Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3900-3920]


  • ανάδραση [ἀνάδραση] α-νά-δρα-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): ανατροφοδότηση. Βλ. βιο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση & αρνητική ανατροφοδότηση: που τείνει να σταθεροποιήσει μια διαδικασία, μειώνοντας τον ρυθμό ή το αποτέλεσμά της σε περίπτωση που οι επιδράσεις της είναι υπερβολικά μεγάλες. [< αγγλ. negative feedback, 1934] , θετική ανάδραση & θετική ανατροφοδότηση: που στοχεύει ή καταλήγει στη διεύρυνση ή αύξηση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας: ~ ~ της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.|| ~ ~ του πολιτισμού (πβ. ενθάρρυνση, ενίσχυση, στήριξη). [< αγγλ. positive feedback, 1934]
  • αναδραστικός , ή, ό [ἀναδραστικός] α-να-δρα-στι-κός επίθ. (επιστ.): που είναι αποτέλεσμα της ανάδρασης: ~ή: διαδικασία (βλ. επαναληπτικός, κυκλικός). Οι ~οί μηχανισμοί της φύσης (: διορθωτικοί, επανορθωτικοί, ρυθμιστικοί).|| (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ή: αυτορρύθμιση/δραστηριότητα. Τηλεδιδασκαλία με ~ή επικοινωνία. Η ~ή λειτουργία της αξιολόγησης. Bλ. αλληλεπι-, δια-δραστικός, αμφίδρομος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αναστολή (: διακοπή μεταβολικής οδού). Βλ. βιο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ό: δίκτυο υπολογιστών/σύστημα πληροφοριών.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: μηχανισμός ελέγχου (πβ. σερβομηχανισμός). ΣΥΝ. ανατροφοδοτικός
  • αναδρομή [ἀναδρομή ] α-να-δρο-μή ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση, εξέταση ή αναπόληση γεγονότων του παρελθόντος· (ΛΟΓΟΤ.) αφηγηματική τεχνική κατά την οποία η ροή της αφήγησης διακόπτεται και μεταφέρεται σε προγενέστερα γεγονότα: ιστορική/μουσική/σύντομη ~. Βιβλίο που επιχειρεί/κάνει (μια) ~ στην ιστορία του .../στο παρελθόν. Πβ. ανασκόπηση, φλας μπακ.|| Βλ. αναχρονία, προοικονομία. 2. κίνηση, συνήθ. υγρών, προς τα πάνω ή προς τα πίσω: ~ του νερού. 3. ΦΙΛΟΣ. συλλογιστική πορεία από τα συμπεράσματα στις αρχές, από τα αποτελέσματα στις αιτίες, από το σύνθετο στο απλό. [< 1: γαλλ. rétrospection 2: αρχ. ἀναδρομή 3: γαλλ. régression]
  • αναδρομικός , ή, ό [ἀναδρομικός] α-να-δρο-μι-κός επίθ. 1. που γίνεται ή δίνεται στο παρόν, αφορά όμως προγενέστερο χρονικό διάστημα: ~ός: διορισμός/έλεγχος. ~ή: αύξηση/καταβολή/χρέωση. ~ό: αποτέλεσμα/επίδομα. Νόμος με ~ή ισχύ. 2. που συμβαίνει στο παρόν, αναφέρεται όμως σε παρελθοντική περίοδο: ~ή: έκθεση/παρουσίαση (του έργου ενός καλλιτέχνη). Πβ. ρετροσπεκτίβα. || ~ή: αφήγηση (= αναδρομή). || (ΓΛΩΣΣ.) ~ σχηματισμός. ● Ουσ.: αναδρομικά (τα): χρήματα που εισπράττονται εκ των υστέρων, κυρ. από μισθωτούς: αυξήσεις και ~. Διεκδικώ/κόβονται/θα λάβω τα ~. Τα ~ θα καταβληθούν σε μηνιαίες δόσεις. ● επίρρ.: αναδρομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1: γαλλ. rétroactif 2: γαλλ. rétrospectif]
