Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3880-3900]


  • αναδιάταξη [ἀναδιάταξη] α-να-δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.): αλλαγή της διάταξης, της σειράς ή του τρόπου διευθέτησης επιμέρους στοιχείων, με στόχο τη δημιουργία νέας, βελτιωμένης και πιο αποτελεσματικής: λειτουργική/πλήρης/ριζική ~. ~ των αρμοδιοτήτων/του χρέους/του χώρου. Επιχειρείται η ~ των υπηρεσιών του υπουργείου. Πβ. ανα-διάρθρωση, -συγκρότηση. [< αγγλ. redisposition]
  • αναδιατάσσω [ἀναδιατάσσω] α-να-δι-α-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {αναδιέταξε | αναδιατάσσ-εται, αναδιατά-χθηκε (προφ. -χτηκε) -γμένος} (επίσ.): κάνω αναδιάταξη: ~ τις λέξεις σε μια πρόταση/τα στοιχεία ενός συνόλου. Το περιεχόμενο του βιβλίου ~χθηκε. ~χθηκαν οι στρατιωτικές δυνάμεις.|| (μτφ.) Εκλογικά αποτελέσματα που αναδιέταξαν το πολιτικό σκηνικό. Πβ. ανα-διαρθρώνω, -συγκροτώ. [< αγγλ. redispose]
  • αναδιατυπώνω [ἀναδιατυπώνω] α-να-δι-α-τυ-πώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιατύπω-σα | αναδιατυπών-εται, αναδιατυπώ-θηκε, -μένος}: διατυπώνω με διαφορετικό τρόπο, συνήθ. σαφέστερο και καλύτερο: ~ μια ερώτηση. ~θηκε το κείμενο/ο τίτλος. ~μένος: κανονισμός. ~μένη: πρόταση. Πβ. επ~. [< αγγλ. reword]
  • αναδιατύπωση [ἀναδιατύπωση] α-να-δι-α-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιατυπώνω: ~ διατάξεων του νόμου (πβ. τροποποίηση). Λεκτική ~ και νοηματική διεύρυνση. Πβ. επ~. {< αγγλ. rewording]
  • αναδίδω [ἀναδίδω] α-να-δί-δω ρ. (μτβ.) {ανέδιδε, μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} & αναδίνω (απαιτ. λεξιλόγ.): βγάζω συγκεκριμένη μυρωδιά, αποπνέω: (Κάτι) ~ει αναθυμιάσεις/δυσοσμία/ευωδία. Ο τοίχος ανέδιδε υγρασία. Βλ. διαχέω, σκορπίζω.|| (μτφ.) Το έργο ανέδιδε άρωμα και μνήμες από το χθες/μια ατμόσφαιρα οικεία και φιλόξενη. Πβ. εκπέμπω. [< αρχ. ἀναδίδωμι ‘προσφέρω, αναβλύζω’]
  • αναδιήγηση [ἀναδιήγηση] α-να-δι-ή-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΑΙΔΑΓ. εκ νέου διήγηση: περιληπτική ~. ~ της ιστορίας/του κειμένου/του παραμυθιού (από τα νήπια).
  • αναδιοργανώνω [ἀναδιοργανώνω] α-να-δι-ορ-γα-νώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιοργάνω-σε, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος}: οργανώνω κάτι με διαφορετικό τρόπο, κυρ. με σκοπό τη βελτίωσή του: Η διοίκηση/το υπουργείο ~εται, για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις. ~μένο: σύστημα. Πβ. αναδιαρθρώνω, ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [< γαλλ. réorganiser]
  • αναδιοργάνωση [ἀναδιοργάνωση] α-να-δι-ορ-γά-νω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιοργανώνω: διοικητική/κοινωνική/πολιτική/ριζική/στρατιωτική ~. ~ του δικτύου/του τμήματος/των υπηρεσιών. Μελέτη/σχέδιο ~ης. Πβ. ανα-διάρθρωση, -συγκρότηση. [< γαλλ. réorganisation, γερμ. Reorganisation]
