ανάδοχος, ος/η, ο [ἀνάδοχος] α-νά-δο-χος επίθ./ουσ. {ως ουσ. αναδόχ-ου | -ων} (επίσ.) 1. στον οποίο έχει ανατεθεί μια ευθύνη, κυρ. η μελέτη και υλοποίηση ενός έργου: ~ος: εργολάβος/φορέας. ~η: εταιρεία/κοινοπραξία. ~ο: σχήμα. Πβ. εργοληπτικός.|| (ως ουσ.) Κύριος ~. ~ μελέτης. Έκπτωση ~ου (: απώλεια του αντίστοιχου δικαιώματος). Προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάδειξη/επιλογή ~ου. (ΟΙΚΟΝ.) ~ έκδοσης (: τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αναλαμβάνει τη διάθεση μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας στο επενδυτικό κοινό). Βλ. αναθέτων. 2. ΝΟΜ. που έχει αναλάβει την αναδοχή παιδιού: ~η: οικογένεια (βλ. φυσική οικογένεια). ~οι: γονείς.|| (ως ουσ.) ~οι ορφανών. ● Ουσ.: ανάδοχος (ο/η): νονός. ● ΣΥΜΠΛ.: δανεική/παρένθετη/ανάδοχη μήτρα βλ. μήτρα [< μτγν. ἀνάδοχος 1: γερμ. Übernehmer 2: αγγλ. fosterer]
αναθερμαίνω [ἀναθερμαίνω] α-να-θερ-μαί-νω ρ. (μτβ.) {αναθέρμαν-ε, αναθερμαίν-εται, αναθερμάν-θηκε, -θεί} 1. (μτφ.) δίνω νέα θέρμη, ένταση σε κάτι· αναζωογονώ, αναζωπυρώνω: Συμφωνία που ~ε τους δεσμούς των δύο χωρών/το επενδυτικό κλίμα. Το ενδιαφέρον ~εται. Οι έμποροι ρίχνουν τις τιμές, για να ~θεί η αγορά.|| Εξελίξεις που ~ουν τις ανησυχίες για .../τις παλιές εντάσεις (= αναζωπυρώνουν). ΣΥΝ. ξαναζεσταίνω (2) 2. θερμαίνω ξανά. [< μτγν. ἀναθερμαίνω, γαλλ. réchauffer]
αναθεωρώ [ἀναθεωρῶ] α-να-θε-ω-ρώ ρ. (μτβ.) {αναθεωρ-είς ... | αναθεώρ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: επανεξετάζω και μεταβάλλω: ~ τις απόψεις/τις εκτιμήσεις/τη στάση/τα σχέδιά μου (μερικώς/πλήρως/ριζικά). Οι εκλογικοί κατάλογοι (: για εγγραφή και διαγραφή εκλογέων)/οι όροι της σύμβασης/οι συνταγματικές διατάξεις (: για συμπλήρωση, τροποποίηση ή κατάργηση) θα ~ηθούν. ΣΥΝ. αλλάζω (1), τροποποιώ ● βλ. αναθεωρημένος [< μτγν. ἀναθεωρῶ, γαλλ. réviser]
αναλαμβάνω [ἀναλαμβάνω] α-να-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναλάμβανε & (λόγ.) ανελάμβανε, ανέλαβα, αναλάβει, αναλήφθηκε (λόγ. ανελήφθη, ανελήφθησαν, αναληφθ-είς, -είσα, -έν), ανειλημμένος, αναλαμβάν-οντας} & (λαϊκό-λογοτ.) αναλαβαίνω 1. (μτβ.) αποδέχομαι την ευθύνη ενός έργου που μου έχει ανατεθεί: ~ κυβερνητικό αξίωμα/την προεδρία/υπηρεσία. ~ συνήγορος υπεράσπισης (βλ. ορίζω, τοποθετώ). ~ μια ομάδα (: ως προπονητής). ~ υποθέσεις (: ως δικηγόρος). ~ την επιμέλεια των παιδιών. Ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος της εργασίας/τη διεύθυνση/τη διοργάνωση του συνεδρίου/την ηγεσία του κόμματος/τον ρόλο του διαμεσολαβητή. ~οντας τα νέα του καθήκοντα ... Έχει αναλάβει να καλύψει (αυτός) όλα τα έξοδα. Πβ. επιφορτίζ-, επωμίζ-, χρεών-ομαι.|| (προφ.) Μείνε ήσυχος, θα τον αναλάβω εγώ (= θα τον κανονίσω)! Ποιος γιατρός σε έχει αναλάβει (ενν. ως ασθενή);|| (σε μικρές αγγελίες:) ~/~ονται δακτυλογραφήσεις.|| (λόγ.) ~είσες: δεσμεύσεις/πρωτοβουλίες/υποχρεώσεις. (ΟΙΚΟΝ.) ~είσες: μετοχές/πιστώσεις. Εκδοθέντα και ~έντα δάνεια. 2. (αμτβ.-επίσ.) επανακτώ την υγεία μου· συνέρχομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά: Δεν έχει αναλάβει πλήρως. Ευχή όλων είναι να αναλάβει γρήγορα (από την ασθένεια). Πβ. ανανήφω. 