Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2500-2520]


  • ακαβούρντιστος , η, ο [ἀκαβούρντιστος] α-κα-βούρ-ντι-στος επίθ. & ακαβούρδιστος: που δεν έχει καβουρντιστεί: ~ος: καφές. ~η: βύνη. ~οι: ξηροί καρποί. ΑΝΤ. καβουρντισμένος.
  • ΑΚΑΓΕ (το): Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών.
  • ακαδημαϊκός , ή, ό [ἀκαδημαϊκός] α-κα-δη-μα-ϊ-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με την ανώτατη εκπαίδευση ή την επιστήμη, πανεπιστημιακός, επιστημονικός: ~ός: δάσκαλος/κλάδος/κόσμος/κύκλος σπουδών/οργανισμός/(παλαιότ.) πολίτης (= ο φοιτητής)/σύμβουλος/τίτλος/τρόπος σκέψης/υπεύθυνος/χώρος. ~ή: αναγνώριση/βαθμίδα/βιβλιοθήκη/δεοντολογία/διάκριση/εκπαίδευση/έρευνα/ζωή/καριέρα/κοινότητα/μόρφωση/συζήτηση (= θεωρητική, υποθετική, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα)/φοίτηση/χρονιά. ~ό: απολυτήριο (παλαιότ., απαραίτητο για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια της χώρας)/άσυλο/εξάμηνο/ινστιτούτο/προσωπικό. ~ές: δάφνες/συνεργασίες/υπηρεσίες. ~ά: δίκτυα/θέματα/ιδρύματα/όργανα/προγράμματα σπουδών/προσόντα/τμήματα. ΑΝΤ. εξωακαδημαϊκός 2. που σχετίζεται με την Ακαδημία: ~ές: Αρχές (: Προεδρείο της Ακαδημίας, Προεδρεία των Τάξεων, Σύγκλητος της Ακαδημίας). 3. που αναφέρεται στους κλασικούς κανόνες τέχνης ή στον ακαδημαϊσμό: ~ή: ζωγραφική/τεχνοτροπία. ~ό: ύφος (= σχολαστικό). Οι ~οί ζωγράφοι αναπαριστούν έναν κόσμο ωραιοποιημένο και αρμονικό. Βλ. αντι~. ● Ουσ.: Ακαδημαϊκός (ο/η) 1. κάθε μέλος Ακαδημίας και ειδικότ. κάθε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών: διακεκριμένος ~ και καθηγητής. Εξελέγη ~. ΣΥΝ. Αθάνατοι (1) 2. (καταχρ.) πανεπιστημιακός καθηγητής ή γενικότ. μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού: Απόδημοι ~οί. Βλ. αντι~. [< γαλλ. Académicien, αγγλ. Academician] ● επίρρ.: ακαδημαϊκά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκή ελευθερία: συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των μελών της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης για διδασκαλία, συζήτηση, διεξαγωγή έρευνας, διάδοση και δημοσίευση των αποτελεσμάτων της, παραγωγή και εκτέλεση δημιουργικού έργου, χωρίς παρεμβάσεις ή πίεση από τη διοίκηση, την κυβέρνηση ή άλλον εξωτερικό παράγοντα. [< γερμ. akademische Freiheit] , ακαδημαϊκό τέταρτο: τα δεκαπέντε πρώτα λεπτά πριν από την έναρξη πανεπιστημιακής παράδοσης, διάλεξης ή άλλης εκδήλωσης: Ισχύει/τηρώ (με ακρίβεια)/σέβομαι το ~ ~., ακαδημαϊκό χωριό βλ. χωριό, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός [< 1: μτγν. ἀκαδημαϊκός 2,3: γαλλ. académique, αγγλ. academic, γερμ. akademisch]
  • ακαδημαϊκότητα [ἀκαδημαϊκότητα] α-κα-δη-μα-ϊ-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. η ιδιότητα του ακαδημαϊκού: η ~ των πανεπιστημίων/πτυχίων/σπουδών. ~ και ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Διασφάλιση/κατοχύρωση της ~ας. Βλ. -ότητα. 2. (στην τέχνη) ακαδημαϊσμός: απρόσωπη/άχρωμη/στείρα ~.
  • ακαδημαϊσμός [ἀκαδημαϊσμός] α-κα-δη-μα-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνική τάση που χαρακτηρίζεται από την προσήλωση σε κλασικά αισθητικά πρότυπα, σε παραδοσιακές τεχνοτροπίες· κατ' επέκτ. κάθε μορφή έλλειψης φαντασίας και πρωτοτυπίας: άγονος/αυστηρός/σχολαστικός/ψυχρός ~. ~ της αρχιτεκτονικής/τέχνης. [< γαλλ. académisme, αγγλ. academism, 1926]
  • Ακαδημία [Ἀκαδημία] Α-κα-δη-μί-α ουσ. (θηλ.) {Ακαδημι-ών} 1. Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα το οποίο συγκαταλέγει στις τάξεις του κορυφαίες προσωπικότητες της επιστήμης, των γραμμάτων και των καλών τεχνών και ειδικότ. η Ακαδημία Αθηνών, το μοναδικό κρατικό Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1926 με σκοπό την καλλιέργεια και προαγωγή των επιστημών, των γραμμάτων και των καλών τεχνών και γενικά των ανθρώπινων γνώσεων, όπως και τη διαφώτιση και καθοδήγηση της κυβέρνησης και άλλων Αρχών για την εξυπηρέτηση των δημόσιων και ιδιωτικών αναγκών του τόπου: ~ Επιστημών. Τα μέλη της ~ας είναι τακτικά, επίτιμα, ξένοι εταίροι και αντεπιστέλλοντα. Βλ. τάξη.|| ~ των Επιστημών/των Τεχνών. 2. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Ίδρυμα αυτό και ειδικότ. το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα της Ακαδημίας Αθηνών. Βλ. Αθηναϊκή Τριλογία. 