  • αναδρομικότητα [ἀναδρομικότητα] α-να-δρο-μι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επιστ.): αναδρομική ισχύς: η ~ μιας διάταξης/ενός νόμου/μιας ρύθμισης. Η μη ~ της ποινής. Αίρεται η ~. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. rétroactivité]
  • αναδρομολόγηση [ἀναδρομολόγηση] α-να-δρο-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. ανακατεύθυνση. 2. αλλαγή δρομολογίου: ~ λεωφορειακών γραμμών.
  • ανάδρομος , η, ο [ἀνάδρομος] α-νά-δρο-μος επίθ. (επιστ.): που κινείται ή σπανιότ. γίνεται αντίθετα από το κανονικό· ανάποδος, ανάστροφος: ~η ροή αίματος (πβ. παλίνδρομος, παλινδρομικός).|| (ΙΧΘΥΟΛ.) ~α ψάρια (: που μεταναστεύουν στα γλυκά νερά για αναπαραγωγή· βλ. πέστροφα, σολομός, χέλι).|| (ΒΙΟΛ.) ~η διασταύρωση (: υβριδικού απογόνου με έναν από τους αρχικούς γονείς).|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ο Ερμής γίνεται/γυρίζει ~. ΑΝΤ. ορθόδρομος ● επίρρ.: ανάδρομα ● ΣΥΜΠΛ.: ανάδρομη πορεία/κίνηση/τροχιά/φορά: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. κίνηση ενός ουράνιου σώματος αντίθετα από τη φορά των περισσότερων ουράνιων σωμάτων του ηλιακού συστήματος: (για πλανήτη) Ξεκινά/σταματά την ~ κίνησή/πορεία του. Ακολουθεί ~ ~. Βρίσκεται/μπήκε σε ~ τροχιά. Περιστρέφεται με ~ φορά. [< μτγν. ἀνάδρομος, γαλλ. anadrome, rétrograde, αγγλ. anadromous]
  • αναδύομαι [ἀναδύομαι] α-να-δύ-ο-μαι ρ. (αμτβ.) {αναδύ-εται, -θηκε, -όμενος} (λόγ.) 1. βγαίνω σιγά σιγά στην επιφάνεια του νερού: Ο δύτης/το υποβρύχιο ~θηκε (μέσα) από τον βυθό. Πβ. ανεβαίνω, ανέρχομαι. ΑΝΤ. καταδύομαι (1) 2. (μτφ.) εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω σταδιακά: (εμφατ.) ~εται στην επιφάνεια. Ανερχόμενη οικονομία που ~εται ως παγκόσμιος γίγαντας. Συναίσθημα που ~εται αβίαστα/φυσικά. Μέσα από την αλληλογραφία τους ~εται (= έρχεται στην επιφάνεια) μια ολόκληρη εποχή. ~ονται ευκαιρίες (= παρουσιάζονται). ~θηκε από την αφάνεια.|| (λογοτ.) Ο ήλιος ~εται (= ανατέλλει) από τη θάλασσα. Το σπίτι ~θηκε μέσα από την ομίχλη. [< 1: αρχ. ἀναδύομαι 2: γαλλ. émerger]
  • αναδυόμενος , η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]
