Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3940-3960]


  • αναθεωρητέος , α, ο [ἀναθεωρητέος] α-να-θε-ω-ρη-τέ-ος επίθ. (κυρ. ΝΟΜ): που μπορεί ή πρέπει να αναθεωρηθεί: ~ος: κατάλογος/νόμος. ~α: διάταξη. (Μη) ~α άρθρα του Συντάγματος.|| (ως ουσ.) Η Βουλή καλείται να εγκρίνει το ~ο των διατάξεων. Βλ. -τέος. [< μεσν. αναθεωρητέον]
  • αναθεωρητής [ἀναθεωρητής] α-να-θε-ω-ρη-τής ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ της ιστορίας/του Συντάγματος. ~ μετάφρασης (βλ. διορθωτής, επιμελητής). 2. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικός δικαστής, αρμόδιος για την αναθεώρηση αποφάσεων στρατιωτικών δικαστηρίων. 3. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστής: ~ του λενινισμού/μαρξισμού. Πβ. ρεφορμιστής. [< 1: γαλλ. réviseur, révisionniste 3: γαλλ. révisionniste, 1955]
  • αναθεωρητικός , ή, ό [ἀναθεωρητικός] α-να-θε-ω-ρη-τι-κός επίθ. 1. που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ή: απόφαση/επιτροπή. ~ό: δικαστήριο (: αναθεωρεί αποφάσεις στρατιωτικών δικαστηρίων)/έργο/σώμα. 2. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστικός: ~ή: ιδεολογία. ~ές: αντιλήψεις/απόψεις/θέσεις. Πβ. ρεφορμιστικός.|| (ως ουσ.) Οι ~οί (= αναθεωρητές, ρεβιζιονιστές). ● ΣΥΜΠΛ.: Αναθεωρητική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που έχει εξουσιοδοτηθεί από την αμέσως προηγούμενη να προχωρήσει σε αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Βλ. Συνταγματική/Συντακτική Βουλή.
  • αναθεωρητισμός [ἀναθεωρητισμός] α-να-θε-ω-ρη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονισμός.
  • αναθεωρώ [ἀναθεωρῶ] α-να-θε-ω-ρώ ρ. (μτβ.) {αναθεωρ-είς ... | αναθεώρ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: επανεξετάζω και μεταβάλλω: ~ τις απόψεις/τις εκτιμήσεις/τη στάση/τα σχέδιά μου (μερικώς/πλήρως/ριζικά). Οι εκλογικοί κατάλογοι (: για εγγραφή και διαγραφή εκλογέων)/οι όροι της σύμβασης/οι συνταγματικές διατάξεις (: για συμπλήρωση, τροποποίηση ή κατάργηση) θα ~ηθούν. ΣΥΝ. αλλάζω (1), τροποποιώ ● βλ. αναθεωρημένος [< μτγν. ἀναθεωρῶ, γαλλ. réviser]
  • ανάθημα [ἀνάθημα] α-νά-θη-μα ουσ. (ουδ.) {αναθήμ-ατος | -ατα} ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΕΚΚΛΗΣ.: προσφορά, αφιέρωμα πιστού σε ναό ή σε ιερό πρόσωπο, κυρ. σε ένδειξη ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης: γλυπτά/χάλκινα ~ατα. Πβ. τάμα. [< αρχ. ἀνάθημα]
  • αναθηματικός , ή, ό [ἀναθηματικός] α-να-θη-μα-τι-κός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ. που αποτελεί ανάθημα ή αναφέρεται σε αυτό: ~ός: τρίποδας. ~ή: επιγραφή/στήλη. ~ό: γλυπτό/ειδώλιο. [< μτγν. ἀναθηματικός, γαλλ. dédicatoire]
  • ανάθρεμμα [ἀνάθρεμμα] α-νά-θρεμ-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): παιδί· κατ' επέκτ. ανατροφή, μεγάλωμα. [< μτγν. ἀνάθρεμμα]
  • αναθρέφω βλ. ανατρέφω
  • αναθρώσκει [ἀναθρώσκει] α-να-θρώ-σκει ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.-λογοτ.): (κυρ. για καπνό) ανεβαίνει προς τα πάνω· (μτφ.) ξεπροβάλλει, ξεπηδά. [< αρχ. ἀναθρώσκω]
  • αναθυμάμαι & αναθυμούμαι [ἀναθυμᾶμαι] α-να-θυ-μά-μαι ρ. (μτβ.) {αναθυμ-άσαι ... | -ήθηκα, -ούμενος} (λαϊκό-λογοτ.): φέρνω στον νου, ανακαλώ στη μνήμη, συνήθ. νοσταλγικά: ~ αγαπημένα πρόσωπα/όμορφες στιγμές/τα περασμένα. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (2), αναπολώ, ανατρέχω (2) [< μεσν. αναθυμάμαι]
  • αναθύμηση [ἀναθύμηση] α-να-θύ-μη-ση ουσ. (θηλ.) (λογοτ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθυμάμαι: ~ των νεανικών χρόνων/του παρελθόντος. Πβ. νοσταλγία. ΣΥΝ. αναπόληση, ενθύμηση (1) [< μεσν. αναθύμηση]
