-ντα-δό-ρος ουσ. (αρσ.) (μειωτ.) 1. που προσφέρει στήριξη, βοήθεια: ~ της αντιπολίτευσης/της κυβέρνησης/της προεκλογικής εκστρατείας. 2. εικονικός παίκτης, αγοραστής που πληρώνεται, για να προσελκύει πελάτες: ~ σε καζίνο/παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. κράχτης. Βλ. παπατζής. 3. (σπάν.) που συντηρείται από παράνομα κέρδη, μίζες: ~οι και καιροσκόποι. Τυχοδιώκτες, ~οι και αεριτζήδες. Βλ. -αδόρος.
  • αβαντάζ [ἀβαντάζ] α-βα-ντάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλεονέκτημα, συνήθ. στον αθλητισμό: διπλωματικό/μεγάλο/τεχνολογικό/ψυχολογικό ~. Έχει το ~ έναντι του .../σε σχέση με ...|| Βαθμολογικό ~. (Το) ~ (της) έδρας. Με ~ τη νίκη/δέκα βαθμών. Η ομάδα έχει αποκτήσει/εξασφαλίσει σημαντικό ~ για την πρόκριση. ΣΥΝ. αβάντα (2), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα, ντεζαβαντάζ 2. ΑΘΛ. (κυρ. στο τένις, πινγκ πονγκ) βαθμός που κερδίζεται μετά από ισοπαλία, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να κερδίσει το παιχνίδι, εάν σκοράρει έναν ακόμη πόντο. [< γαλλ. avantage]
  • αβάντζο [ἀβάντζο] α-βά-ντζο ουσ. (ουδ.) & αβάντσο (λαϊκό): πλεονέκτημα: Έχει το ~. Δίνω ~. Ξεκίνησε τον αγώνα με ένα γκολ ~. Πβ. αβάντα. [< μεσν. αβάντζον < ιταλ. avanzo]
  • αβαρία [ἀβαρία] α-βα-ρί-α ουσ. (θηλ.) {αβαριών} 1. ΝΑΥΤ. φθορά, ζημιά πλοίου ή του φορτίου του κατά τη διάρκεια ταξιδιού (συνήθ. λόγω τρικυμίας ή ατυχήματος) και ειδικότ. η αναγκαστική ρίψη φορτίου στη θάλασσα: γενική/κοινή/μερική/ολική ~. Έξοδα/ρήτρα ~ας. Το σκάφος υπέστη σοβαρές ~ες.|| Μέτρα προστασίας των επιβατών σε περίπτωση ~ας. 2. (γενικότ.) ζημιά, απώλεια, βλάβη: οικονομική/τεχνική ~. ~ εμπορευμάτων. Προϊόντα που έχουν υποστεί ~. Αποζημιώσεις από ~ες. Η εταιρεία μέτρησε ~ες και οφέλη. 3. (συνηθέστ. στον πληθ.) υποχώρηση, συμβιβασμός σε ζητήματα κυρ. οικονομικά, κοινωνικά, ιδεολογικά: ~ σε αρχές/ιδανικά. Κάνε και συ μια ~. [< ιταλ. avaria]
  • αβάς [ἀβᾶς] α-βάς ουσ. (αρσ.) {αβ-άδες, αβ-άδων} ΕΚΚΛΗΣ. 1. ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού και γενικότ. ιερέας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 2. επίσκοπος της κοπτικής, της αιθιοπικής και της συριακής Εκκλησίας. [< μτγν. ἀββᾶς]

-αδόρος

-αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος). 2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~. 3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~. 4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

παπατζής

παπατζής πα-πα-τζής ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που παίζει το παρόνομο χαρτοπαίγνιο "παπάς". Βλ. αβανταδόρος. 2. (μτφ.) απατεώνας, κλέφτης, ψεύτης. ΣΥΝ. αγύρτης, τσαρλατάνος (1)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.