  • ανάδυση [ἀνάδυση] α-νά-δυ-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδύομαι: ~ (δύτη) στην επιφάνεια της θάλασσας. Πβ. ανέβασμα, άνοδος. ΑΝΤ. κατάδυση.|| (ΓΕΩΛ.) Καταβυθίσεις και ~ύσεις πλακών.|| (μτφ.) ~ νέων αγορών/της κοινωνίας της πληροφορίας. Πβ. εμφάνιση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μενού/παραθύρου (βλ. αναδυόμενος).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΠΑΙΔΑΓ.) ~ της βιολογικής γνώσης των παιδιών/της γλώσσας/του γραμματισμού (βλ. αναδυόμενος γραμματισμός). [< αρχ. ἀνάδυσις, γαλλ. émersion, αγγλ. emergence]
  • αναερόβιος , α, ο [ἀναερόβιος] α-να-ε-ρό-βι-ος επίθ. 1. ΒΙΟΛ. που συντελείται σε ή χαρακτηρίζεται από συνθήκες έλλειψης οξυγόνου: ~ος: μεταβολισμός. ~α: αποσύνθεση/γλυκόλυση/επεξεργασία αποβλήτων/ζύμωση/χώνευση. ~o: περιβάλλον.|| ~α: άσκηση/προπόνηση. ΑΝΤ. αερόβιος 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. για οργανισμό που ζει χωρίς οξυγόνο ή κατ' επέκτ. για νόσημα που έχει προκληθεί από αυτόν: ~α: βακτήρια/μικρόβια.|| ~α: λοίμωξη (: τέτανος, αλλαντίαση, αεριογόνος γάγγραινα). ΑΝΤ. αερόβιος ● επίρρ.: αναεροβίως (λόγ.) [< γαλλ. anaérobie, αγγλ. anaerobic, 1914]
  • ανάερος , η, ο [ἀνάερος] α-νά-ε-ρος επίθ. 1. (λογοτ.) αέρινος, ανάλαφρος, αιθέριος: ~ος: χορός. ~η: ύπαρξη (πβ. αερικό). ~ο: περπάτημα. ~ες: κινήσεις. Πβ. άυλος. 2. (σπάν.) που δεν αερίζεται ή που δεν έχει αέρα. Βλ. ανήλιαγος. ΑΝΤ. ευάερος
  • αναζητάω βλ. αναζητώ
  • αναζήτηση [ἀναζήτηση] α-να-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζητώ: άκαρπη/επίπονη/επιστημονική/εσωτερική (= αυτοανάλυση)/κοπιώδης/μάταιη/προσεκτική ~. ~ εργασίας/σπιτιού (πβ. έρευνα). ~ απολεσθέντων αντικειμένων/ατόμων (π.χ. εξαφανισμένων). (Τηλεοπτική) εκπομπή ~ήσεων. Πβ. ψάξιμο.|| ~ απαντήσεων. (αρνητ. συνυποδ.) ~ του κέρδους (= κυνήγι). Πβ. επι-δίωξη, -ζήτηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Απλή/γρήγορη/παράλληλη ~. ~ διεύθυνσης/ιστοσελίδας. ~ σε αρχείο/στη βάση δεδομένων/στο διαδίκτυο. ~ με λέξεις-κλειδιά. Αποτελέσματα ~ης. Κάνει ~. Βλ. γκουγκλ.αναζητήσεις (οι): ανησυχίες, προβληματισμοί: ερευνητικές/θεωρητικές/ιδεολογικές/καλλιτεχνικές/μεταφυσικές/πνευματικές/υπαρξιακές ~. Άνθρωπος με έντονες ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αναζητήσεις του (Ελληνικού) Ερυθρού Σταυρού (κυρ. παλαιότ.): ραδιοφωνικό δελτίο που έδινε πληροφορίες για πρόσωπα που αναζητούσαν οι συγγενείς τους., αναζήτηση κατά πλάτος βλ. πλάτος, μεταμηχανή αναζήτησης βλ. μεταμηχανή, μηχανή αναζήτησης βλ. μηχανή, σύνθετη/συνδυασμένη αναζήτηση βλ. σύνθετος ● ΦΡ.: προς αναζήτηση 1. & σε αναζήτηση: αναζητώντας: ~ ~ συμμάχων/των δραστών. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για να αναζητηθεί: Δώστε φράση ~ ~. [< αρχ. ἀναζήτησις, γαλλ. recherche, αγγλ. search]