3. (σπάν., συνήθ. ως μτχ.) κάνω ανάληψη: ~έν: κεφάλαιο/ποσό. (σε καζίνο:) ~έντα: κέρδη (= εξαργυρωμένα). ● Παθ.: αναλήφθηκε & (λόγ.) ανελήφθη: ΘΕΟΛ. (κυρ. για τον Ιησού) ανέβηκε (στον ουρανό). ● ΦΡ.: αναλαμβάνω δράση: κινητοποιούμαι, δραστηριοποιούμαι για την επίτευξη ενός σκοπού ή για την εξάλειψη ενός φαινομένου: Ανέλαβαν (από κοινού) ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. Ζήτησαν να αναληφθεί ~ κατά της τρομοκρατίας., αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία: καταλαμβάνω διευθυντική ή ηγετική θέση: Ανέλαβε/έλαβε/πήρε ~ της εξουσίας/του κόμματος/του Υπουργείου/της χώρας., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη (για κάτι/+ γεν.) 1. δηλώνω, δέχομαι δημόσια ότι είμαι υπεύθυνος για κάτι: Τρομοκρατική οργάνωση ανέλαβε ~ των επιθέσεων. 2. συνειδητοποιώ τις υποχρεώσεις μου και δραστηριοποιούμαι με σκοπό την εκπλήρωσή τους: Μεγάλωσες πια, πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου! [< γαλλ. assumer la responsabilité] , έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο [< 1,2: αρχ. ἀναλαμβάνω 3: γαλλ. prélever]
ανάληψη [ἀνάληψη] α-νά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. απόσυρση ποσού από (τραπεζικό) λογαριασμό: ~ χρημάτων. Έξοδα/όριο ~ης μετρητών. ~ήψεις με επιταγές. Αυτόματα μηχανήματα ~ήψεων (ΑΤΜ). Κάνω ~ (= σηκώνω λεφτά). Έγιναν/πραγματοποιήθηκαν ~ήψεις. Βλ. συναλλαγή.|| ~ κερδών από καζίνο (= εξαργύρωση). Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. κατάθεση (1) 2. (επίσ.) αποδοχή της ευθύνης που ανατίθεται σε κάποιον: ~ αξιώματος/δαπανών/δεσμεύσεων/δικαστικής υπόθεσης (: από δικηγόρο)/δραστηριοτήτων/ελέγχου/εξόδων/εργασιών/πρωτοβουλιών/χορηγίας. (Επίσημη) ~ της εξουσίας/της ηγεσίας/της Προεδρίας από τον ... Τελετή παράδοσης-~ης Διοίκησης. Ειδοποίηση ~ης θέσεως. Αίτηση/διαδικασία/σύμβαση ~ης έργου. Ημερομηνία ~ης καθηκόντων (Δημάρχου).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~/~ήψεις δανείων/πιστώσεων/υποχρεώσεων. 3. ΘΕΟΛ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) η άνοδος του Κυρίου στους Ουρανούς σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση και κατ' επέκτ. η κινητή εορτή, ο ιερός ναός ή το αντίστοιχο αγιογραφικό θέμα: Είναι της ~ήψεως. Ιερά Μονή ~ήψεως. Εικόνα της ~ήψεως του Χριστού.|| (σπανιότ.) Η ~ της Θεοτόκου (= μετάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: ανάληψη δράσης/δράσεων: κινητοποίηση, δραστηριοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού ή την εξάλειψη ενός φαινομένου: Απαιτείται άμεση/από κοινού/επείγουσα ~ ~ για την καταπολέμηση της ανεργίας/την προστασία του περιβάλλοντος.|| Έκκληση για ~ ~ κατά της εμπορίας ανθρώπων., ανάληψη κινδύνου/ρίσκου: ΟΙΚΟΝ. αποδοχή του κινδύνου αποτυχίας που συνοδεύει κάποια επένδυση ή στρατηγική απόφαση μιας επιχείρησης: ~ ~ για υψηλότερες αποδόσεις. Βλ. άνοιγμα. [< αγγλ. risk-taking, 1921] , ανάληψη υπηρεσίας: επίσημη αποδοχή οργανικής θέσης από δημόσιο υπάλληλο: Πρακτικό/πράξη ~ης ~. Παρουσίαση για ~ ~ (στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης/στο σχολείο). Κάνω ~ ~. Καλούνται για ορκωμοσία και ~ ~ από ... έως ..., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών βλ. ευθύνη, κάρτα αναλήψεων/μετρητών βλ. κάρτα [< 1: γαλλ. prélèvement 2: αρχ. ἀνάληψις 3: μτγν. ~]
ανατύπωση [ἀνατύπωση] α-να-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου εκτύπωση εντύπου, εικόνας, φωτογραφίας, χωρίς ή με ελάχιστες αλλαγές· κατ' επέκτ. το ανατυπωμένο έργο: ακριβής/φωτογραφική/ψηφιακή ~ βιβλίου. Βλ. αναδημοσίευση, επανέκδοση.|| Σπάνιες ~ώσεις (πβ. ανάτυπο). [< μτγν. ἀνατύπωσις, γαλλ. réimpression]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