  • αναθυμιάσεις [ἀναθυμιάσεις] α-να-θυ-μι-ά-σεις ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. αναθυμίαση}: διάχυση δύσοσμων αερίων, συνήθ. δηλητηριωδών: επικίνδυνες/τοξικές ~. ~ βενζίνης/καπνού. Οι ~ των υπονόμων. Πέθανε από ~. Δημιουργούνται/εκλύονται/εκπέμπονται ~ από τις βιομηχανίες/χημικές ουσίες.|| (μτφ.) Πολιτικές ~ (βλ. διαφθορά, σκάνδαλο). [< αρχ. ἀναθυμίασις ‘εξάτμηση’]
  • αναθυμούμαι βλ. αναθυμάμαι
  • αναίδεια [ἀναίδεια] α-ναί-δει-α ουσ. (θηλ.): ανάγωγος λόγος ή συμπεριφορά: περισσή/προκλητική/πρωτοφανής ~. Το αποκορύφωμα της ~ας. Απαντά/κοιτά/συμπεριφέρεται με ~ (= αναιδώς). Πβ. αδιαντροπιά, αυθάδεια, ιταμότητα. ΣΥΝ. θράσος, θρασύτητα ΑΝΤ. σεμνότητα [< αρχ. ἀναίδεια]
  • αναιδής , ής, ές [ἀναιδής] α-ναι-δής επίθ. {αναιδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ αναιδέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): που παρουσιάζει έλλειψη σεβασμού, ντροπής, σεμνότητας: ~είς: οδηγοί/υπάλληλοι. Μη γίνεσαι/μην είσαι ~! ~ατε! (: για έκφραση οργής).|| ~ής: ισχυρισμός/τρόπος. ~ής: απάντηση/γλώσσα/συμπεριφορά. ~ές: ύφος. Πβ. αδιάντροπος, αναίσχυντος. ΣΥΝ. αυθάδης, θρασύς ΑΝΤ. ντροπαλός, σεμνός (1) ● επίρρ.: αναιδώς [-ῶς]: Ισχυρίζεται ~ ότι ... Με διέκοψε απότομα και ~ατα. [< αρχ. ἀναιδής]
  • αναίμακτος , η, ο [ἀναίμακτος] α-ναί-μα-κτος επίθ. (λόγ.): που πραγματοποιείται χωρίς αιματοχυσία ή χωρίς αιμορραγία: ~η: εξέγερση/συμπλοκή. ~ο: πραξικόπημα/τροχαίο. ~η απελευθέρωση των ομήρων. ΑΝΤ. αιματηρός, πολυαίμακτος.|| ~η: εγχείρηση/επέμβαση (π.χ. με λέιζερ). ● επίρρ.: αναίμακτα ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία 1. ΕΚΚΛΗΣ. το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 2. ΑΡΧ. & αναίμακτη προσφορά: προσφορά καρπών ή σπονδών σε θεότητα, σε αντιδιαστολή με τη θυσία ζώων. [< αρχ. ἀναίμακτος]
  • αναιμία [ἀναιμία] α-ναι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πτώση της τιμής της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη κάτω από τα φυσιολογικά όρια: αιμολυτική (: πρόωρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων)/κακοήθης/μικροκυτταρική/υποπλαστική ~ (: τύποι ~ας). Έχει/πάσχει από ~ (: αναιμικός). Συμπτώματα ~ας (: ωχρότητα του δέρματος, καταβολή). Βλ. -αιμία. ● ΣΥΜΠΛ.: απλαστική αναιμία βλ. απλαστικός, δρεπανοκυτταρική αναιμία βλ. δρεπανοκυτταρικός, μεγαλοβλαστική αναιμία βλ. μεγαλοβλαστικός, μεσογειακή αναιμία βλ. μεσογειακός, σιδηροπενική αναιμία βλ. σιδηροπενικός [< αρχ. ἀναιμία 'έλλειψη αίματος', αγγλ. an(a)emi , γαλλ. anémie, γερμ. Anämie]
  • αναιμικός , ή, ό [ἀναιμικός] α-ναι-μι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που πάσχει από αναιμία ή σχετίζεται με αυτή: ~ό: παιδί.|| ~ή: υποξία. Βλ. αντι~. 2. (μτφ.) χλομός, καχεκτικός, αδύναμος· χωρίς δύναμη, ζωντάνια: ~ή: κράση/όψη. ~ό: πρόσωπο. Πβ. ωχρός.|| ~ός: διάλογος (: χωρίς παλμό, νεύρο). ~ή: ανάπτυξη/αντίδραση/οικονομία. Πβ. ασθεν-, υποτον-ικός, άτονος. ΑΝΤ. εύρωστος (2) ● Ουσ.: αναιμικός, αναιμική (ο/η): πρόσωπο που πάσχει από αναιμία: Οι ~οί δεν μπορούν να γίνουν αιμοδότες. ● επίρρ.: αναιμικά (μτφ.): Το νόμισμα συνεχίζει να κινείται ~ στις διεθνείς χρηματαγορές. [< γαλλ. anémique, γερμ. anämisch]
  • αναιρεσείων , ουσα, ον [ἀναιρεσείων] α-ναι-ρε-σεί-ων επίθ./ουσ. {αναιρεσεί-οντος, (θηλ. -ουσας (λόγ.) -ούσης) | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών), συνήθ. ως ουσ.}: ΝΟΜ. αυτός που κάνει αίτηση αναίρεσης. Βλ. ενάγων. ΑΝΤ. αναιρεσίβλητος [< γαλλ. demandeur en cassation]