  • αναζητήσιμος , -η, -ο [ἀναζητήσιμος] α-να-ζη-τη-σι-μος επίθ.: που μπορεί να αναζητηθεί, κυρ. στο διαδίκτυο: ~ος: κατάλογος. ~η: πηγή. Εύκολα~α: αρχεία/έγγραφα/στοιχεία. ~ες: πληροφορίες. [< αγγλ. searchable]
  • αναζητησιμότητα [ἀναζητησιμότητα] α-να-ζη-τη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): δυνατότητα αναζήτησης, ευκολία στην αναζήτηση: άρθρο/βιβλίο/προϊόν με υψηλή ~. [< αγγλ. searchability]
  • αναζητητής [ἀναζητητής] α-να-ζη-τη-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αναζητήτρια}: αυτός που αναζητά, εξετάζει ή ερευνά κάτι: ~ της γνώσης. [< γαλλ. chercheur]
  • αναζητώ [ἀναζητῶ] α-να-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {-άς (λόγ.) -είς ... | αναζήτ-ησα, αναζητ-άται (συνηθέστ. λόγ.) -είται, -ήθηκε, -ώντας, -ούμενος} & αναζητάω 1. ψάχνω, ερευνώ, ζητώ συνήθ. επίμονα: ~ τα ίχνη κάποιου/πληροφορίες. Η Αστυνομία ~ά/~εί τον δράστη. ~ούν τις ρίζες τους/την ταυτότητά τους. Την ~ησε με το βλέμμα του. Κανένας δεν τον έχει ~ήσει (ΣΥΝ. γυρεύω). ~είται εναγωνίως/επειγόντως λύση. Βλ. επιζητώ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σελίδες στο διαδίκτυο. 2. αποζητώ, επιδιώκω, επιθυμώ: ~ την αλήθεια/την ευτυχία/καταφύγιο/το κέρδος/τη σωτηρία/το τέλειο. ● ΦΡ.: αναζητώ/ζητώ ευθύνες βλ. ευθύνη [< αρχ. ἀναζητῶ, γαλλ. (re)chercher, αγγλ. search]
  • αναζωογόνηση [ἀναζωογόνηση] α-να-ζω-ο-γό-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζωογονώ: ~ κυττάρων. Φυσική ~ (= τόνωση) του δέρματος. Μάσκα ~ης και ενυδάτωσης. Πβ. αναδόμηση, ανανέωση, ανάπλαση, ξανάνιωμα.|| (μτφ.) Η ανοιξιάτικη ~ της φύσης. Πβ. αναγέννηση, ξαναζωντάνεμα.|| (μτφ.) Κοινωνική/οικονομική/πολιτιστική/ψυχική ~. ~ της αγοράς/ντόπιας παράδοσης (= αναβίωση)/οικοδομικής δραστηριότητας/περιοχής. ~ του ενδιαφέροντος. Πβ. αναθέρμανση, ζωογόνηση. 2. ΙΑΤΡ. επαναφορά στη ζωή ατόμου φαινομενικά νεκρού. Πβ. αναβίωση.|| Μονάδα ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη βλ. καρδιοπνευμονικός [< 1: γαλλ. (re)vivification, revitalisation, 1922 2: γαλλ. réanimation]
  • αναζωογονητικός , ή, ό [ἀναζωογονητικός] α-να-ζω-ο-γο-νη-τι-κός επίθ.: που αναζωογονεί: ~ός: ύπνος. ~ή: θεραπεία/κρέμα ομορφιάς. ~ό: μασάζ. Πβ. ανα-γεννητικός, -νεωτικός.|| Μέτρα ~ά για την οικονομία. ΣΥΝ. τονωτικός ● επίρρ.: αναζωογονητικά [< γαλλ. vivifiant, revitalisant, 1951]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

