αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]
αναζητώ [ἀναζητῶ] α-να-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {-άς (λόγ.) -είς ... | αναζήτ-ησα, αναζητ-άται (συνηθέστ. λόγ.) -είται, -ήθηκε, -ώντας, -ούμενος} & αναζητάω 1. ψάχνω, ερευνώ, ζητώ συνήθ. επίμονα: ~ τα ίχνη κάποιου/πληροφορίες. Η Αστυνομία ~ά/~εί τον δράστη. ~ούν τις ρίζες τους/την ταυτότητά τους. Την ~ησε με το βλέμμα του. Κανένας δεν τον έχει ~ήσει (ΣΥΝ. γυρεύω). ~είται εναγωνίως/επειγόντως λύση. Βλ. επιζητώ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σελίδες στο διαδίκτυο. 2. αποζητώ, επιδιώκω, επιθυμώ: ~ την αλήθεια/την ευτυχία/καταφύγιο/το κέρδος/τη σωτηρία/το τέλειο. ● ΦΡ.: αναζητώ/ζητώ ευθύνες βλ. ευθύνη [< αρχ. ἀναζητῶ, γαλλ. (re)chercher, αγγλ. search]
αναχρονία [ἀναχρονία] α-να-χρο-νί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΛΟΓΟΤ. χρονική µετατόπιση της αφήγησης είτε σε παρελθοντικό συμβάν (αναδρομή) είτε σε μελλοντικό γεγονός (πρόληψη, προοικονομία). Βλ. φλας-μπακ. [< αγγλ. anachrony]
ανήλιαγος, η, ο [ἀνήλιαγος] α-νή-λια-γος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): ανήλιος: οι ~ες μέρες του χειμώνα.|| (μτφ.) ~η: ζωή.
γκουγκλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (νεαν. αργκό) γούγλης (ο): ΔΙΑΔΙΚΤ. μία από τις γνωστότερες μηχανές αναζήτησης: αποτελέσματα του ~. Βρίσκω/ψάχνω στο ~. Βλ. ψαχτήρι. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Google, 1998]
γραμματισμός γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & εγγραμματισμός. ΣΥΝ. αλφαβητισμός, εγγραμματοσύνη 1. η ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί σε διάφορες συνθήκες επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας τον προφορικό και γραπτό λόγο, καθώς και μη γλωσσικά κείμενα: γλωσσικός/ηλεκτρονικός/κοινωνικός/κριτικός/μαθηματικός/περιβαλλοντικός/πληροφορικός/σχολικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. Πβ. πολυ~. 2. ικανότητα γραφής και ανάγνωσης. Βλ. ανα~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενος γραμματισμός: ΠΑΙΔΑΓ. γνώση ανάγνωσης και γραφής που αποκτάται κατά την προσχολική ηλικία. Βλ. αναδυόμενη γραφή. [< αγγλ. emergent literacy] , οπτικός γραμματισμός & οπτικός αλφαβητισμός: ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα κατανόησης της εικόνας, των οπτικών μέσων και του τρόπου λειτουργίας τους. Βλ. πολυτροπικότητα. [< αγγλ. visual literacy, 1971] [< αγγλ. literacy]
επαναληπτικός, ή, ό [ἐπαναληπτικός] ε-πα-να-λη-πτι-κός επίθ. 1. που γίνεται πάλι: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: ψηφοφορία. ~ές: εκλογές. Η ~ή εξεταστική περίοδος του Σεπτεμβρίου. ~ή δόση εμβoλίoυ (/~ός: εμβολιασμός). 2. που κάνει κάτι πολλές φορές και συνεχόμενα· που γίνεται κατ' επανάληψη: ~ή: καραμπίνα (: που πραγματοποιεί βολή κατά ριπάς, πβ. ημιαυτόματη).|| ~ ψεκασμός με φυτοπροστατευτικά προϊόντα. 3. που σχετίζεται με την επανάληψη μαθήματος: ~ό: διαγώνισμα. ~ές: ασκήσεις. ● Ουσ.: επαναληπτικός (ο) & επαναληπτικό παιχνίδι/ματς: ΑΘΛ. αγώνας δύο ομάδων που αναμετρήθηκαν μεταξύ τους λίγες μέρες νωρίτερα στο πλαίσιο της ίδιας διοργάνωσης, συνήθ. κυπέλλου. Πβ. ρεβάνς. ● επίρρ.: επαναληπτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. επαναληπτικός, γαλλ. (fusil) à répétition, répétitif, 1962]