3. (καθ' υπερβολή) ονομασία διαφόρων ανώτατων και ανώτερων σχολών και καταχρ. άλλων σχολών: Ανώτατη Εκκλησιαστική ~. Εθνική Oλυμπιακή ~/Ελληνική Ναυαγοσωστική ~/(Ευρωπαϊκή) Αστυνομική ~. Πυροσβεστική ~. Διπλωματική ~. Ορθόδοξη ~ Κρήτης. || Μουσική/(παλαιότ.) Παιδαγωγική/Σκακιστική/Φωτογραφική ~. ~ες Μπάσκετ/Ποδοσφαίρου (: τμήματα συλλόγων για εκμάθηση του αντίστοιχου αθλήματος σε παιδιά ηλικίας συνήθ. πέντε έως δεκαεπτά ετών, που αλλάζουν κατηγορία ανά δύο έτη. Βλ. μπαμπίνι, προ-παίδες, -τζούνιορ, έφηβοι). 4. ΑΡΧ. Φιλοσοφική Σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων περ. το 385 π.Χ. [< 1-3: γαλλ. Αcadémie, γερμ. Αkademie (der Wissenschaften), αγγλ. Academy (of Sciences) 4: αρχ. Ἀκαδημία]
  • ακαζού [ἀκαζού] α-κα-ζού ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κοκκινωπό ξύλο τροπικών δέντρων, αλλιώς μαόνι· συνεκδ. το καστανοκόκκινο χρώμα του ξύλου αυτού: έπιπλα από ~.|| Κόκκινες αποχρώσεις στους τόνους του ~.|| (ως επίθ.) ~ ανταύγειες/βαφή/μαλλί. [< γαλλ. acajou]
  • ακαθάριστος , η, ο [ἀκαθάριστος] α-κα-θά-ρι-στος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί ή δεν του έχουν αφαιρέσει ξένες, άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες: ~ο: σπίτι/φίλτρο. ~α: ρούχα (= άπλυτα)/φρεάτια. ΣΥΝ. ακάθαρτος (2), βρόμικος (1) 2. που δεν έχει ξεφλουδιστεί: ~ο: καλαμπόκι/φρούτο. ~ες: πατάτες (ΑΝΤ. καθαρισμένες). ~α: κρεμμύδια. 3. (για χρηματικό ποσό) από το οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: ~ος: τζίρος. ~ες: αποδοχές (ΑΝΤ. καθαρές). Τα ~α έσοδα της επιχείρησης ανήλθαν σε ... ευρώ. ΣΥΝ. μικτός (1) ● επίρρ.: ακαθάριστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστη αξία παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. η συνολική αξία των παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ενός κλάδου ή του συνόλου της οικονομίας σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: βιομηχανική/ετήσια ~ ~. ~ ~ ανά απασχολούμενο. Συμμετοχή της αλιευτικής/δασικής παραγωγής στην ~ ~. [< αγγλ. gross value of production] , ακαθάριστη επένδυση: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο του δαπανώμενου χρηματικού ποσού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων: ~ ~ πάγιου κεφαλαίου. Δημόσια/συνολική/χρηματοδοτούμενη ~ ~. ~ ~ σε κατασκευή/κτίριο/υλικά αγαθά. [< αγγλ. gross investment] , ακαθάριστο εισόδημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των νόμιμων χρηματικών και άλλων αποδοχών πριν από την αφαίρεση φόρου ή άλλης εισφοράς: ετήσιο/συνολικό/τρέχον/φορολογητέο ~ ~. ~ ~ (εμπορικών) επιχειρήσεων/εργαζομένων/οικογένειας., ακαθάριστος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χωρίς ακριβή καθορισμό του χρεωστικού ή πιστωτικού του υπολοίπου., ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< μεσν. ακαθάριστος 3: αγγλ. gross]
  • ακαθαρσία [ἀκαθαρσία] α-κα-θαρ-σί-α ουσ. (θηλ.) {ακαθαρσί-ες, -ών} 1. βρομιά, καθετί μη καθαρό: Τζάμια θολά/μαύρα από την ~. Εξαφάνιση κάθε ίχνους ~ας. Βλ. λεκές. ΣΥΝ. λέρα (2), ρυπαρότητα (1) ΑΝΤ. καθαριότητα (1) 2. (μτφ.) ηθική μόλυνση: ~ της ψυχής. Πβ. μιαρότητα.ακαθαρσίες (οι): περιττώματα ανθρώπου ή ζώου: ~ των υπονόμων. ~ περιστεριών/σκύλου. ΣΥΝ. κακά, κόπρανα (1), κουράδα, σκατό (1) [< αρχ. ἀκαθαρσία]
  • ακάθαρτος , η, ο [ἀκάθαρτος] α-κά-θαρ-τος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί, βρόμικος: ~ος: δρόμος/χώρος. ~η: κουζίνα/τουαλέτα. ~ο: πιάτο. ~ες: παραλίες. ~α: νύχια/ρούχα/χέρια. Πβ. ακαθάριστος, ρυπαρός. ΑΝΤ. καθαρός (1) 2. (συνήθ. για υγρό) που δεν έχει απαλλαγεί από ξένες, περιττές ουσίες: ~η: βενζίνη. ~ο: νερό/οινόπνευμα. ~α: έλαια. Πβ. ακαθάριστος, αφιλτράριστος. 3. (μτφ.) που δεν έχει εξαγνιστεί, ανήθικος: ~ος: λογισμός (= πονηρός). ~η: επιθυμία/σκέψη/ψυχή. ~ και αμαρτωλός. ΣΥΝ. μιαρός ΑΝΤ. αγνός (1) ● Ουσ.: ακάθαρτα (ύδατα) (τα): βρόμικα νερά: Βιολογικός καθαρισμός ~άρτων. Δίκτυο (μεταφοράς των ομβρίων και) ~άρτων του Δήμου. Πβ. λύματα. ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο ζώο/ακάθαρτη τροφή: ΘΡΗΣΚ. που θεωρούνται μιαρά βάσει θρησκευτικών αντιλήψεων., ακάθαρτο πνεύμα: ΘΕΟΛ. Σατανάς και (γενικότ. στον πληθ.) δαίμονες: Καταλαμβάνεται/υποφέρει από τα ~α ~ατα., ακάθαρτο αίμα βλ. αίμα, αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< αρχ. ἀκάθαρτος]