αναζητώ

αναζητώ [ἀναζητῶ] α-να-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {-άς (λόγ.) -είς ... | αναζήτ-ησα, αναζητ-άται (συνηθέστ. λόγ.) -είται, -ήθηκε, -ώντας, -ούμενος} & αναζητάω 1. ψάχνω, ερευνώ, ζητώ συνήθ. επίμονα: ~ τα ίχνη κάποιου/πληροφορίες. Η Αστυνομία ~ά/~εί τον δράστη. ~ούν τις ρίζες τους/την ταυτότητά τους. Την ~ησε με το βλέμμα του. Κανένας δεν τον έχει ~ήσει (ΣΥΝ. γυρεύω). ~είται εναγωνίως/επειγόντως λύση. Βλ. επιζητώ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σελίδες στο διαδίκτυο. 2. αποζητώ, επιδιώκω, επιθυμώ: ~ την αλήθεια/την ευτυχία/καταφύγιο/το κέρδος/τη σωτηρία/το τέλειο. ● ΦΡ.: αναζητώ/ζητώ ευθύνες βλ. ευθύνη [< αρχ. ἀναζητῶ, γαλλ. (re)chercher, αγγλ. search]

αναχρονία

αναχρονία [ἀναχρονία] α-να-χρο-νί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΛΟΓΟΤ. χρονική µετατόπιση της αφήγησης είτε σε παρελθοντικό συμβάν (αναδρομή) είτε σε μελλοντικό γεγονός (πρόληψη, προοικονομία). Βλ. φλας-μπακ. [< αγγλ. anachrony]

ανήλιαγος

ανήλιαγος, η, ο [ἀνήλιαγος] α-νή-λια-γος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): ανήλιος: οι ~ες μέρες του χειμώνα.|| (μτφ.) ~η: ζωή.

γκουγκλ

γκουγκλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (νεαν. αργκό) γούγλης (ο): ΔΙΑΔΙΚΤ. μία από τις γνωστότερες μηχανές αναζήτησης: αποτελέσματα του ~. Βρίσκω/ψάχνω στο ~. Βλ. ψαχτήρι. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Google, 1998]

γραμματισμός

γραμματισμός γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & εγγραμματισμός. ΣΥΝ. αλφαβητισμός, εγγραμματοσύνη 1. η ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί σε διάφορες συνθήκες επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας τον προφορικό και γραπτό λόγο, καθώς και μη γλωσσικά κείμενα: γλωσσικός/ηλεκτρονικός/κοινωνικός/κριτικός/μαθηματικός/περιβαλλοντικός/πληροφορικός/σχολικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. Πβ. πολυ~. 2. ικανότητα γραφής και ανάγνωσης. Βλ. ανα~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενος γραμματισμός: ΠΑΙΔΑΓ. γνώση ανάγνωσης και γραφής που αποκτάται κατά την προσχολική ηλικία. Βλ. αναδυόμενη γραφή. [< αγγλ. emergent literacy] , οπτικός γραμματισμός & οπτικός αλφαβητισμός: ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα κατανόησης της εικόνας, των οπτικών μέσων και του τρόπου λειτουργίας τους. Βλ. πολυτροπικότητα. [< αγγλ. visual literacy, 1971] [< αγγλ. literacy]

επαναληπτικός

επαναληπτικός, ή, ό [ἐπαναληπτικός] ε-πα-να-λη-πτι-κός επίθ. 1. που γίνεται πάλι: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: ψηφοφορία. ~ές: εκλογές. Η ~ή εξεταστική περίοδος του Σεπτεμβρίου. ~ή δόση εμβoλίoυ (/~ός: εμβολιασμός). 2. που κάνει κάτι πολλές φορές και συνεχόμενα· που γίνεται κατ' επανάληψη: ~ή: καραμπίνα (: που πραγματοποιεί βολή κατά ριπάς, πβ. ημιαυτόματη).|| ~ ψεκασμός με φυτοπροστατευτικά προϊόντα. 3. που σχετίζεται με την επανάληψη μαθήματος: ~ό: διαγώνισμα. ~ές: ασκήσεις. ● Ουσ.: επαναληπτικός (ο) & επαναληπτικό παιχνίδι/ματς: ΑΘΛ. αγώνας δύο ομάδων που αναμετρήθηκαν μεταξύ τους λίγες μέρες νωρίτερα στο πλαίσιο της ίδιας διοργάνωσης, συνήθ. κυπέλλου. Πβ. ρεβάνς. ● επίρρ.: επαναληπτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. επαναληπτικός, γαλλ. (fusil) à répétition, répétitif, 1962]

επιζητώ

επιζητώ [ἐπιζητῶ] ε-πι-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {επιζητ-είς (σπανιότ.) επιζητ-άς ...| επιζήτ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ώντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): προσπαθώ να καταφέρω ή να αποκτήσω κάτι: ~ούμε τη βοήθειά σας! Δεν ~ επαίνους! ~εί (να προκαλεί) την προσοχή των άλλων. Πβ. γυρεύω, επιδιώκω.|| (στο γ΄πρόσ.) Προβλήματα που ~ούν (= χρειάζονται) λύση. ~είται δράση/ενεργοποίηση/ενότητα/ομοψυχία (= υπάρχει ανάγκη). [< αρχ. ἐπιζητῶ]