  • αναδιπλασιάζεται [ἀναδιπλασιάζεται] α-να-δι-πλα-σι-ά-ζε-ται ρ. {αναδιπλασιά-στηκε, -σμένος} 1. ΒΙΟΛ. αυτοαναπαράγεται: Ο ιός ~. Η ακτινοθεραπεία εμποδίζει τα κύτταρα να ~στούν και τελικά τα καταστρέφει. 2. ΓΡΑΜΜ. (για γράμμα, συλλαβή ή λέξη) υφίσταται αναδιπλασιασμό. [< 1: αγγλ. replicate, 1957 2: μτγν. ἀναδιπλασιάζω]
  • αναδιπλασιασμός [ἀναδιπλασιασμός] α-να-δι-πλα-σι-α-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) επανάληψη, συνήθ. στην αρχή μιας λέξης, του αρχικού συμφώνου του θέματος, με τη συνοδεία του φωνήεντος ε στους συντελικούς χρόνους (τε-τριμμένος, επι-βε-βλημένος) και του ι στον ενεστώτα (γί-γνομαι, πί-πτω)· γενικότ. κάθε διπλασιασμός γράμματος, συλλαβής ή λέξης: αττικός/ενεστωτικός ~. Ονόματα που σχηματίζονται με ~ό του αρχικού δίψηφου συμφώνου της λέξης (<μπ>, <ντ>, <γκ>, π.χ. μπαμπάς, ντουντούκα). 2. ΒΙΟΛ. διαδικασία αντιγραφής του γενετικού υλικού με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του: κυτταρικός ~. ~ του DNA/των χρωμοσωμάτων. 3. εκ νέου διπλασιασμός. Πβ. επανάληψη. [< 1: μτγν. ἀναδιπλασιασμός 2: αγγλ. replication, 1948]
  • αναδιπλούμενος , η, ο [ἀναδιπλούμενος] α-να-δι-πλού-με-νος επίθ.: που μπορεί να διπλώνει στα δύο: ~ος: καναπές. ~η: σκάλα. ~ο: κάθισμα/ποδήλατο. Πβ. πτυσσόμενος. [< αρχ. ἀναδιπλούμενος, αγγλ. folding]
  • αναδιπλώνω [ἀναδιπλώνω] α-να-δι-πλώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναδίπλω-σε, αναδιπλώ-θηκε, -μένος, αναδιπλ-ούμενος}: διπλώνω στα δύο: ~ το χαρτί.|| Το κρεβάτι/η οροφή του αυτοκινήτου (βλ. κάμπριο) ~ει/~εται (= συμπτύσσεται).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Το κείμενο ~ει γύρω από την εικόνα.αναδιπλώνεται 1. (για στρατιωτική δύναμη) υποχωρεί: Το στράτευμα ~θηκε. 2. (μτφ.) τηρεί διαλλακτική, συμβιβαστική στάση: ~ η κυβέρνηση στο θέμα του ... [< αρχ. ἀναδιπλῶ, γαλλ. (se) replier]
  • αναδίπλωση [ἀναδίπλωση] α-να-δί-πλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δίπλωση στα δύο: ~ του καθίσματος. Mηχανισμός/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. σύμπτυξη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμμής/λέξης (: αυτόματη μεταφορά της στην αρχή της επόμενης γραμμής, όταν βγαίνει εκτός περιθωρίου).|| (ΒΙΟΛ.) Η ~ της πολυπεπτιδικής/πρωτεϊνικής αλυσίδας. 2. υποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων: γενική/μερική/σταδιακή ~. 3. (μτφ.) υιοθέτηση διαλλακτικής στάσης: στρατηγική/τακτική ~ης. Οδηγήθηκε σε/υποχρεώθηκε σε ~ από την αρχική του θέση. Πβ. υπαναχώρηση. 4. ΦΙΛΟΛ. (ως σχήμα λόγου) επανάληψη λέξης ή φράσης, συνήθ. για εμφατικούς λόγους: Δίπλα-δίπλα. Γελάς, γελάς, αλλά δεν έχεις ιδέα για το τι σε περιμένει. Βλ. πλεονασμός. [< 1,2,3: γαλλ. repli 4: μτγν. ἀναδίπλωσις]
  • αναδίφηση [ἀναδίφηση] α-να-δί-φη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιφώ: ~ ανέκδοτων εγγράφων/του παρελθόντος. ~ στα αρχεία/στις πηγές. Πβ. μελέτη, σπουδή. ΣΥΝ. αναζήτηση, εξέταση (2), έρευνα [< μεσν. αναδίφησις]