  • ακάθεκτος , η, ο [ἀκάθεκτος] α-κά-θε-κτος επίθ. (λόγ.): που δεν είναι δυνατό να ανακοπεί, να σταματήσει: ~η: ορμή. Επιτίθεμαι/κατευθύνομαι/κινούμαι/οδεύω/ορμώ/προχωρώ ~. Πηγαίνει ~ για χρυσό μετάλλιο. Συνεχίζει ~η τη δράση της/τη θριαμβευτική της πορεία. Η ομάδα βαδίζει ~η προς την κορυφή/τη νίκη/τον τίτλο. Βλ. ακαταμάχητος, αποφασιστικός, απτόητος. ΣΥΝ. ασταμάτητος (2), ασυγκράτητος ● επίρρ.: ακάθεκτα [< μτγν. ἀκάθεκτος ‘ανεξέλεγκτος’]
  • ακάθιστος , η, ο [ἀκάθιστος] α-κά-θι-στος επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: Ακάθιστος Ύμνος: ΕΚΚΛΗΣ. κοντάκιο προς τιμή της Θεοτόκου που ψάλλεται τμηματικά τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής και ολόκληρο στον όρθρο του Σαββάτου της πέμπτης εβδομάδας· συνεκδ. η αντίστοιχη ακολουθία, οι Χαιρετισμοί. ● ΦΡ.: έχει τον ακάθιστο (προφ.): για νευρικό και αεικίνητο άτομο, κυρ. μικρό παιδί. [< μεσν. ακάθιστος]
  • ακαθοδήγητος , η, ο [ἀκαθοδήγητος] α-κα-θο-δή-γη-τος επίθ.: που δεν έχει καθοδηγηθεί, δεν του έχουν υποδείξει τον ορθό τρόπο δράσης ή συμπεριφοράς: ~ος: αγώνας/λαός. ~η: απεργία/εξέγερση (= αυθόρμητη). ~, χωρίς εποπτεία/προσανατολισμό. Αβοήθητοι/μετέωροι και ~οι αναζητούν την ταυτότητά τους. ΑΝΤ. καθοδηγούμενος. ● επίρρ.: ακαθοδήγητα
  • ακαθοριστία [ἀκαθοριστία] α-κα-θο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να οριστεί ή να προσδιοριστεί με ακρίβεια: απόλυτη/ποιητική ~. (ΦΙΛΟΣ.) Η ~ του όντος/της ύλης. ΣΥΝ. αοριστία, απροσδιοριστία [< γαλλ. indétermination]
  • ακαθόριστος , η, ο [ἀκαθόριστος] α-κα-θό-ρι-στος επίθ. {(λόγ. γεν.) ακαθορίστου}: που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια, ακρίβεια ή ευκρίνεια: ~ος: αριθμός (θυμάτων)/ήχος/στόχος/φόβος. ~η: απάντηση (= αόριστη)/μορφή/ταυτότητα. ~ο: περιεχόμενο/συναίσθημα. ~α: αίτια/κριτήρια/λόγια/όρια/συμπτώματα/σύνορα. Συγκεχυμένη και ~η κατάσταση. Αντικείμενο ~ης προέλευσης. Θέμα ~ης σημασίας. Κατασκευές ~ης χρήσης. Ασθένεια ~ης αιτιολογίας. Θαμπή και ~η εικόνα. ~α σχήματα και χρώματα που σιγά-σιγά παίρνουν μορφή. Έφυγε για ~ους λόγους. Το έργο διαδραματίζεται σε ~ο τόπο και χρόνο. Πβ. φλου. ΣΥΝ. απροσδιόριστος ΑΝΤ. καθορισμένος ● Ουσ.: ακαθόριστο (το) (λόγ.): οτιδήποτε δεν είναι σαφές, ακριβές, καθορισμένο: το ~ του μέλλοντος. ● επίρρ.: ακαθόριστα ● ΣΥΜΠΛ.: απροσδιόριστης/ακαθόριστης ηλικίας βλ. ηλικία [< γαλλ. indéterminé, indéterminable]
  • άκαιρος , η, ο [ἄκαιρος] ά-και-ρος επίθ.: που συμβαίνει σε ακατάλληλο χρόνο: ~η: δήλωση/ενέργεια/επιλογή/παραίτηση/παρέμβαση/συζήτηση/συνάντηση. ~ο: αίτημα/αστείο. Θα ήταν ~ο να γίνει κάτι αυτή τη στιγμή. Πβ. άτοπος. ΣΥΝ. ανεπίκαιρος, παράκαιρος ΑΝΤ. έγκαιρος, καίριος (2) ● Ουσ.: άκαιρο (το) (λόγ.): ό,τι δεν αρμόζει σε μια περίσταση, άτοπο: Επικαλέστηκε το ~ της συζήτησης και αποχώρησε. ● επίρρ.: άκαιρα & (λόγ.) ακαίρως: Άκαιρα και παράταιρα. ● ΦΡ.: ευκαίρως ακαίρως βλ. εύκαιρος [< αρχ. ἄκαιρος]
  • ακακία [ἀκακία] α-κα-κί-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. γένος δέντρων ή θάμνων (γένος Acacia) με αγκαθωτά κλαδιά, πλούσιο φύλλωμα και μικρά σφαιρικά λευκά ή κίτρινα άνθη, που καλλιεργούνται συνήθ. ως καλλωπιστικά: ~ (η) Κωνσταντινουπόλεως. Κόµµι/μασίφ ξύλο/μέλι ~ας. Βλ. γαζία, μιμόζα, ψευδ~. [< αρχ. ἀκακία, γαλλ.-αγγλ. acacia]
  • άκακος , η, ο [ἄκακος] ά-κα-κος επίθ. 1. που δεν έχει κακία, πονηρία ή που δεν προκαλεί κακό, δεν βλάπτει: ~ος: άνθρωπος. ~ο: πλάσμα. Αθώα και ~α παιδιά (= αγαθά, άδολα, απονήρευτα). ~ σαν αρνί. Έχει μια ~η, παιδική καρδιά. ΑΝΤ. δόλιος, κακός, πονηρός.|| ~ο: ζώο/φίδι (= ακίνδυνο). ~α: βακτήρια (= αβλαβή). ΑΝΤ. επιβλαβής. 2. που δεν γίνεται ή δεν λέγεται με κακία: ~η: συμπεριφορά. ~ο: αστείο/πείραγμα/χιούμορ. ● επίρρ.: άκακα [< αρχ. ἄκακος]
  • ακαλαισθησία [ἀκαλαισθησία] α-κα-λαι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ακαλαίσθητου: προχειρότητα/τσαπατσουλιά και ~ (πβ. κιτς, κιτσαρία). ΣΥΝ. κακογουστιά ΑΝΤ. καλαισθησία (1)
  • ακαλαίσθητος , η, ο [ἀκαλαίσθητος] α-κα-λαί-σθη-τος επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλού γούστου ή συνήθ. που έχει φτιαχτεί με κακογουστιά: ~ος: άνθρωπος. ~η: γλώσσα/διακόσμηση/εμφάνιση. ~ο: κείμενο/κτίριο/ντύσιμο/περιβάλλον/ύφος. ~η πλατεία, χωρίς πράσινο. ΣΥΝ. αντιαισθητικός, κακόγουστος, κιτς ΑΝΤ. καλαίσθητος, φιλόκαλος ● επίρρ.: ακαλαίσθητα [< γαλλ. sans goût]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