ευθύνη

ευθύνη [εὐθύνη] ευ-θύ-νη ουσ. (θηλ.) {ευθυν-ών} 1. οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια θέση ή ιδιότητα κάποιου, όπως το να εκπληρώνει τα καθήκοντά του ή/και να λογοδοτεί γι' αυτά: ακαδημαϊκή/βασική/διοικητική/επαγγελματική/ιατρική/κεντρική/κύρια/μερική/περιβαλλοντική/πλήρης/πολιτική ~. Από κοινού ~ (= συν~). Η ηθική ~ του επιστήμονα. Θέση ~ης (= υπεύθυνη). Όλοι έχουμε ~. Οι αγωνιζόμενοι συμμετέχουν με δική τους αποκλειστική ~. Ο νέος ΚΟΚ καθιερώνει την ατομική/προσωπική ~ των επιβατών για τη χρήση της ζώνης. Η ~ ανήκει εξ ολοκλήρου στην/βαραίνει την κυβέρνηση. Έχει ανεπτυγμένο/έντονο το αίσθημα (της) ~ης απέναντι στους γονείς του (= υπευθυνότητα). Με υψηλό αίσθημα ~ης. Ο λαός με την ψήφο του τού ανέθεσε την ~ της διακυβέρνησης. Ο διευθυντής φέρει την ~ της εφαρμογής του προγράμματος. Το ερευνητικό κέντρο είναι στην ~ του Υπουργείου ... (πβ. αρμοδιότητα, καθήκον, χρέος). Από μικρή φορτώθηκε με πολλές ~ες.|| Νόμος περί ~ης υπουργών (βλ. ανεύθυνο). Νομική ~ (: αστική, πειθαρχική, ποινική). Βλ. δικαίωμα. 2. ενοχή, υπαιτιότητα: Αρνήθηκαν κάθε ~. Διενεργείται έρευνα για απόδοση ~ών. Ανέλαβε/παραδέχτηκε τις ~ες του. Έχει την ~/τεράστιες ~ες για τα λάθη που έγιναν. Ο ένας ρίχνει την ~/το μπαλάκι των ~ών στον άλλο. Αυτός φέρει ~. Του απέδωσαν/καταλόγισαν την ~ για ... Μετέθεσε τις ~ες στους ανωτέρους της. Απέσεισε από πάνω του τις ~ες (πβ. νίπτω τας χείρας μου). Αποποιήθηκε κάθε ευθύνη/τις ευθύνες του (συχνότ. εσφαλμ. των ευθυνών του). Απεκδύθηκε κάθε ~ης/~η της εταιρείας για ...|| Αποποίηση ~ών. Περιορισμός ~ης. Πβ. φταίξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (όλο) το βάρος της ευθύνης: κάθε υποχρέωση και καθήκον που απορρέει από κάτι: Επωμίστηκε ~ ~ μόνος του. Έριξαν ~ ~ για το τραγικό συμβάν στους αρμοδίους., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών (+ για/+ γεν.): δημόσια παραδοχή από κάποιον ότι είναι υπεύθυνος για κάτι: ~ ~ για τις βομβιστικές επιθέσεις (από την τρομοκρατική οργάνωση). Απαιτείται ~ πολιτικών ευθυνών., εταιρική κοινωνική ευθύνη (ακρ. ΕΚΕ) & (συχνότ.) εταιρική υπευθυνότητα: οικειοθελής δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, πέρα από νομοθετικές επιταγές και κερδοφορία, σε πρακτικές που προάγουν το κοινό συμφέρον: ~ ~ των ΜΜΕ. ~ ~ και πολιτιστική κληρονομιά. Η ~ ~ συνδέεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της απασχόλησης. Δείκτης ~ ~. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη. [< αγγλ. corporate social responsibility (CSR), δεκαετία '90] , συλλογική ευθύνη: τα μέλη μιας ομάδας θεωρούνται συνυπεύθυνα για πράξη που διέπραξε ένα τουλάχιστον από αυτά: Όλοι έχουμε ~ ~ απέναντι στη φύση., αλληλέγγυα ευθύνη βλ. αλληλέγγυος, άμοιρος ευθυνών βλ. άμοιρος, αστική ευθύνη βλ. αστικός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης βλ. εταιρεία & εταιρία, μερίδιο ευθύνης βλ. μερίδιο ● ΦΡ.: (με) ιδία ευθύνη (λόγ.): με ευθύνη του ίδιου του προσώπου: Η χρήση της ιστοσελίδας γίνεται ~ ~., αναζητώ/ζητώ ευθύνες: απαιτώ από κάποιον να απολογηθεί για τις πράξεις, τη συμπεριφορά του: Ο υπουργός ζήτησε ~ από την κατασκευάστρια εταιρεία για τις κακοτεχνίες. Αναζητούνται ~ για το ναυάγιο., με (την) ευθύνη/(λόγ.) υπό την ευθύνη/υπ' ευθύνη (κάποιου): όντας υπεύθυνος: Τα γραπτά φυλάσσονται ~ ~ του εξεταστή για δύο εξάμηνα. Οι εργασίες συνεχίζονται ~ ~ των τοπικών Αρχών. Το ιατρείο έχει ~ ~ (= επιβλέπει, παρακολουθεί) του μεγάλο αριθμό νεφροπαθών., προ/ενώπιον των ευθυνών (λόγ.): αντιμέτωπος με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα: Ήρθε προ ~ του. Το άρθρο έφερε τους αρμοδίους ~ ~ τους. Σύντομα όλοι θα βρεθούν ~ ~ τους., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον βλ. επιρρίπτω, θέτω κάποιον προ των ευθυνών (του) βλ. θέτω [< μτγν. εὐθύνη, αρχ. εὔθηνα ‘έλεγχος, απολογισμός, κατηγορία για κατάχρηση’, γαλλ. responsabilité]