  • αναδιφώ [ἀναδιφῶ] α-να-δι-φώ ρ. (μτβ.) {αναδιφ-ά κ. -εί ... | αναδίφ-ησε} (λόγ.): εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς αναζητώντας στοιχεία: ~ τη βιβλιογραφία/εφημερίδες. ~ στην ιστορία/στα κείμενα. Πβ. ανατρέχω, μελετώ. [< αρχ. ἀναδιφῶ]
  • αναδόμηση [ἀναδόμηση] α-να-δό-μη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδομώ: κυβερνητική (πβ. ανασχηματισμός)/οικονομική ~. ~ του διοικητικού συμβουλίου/των υπηρεσιών. Πβ. ανα-διάρθρωση, -διοργάνωση, -μόρφωση, -συγκρότηση.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Οστική ~. ~ ιστών. Βλ. ανα-γέννηση, -δημιουργία, ανάπλαση. ΑΝΤ. αποδόμηση (2) [< μεσν. αναδόμησις 'ανοικοδόμηση', αγγλ. restructuring, 1962, γαλλ. restructuration, 1963]
  • αναδομώ [ἀναδομῶ] α-να-δο-μώ ρ. (μτβ.) {αναδομ-είς ... | αναδόμ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} (επίσ.): αλλάζω, βελτιώνω τη δομή: Η οικονομία/το πρόγραμμα σπουδών ~ήθηκε. Πβ. ανα-διαρθρώνω, -διοργανώνω, -μορφώνω, -συγκροτώ.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Ένζυμο που μπορεί να ~ήσει μοριακά τα κύτταρα. Βλ. ανα-δημιουργώ, -πλάθω. [< μεσν. αναδομώ 'ανοικοδομώ', αγγλ. restructure, 1932, γαλλ. restructurer, 1963]
  • αναδουλειά [ἀναδουλειά] α-να-δου-λειά ουσ. (θηλ.) (προφ.): πτώση του τζίρου, μειωμένη (εμπορική) κίνηση: Έπεσε/υπάρχει ~. Έχουμε ~ές. Πβ. δυσπραγία, κεσάτια.
  • αναδοχή [ἀναδοχή] α-να-δο-χή ουσ. (θηλ.) 1. κοινωνικός θεσμός που αφορά την παροχή φιλοξενίας, φροντίδας και στήριξης, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από μια οικογένεια σε παιδί που στερείται τους φυσικούς του γονείς και ζει σε κέντρο παιδικής μέριμνας: βραχυπρόθεσμη/έκτακτη/κοινωνική/μακροπρόθεσμη/συγγενική ~. ~ και υιοθεσία. 2. ΝΟΜ. αποδοχή και ανάληψη υποχρέωσης ή ευθύνης: ~ δημόσιων έργων (: από εταιρεία)/έκδοσης τίτλων (: από τράπεζα). (Στερητική/σωρευτική) ~ χρέους (: από οφειλέτη). 3. αποστολή οικονομικής βοήθειας μέσω ανθρωπιστικής οργάνωσης για την υποστήριξη ενός παιδιού και της οικογένειάς του που ζει σε φτωχή χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου. [< 1,3: αγγλ. fosterage 2: μτγν. ἀναδοχή, γερμ. Übernahme]
  • ανάδοχος , ος/η, ο [ἀνάδοχος] α-νά-δο-χος επίθ./ουσ. {ως ουσ. αναδόχ-ου | -ων} (επίσ.) 1. στον οποίο έχει ανατεθεί μια ευθύνη, κυρ. η μελέτη και υλοποίηση ενός έργου: ~ος: εργολάβος/φορέας. ~η: εταιρεία/κοινοπραξία. ~ο: σχήμα. Πβ. εργοληπτικός.|| (ως ουσ.) Κύριος ~. ~ μελέτης. Έκπτωση ~ου (: απώλεια του αντίστοιχου δικαιώματος). Προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάδειξη/επιλογή ~ου. (ΟΙΚΟΝ.) ~ έκδοσης (: τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αναλαμβάνει τη διάθεση μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας στο επενδυτικό κοινό). Βλ. αναθέτων. 2. ΝΟΜ. που έχει αναλάβει την αναδοχή παιδιού: ~η: οικογένεια (βλ. φυσική οικογένεια). ~οι: γονείς.|| (ως ουσ.) ~οι ορφανών. ● Ουσ.: ανάδοχος (ο/η): νονός. ● ΣΥΜΠΛ.: δανεική/παρένθετη/ανάδοχη μήτρα βλ. μήτρα [< μτγν. ἀνάδοχος 1: γερμ. Übernehmer 2: αγγλ. fosterer]

