Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3920-3940]


  • αναζωογονώ [ἀναζωογονῶ] α-να-ζω-ο-γο-νώ ρ. (μτβ.) {αναζωογον-είς ... | αναζωογόν-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: ξαναδίνω δύναμη, ενέργεια, ζωντάνια· ανανεώνω: Ο ύπνος ~εί το σώμα. Το πνεύμα ~είται (= αναγεννιέται). Κρέμα που ~εί το δέρμα/τα κύτταρα (πβ. αναγεννά, αναδομεί, αναπλάθει). Φρέσκια και ~ημένη επιδερμίδα. ~ημένα: μαλλιά.|| (μτφ.) Οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ~ήσουν (= αναθερμάνουν) την αγορά. Επιδοτήσεις για να ~ηθεί η περιφέρεια. ΣΥΝ. τονώνω (1) [< μτγν. ἀναζωογονῶ ‘κάνω να αναζωογονηθεί’, γαλλ. ranimer, vivifier]
  • αναζωπυρώνω [ἀναζωπυρώνω] α-να-ζω-πυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {αναζωπύρω-σε, αναζωπυρών-εται, αναπυρώ-θηκε, -μένος, αναζωπυρών-οντας} (επίσ.) 1. (μτφ.) ενισχύω κάτι που είχε ατονήσει: Επεισόδιο που ~σε την ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Οι διαφορές/συζητήσεις ~ονται. ~θηκε η ανησυχία/ελπίδα/φημολογία. Τα παλιά πάθη έχουν ~θεί. Πβ. αναμοχλεύω, αφυπνίζω, συνδαυλίζω. Βλ. αναθερμαίνω. 2. (για φωτιά) ξαναφουντώνω: Οι ισχυροί άνεμοι ~σαν τις εστίες της πυρκαγιάς. [< μτγν. ἀναζωπυρῶ, γαλλ. rallumer]
  • αναζωπύρωση [ἀναζωπύρωση] α-να-ζω-πύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αναζωπύρηση (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζωπυρώνω: αιφνίδια ~. ~ του διαλόγου/του ενδιαφέροντος/της έντασης/της κρίσης/των σεναρίων για .../των συγκρούσεων. Ανησυχίες/φόβοι για ~ της βίας. Πβ. ανα-θέρμανση, -μόχλευση, ανάφλεξη, υποδαύλιση.|| Κίνδυνος ~ης της πυρκαγιάς. Πβ. ξαναφούντωμα. [< μτγν. ἀναζωπύρωσις, ἀναζωπύρησις]
  • αναθάρρηση [ἀναθάρρηση] α-να-θάρ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & αναθάρρυνση (λόγ.): ανάκτηση θάρρους: Δηλώσεις που προκάλεσαν την ~ των πολιτών. Πβ. εμψύχωση, ενθάρρυνση, ξεθάρρεμα. ΑΝΤ. αποθάρρυνση. [< μτγν. ἀναθάρρησις]
  • αναθαρρύνω [ἀναθαρρύνω] α-να-θαρ-ρύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναθάρρυν-ε}: δίνω ή παίρνω (νέο) θάρρος: ~ονται οι ελπίδες. Η παρουσία της τον ~ε. Πβ. εμψυχώνω. ΑΝΤ. αποθαρρύνω.|| Οι επενδυτές έχουν ~ει (= ενθαρρυνθεί) από τη μείωση των επιτοκίων. ΣΥΝ. αναθαρρώ. [< αρχ. ἀναθαρρύνω]
  • αναθαρρώ & αναθαρρεύω [ἀναθαρρῶ] α-να-θαρ-ρώ ρ. (αμτβ.) {αναθαρρ-είς ... | αναθάρρ-ησα (λαϊκό) -εψα, -ημένος, -ώντας}: παίρνω (ξανά) θάρρος, τονώνεται το ηθικό μου: Τα ευχάριστα νέα τον έκαναν να ~ήσει. Πβ. ξεθαρρεύω, παίρνω τα (ε)πάνω μου. ΣΥΝ. αναθαρρύνω, εμψυχώνομαι. ΑΝΤ. αποθαρρύνομαι [< αρχ. ἀναθαρρῶ]
  • ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]
  • αναθεματίζω [ἀναθεματίζω] α-να-θε-μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {αναθεμάτι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. καταριέμαι, βλαστημώ: ~ει την ατυχία/τη μοίρα του. Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που τον άκουσε. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορίζω: ~στηκε ως αιρετικός. Οι ιδέες του αποκηρύχτηκαν και ~στηκαν. [< 1: μτγν. ἀναθεματίζω]
  • αναθεματισμένος , η, ο [ἀναθεματισμένος] α-να-θε-μα-τι-σμέ-νος επίθ. (προφ.-υβριστ.): καταραμένος: Κοίτα τι μου έκανε ο ~!|| (για δήλωση εκνευρισμού) ~ος: καιρός. Κόλλησε πάλι, το ~ο (μηχάνημα)! Κόψ’ το το ~ο το τσιγάρο! Πβ. άτιμος, κερατένιος.
  • αναθεματισμός [ἀναθεματισμός] α-να-θε-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. αποκήρυξη προσώπου, ενέργειας, πρακτικής, θεωρίας: καταδίκη και ~ μιας πολιτικής. ΣΥΝ. κατάρα (1) 2. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός, ανάθεμα: ~ αιρετικού. ~ από τις Οικουμενικές Συνόδους. Βλ. -ισμός. [< μτγν. ἀναθεματισμός]
  • αναθεμελιώνω [ἀναθεμελιώνω] α-να-θε-με-λι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {αναθεμελίω-σε | αναθεμελιώ-θηκε} (λόγ.) 1. (μτφ.) στηρίζω, οργανώνω κάτι σε νέες βάσεις, αρχές, επιχειρήματα· εγκαθιδρύω, εδραιώνω εκ νέου: ~ μια ερμηνεία/θεωρία. Πβ. αναδομώ. 2. θέτω νέα θεμέλια ή ενισχύω τα υπάρχοντα: Το κτίσμα ~θηκε.
