-αιμία: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένειες του αίματος: αν~/βακτηρ~/γλυκ~/λευχ~/σηψ~.|| Καθαρο~.
αναθεωρημένος, η, ο [ἀναθεωρημένος] α-να-θε-ω-ρη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει αναθεωρηθεί: ~ος: κανονισμός/νόμος/προϋπολογισμός. ~η: έκδοση βιβλίου (βλ. ανατύπωση, επανέκδοση). ~ο: άρθρο του Συντάγματος/πρόγραμμα/σχέδιο. ~ες: διατάξεις/οδηγίες. ● βλ. αναθεωρώ
αναθυμάμαι & αναθυμούμαι [ἀναθυμᾶμαι] α-να-θυ-μά-μαι ρ. (μτβ.) {αναθυμ-άσαι ... | -ήθηκα, -ούμενος} (λαϊκό-λογοτ.): φέρνω στον νου, ανακαλώ στη μνήμη, συνήθ. νοσταλγικά: ~ αγαπημένα πρόσωπα/όμορφες στιγμές/τα περασμένα. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (2), αναπολώ, ανατρέχω (2) [< μεσν. αναθυμάμαι]
ανατρέφω [ἀνατρέφω] α-να-τρέ-φω ρ. (μτβ.) {ανάθρε-ψα (λόγ.) ανέθρε-ψα, αναθρέ-ψει, ανατρά-φηκα (λόγ. ανετράφη, μτχ. ανατραφ-είς -είσα, -έν), αναθρεμμένος, ανατρέφ-οντας} & αναθρέφω 1. μεριμνώ για ή αναλαμβάνω τη διατροφή, την ανάπτυξη και την αγωγή κάποιου· τον μεγαλώνω: ~φηκε με τις φροντίδες της γιαγιάς του/σ' ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Τον ~ψαν με κόπους (= ανέστησαν). Ζώα που έχουν ~φεί στην αιχμαλωσία. 2. διαπαιδαγωγώ: Βιβλίο που ~ψε γενιές και γενιές. ~φηκε με τις αρχές του ... Άνθρωπος αναθρεμμένος με την κλασική παιδεία. Πβ. γαλουχώ, μορφώνω. Βλ. κακο-, καλο-αναθρεμμένος. [< αρχ. ἀνατρέφω, μεσν. αναθρέφω]
απλαστικός, ή, ό [ἀπλαστικός] α-πλα-στι-κός επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: απλαστική αναιμία: ΙΑΤΡ. αναστολή της παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων που οφείλεται σε δυσλειτουργία του μυελού: επίκτητη ~ ~. Πβ. μυελική απλασία. Βλ. αιμο-, ερυθρο-ποίηση, μυελοπάθεια. [< αγγλ. aplastic anaemia, 1952]
διαφθορά δι-α-φθο-ρά ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφθείρω: ηθική ~ (πβ. έκλυση των ηθών, εκμαυλισμός, εξαχρείωση). ~ των συνειδήσεων/της ψυχής.|| Οικονομική/πολιτική ~. Καταπολέμηση/πάταξη της ~άς (βλ. διαπλοκή, δωροδοκία, ρουσφέτι, σκάνδαλο). Πβ. αποσύνθεση, σήψη, φαυλότητα. Βλ. διαφάνεια. [< αρχ. διαφθορά]
δρεπανοκυτταρικός, ή, ό δρε-πα-νο-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τα δρεπανοκύτταρα: ~ή: κρίση/νόσος. ~ά: σύνδρομα. ● ΣΥΜΠΛ.: δρεπανοκυτταρική αναιμία: κληρονομική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθολογικής αιμοσφαιρίνης στα ερυθροκύτταρα, τα οποία μοιάζουν με δρεπάνι, προκαλώντας απόφραξη των τριχοειδών αγγείων, ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και βλάβη στους ιστούς: ετερόζυγη/ομόζυγη ~ ~. Βλ. αιμοσφαιρινοπάθειες. [< γαλλ. anémie falciforme, αγγλ. sickle cell an(a)emia] [< γαλλ. Drépanocytaire, αγγλ. drepanocytic]
ενάγων, ουσα, ον [ἐνάγων] ε-νά-γων επίθ./ουσ.: ΝΟΜ. ο διάδικος που έχει καταθέσει την αγωγή: Απορρίφθηκε το αίτημα των ~όντων για καταβολή αποζημίωσης. Πβ. εγκαλών, κατήγορος, μηνυτής. Βλ. εναγόμενος.|| (ως επίθ.) Η ~ουσα Αρχή. [< μτγν. ἐνάγων]
μεσογειακός, ή, ό με-σο-γει-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στη Μεσόγειο Θάλασσα, στις χώρες που βρέχονται ή βρίσκονται γύρω από αυτή ή/και στους κατοίκους τους: ~ός: χώρος. ~ή: βλάστηση (: αείφυλλη και σκληρόφυλλη). ~ό: ταμπεραμέντο. ~ές: ακτές. ~ά: αλίπεδα/προϊόντα (π.χ. βαμβάκι, καπνός, λάδι). (με κεφαλ. Μ) ~οί Αγώνες (: αθλητική διοργάνωση που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια και στην οποία συμμετέχουν αθλητές από ~ές χώρες). Πβ. παραμεσόγειος. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεσογειακή αναιμία: ΙΑΤΡ. κληρονομική αιμολυτική αναιμία που χαρακτηρίζεται από μειωμένο ρυθμό σύνθεσης μίας ή περισσοτέρων αλυσίδων αιμοσφαιρίνης: στίγμα ~ής ~ας. ΣΥΝ. θαλασσαιμία [< αγγλ. mediterranean anemia, 1936] , μεσογειακή διατροφή & δίαιτα/κουζίνα: η οποία είναι πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, ψάρια, ξηρούς καρπούς και έχει ως κύρια πηγή λιπαρών το ελαιόλαδο: η ~ ~ μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών νοσημάτων. [< αγγλ. Mediterranean diet, 1928] , μεσογειακό κλίμα βλ. κλίμα, οικογενής μεσογειακός πυρετός βλ. πυρετός, φώκια μονάχους μονάχους βλ. φώκια [< γαλλ. méditerranéen, αγγλ. mediterranean]
σιδηροπενικός, ή, ό σι-δη-ρο-πε-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στη σιδηροπενία: ~ή: δυσφαγία. ● ΣΥΜΠΛ.: σιδηροπενική αναιμία: που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό. [< αγγλ. sideropenic, 1939, γαλλ. sidéropénique]
-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