αεροπλανάκι [ἀεροπλανάκι] α-ε-ρο-πλα-νά-κι ουσ. (ουδ.) 1. παιδικό παιχνίδι ή αερομοντέλο: ηλεκτρικό/συναρμολογούμενο/τηλεκατευθυνόμενο/χάρτινο ~. 2. μικρό αεροπλάνο. 3. παράνομο παιχνίδι με μορφή πυραμίδας, στο οποίο κάθε παίκτης δίνει ένα ποσό που αποφέρει κέρδη, εφόσον εισάγει στο παιχνίδι άλλους παίκτες· κατ' επέκτ. επιχείρηση οργανωμένη σε δίκτυα καταναλωτών. ΣΥΝ. πυραμίδα (5)
αμαξίδιο [ἁμαξίδιο] α-μα-ξί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {αμαξιδί-ου | -ων}: μικρό μεταφορικό όχημα: χειροκίνητο ~. Μηχανοκίνητο ~ (του γκολφ). Βλ. βαγονέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: (αναπηρικό) αμαξίδιο: κάθισμα στερεωμένο σε μεγάλες συνήθ. ρόδες για ανθρώπους με μειωμένη κινητικότητα: αγωνιστικό/ηλεκτροκίνητο/παιδικό ~. Αντισφαίριση/καλαθοσφαίριση με ~ ~. ~α ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ ειδικού/ελαφρού τύπου. Κινείται με/χρησιμοποιεί ~ ~. ΣΥΝ. αναπηρική καρέκλα/πολυθρόνα, αναπηρικό καρότσι. [< αγγλ. wheel-chair] [< μτγν. ἁμαξίδιον, γαλλ. chariot]
αποκατεστημένος, η, ο [ἀποκατεστημένος] α-πο-κα-τε-στη-μέ-νος επίθ. & (προφ.) αποκαταστημένος 1. εξασφαλισμένος επαγγελματικά, με σταθερή δουλειά και ικανοποιητικό μισθό: οικονομικά ~. Πβ. τακτοποιημένος. 2. που έχει επανέλθει στην αρχική, κανονική του μορφή: ~η: όψη (κτιρίου). ~ο: αγγείο (από θραύσματα· πβ. συγκολλημένο)/μνημείο (πβ. αναστηλωμένο)/νεοκλασικό (πβ. αναπαλαιωμένο)/οίκημα. Χώρος πλήρως ~ (πβ. ανακαινισμένος). Πβ. επισκευασμένος.|| ~η: κόπια (της ταινίας). ~ο: βίντεο.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ο: χειρόγραφο. 3. παντρεμένος. ● βλ. αποκαθιστώ
απολυταρχία [ἀπολυταρχία] α-πο-λυ-ταρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του ανώτατου άρχοντα· απόλυτη μοναρχία. Πβ. δεσποτεία, τυραννία. Βλ. -αρχία. [< γαλλ. absolutisme]
άρμα [ἅρμα] άρ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ανοιχτό ρυμουλκούμενο όχημα που στολίζεται και χρησιμοποιείται σε εορταστικές παρελάσεις, συνήθ. αποκριάτικες: καρναβαλικά ~ατα. 2. ΑΡΧ. ξύλινο όχημα που το έσερναν άλογα και χρησιμοποιούνταν κυρ. στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες: δίτροχο/τετράτροχο/δρεπανηφόρο ~. Βλ. συνωρίδα, τέθριππο. ● ΣΥΜΠΛ.: άρμα Θέσπιδος: ΑΡΧ. θίασος που έκανε περιοδείες· έκφραση προερχόμενη από την πληροφορία ότι ο ποιητής Θέσπις παρουσίαζε τα έργα του πάνω σε άρμα, με το οποίο περιόδευε στους δήμους της Αττικής., άρμα μάχης & (προφ.) άρμα: ΣΤΡΑΤ. τανκ: βαρύ/ελαφρύ/μέσο ~ ~. Το πλήρωμα του ~ατος ~ης (π.χ. οδηγός, πυροβολητής-ασυρματιστής). Επιλαρχία/φάλαγγα ~άτων ~.|| Άρμα περισυλλογής (: για ρυμούλκηση μηχανημάτων). ΣΥΝ. τεθωρακισμένο [< γαλλ. char de combat] ● ΦΡ.: δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) (αρνητ. συνυποδ.): εξαρτώμαι απόλυτα από κάποιον: Δεν (προσ)δέθηκε ~ ~ κανενός κομματικού μηχανισμού. ● βλ. άρματα [< 1: γαλλ. char 2: αρχ. ἅρμα]
άρρεν [ἄρρεν] άρ-ρεν ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ανδρικό φύλο: (συνήθ. σε αιτήσεις, ερωτηματολόγια) φύλο: ~. ΑΝΤ. θήλυ ● βλ. άρρην [< αρχ. ἄρρεν]
αρχόντισσα [ἀρχόντισσα] αρ-χό-ντισ-σα ουσ. (θηλ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) γυναίκα με αρχοντική καταγωγή ή/και εμφάνιση. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός επιβλητικής, κυρίαρχης παρουσίας: (για νησί) ~ του Αιγαίου. Βλ. κυρά. ● βλ. άρχοντας [< μεσν. αρχόντισσα]
δημοτολόγιο δη-μο-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): μητρώο όπου είναι εγγεγραμμένοι όλοι οι δημότες δήμου ή παλαιότ. κοινότητας: εθνικό ~. Εγγραφή στο ~. Γραφείο ~ίου και μητρώα αρρένων. Πιστοποιητικό ~ίου και οικογενειακής κατάστασης. Βλ. ληξιαρχείο, -λόγιο.