ακαταμάχητος

ακαταμάχητος, η, ο [ἀκαταμάχητος] α-κα-τα-μά-χη-τος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί, να τον αντικρούσει: ~ος: πειρασμός. ~η: γοητεία/γυναίκα/δύναμη/έλξη/θέληση. ~ο: άρωμα/βλέμμα/πάθος/χιούμορ. ~α: θέλγητρα. ~ και ασυναγώνιστος. ~ με τις γυναίκες.|| ~α: επιχειρήματα (= αφοπλιστικά)/τεκμήρια (= αμάχητα. ΑΝΤ. μαχητά). ΣΥΝ. ακατανίκητος (1) 2. (σπάν.) που δεν μπορεί να νικηθεί: ~ος: αντίπαλος. ΣΥΝ. αήττητος, ακατανίκητος (2), ανίκητος (1) ● επίρρ.: ακαταμάχητα [< 2:  μτγν. ἀκαταμάχητος]

γαζία

γαζία γα-ζί-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. είδος ακακίας (επιστ. ονομασ. Acacia farnesiana) με αγκαθωτά φουντωτά κλαδιά, φύλλα σαν φτερά και σφαιρικά, κίτρινα, χνουδωτά και ευωδιαστά άνθη που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία· συνεκδ. τα συγκεκριμένα άνθη. Βλ. μιμόζα. [< βεν. gazia]

διδακτικός

διδακτικός, ή, ό δι-δα-κτι-κός επίθ. 1. που αφορά τη διδασκαλία: ~ός: στόχος/χρόνος. ~ή: εμπειρία/ενότητα/μέθοδος/πείρα/πράξη/ώρα. ~ό: έτος/περιβάλλον/προσωπικό (: οι διδάσκοντες, βλ. δάσκαλος, καθηγητής). ~ές: επισκέψεις/πρακτικές/προσεγγίσεις. ~ά: αντικείμενα/βιβλία/πακέτα. Βλ. αλληλο~. 2. που περιέχει ή προσφέρει διδάγματα: ~ός: μύθος. ~ή: ιστορία/(ΦΙΛΟΛ.) ποίηση (: στοχεύει στη διδαχή και βρίσκεται μεταξύ επικής και λυρικής ποίησης, βλ. παραβολή).|| (συχνά αρνητ. συνυποδ., που επιδιώκει να διδάξει:) ~ός: τόνος. Λόγος με/χωρίς ~ό ύφος. Βλ. διδακτισμός, ηθικο~. ● Ουσ.: διδακτική (η) (με κεφαλ. το αρχικό Δ): ΠΑΙΔΑΓ. κλάδος της παιδαγωγικής με αντικείμενο τις θεωρίες και μεθόδους διδασκαλίας: γενική/ειδική ~. ~ της γλώσσας/της ιστορίας. [< γερμ. Didaktik] ● επίρρ.: διδακτικά ● ΣΥΜΠΛ.: διδακτικά μέσα: ΠΑΙΔΑΓ. αυτά που χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία. Βλ. οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα. [< γαλλ. moyens didactiques] , διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες: καθορισμένη αριθμητική τιμή για κάθε ακαδημαϊκό μάθημα, ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας ή τις ώρες διδασκαλίας του: απαιτούμενες ~ ~ για τη λήψη πτυχίου. Κατοχύρωση/μεταφορά (βλ. ECTS, πρόγραμμα Εράσμους) ~ών ~ων., διδακτικό/εκπαιδευτικό σενάριο βλ. σενάριο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη βλ. πρόσθετος, σχολικό/διδακτικό εγχειρίδιο βλ. εγχειρίδιο [< 1: μτγν. διδακτικός, γαλλ. enseignant 2: γαλλ. didactique, édifiant, αγγλ. didactic]

εύκαιρος

εύκαιρος, η, ο [εὔκαιρος] εύ-και-ρος επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν δεσμεύεται από κάποια υποχρέωση, που μπορεί να διαθέσει χρόνο σε κάτι: ~ για απαντήσεις/συζήτηση/συνεργασία. Ήταν πάντα ~ να ακούσει και να βοηθήσει. Τώρα που σε βρήκα ~ο, να σε ρωτήσω κάτι. Πβ. διαθέσιμος. Βλ. -καιρος, -η, -ο. ΑΝΤ. απασχολημένος, πολυάσχολος 2. (για πράγμα) που είναι στη διάθεση κάποιου μια ορισμένη χρονική στιγμή: Δεν έχω καμιά φωτογραφία ~η να σου δείξω. ● ΦΡ.: ευκαίρως ακαίρως (λόγ.): σε κάθε ευκαιρία, ασχέτως αν ταιριάζει ή όχι: Κατηγορεί/σχολιάζει ~ ~. [< αρχ. εὔκαιρος ‘κατάλληλος, βολικός, ταιριαστός’]