αναθέτων

αναθέτων, ουσα, ον [ἀναθέτων] α-να-θέ-των επίθ./ουσ. (επίσ.): (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που αναθέτει την εκτέλεση ορισμένου έργου ή αποστολής σε κάποιον: Ο ~ων φορέας. Η ~ουσα Αρχή. Βλ. ανάδοχος.

διαχέω

διαχέω δι-α-χέ-ω ρ. (μτβ.) {διέχυ-σε, διαχύ-σει, -θηκε, -θεί, διαχε-όμενος, -οντας, σπάν. διαχυ-μένος} & (σπάν.) διαχύνω (επιστ.): σκορπίζω προς διάφορες κατευθύνσεις: Η σκόνη αντανακλά και ~ει το φως στο περιβάλλον. Η θερμότητα ~εται ομοιόμορφα μέσα στον χώρο (πβ. διασκορπίζω).|| (μτφ.) ~εται η εντύπωση ότι ... Η πληροφορία ~εται στο διαδίκτυο (πβ. διαδίδω). Η κρίση δεν έχει ~θεί σε όλους τους τομείς της οικονομίας (πβ. εξαπλώνω, μεταδίδω). [< αρχ. διαχέω]

μήτρα

μήτρα μή-τρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες όργανο στην πυελική κοιλότητα της γυναίκας και των υπόλοιπων θηλυκών θηλαστικών, όπου αναπτύσσεται το γονιμοποιημένο ωράριο και διατρέφεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του: διπλή/τεχνητή ~. Αιμορραγία/αφαίρεση/διάτρηση/έλλειψη/ινομυώματα/οι μύες/πρόπτωση/ρήξη/σύσπαση/τοιχώματα/υπερηχογράφημα ~ας. Καρκίνος (του τραχήλου) της ~ας. Βλ. αιδοίο, κόλπος, μυομήτριο. 2. καλούπι: ~ δίσκου. Μεταλλικές/πήλινες ~ες. ~ες κεραμικών/χαρακτικών. 3. ΜΑΘ. διάταξη στοιχείων ή αριθμών σε γραμμές και στήλες τετραγωνικής ή ορθογωνικής μορφής: αντίστροφη ~. Διάγραμμα/ίχνος/ορίζουσα/πολυώνυμα ~ας. 4. (μτφ.) ό,τι δημιουργεί, διαμορφώνει κάτι άλλο: ~ του πολιτισμού. 5. ΝΑΥΤ. (σπάν.) νήμα σχοινιού γύρω από το οποίο πλέκονται τα υπόλοιπα νήματά του: τρίκλωνη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δανεική/παρένθετη/ανάδοχη μήτρα: μήτρα γυναίκας που κυοφορεί για λογαριασμό υπογόνιμου ζευγαριού: εμφύτευση εμβρύου σε ~ ~. Βλ. παρένθετη μητρότητα., αδράνεια της μήτρας βλ. αδράνεια, δίκερη/δίκερος μήτρα βλ. δίκερος, μονόκερος/-η μήτρα βλ. μονόκερος, παλινδρόμηση της μήτρας βλ. παλινδρόμηση [< 1: αρχ. μήτρα, γαλλ. utérus 2,3: γαλλ. matrice 4: μτγν. ~]

πλεονασμός

πλεονασμός πλε-ο-να-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαιτούμενες λέξεις για την απόδοση ενός νοήματος (συχνά ως στοιχείο λογοτεχνικού ύφους): π.χ. Μην ξαναέρθεις πάλι. Βλ. αναδίπλωση, βραχυ-, ταυτο-λογία. 2. (γενικότ.) περιττολογία: Θα ήταν ~ να μιλήσει κανείς για ευθύνες. Δεν είναι ~ να τονίσουμε το γεγονός. Επαναλήψεις και ~οί. Πβ. πλατειασμός. 3. πληθώρα στοιχείων που επαναλαμβάνονται ή περισσεύουν σε ένα σύστημα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης, βλάβης, δυσλειτουργίας: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδοµένων. Σφάλμα ~ού. [< 1,2: μτγν. πλεονασμός, γαλλ. pléonasme, αγγλ. pleonasm 3: αγγλ. redundancy]

φυσική

φυσική φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Φ): ΦΥΣ. επιστήμη που μελετά την ύλη, τον χώρο, τον χρόνο και την ενέργεια, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ατμοσφαιρική (= ~ της ατμόσφαιρας)/ατομική/βιολογική/εφαρμοσμένη/ηλιακή/θεωρητική/κβαντική/κλασική/πειραματική/υπολογιστική ~. ~ περιβάλλοντος/πολυμερών/υλικών/υψηλών ενεργειών/του χάους. Αξιώματα/θεωρίες/νόμοι της ~ής. Εργαστήριο/Νόμπελ/πειράματα ~ής. Βλ. αστρο~, βιο~, γεω~, μετα~, μικρο~, ραδιο~, ψυχο~, ακουστική, δυναμική, ηλεκτρονική, κινητική, κυματική, μηχανική, οπτική, φωτονική, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, ραδιολογία, ρεολογία, θετικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρική φυσική: κλάδος που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό και τις εφαρμογές της στη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Πβ. ακτινοφυσική. [< αγγλ. medical physics] , αστροσωματιδιακή φυσική βλ. αστροσωματιδιακός, πυρηνική φυσική βλ. πυρηνικός, στατιστική φυσική βλ. στατιστικός [< αρχ. φυσική, γαλλ. physique, αγγλ. physics]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.