  • αναθεμελίωση [ἀναθεμελίωση] α-να-θε-με-λί-ω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθεμελιώνω: (μτφ.) κοινωνική ~. Απόπειρα ~ης και επανίδρυσης του κράτους. Πβ. αναδόμηση.|| ~ κτιρίου με αντισεισμική θωράκιση.
  • αναθερμαίνω [ἀναθερμαίνω] α-να-θερ-μαί-νω ρ. (μτβ.) {αναθέρμαν-ε, αναθερμαίν-εται, αναθερμάν-θηκε, -θεί} 1. (μτφ.) δίνω νέα θέρμη, ένταση σε κάτι· αναζωογονώ, αναζωπυρώνω: Συμφωνία που ~ε τους δεσμούς των δύο χωρών/το επενδυτικό κλίμα. Το ενδιαφέρον ~εται. Οι έμποροι ρίχνουν τις τιμές, για να ~θεί η αγορά.|| Εξελίξεις που ~ουν τις ανησυχίες για .../τις παλιές εντάσεις (= αναζωπυρώνουν). ΣΥΝ. ξαναζεσταίνω (2) 2. θερμαίνω ξανά. [< μτγν. ἀναθερμαίνω, γαλλ. réchauffer]
  • αναθέρμανση [ἀναθέρμανση] α-να-θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθερμαίνω: (μτφ.) ~ της αγοράς/του διαλόγου/της ειρηνευτικής διαδικασίας/της οικονομίας/των σχέσεων των δύο κρατών. ~ της κρίσης (= αναζωπύρωση, ανάφλεξη). Πβ. αναζωογόνηση, τόνωση.|| (κυριολ.) Απόψυξη και ~ (= ξαναζέσταμα). [< μτγν. ἀναθέρμανσις, γαλλ. réchauffage]
  • ανάθεση [ἀνάθεση] α-νά-θε-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθέτω: (αποκλειστική) ~ κατασκευής/μελέτης (σε εταιρεία). Κατόπιν ~ης/ύστερα από ~. Πβ. επιφόρτιση. Βλ. ανάληψη, εκ-, παρα-χώρηση, μεταβίβαση.|| Δικαστική απόφαση ~ης γονικής μέριμνας.|| ~ μαθημάτων (: σε καθηγητές, για διδασκαλία). ● ΦΡ.: απευθείας ανάθεση (έργου/προμήθειας): που γίνεται από δημόσιο φορέα κατευθείαν σε ιδιωτική εταιρεία της επιλογής του, χωρίς τη διενέργεια πρόσκλησης υποβολής προσφορών (δηλ. διαγωνισμό): ~ ~ σε τεχνική εταιρεία. Συμβάσεις με ~ ~. [< μτγν. ἀνάθεσις ‘σήκωμα βάρους, ανύψωση’]
  • αναθέτω [ἀναθέτω] α-να-θέ-τω ρ. (μτβ.) {ανέθε-σα (προφ.) ανάθεσα, αναθέ-σω, ανατίθ-εται (προφ.) αναθέτεται, ανατέ-θηκε (λόγ. ανετέθ-η, -ησαν), ανατε-θεί, ανατεθει-μένος, αναθέτ-οντας}: δίνω σε κάποιον την εντολή ή του εμπιστεύομαι (από ανώτερη θέση) την ευθύνη για την εκτέλεση ενός έργου, την άσκηση ενός λειτουργήματος ή την επίβλεψη ενός προσώπου: Του ~σαν τη διαχείριση του προγράμματος/την έρευνα της υπόθεσης. Στην Επιτροπή ~θηκαν/~ησαν εκτελεστικές αρμοδιότητες. Του έχει ~θεί σημαντική αποστολή.|| Το δικαστήριο ~σε την επιμέλεια των παιδιών στη μητέρα. Βλ. αναλαμβάνω. ΣΥΝ. επιφορτίζω [< αρχ. ἀνατίθημι, μεσν. αναθέτω, γαλλ. charger]
  • αναθέτων , ουσα, ον [ἀναθέτων] α-να-θέ-των επίθ./ουσ. (επίσ.): (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που αναθέτει την εκτέλεση ορισμένου έργου ή αποστολής σε κάποιον: Ο ~ων φορέας. Η ~ουσα Αρχή. Βλ. ανάδοχος.
  • αναθεωρημένος , η, ο [ἀναθεωρημένος] α-να-θε-ω-ρη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει αναθεωρηθεί: ~ος: κανονισμός/νόμος/προϋπολογισμός. ~η: έκδοση βιβλίου (βλ. ανατύπωση, επανέκδοση). ~ο: άρθρο του Συντάγματος/πρόγραμμα/σχέδιο. ~ες: διατάξεις/οδηγίες. ● βλ. αναθεωρώ
  • αναθεώρηση [ἀναθεώρηση] α-να-θε-ώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθεωρώ: αναλυτική/μερική/ολική/πλήρης/ριζική ~. ~ μιας απόφασης/απόψεων/του βιβλίου/εκτίμησης/θέσης/του λεξικού/στάσης/συνθήκης. ~ των προβλέψεων/προϋποθέσεων. Προβαίνω/προχωρώ/υπόκειται σε ~. Γίνεται ~ (άρθρων) του Συντάγματος (: συμπλήρωση, τροποποίηση ή κατάργηση).|| ~ άδειας/διπλώματος (οδήγησης) (= επανέλεγχος)/βαθμολογίας (= αναβαθμολόγηση). ΣΥΝ. αλλαγή (1), επανεξέταση ● ΣΥΜΠΛ.: αναθεώρηση/αναψηλάφηση της δίκης/της υπόθεσης: ΝΟΜ. επανεξέταση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: Ο Άρειος Πάγος απέρριψε το αίτημα για ~ ~. [< γαλλ. (La) révision d'un procès] [< μτγν. ἀναθεώρησις, γαλλ. révision]
  • αναθεωρήσιμος , η, ο [ἀναθεωρήσιμος] α-να-θε-ω-ρή-σι-μος επίθ.: κυρ. ΝΟΜ. που μπορεί να αναθεωρηθεί: ~η: απόφαση. ~ο: πρόγραμμα. Η συνθήκη είναι μη ~η. (Μη) ~ες διατάξεις του Συντάγματος. [< γερμ. überprüfbar]