ηλικία

ηλικία [ἡλικία] η-λι-κί-α ουσ. (θηλ.) {ηλικι-ών} 1. το διάστημα, κυρ. μετρημένο σε χρόνια, που δηλώνει τη διάρκεια ζωής έμψυχου ή ύπαρξης άψυχου από τη στιγμή της γέννησης ή δημιουργίας του, αντίστοιχα, μέχρι το χρονικό παρόν (του ομιλητή ή αφηγητή): (για άνθρωπο) η φυσική/χρονολογική ~. Παιδιά/νέοι ~ας (άνω/κάτω των) ... ετών. Από την/μέχρι την/στην/(έ)ως την ~ των πενήντα. Μεγαλύτερος/μικρότερος στην ~ από ... Ανά/κατά ~ (και φύλο). Ποια είναι η ~ σου/τι ~ έχεις (= πόσων χρονών είσαι); Διανύει/συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ~ας του. Έχουν μεγάλη διαφορά ~ας. Πέθανε σε μεγάλη/μικρή/νεαρή/προχωρημένη ~. Μετά από κάποια ~, ... (Εγώ) στην ~ σου είχα οικογένεια! Οι ~ες των υποψηφίων. Κατά ομάδες ~ών. Ευρύ φάσμα ~ών.|| Η ~ ενός άστρου/της Γης. Εκτίμηση/υπολογισμός της ~ας ενός πετρώματος/του Σύμπαντος. Αρχαιολογικά ευρήματα/τοιχογραφίες ~ας ... αιώνων. 2. (ειδικότ.) χρονική περίοδος της ανθρώπινης ζωής, κυμαινόμενη συνήθ. μεταξύ συγκεκριμένων ετών, κατά την οποία εκδηλώνονται ορισμένα σωματικά, νοητικά, ψυχικά χαρακτηριστικά ή κατά την οποία ο άνθρωπος κρίνεται ικανός για κάτι: η αναπαραγωγική/γεροντική/νεανική/νηπιακή/(προ)σχολική ~. Σε τρυφερή ~. Αναμνήσεις από την παιδική ~. Η διατροφή κατά τη βρεφική ~. Στην ~ των τριάντα/σαράντα. Κάθε ~ έχει τη χάρη της. Έχει περάσει την κρίσιμη ~ για εκδήλωση της νόσου. Έχει φτάσει σ’ αυτή την ~ (: είναι αρκετά μεγάλος πια) και κάνει ακόμα κουταμάρες! Τα ρίσκα δεν είναι της ~ας του (: δεν ταιριάζουν στην ~ του).|| Η ιδανική/κατάλληλη ~ για ... Η προβλεπόμενη από τον νόμο ~ συνταξιοδότησης. Οι αναπτυξιακές/δυναμικές/παραγωγικές ~ες. Βρίσκεται/είναι σε ~ γάμου. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (συνεκδ.) το σύνολο των προσώπων που ανήκουν στην αντίστοιχη χρονική περίοδο: οι νεαρές/ώριμες ~ες. Άθλημα κατάλληλο για όλες τις ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: απροσδιόριστης/ακαθόριστης ηλικίας (συχνά ειρων.): για κάποιον που τα χρόνια του δεν μπορούν να προσδιοριστούν εύκολα., βιολογική ηλικία: αυτή που σχετίζεται με τη φυσική κατάσταση του οργανισμού, σε αντιδιαστολή με τη χρονολογική ηλικία. [< αγγλ. biological age] , μέση ηλικία: η περίοδος της ωριμότητας, ανάμεσα περ. στα 40 και τα 60 χρόνια., νόμιμη ηλικία: αυτή που καθορίζεται από τον νόμο και αφορά την έναρξη άσκησης συγκεκριμένου δικαιώματος: ~ ~ γάμου/εγγραφής στο Δημοτικό/οδήγησης αυτοκινήτου/συνταξιοδότησης., όριο ηλικίας & ηλικιακό όριο: η ηλικία από ή μέχρι την οποία έχει τη δυνατότητα κάποιος, σύμφωνα με τον νόμο, να ασκεί ορισμένο δικαίωμα: το ανώτατο/ελάχιστο/κατώτατο ~ ~. Απαιτούμενο/μειωμένο/πλήρες ~ ~. ~ ~ διορισμού/πρόσληψης. Ανεξαρτήτως ~ου ~. Ειδικά/προβλεπόμενα ~α ~ για ..., πνευματική/διανοητική ηλικία: το επίπεδο νοητικής ανάπτυξης ενός ανθρώπου, όπως καθορίζεται από τα τεστ νοημοσύνης. [< γαλλ. âge mental] , τέταρτη ηλικία: η περίοδος μετά τη συμπλήρωση του ογδοηκοστού πέμπτου περ. έτους της ζωής· συνεκδ. οι υπερήλικες: φροντίδα των ατόμων της ~ης ~ας. [< αγγλ. πβ. fourth age] , τρίτη ηλικία: η περίοδος μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου περ. έτους της ζωής ενός ατόμου, κατά την οποία θεωρείται πλέον ηλικιωμένο· συνεκδ. οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι: ~ ~ και γηρατειά. Οι ασθένειες της ~ης ~ας.|| Κοινωνική πρόνοια για την ~ ~. [< πβ. αγγλ. third age, 1972] , πρώτη ηλικία βλ. πρώτος ● ΦΡ.: δεν έχει ηλικία/χωρίς ηλικία 1. για άτομο που, αν και δεν είναι πια νέο, διατηρεί τη νεανικότητά του: Γυναίκα χωρίς ~! 2. (για ιδιότητα, κατάσταση, δραστηριότητα) αφορά ή χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους, νέους και μεγαλύτερους: Η άσκηση/γοητεία/μοναξιά δεν έχει ~. 3. (συνήθ. για δημιούργημα) είναι διαχρονικό: Ποιήματα/τραγούδια που δεν έχουν ~/χωρίς ~., είναι (μιας) κάποιας ηλικίας & (σπάν.) έχει κάποια ηλικία: είναι μεσήλικας., είναι στην ηλικία του/έχει την ηλικία του/είναι της ηλικίας του & έχουν την ίδια ηλικία: είναι συνομήλικοι: Κάνει παρέα με παιδιά που είναι ~. Έχω γιο στην ~ σου., με την ηλικία: με το πέρασμα των χρόνων, όσο μεγαλώνει κάποιος: Τα προβλήματα υγείας αυξάνονται ~ ~. Πβ. με τα χρόνια., (πάνω) στο άνθος/στην ακμή/στον ανθό της ηλικίας/της νιότης (κάποιου) βλ. άνθος [< αρχ. ἡλικία, αγγλ. age, γαλλ. âge]