επιζητώ [ἐπιζητῶ] ε-πι-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {επιζητ-είς (σπανιότ.) επιζητ-άς ...| επιζήτ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ώντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): προσπαθώ να καταφέρω ή να αποκτήσω κάτι: ~ούμε τη βοήθειά σας! Δεν ~ επαίνους! ~εί (να προκαλεί) την προσοχή των άλλων. Πβ. γυρεύω, επιδιώκω.|| (στο γ΄πρόσ.) Προβλήματα που ~ούν (= χρειάζονται) λύση. ~είται δράση/ενεργοποίηση/ενότητα/ομοψυχία (= υπάρχει ανάγκη). [< αρχ. ἐπιζητῶ]
ευθύνη [εὐθύνη] ευ-θύ-νη ουσ. (θηλ.) {ευθυν-ών} 1. οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια θέση ή ιδιότητα κάποιου, όπως το να εκπληρώνει τα καθήκοντά του ή/και να λογοδοτεί γι' αυτά: ακαδημαϊκή/βασική/διοικητική/επαγγελματική/ιατρική/κεντρική/κύρια/μερική/περιβαλλοντική/πλήρης/πολιτική ~. Από κοινού ~ (= συν~). Η ηθική ~ του επιστήμονα. Θέση ~ης (= υπεύθυνη). Όλοι έχουμε ~. Οι αγωνιζόμενοι συμμετέχουν με δική τους αποκλειστική ~. Ο νέος ΚΟΚ καθιερώνει την ατομική/προσωπική ~ των επιβατών για τη χρήση της ζώνης. Η ~ ανήκει εξ ολοκλήρου στην/βαραίνει την κυβέρνηση. Έχει ανεπτυγμένο/έντονο το αίσθημα (της) ~ης απέναντι στους γονείς του (= υπευθυνότητα). Με υψηλό αίσθημα ~ης. Ο λαός με την ψήφο του τού ανέθεσε την ~ της διακυβέρνησης. Ο διευθυντής φέρει την ~ της εφαρμογής του προγράμματος. Το ερευνητικό κέντρο είναι στην ~ του Υπουργείου ... (πβ. αρμοδιότητα, καθήκον, χρέος). Από μικρή φορτώθηκε με πολλές ~ες.|| Νόμος περί ~ης υπουργών (βλ. ανεύθυνο). Νομική ~ (: αστική, πειθαρχική, ποινική). Βλ. δικαίωμα. 2. ενοχή, υπαιτιότητα: Αρνήθηκαν κάθε ~. Διενεργείται έρευνα για απόδοση ~ών. Ανέλαβε/παραδέχτηκε τις ~ες του. Έχει την ~/τεράστιες ~ες για τα λάθη που έγιναν. Ο ένας ρίχνει την ~/το μπαλάκι των ~ών στον άλλο. Αυτός φέρει ~. Του απέδωσαν/καταλόγισαν την ~ για ... Μετέθεσε τις ~ες στους ανωτέρους της. Απέσεισε από πάνω του τις ~ες (πβ. νίπτω τας χείρας μου). Αποποιήθηκε κάθε ευθύνη/τις ευθύνες του (συχνότ. εσφαλμ. των ευθυνών του). Απεκδύθηκε κάθε ~ης/~η της εταιρείας για ...|| Αποποίηση ~ών. Περιορισμός ~ης. Πβ. φταίξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (όλο) το βάρος της ευθύνης: κάθε υποχρέωση και καθήκον που απορρέει από κάτι: Επωμίστηκε ~ ~ μόνος του. Έριξαν ~ ~ για το τραγικό συμβάν στους αρμοδίους., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών (+ για/+ γεν.): δημόσια παραδοχή από κάποιον ότι είναι υπεύθυνος για κάτι: ~ ~ για τις βομβιστικές επιθέσεις (από την τρομοκρατική οργάνωση). Απαιτείται ~ πολιτικών ευθυνών., εταιρική κοινωνική ευθύνη (ακρ. ΕΚΕ) & (συχνότ.) εταιρική υπευθυνότητα: οικειοθελής δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, πέρα από νομοθετικές επιταγές και κερδοφορία, σε πρακτικές που προάγουν το κοινό συμφέρον: ~ ~ των ΜΜΕ. ~ ~ και πολιτιστική κληρονομιά. Η ~ ~ συνδέεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της απασχόλησης. Δείκτης ~ ~. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη. [< αγγλ. corporate social responsibility (CSR), δεκαετία '90] , συλλογική ευθύνη: τα μέλη μιας ομάδας θεωρούνται συνυπεύθυνα για πράξη που διέπραξε ένα τουλάχιστον από αυτά: Όλοι έχουμε ~ ~ απέναντι στη φύση., αλληλέγγυα ευθύνη βλ. αλληλέγγυος, άμοιρος ευθυνών βλ. άμοιρος, αστική ευθύνη βλ. αστικός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης βλ. εταιρεία & εταιρία, μερίδιο ευθύνης βλ. μερίδιο ● ΦΡ.: (με) ιδία ευθύνη (λόγ.): με ευθύνη του ίδιου του προσώπου: Η χρήση της ιστοσελίδας γίνεται ~ ~., αναζητώ/ζητώ ευθύνες: απαιτώ από κάποιον να απολογηθεί για τις πράξεις, τη συμπεριφορά του: Ο υπουργός ζήτησε ~ από την κατασκευάστρια εταιρεία για τις κακοτεχνίες. Αναζητούνται ~ για το ναυάγιο., με (την) ευθύνη/(λόγ.) υπό την ευθύνη/υπ' ευθύνη (κάποιου): όντας υπεύθυνος: Τα γραπτά φυλάσσονται ~ ~ του εξεταστή για δύο εξάμηνα. Οι εργασίες συνεχίζονται ~ ~ των τοπικών Αρχών. Το ιατρείο έχει ~ ~ (= επιβλέπει, παρακολουθεί) του μεγάλο αριθμό νεφροπαθών., προ/ενώπιον των ευθυνών (λόγ.): αντιμέτωπος με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα: Ήρθε προ ~ του. Το άρθρο έφερε τους αρμοδίους ~ ~ τους. Σύντομα όλοι θα βρεθούν ~ ~ τους., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον βλ. επιρρίπτω, θέτω κάποιον προ των ευθυνών (του) βλ. θέτω [< μτγν. εὐθύνη, αρχ. εὔθηνα ‘έλεγχος, απολογισμός, κατηγορία για κατάχρηση’, γαλλ. responsabilité]
καρδιοπνευμονικός, ή, ό καρ-δι-ο-πνευ-μο-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων: ~ές: παθήσεις (σε καπνιστές). Πβ. καρδιοαναπνευστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη & καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση/ανάνηψη (ακρ. ΚΑΡΠΑ): πρώτες βοήθειες, κυρ. τεχνητή αναπνοή και καρδιακές μαλάξεις, σε άτομο που έχει σταματήσει να αναπνέει: βασική/εξειδικευμένη ~ ~. ~ ~ σε ενήλικες και παιδιά. Βλ. φιλί (της) ζωής. [< αγγλ. cardiopulmonary resuscitation (CPR), 1958] [< γαλλ. cardiopulmonaire]
μεταμηχανή με-τα-μη-χα-νή ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεταμηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. μηχανή αναζήτησης που παρουσιάζει ταυτόχρονα αποτελέσματα από άλλες αντίστοιχες μηχανές. [< αγγλ. metasearch engine]
μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]
πλάτος πλά-τος ουσ. (ουδ.) {πλάτ-ους | -η} 1. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (μαζί με το μήκος και το ύψος) ή η συνήθ. μικρότερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ελάχιστο/μέγιστο/(συν)ολικό ~. Το ~ του δρόμου/κουτιού/ποταμού/της σελίδας/του τραπεζιού. ΣΥΝ. εύρος (1), φάρδος (1) 2. (μτφ.) έκταση, εύρος: το ~ ενός όρου. Εντυπωσίαζε με το βάθος και το ~ των γνώσεών/ενδιαφερόντων του. Βλ. ποικιλία. 3. ΦΥΣ. η μέγιστη τιμή που λαμβάνει ένα περιοδικά μεταβαλλόμενο μέγεθος: το ~ της έντασης/ταλάντωσης/τάσης. 4. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των στενότερων εννοιών οι οποίες υπάγονται σημασιολογικά σε μια ευρύτερη έννοια. Βλ. βάθος. ΑΝΤ. γένος (5) ● πλάτη (τα) (συνήθ. λογοτ.): ευρεία έκταση: τα ~η της θάλασσας/του ουρανού. [< γαλλ. largeurs] ● ΣΥΜΠΛ.: αναζήτηση κατά πλάτος: ΠΛΗΡΟΦ. που επεκτείνεται και στους γειτονικούς κόμβους. ~ ~ ή βάθος., γεωγραφικό πλάτος βλ. γεωγραφικός ● ΦΡ.: κατά πλάτος: ως προς το πλάτος: επέκταση ~ ~. Κινείται ~ ~ του δωματίου., σε βάθος και (σε) πλάτος βλ. βάθος, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος [< 1: αρχ. πλάτος 2: αγγλ. breadth, largeur 3: γαλλ. amplitude 4: μτγν.]