ανάδοχος

ανάδοχος, ος/η, ο [ἀνάδοχος] α-νά-δο-χος επίθ./ουσ. {ως ουσ. αναδόχ-ου | -ων} (επίσ.) 1. στον οποίο έχει ανατεθεί μια ευθύνη, κυρ. η μελέτη και υλοποίηση ενός έργου: ~ος: εργολάβος/φορέας. ~η: εταιρεία/κοινοπραξία. ~ο: σχήμα. Πβ. εργοληπτικός.|| (ως ουσ.) Κύριος ~. ~ μελέτης. Έκπτωση ~ου (: απώλεια του αντίστοιχου δικαιώματος). Προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάδειξη/επιλογή ~ου. (ΟΙΚΟΝ.) ~ έκδοσης (: τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αναλαμβάνει τη διάθεση μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας στο επενδυτικό κοινό). Βλ. αναθέτων. 2. ΝΟΜ. που έχει αναλάβει την αναδοχή παιδιού: ~η: οικογένεια (βλ. φυσική οικογένεια). ~οι: γονείς.|| (ως ουσ.) ~οι ορφανών. ● Ουσ.: ανάδοχος (ο/η): νονός. ● ΣΥΜΠΛ.: δανεική/παρένθετη/ανάδοχη μήτρα βλ. μήτρα [< μτγν. ἀνάδοχος 1: γερμ. Übernehmer 2: αγγλ. fosterer]