κέρδος

κέρδος κέρ-δος ουσ. (ουδ.) {κέρδ-ους | -η, -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. το χρηματικό πλεόνασμα που προκύπτει από κάποια οικονομική δραστηριότητα: αναμενόμενο/ελάχιστο/επιχειρηματικό/ευκαιριακό/εύκολο/θεμιτό/λογιστικό/μέγιστο/νόμιμο/οικονομικό/οργανικό/παράνομο/προσδοκώμενο/σίγουρο/σταθερό/υψηλό/φορολογητέο ~. ~ από αγοραπωλησία/τόκους. Δείκτης/δυνατότητα/επιδίωξη/επίτευξη/μερίδιο/πηγή ~ους. Το κυνήγι του ~ους. Απολεσθέντα ~η. ~η προ φόρου. Άνοδος/αύξηση/διανομή/μείωση/πτώση (των) ~ών. Στενεύουν τα περιθώρια ~ους. Βγάζουν/αποκομίζουν ~. Αποβλέπει στο ~. Τα ~η ανήλθαν σε ... ευρώ. Επένδυση που αποφέρει/δίνει/φέρνει πολλά ~η (: είναι κερδοφόρα). Σημαντικά ~η καταγράφει το χρηματιστήριο (ΑΝΤ. απώλειες). Πβ. απόδοση. Βλ. τζίρος, υπερ~. ΑΝΤ. ζημιά (2), χασούρα 2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους όφελος: ηθικό/κοινωνικό ~ (πβ. ωφέλεια). ~ χρόνου. Το καθαρό περιβάλλον αποτελεί ~ για την κοινωνία.|| (ΑΘΛ.) Βαθμολογικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: (μη) διανεμηθέντα κέρδη: ΟΙΚΟΝ. το μέρος του καθαρού κέρδους που (δεν) έχει μοιραστεί στους δικαιούχους: ~ ~ από επενδύσεις., διαφυγόντα κέρδη: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που χάνονται λόγω σφάλματος ή ενέργειας τρίτου, οπότε μπορεί να απαιτηθεί αποζημίωση., καθαρό κέρδος: ΟΙΚΟΝ. τα πραγματικά έσοδα επιχείρησης ή προσώπου, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί το κόστος παραγωγής και τα έξοδα (πωλήσεων, διοίκησης): ~ ~ χρήσεως. Περιθώριο/συντελεστής ~ού ~ους. [< αγγλ. net profit] , λειτουργικό κέρδος: ΟΙΚΟΝ. που προέρχεται από την κύρια δραστηριότητα επιχείρησης, από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί φόροι, τόκοι και αποσβέσεις. [< αγγλ. operating profit] , μεγιστοποίηση του κέρδους/των κερδών: ΟΙΚΟΝ. συστηματική προσπάθεια κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου να αποκτήσει το μεγαλύτερο δυνατό οικονομικό όφελος, καταβάλλοντας το μικρότερο δυνατό κόστος· το ίδιο το όφελος που αποκομίζεται. [< αγγλ. profit maximazation] , μικτό/ακαθάριστο κέρδος: ΟΙΚΟΝ. από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες: μέσο/συνολικό/τυπικό ~ ~. ~ ~ εταιρείας/καταστήματος. [< αγγλ. gross profit] ● ΦΡ.: συμμετοχή (στα κέρδη) βλ. συμμετοχή [< αρχ. κέρδος]

λεκές

λεκές λε-κές ουσ. (αρσ.) 1. σημάδι, κυρ. βρομιάς, σε ρούχο, ύφασμα ή επιφάνεια: δύσκολοι/επίμονοι/σκούροι/χρωματιστοί ~έδες. ~ από αίμα/κρασί/λάδι/σάλτσα. ~ σε πουκάμισο/στον τοίχο/στο τραπεζομάντιλο/στο χαλί. Απορρυπαντικό που αφαιρεί/εξαφανίζει/καθαρίζει τους ~έδες. Βαφή που δεν αφήνει ~έδες. Τρίψτε τον ~έ με αλάτι. ~ που δεν βγαίνει/δεν φεύγει με τίποτα.|| (κατ' επέκτ., προφ.) Έχει ~έδες (= πανάδες) στο δέρμα από τον ήλιο (βλ. δυσχρωμία). Πβ. κηλίδα. 2. (μτφ.) καθετί ντροπιαστικό. Πβ. ρετσινιά, ρύπος, στίγμα. Βλ. -ές. ● Υποκ.: λεκεδάκι (το) [< τουρκ. leke]