εξωτικός, ή, ό [ἐξωτικός] ε-ξω-τι-κός επίθ. & (λαϊκό) ξωτικός (θετ. συνυποδ.) 1. που σχετίζεται με, βρίσκεται σε ή προέρχεται από μακρινές περιοχές, συνήθ. τροπικές: ~ός: παράδεισος. ~ή: κουζίνα/παραλία. ~οί: προορισμοί. ~ά: νησιά/πουλιά/φρούτα/φυτά. 2. (μτφ.) ασυνήθιστος: κοπέλα με ~ή ομορφιά (= σπάνια). ΑΝΤ. κοινός, συνηθισμένος. [< μτγν. ἐξωτικός 'εξωτερικός', γαλλ. exotique, αγγλ. exotic]
ονοματολογία [ὀνοματολογία] ο-νο-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. διαδικασία απόδοσης ονόματος, ονοματοθεσία· κατ' επέκτ. η επιστημονική μελέτη των ονομάτων: συνδυασμένη ~ (: δασμολογική και στατιστική ~ της τελωνειακής ένωσης). ~ βουνών/οδών/προϊόντων. ~ περιφερειών και νομών της χώρας. Εθνική ~ Οικονομικών Δραστηριοτήτων. 2. (επιστ.) το σύνολο των όρων που ανήκουν και χρησιμοποιούνται σε κάποιον γνωστικό τομέα ή κλάδο· ορολογία: διεθνής ~. ~ και ταξινόμηση απολιθωμάτων/ζώων/ιών/μυκήτων/πετρωμάτων/φυτών.|| (ΧΗΜ.) ~ των χημικών ενώσεων. ~ οξέων, βάσεων και αλάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ αρχείων και φακέλων/σκληρών δίσκων. Σύστημα/υπηρεσία ~ας. Πβ. ονοματολόγιο. 3. ΠΟΛΙΤ. (αρνητ. συνυποδ.) συζήτηση για τα πιθανά πρόσωπα που εμπλέκονται σε μια κατάσταση, με αναφορά στα ονόματά τους: ~ για διαδόχους στην ηγεσία του κόμματος. Βλ. -λογία. ● ΣΥΜΠΛ.: διώνυμη ονοματολογία βλ. διώνυμος [< 1: γαλλ. onomatologie, αγγλ. onomatology 2: γαλλ. nomenclature]
-οπούλα: υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.
προύχοντας πρού-χο-ντας ουσ. (αρσ.) {προυχόντων}: ΙΣΤ. (επί Τουρκοκρατίας) τοπικός άρχοντας επιφορτισμένος κυρ. με την είσπραξη φόρων· κατ' επέκτ. άρχοντας, πρόσωπο με ισχύ, λόγω πλούτου ή αξιώματος. Πβ. δημογέροντας, κοτζαμπάσης, προεστός, πρόκριτος. [< αρχ. πληθ. οἱ προύχοντες]
ρεμπεσκές ρε-μπε-σκές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): αργόσχολος, φυγόπονος άνθρωπος. Πβ. ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ρέμπελος, τεμπέλης, χαραμοφάης. Βλ. -ές. ΣΥΝ. τζερεμές (2)
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