αναθερμαίνω

αναθερμαίνω [ἀναθερμαίνω] α-να-θερ-μαί-νω ρ. (μτβ.) {αναθέρμαν-ε, αναθερμαίν-εται, αναθερμάν-θηκε, -θεί} 1. (μτφ.) δίνω νέα θέρμη, ένταση σε κάτι· αναζωογονώ, αναζωπυρώνω: Συμφωνία που ~ε τους δεσμούς των δύο χωρών/το επενδυτικό κλίμα. Το ενδιαφέρον ~εται. Οι έμποροι ρίχνουν τις τιμές, για να ~θεί η αγορά.|| Εξελίξεις που ~ουν τις ανησυχίες για .../τις παλιές εντάσεις (= αναζωπυρώνουν). ΣΥΝ. ξαναζεσταίνω (2) 2. θερμαίνω ξανά. [< μτγν. ἀναθερμαίνω, γαλλ. réchauffer]

αναθεωρώ

αναθεωρώ [ἀναθεωρῶ] α-να-θε-ω-ρώ ρ. (μτβ.) {αναθεωρ-είς ... | αναθεώρ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: επανεξετάζω και μεταβάλλω: ~ τις απόψεις/τις εκτιμήσεις/τη στάση/τα σχέδιά μου (μερικώς/πλήρως/ριζικά). Οι εκλογικοί κατάλογοι (: για εγγραφή και διαγραφή εκλογέων)/οι όροι της σύμβασης/οι συνταγματικές διατάξεις (: για συμπλήρωση, τροποποίηση ή κατάργηση) θα ~ηθούν. ΣΥΝ. αλλάζω (1), τροποποιώ ● βλ. αναθεωρημένος [< μτγν. ἀναθεωρῶ, γαλλ. réviser]

αναλαμβάνω

αναλαμβάνω [ἀναλαμβάνω] α-να-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναλάμβανε & (λόγ.) ανελάμβανε, ανέλαβα, αναλάβει, αναλήφθηκε (λόγ. ανελήφθη, ανελήφθησαν, αναληφθ-είς, -είσα, -έν), ανειλημμένος, αναλαμβάν-οντας} & (λαϊκό-λογοτ.) αναλαβαίνω 1. (μτβ.) αποδέχομαι την ευθύνη ενός έργου που μου έχει ανατεθεί: ~ κυβερνητικό αξίωμα/την προεδρία/υπηρεσία. ~ συνήγορος υπεράσπισης (βλ. ορίζω, τοποθετώ). ~ μια ομάδα (: ως προπονητής). ~ υποθέσεις (: ως δικηγόρος). ~ την επιμέλεια των παιδιών. Ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος της εργασίας/τη διεύθυνση/τη διοργάνωση του συνεδρίου/την ηγεσία του κόμματος/τον ρόλο του διαμεσολαβητή. ~οντας τα νέα του καθήκοντα ... Έχει αναλάβει να καλύψει (αυτός) όλα τα έξοδα. Πβ. επιφορτίζ-, επωμίζ-, χρεών-ομαι.|| (προφ.) Μείνε ήσυχος, θα τον αναλάβω εγώ (= θα τον κανονίσω)! Ποιος γιατρός σε έχει αναλάβει (ενν. ως ασθενή);|| (σε μικρές αγγελίες:) ~/~ονται δακτυλογραφήσεις.|| (λόγ.) ~είσες: δεσμεύσεις/πρωτοβουλίες/υποχρεώσεις. (ΟΙΚΟΝ.) ~είσες: μετοχές/πιστώσεις. Εκδοθέντα και ~έντα δάνεια. 2. (αμτβ.-επίσ.) επανακτώ την υγεία μου· συνέρχομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά: Δεν έχει αναλάβει πλήρως. Ευχή όλων είναι να αναλάβει γρήγορα (από την ασθένεια). Πβ. ανανήφω. 3. (σπάν., συνήθ. ως μτχ.) κάνω ανάληψη: ~έν: κεφάλαιο/ποσό. (σε καζίνο:) ~έντα: κέρδη (= εξαργυρωμένα). ● Παθ.: αναλήφθηκε & (λόγ.) ανελήφθη: ΘΕΟΛ. (κυρ. για τον Ιησού) ανέβηκε (στον ουρανό). ● ΦΡ.: αναλαμβάνω δράση: κινητοποιούμαι, δραστηριοποιούμαι για την επίτευξη ενός σκοπού ή για την εξάλειψη ενός φαινομένου: Ανέλαβαν (από κοινού) ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. Ζήτησαν να αναληφθεί ~ κατά της τρομοκρατίας., αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία: καταλαμβάνω διευθυντική ή ηγετική θέση: Ανέλαβε/έλαβε/πήρε ~ της εξουσίας/του κόμματος/του Υπουργείου/της χώρας., αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη (για κάτι/+ γεν.) 1. δηλώνω, δέχομαι δημόσια ότι είμαι υπεύθυνος για κάτι: Τρομοκρατική οργάνωση ανέλαβε ~ των επιθέσεων. 2. συνειδητοποιώ τις υποχρεώσεις μου και δραστηριοποιούμαι με σκοπό την εκπλήρωσή τους: Μεγάλωσες πια, πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου! [< γαλλ. assumer la responsabilité] , έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο [< 1,2: αρχ. ἀναλαμβάνω 3: γαλλ. prélever]