μικτός

μικτός, ή, ό μι-κτός επίθ. & μεικτός 1. που αποτελείται από περισσότερα του ενός διαφορετικά στοιχεία: ~ός: αγώνας/πληθυσμός. ~ή: ασφάλεια αυτοκινήτου (: ασφαλιστική κάλυψη και για ίδιες ζημίες σε περίπτωση ατυχήματος)/ατομική (: κολύμβηση με συνδυασμό διαφορετικών στιλ)/γλώσσα (: με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας)/επιτροπή/εταιρεία (: που συστήνεται από ένα πρόσωπο δημοσίου δικαίου και μία ιδιωτική επιχείρηση)/καύση (ξυλείας και προϊόντων λιγνίτη)/κουζίνα (: με γκάζι και ηλεκτρισμό)/ονομασία/τεχνική (στη ζωγραφική και τις καλές τέχνες). ~ό: δέρμα (αλλού λιπαρό, αλλού κανονικό ή ξηρό)/δικαστήριο (με τακτικούς δικαστές και λαϊκούς ενόρκους)/εκλογικό σύστημα (: εκλογή άλλων βουλευτών σε μικρές περιοχές με σταυρό προτίμησης και άλλων σε μεγάλες περιφέρειες με λίστα). ~ές: αποδοχές. ~ά: ασφάλιστρα. ~ό σώμα αξιολογητών. Βλ. αμιγής, σύμμικτος. 2. που προορίζεται για άτομα και των δύο φύλων: ~ός: χορός. ~ή: χορωδία. ~ό: σχολείο (για μαθητές και μαθήτριες). ● επίρρ.: μικτά ● ΣΥΜΠΛ.: μικτή ζώνη: (κυρ. στην αθλητική δημοσιογραφία) οριοθετημένη περιοχή σε αθλητικούς χώρους, όπου οι ρεπόρτερς παίρνουν δηλώσεις από πρωταγωνιστές αθλητές ή/και προπονητές., μικτό/ακαθάριστο βάρος: ΟΙΚΟΝ. το βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του. Βλ. απόβαρο. ΑΝΤ. καθαρό βάρος, μικτός αριθμός: ΜΑΘ. πραγματικός αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα., μικτή οικονομία βλ. οικονομία, μικτό δάσος βλ. δάσος, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός γάμος βλ. γάμος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< αρχ. μικτός, γαλλ. mixte, αγγλ. mixed]

μισθός

μισθός μι-σθός ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) μιστός: το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ως αμοιβή για την εργασία του: ετήσιος/ημερήσιος/ικανοποιητικός/κατώτατος/μηνιαίος/νόμιμος/πενιχρός/πρώτος/σταθερός/συμβατικός (: που καθορίζεται από τη σύμβαση εργασίας)/συντάξιμος ~. Βασικός ~ (: χωρίς επιδόματα και προσαυξήσεις). Καθαρός ~ (: χωρίς κρατήσεις). Ο δέκατος τρίτος ~ (= το δώρο των Χριστουγέννων). ~ βουλευτή/δημοσίου υπαλλήλου. Υπάλληλος με υψηλό/χαμηλό ~ό (πβ. υψηλό-, χαμηλό-μισθος). ~οί και συντάξεις. Αναπροσαρμογή/διαμόρφωση/μείωση/όρια/πάγωμα/περικοπή/πίνακας/συγκράτηση ~ών. Δικαιούμαι/εισπράττω/παίρνω ~ό. Οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις ~ών. ΣΥΝ. αποδοχές, απολαβές ● Υποκ.: μισθουλάκος & μισθουλάκι ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός/έμμεσος μισθός: το σύνολο των κοινωνικών παροχών και επιδομάτων που χορηγούνται ανεξάρτητα από τον μισθό του εργαζομένου (π.χ. ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση)., μικτός/ακαθάριστος μισθός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: μέσος/ωριαίος ~ ~. Αύξηση/φόρος ~ου ~ού., μισθός πείνας (προφ.): πάρα πολύ χαμηλός, που δεν εξασφαλίζει στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση., ονομαστικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. που συμπεριλαμβάνει και τις κρατήσεις: μηνιαίος ελάχιστος ~ ~., πραγματικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με τις αποδοχές του, η αγοραστική δύναμη του μισθού. ● ΦΡ.: άξιος ο μισθός (κάποιου) (συνήθ. ως επιφών.-ειρων.): του αξίζει η ανταμοιβή, η επιβράβευση: Σε καλή μεριά! ~ ~ σου!, κόβω μισθό σε κάποιον (προφ.): χορηγώ, καταβάλλω μισθό. [< αρχ. μισθός, γαλλ. salaire]

μπαμπίνι

μπαμπίνι μπα-μπί-νι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. κατηγορία κατάταξης αθλούμενων παιδιών, ηλικίας συνήθ. πέντε έως επτά ετών. Βλ. Ακαδημία. [< ιταλ. bambini]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πετρέλαιο

πετρέλαιο πε-τρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {πετρελαί-ου}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό ορυκτό εύφλεκτο καύσιμο, μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό-μαύρο ή καστανό-κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, αλλά και πρώτη ύλη για την παραγωγή πολλών προϊόντων: ~ εσωτερικής καύσης/θέρμανσης/κίνησης (: που χρησιμοποιείται σε κινητήρες οχημάτων). ~ ντίζελ. Αγωγός/άντληση/αποθέματα/γεώτρηση/δεξαμενή/διανομή/εξόρυξη/κατανάλωση ~ου. Παράγωγα ~ου (= πετρελαιοειδή). Δημιουργία του ~ου (: από την αποσύνθεση κυρ. θαλάσσιων φυτικών και ζωικών οργανισμών που εγκλείστηκαν σε πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη). Καυστήρας/λάμπα/σόμπα ~ου. Βιομηχανίες/εταιρείες ~ου (= πετρελαιοβιομηχανίες). Λάδια από ~. Ρύπανση από το ~. Βρέθηκε ~ (= κοιτάσματα ~ου). Το ~ ανήκει στις εξαντλήσιμες/μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργοστάσια/µηχανές/οχήματα που καίνε ~.|| Γεωλογία/Τεχνολογία ~ου. Μηχανική ~ων. Βλ. πετροχημικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Στα ... δολάρια το βαρέλι διαμορφώθηκε η τιμή του ~ου. ΣΥΝ. μαύρος χρυσός ● ΣΥΜΠΛ.: (κλασματική) απόσταξη πετρελαίου: η σημαντικότερη διαδικασία της διύλισης η οποία πραγματοποιείται σε υψικάμινους, όπου με θέρμανση οι βαρύτεροι υδρογονάνθρακες υγροποιούνται, ενώ οι ελαφρύτεροι παραμένουν σε αέρια κατάσταση και λαμβάνονται από ειδικές εξόδους: προϊόντα της ~ης ~ (= κλάσματα ~ου) (: αιθ-, βουτ-, μεθ-, προπ-άνιο, κηροζίνη, ορυκτέλαια)., αργό πετρέλαιο & ακάθαρτο/ακατέργαστο/ορυκτό/μπρεντ πετρέλαιο: πετρέλαιο στη φυσική του μορφή, όπως εξάγεται από τις πετρελαιοπηγές. [< αγγλ. crude oil] , βαρύ πετρέλαιο: μαζούτ., διύλιση πετρελαίου: ειδική κατεργασία διαχωρισμού του αργού πετρελαίου στα προϊόντα του, μέσω της συνεχούς κλασματικής απόσταξης. Βλ. αποθείωση., φωτιστικό πετρέλαιο: κηροζίνη. [< γαλλ. pétrole lampant] , κηλίδα πετρελαίου βλ. κηλίδα, τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) βλ. τόνος2, υγροποιημένο αέριο πετρελαίου βλ. αέριο ● ΦΡ.: μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως [< μεσν. πετρέλαιον, γαλλ. pétrole, αγγλ. petroleum, γερμ. Petroleum]

