αναθέτων, ουσα, ον [ἀναθέτων] α-να-θέ-των επίθ./ουσ. (επίσ.): (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που αναθέτει την εκτέλεση ορισμένου έργου ή αποστολής σε κάποιον: Ο ~ων φορέας. Η ~ουσα Αρχή. Βλ. ανάδοχος.
διαχέω δι-α-χέ-ω ρ. (μτβ.) {διέχυ-σε, διαχύ-σει, -θηκε, -θεί, διαχε-όμενος, -οντας, σπάν. διαχυ-μένος} & (σπάν.) διαχύνω (επιστ.): σκορπίζω προς διάφορες κατευθύνσεις: Η σκόνη αντανακλά και ~ει το φως στο περιβάλλον. Η θερμότητα ~εται ομοιόμορφα μέσα στον χώρο (πβ. διασκορπίζω).|| (μτφ.) ~εται η εντύπωση ότι ... Η πληροφορία ~εται στο διαδίκτυο (πβ. διαδίδω). Η κρίση δεν έχει ~θεί σε όλους τους τομείς της οικονομίας (πβ. εξαπλώνω, μεταδίδω). [< αρχ. διαχέω]
μήτρα μή-τρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες όργανο στην πυελική κοιλότητα της γυναίκας και των υπόλοιπων θηλυκών θηλαστικών, όπου αναπτύσσεται το γονιμοποιημένο ωράριο και διατρέφεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του: διπλή/τεχνητή ~. Αιμορραγία/αφαίρεση/διάτρηση/έλλειψη/ινομυώματα/οι μύες/πρόπτωση/ρήξη/σύσπαση/τοιχώματα/υπερηχογράφημα ~ας. Καρκίνος (του τραχήλου) της ~ας. Βλ. αιδοίο, κόλπος, μυομήτριο. 2. καλούπι: ~ δίσκου. Μεταλλικές/πήλινες ~ες. ~ες κεραμικών/χαρακτικών. 3. ΜΑΘ. διάταξη στοιχείων ή αριθμών σε γραμμές και στήλες τετραγωνικής ή ορθογωνικής μορφής: αντίστροφη ~. Διάγραμμα/ίχνος/ορίζουσα/πολυώνυμα ~ας. 4. (μτφ.) ό,τι δημιουργεί, διαμορφώνει κάτι άλλο: ~ του πολιτισμού. 5. ΝΑΥΤ. (σπάν.) νήμα σχοινιού γύρω από το οποίο πλέκονται τα υπόλοιπα νήματά του: τρίκλωνη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δανεική/παρένθετη/ανάδοχη μήτρα: μήτρα γυναίκας που κυοφορεί για λογαριασμό υπογόνιμου ζευγαριού: εμφύτευση εμβρύου σε ~ ~. Βλ. παρένθετη μητρότητα., αδράνεια της μήτρας βλ. αδράνεια, δίκερη/δίκερος μήτρα βλ. δίκερος, μονόκερος/-η μήτρα βλ. μονόκερος, παλινδρόμηση της μήτρας βλ. παλινδρόμηση [< 1: αρχ. μήτρα, γαλλ. utérus 2,3: γαλλ. matrice 4: μτγν. ~]
πλεονασμός πλε-ο-να-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαιτούμενες λέξεις για την απόδοση ενός νοήματος (συχνά ως στοιχείο λογοτεχνικού ύφους): π.χ. Μην ξαναέρθεις πάλι. Βλ. αναδίπλωση, βραχυ-, ταυτο-λογία. 2. (γενικότ.) περιττολογία: Θα ήταν ~ να μιλήσει κανείς για ευθύνες. Δεν είναι ~ να τονίσουμε το γεγονός. Επαναλήψεις και ~οί. Πβ. πλατειασμός. 3. πληθώρα στοιχείων που επαναλαμβάνονται ή περισσεύουν σε ένα σύστημα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης, βλάβης, δυσλειτουργίας: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδοµένων. Σφάλμα ~ού. [< 1,2: μτγν. πλεονασμός, γαλλ. pléonasme, αγγλ. pleonasm 3: αγγλ. redundancy]
φυσική φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Φ): ΦΥΣ. επιστήμη που μελετά την ύλη, τον χώρο, τον χρόνο και την ενέργεια, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ατμοσφαιρική (= ~ της ατμόσφαιρας)/ατομική/βιολογική/εφαρμοσμένη/ηλιακή/θεωρητική/κβαντική/κλασική/πειραματική/υπολογιστική ~. ~ περιβάλλοντος/πολυμερών/υλικών/υψηλών ενεργειών/του χάους. Αξιώματα/θεωρίες/νόμοι της ~ής. Εργαστήριο/Νόμπελ/πειράματα ~ής. Βλ. αστρο~, βιο~, γεω~, μετα~, μικρο~, ραδιο~, ψυχο~, ακουστική, δυναμική, ηλεκτρονική, κινητική, κυματική, μηχανική, οπτική, φωτονική, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, ραδιολογία, ρεολογία, θετικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρική φυσική: κλάδος που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό και τις εφαρμογές της στη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Πβ. ακτινοφυσική. [< αγγλ. medical physics] , αστροσωματιδιακή φυσική βλ. αστροσωματιδιακός, πυρηνική φυσική βλ. πυρηνικός, στατιστική φυσική βλ. στατιστικός [< αρχ. φυσική, γαλλ. physique, αγγλ. physics]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