καρδιοπνευμονικός

καρδιοπνευμονικός, ή, ό καρ-δι-ο-πνευ-μο-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων: ~ές: παθήσεις (σε καπνιστές). Πβ. καρδιοαναπνευστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη & καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση/ανάνηψη (ακρ. ΚΑΡΠΑ): πρώτες βοήθειες, κυρ. τεχνητή αναπνοή και καρδιακές μαλάξεις, σε άτομο που έχει σταματήσει να αναπνέει: βασική/εξειδικευμένη ~ ~. ~ ~ σε ενήλικες και παιδιά. Βλ. φιλί (της) ζωής. [< αγγλ. cardiopulmonary resuscitation (CPR), 1958] [< γαλλ. cardiopulmonaire]

μεταμηχανή

μεταμηχανή με-τα-μη-χα-νή ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταμηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. μηχανή αναζήτησης που παρουσιάζει ταυτόχρονα αποτελέσματα από άλλες αντίστοιχες μηχανές. [< αγγλ. metasearch engine]

μηχανή

μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πέστροφα

πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]

πλάτος

πλάτος πλά-τος ουσ. (ουδ.) {πλάτ-ους | -η} 1. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (μαζί με το μήκος και το ύψος) ή η συνήθ. μικρότερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ελάχιστο/μέγιστο/(συν)ολικό ~. Το ~ του δρόμου/κουτιού/ποταμού/της σελίδας/του τραπεζιού. ΣΥΝ. εύρος (1), φάρδος (1) 2. (μτφ.) έκταση, εύρος: το ~ ενός όρου. Εντυπωσίαζε με το βάθος και το ~ των γνώσεών/ενδιαφερόντων του. Βλ. ποικιλία. 3. ΦΥΣ. η μέγιστη τιμή που λαμβάνει ένα περιοδικά μεταβαλλόμενο μέγεθος: το ~ της έντασης/ταλάντωσης/τάσης. 4. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των στενότερων εννοιών οι οποίες υπάγονται σημασιολογικά σε μια ευρύτερη έννοια. Βλ. βάθος. ΑΝΤ. γένος (5) ● πλάτη (τα) (συνήθ. λογοτ.): ευρεία έκταση: τα ~η της θάλασσας/του ουρανού. [< γαλλ. largeurs] ● ΣΥΜΠΛ.: αναζήτηση κατά πλάτος: ΠΛΗΡΟΦ. που επεκτείνεται και στους γειτονικούς κόμβους. ~ ~ ή βάθος., γεωγραφικό πλάτος βλ. γεωγραφικός ● ΦΡ.: κατά πλάτος: ως προς το πλάτος: επέκταση ~ ~. Κινείται ~ ~ του δωματίου., σε βάθος και (σε) πλάτος βλ. βάθος, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος [< 1: αρχ. πλάτος 2: αγγλ. breadth, largeur 3: γαλλ. amplitude 4: μτγν.]