προϊόν

προϊόν προ-ϊ-όν ουσ. (ουδ.) {προϊόντ-ος | -α, -ων} 1. οτιδήποτε προέρχεται, παράγεται από την ανθρώπινη εργασία ή δραστηριότητα: γεωργικό/ελαττωματικό/εμπορικό/ζωικό/καταναλωτικό/κτηνοτροφικό/παραδοσιακό/πρωτοποριακό/τεχνικό/τουριστικό/χειροποίητο ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Επενδυτικό/καταθετικό/τραπεζικό ~. ~ εγγυημένου κεφαλαίου.|| ~ υψηλής διατροφικής αξίας. Εμπορική ονομασία/καταχώρηση/κωδικός/παράδοση/προώθηση/τιμή ~ος. Αγροτικά/αθλητικά/ανταγωνιστικά/βιομηχανικά/γαλακτοκομικά/δικτυακά/εγχώρια/εισαγόμενα/ενδιάμεσα (= που χρησιμεύουν για την παραγωγή άλλων)/εξαγώγιμα/ευπαθή/εύφλεκτα/καλλιτεχνικά/καλλυντικά/κατεψυγμένα/κηπευτικά/κύρια/ξηρά/τεχνητά/τοξικά/τυποποιημένα/υγρά/φαρμακευτικά/φρέσκα ή νωπά/φυσικά/φυτικά/χημικά ~α. ~α άρτου (= αρτοσκευάσματα). ~α άλεσης δημητριακών (π.χ. αλεύρι). ~α και υπηρεσίες. ~α αδυνατίσματος/θαλάσσης/ξύλου/περιποίησης/πληροφορικής/πρώτης ανάγκης/τέχνης/τεχνολογίας. Γκάμα/εμπορία/κατάλογος/κατηγορίες/σειρά/σχεδίαση ~ων. Διακινώ/εκθέτω/εξάγω/πουλώ/ψωνίζω ένα ~. Δεν είναι διαθέσιμο το ~ που θέλετε να αγοράσετε. Η εταιρεία λανσάρει νέο ~ στην αγορά. || εκπαιδευτικά/πνευματικά/πολιτιστικά ~α. Πβ. παρασκεύασμα. Βλ. παρα~, συμ~, υπερ~. 2. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) καρπός, δημιούργημα, αποτέλεσμα ορισμένης διαδικασίας, δραστηριότητας: ~ αναζήτησης/απάτης/έμπνευσης/κλοπής/μελέτης/μόχθου/συνεργασίας/φαντασίας. Η έκδοση του βιβλίου είναι ~ μακρόχρονης προσπάθειας (πβ. απόρροια, επακόλουθο). 3. απόδοση, κέρδος, είσπραξη: οικονομικό ~ (: εισόδημα από επενδύσεις). Το οριακό και το µέσο ~ της εργασίας. Το ~ της πώλησης θα αποδοθεί στους δικαιούχους. Το ~ του εράνου θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των πληγέντων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας, μέσα στην επικράτειά της, κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross domestic product (GDP), 1951] , ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας είτε στην επικράτειά της είτε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross national product (GNP), 1923] , βιολογικά προϊόντα & οργανικά προϊόντα: που παράγονται χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων ή άλλων ορμονών: συμβατικά και ~ ~. Εξειδικευμένα καταστήματα πώλησης/Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης ~ών ~ων., έτοιμο/τελικό προϊόν: αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να καταναλωθεί αμέσως, χωρίς επιπλέον επεξεργασία: ~α ~α διατροφής/ζύμης/λογισμικού., καθαρό εγχώριο προϊόν: ΟΙΚΟΝ. το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αφού αφαιρεθούν οι αποσβέσεις. [< αγγλ. net domestic product (NDP)] , καθαρό εθνικό προϊόν: ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των εισοδημάτων που εξασφαλίζουν οι κάτοικοι μιας χώρας (είτε από την επικράτειά της είτε από το εξωτερικό), αφού αφαιρεθούν οι φόροι και όσα διατέθηκαν για την απόκτηση των εισοδημάτων αυτών κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. net national product (ΝΝP), 1945] , παράγωγα προϊόντα: ΟΙΚΟΝ. κάθε τύπος χρηματοοικονομικής συναλλαγής η αξία της οποίας εξαρτάται από την υποκείμενη αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου ή δείκτη (όπως μετοχές, επιτόκια και ομόλογα): Επενδύω σε ~ ~. [< αγγλ. derivatives, 1985] , προϊόντα ευρείας κατανάλωσης & μαζικής/καθημερινής κατανάλωσης: αγαθά που αγοράζονται και χρησιμοποιούνται ευρέως, για να καλύψουν κυρ. πρώτες ανάγκες., ανάπτυξη προϊόντων βλ. ανάπτυξη, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, τοποθέτηση προϊόντων βλ. τοποθέτηση. ● ΦΡ.: προϊόν με ονομασία προέλευσης: αγαθό του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία πρέπει να λαμβάνουν χώρα σε μια οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή με αναγνωρισμένη τεχνογνωσία. Βλ. προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. [< αρχ. προϊόν, γαλλ. produit, αγγλ. product]

τάξη

τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.