σύνθετος, η, ο σύν-θε-τος επίθ.: που συνίσταται από δύο ή περισσότερα τμήματα ή στοιχεία σε οργανικό, ενιαίο σύνολο· πολύπλοκος: ~ος: μηχανισμός/ορισμός/συλλογισμός/(ΟΙΚΟΝ.) τόκος (πβ. ανατοκισμός)/τρόπος (λειτουργίας). ~η: άσκηση/δραστηριότητα/εικόνα/έννοια/εργασία/ερώτηση/κατασκευή/λύση/μέθοδος/σκέψη. ~ο: έργο/πρόβλημα (πβ. δύσκολος). ~οι: υδατάνθρακες (: άμυλο). ~ες: μορφές ζωής. ~α: αγωνίσματα (: στον στίβο το πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο)/υλικά. Πβ. περίπλοκος, πολύπλοκος.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ ρυθμός (: με στοιχεία από τον ιωνικό και κορινθιακό ρυθμό).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η πρόταση (: με δύο ή περισσότερα υποκείμενα, αντικείμενα ή κατηγορούμενα).|| (ΜΑΘ.) ~ος: αριθμός (: φυσικός αριθμός που μπορεί να διαιρεθεί. ΑΝΤ. πρώτος). ~o: κλάσμα (: που ο αριθμητής ή/και ο παρονομαστής του είναι κλάσματα). Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. απλός (1) ● Ουσ.: σύνθετο (το) 1. έπιπλο που αποτελείται από πολλά κομμάτια και έχει πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ράφια, συρτάρια. Βλ. μπουφές. 2. ΓΛΩΣΣ. λέξη που δημιουργείται από την ένωση δύο ή περισσότερων άλλων: αντικειμενικό (: που το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου, π.χ. παλαιοπώλης)/κτητικό (: που αναφέρεται σε ιδιότητα ή κτήση, π.χ. ψηλόλιγνος, ψαρομάλλης)/νόθο (: με συνθετικά από διαφορετική γλώσσα, π.χ. τηλεμάρκετινγκ)/συνδετικό ή παρατακτικό (: που τα συνθετικά μπορούν να συνδεθούν με το «και», π.χ. αμνοερίφια)/προσδιοριστικό ή οριστικό (: στο οποίο το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο, π.χ. αγριόπαπια)/χαλαρό (: που προκύπτει από χαλαρή σύνθεση, π.χ. παλιοπαρέα) ~. Σχηματισμός/τονισμός ~ων. Βλ. παρασύνθετος. ● επίρρ.: σύνθετα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο: ΓΛΩΣΣ. ονοματικό σύνολο που αποτελείται από δύο ομοιόπτωτα ουσιαστικά, συνήθ. με ενωτικό ανάμεσά τους: π.χ. άνθρωπος/λέξη-κλειδί, είδηση-βόμβα, έκθεση-κόλαφος, ταξίδι-αστραπή, τιμή-έκπληξη., σύνθετη/συνδυασμένη αναζήτηση: ΠΛΗΡΟΦ. αναζήτηση δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο διαδίκτυο με κριτήριο δύο ή περισσότερες λέξεις, όρους. [< αγγλ. advanced search] , σύνθετο ατομικό βλ. ατομικός [< αρχ. σύνθετος, γαλλ. composé, composite]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