σύνθετος

σύνθετος, η, ο σύν-θε-τος επίθ.: που συνίσταται από δύο ή περισσότερα τμήματα ή στοιχεία σε οργανικό, ενιαίο σύνολο· πολύπλοκος: ~ος: μηχανισμός/ορισμός/συλλογισμός/(ΟΙΚΟΝ.) τόκος (πβ. ανατοκισμός)/τρόπος (λειτουργίας). ~η: άσκηση/δραστηριότητα/εικόνα/έννοια/εργασία/ερώτηση/κατασκευή/λύση/μέθοδος/σκέψη. ~ο: έργο/πρόβλημα (πβ. δύσκολος). ~οι: υδατάνθρακες (: άμυλο). ~ες: μορφές ζωής. ~α: αγωνίσματα (: στον στίβο το πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο)/υλικά. Πβ. περίπλοκος, πολύπλοκος.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ ρυθμός (: με στοιχεία από τον ιωνικό και κορινθιακό ρυθμό).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η πρόταση (: με δύο ή περισσότερα υποκείμενα, αντικείμενα ή κατηγορούμενα).|| (ΜΑΘ.) ~ος: αριθμός (: φυσικός αριθμός που μπορεί να διαιρεθεί. ΑΝΤ. πρώτος). ~o: κλάσμα (: που ο αριθμητής ή/και ο παρονομαστής του είναι κλάσματα). Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. απλός (1) ● Ουσ.: σύνθετο (το) 1. έπιπλο που αποτελείται από πολλά κομμάτια και έχει πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ράφια, συρτάρια. Βλ. μπουφές. 2. ΓΛΩΣΣ. λέξη που δημιουργείται από την ένωση δύο ή περισσότερων άλλων: αντικειμενικό (: που το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου, π.χ. παλαιοπώλης)/κτητικό (: που αναφέρεται σε ιδιότητα ή κτήση, π.χ. ψηλόλιγνος, ψαρομάλλης)/νόθο (: με συνθετικά από διαφορετική γλώσσα, π.χ. τηλεμάρκετινγκ)/συνδετικό ή παρατακτικό (: που τα συνθετικά μπορούν να συνδεθούν με το «και», π.χ. αμνοερίφια)/προσδιοριστικό ή οριστικό (: στο οποίο το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο, π.χ. αγριόπαπια)/χαλαρό (: που προκύπτει από χαλαρή σύνθεση, π.χ. παλιοπαρέα) ~. Σχηματισμός/τονισμός ~ων. Βλ. παρασύνθετος. ● επίρρ.: σύνθετα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο: ΓΛΩΣΣ. ονοματικό σύνολο που αποτελείται από δύο ομοιόπτωτα ουσιαστικά, συνήθ. με ενωτικό ανάμεσά τους: π.χ. άνθρωπος/λέξη-κλειδί, είδηση-βόμβα, έκθεση-κόλαφος, ταξίδι-αστραπή, τιμή-έκπληξη., σύνθετη/συνδυασμένη αναζήτηση: ΠΛΗΡΟΦ. αναζήτηση δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο διαδίκτυο με κριτήριο δύο ή περισσότερες λέξεις, όρους. [< αγγλ. advanced search] , σύνθετο ατομικό βλ. ατομικός [< αρχ. σύνθετος, γαλλ. composé, composite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.