ανάληψη

ανάληψη [ἀνάληψη] α-νά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. απόσυρση ποσού από (τραπεζικό) λογαριασμό: ~ χρημάτων. Έξοδα/όριο ~ης μετρητών. ~ήψεις με επιταγές. Αυτόματα μηχανήματα ~ήψεων (ΑΤΜ). Κάνω ~ (= σηκώνω λεφτά). Έγιναν/πραγματοποιήθηκαν ~ήψεις. Βλ. συναλλαγή.|| ~ κερδών από καζίνο (= εξαργύρωση). Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. κατάθεση (1) 2. (επίσ.) αποδοχή της ευθύνης που ανατίθεται σε κάποιον: ~ αξιώματος/δαπανών/δεσμεύσεων/δικαστικής υπόθεσης (: από δικηγόρο)/δραστηριοτήτων/ελέγχου/εξόδων/εργασιών/πρωτοβουλιών/χορηγίας. (Επίσημη) ~ της εξουσίας/της ηγεσίας/της Προεδρίας από τον ... Τελετή παράδοσης-~ης Διοίκησης. Ειδοποίηση ~ης θέσεως. Αίτηση/διαδικασία/σύμβαση ~ης έργου. Ημερομηνία ~ης καθηκόντων (Δημάρχου).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~/~ήψεις δανείων/πιστώσεων/υποχρεώσεων. 3. ΘΕΟΛ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) η άνοδος του Κυρίου στους Ουρανούς σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση και κατ' επέκτ. η κινητή εορτή, ο ιερός ναός ή το αντίστοιχο αγιογραφικό θέμα: Είναι της ~ήψεως. Ιερά Μονή ~ήψεως. Εικόνα της ~ήψεως του Χριστού.|| (σπανιότ.) Η ~ της Θεοτόκου (= μετάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: ανάληψη δράσης/δράσεων: κινητοποίηση, δραστηριοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού ή την εξάλειψη ενός φαινομένου: Απαιτείται άμεση/από κοινού/επείγουσα ~ ~ για την καταπολέμηση της ανεργίας/την προστασία του περιβάλλοντος.|| Έκκληση για ~ ~ κατά της εμπορίας ανθρώπων., ανάληψη κινδύνου/ρίσκου: ΟΙΚΟΝ. αποδοχή του κινδύνου αποτυχίας που συνοδεύει κάποια επένδυση ή στρατηγική απόφαση μιας επιχείρησης: ~ ~ για υψηλότερες αποδόσεις. Βλ. άνοιγμα. [< αγγλ. risk-taking, 1921] , ανάληψη υπηρεσίας: επίσημη αποδοχή οργανικής θέσης από δημόσιο υπάλληλο: Πρακτικό/πράξη ~ης ~. Παρουσίαση για ~ ~ (στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης/στο σχολείο). Κάνω ~ ~. Καλούνται για ορκωμοσία και ~ ~ από ... έως ..., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών βλ. ευθύνη, κάρτα αναλήψεων/μετρητών βλ. κάρτα [< 1: γαλλ. prélèvement 2: αρχ. ἀνάληψις 3: μτγν. ~]

ανατύπωση

ανατύπωση [ἀνατύπωση] α-να-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου εκτύπωση εντύπου, εικόνας, φωτογραφίας, χωρίς ή με ελάχιστες αλλαγές· κατ' επέκτ. το ανατυπωμένο έργο: ακριβής/φωτογραφική/ψηφιακή ~ βιβλίου. Βλ. αναδημοσίευση, επανέκδοση.|| Σπάνιες ~ώσεις (πβ. ανάτυπο). [< μτγν. ἀνατύπωσις, γαλλ. réimpression]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.