-αιμία

-αιμία: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένειες του αίματος: αν~/βακτηρ~/γλυκ~/λευχ~/σηψ~.|| Καθαρο~.

αναθεωρημένος

αναθεωρημένος, η, ο [ἀναθεωρημένος] α-να-θε-ω-ρη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει αναθεωρηθεί: ~ος: κανονισμός/νόμος/προϋπολογισμός. ~η: έκδοση βιβλίου (βλ. ανατύπωση, επανέκδοση). ~ο: άρθρο του Συντάγματος/πρόγραμμα/σχέδιο. ~ες: διατάξεις/οδηγίες. ● βλ. αναθεωρώ

αναθυμάμαι & αναθυμούμαι

αναθυμάμαι & αναθυμούμαι [ἀναθυμᾶμαι] α-να-θυ-μά-μαι ρ. (μτβ.) {αναθυμ-άσαι ... | -ήθηκα, -ούμενος} (λαϊκό-λογοτ.): φέρνω στον νου, ανακαλώ στη μνήμη, συνήθ. νοσταλγικά: ~ αγαπημένα πρόσωπα/όμορφες στιγμές/τα περασμένα. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (2), αναπολώ, ανατρέχω (2) [< μεσν. αναθυμάμαι]

ανατρέφω

ανατρέφω [ἀνατρέφω] α-να-τρέ-φω ρ. (μτβ.) {ανάθρε-ψα (λόγ.) ανέθρε-ψα, αναθρέ-ψει, ανατρά-φηκα (λόγ. ανετράφη, μτχ. ανατραφ-είς -είσα, -έν), αναθρεμμένος, ανατρέφ-οντας} & αναθρέφω 1. μεριμνώ για ή αναλαμβάνω τη διατροφή, την ανάπτυξη και την αγωγή κάποιου· τον μεγαλώνω: ~φηκε με τις φροντίδες της γιαγιάς του/σ' ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Τον ~ψαν με κόπους (= ανέστησαν). Ζώα που έχουν ~φεί στην αιχμαλωσία. 2. διαπαιδαγωγώ: Βιβλίο που ~ψε γενιές και γενιές. ~φηκε με τις αρχές του ... Άνθρωπος αναθρεμμένος με την κλασική παιδεία. Πβ. γαλουχώ, μορφώνω. Βλ. κακο-, καλο-αναθρεμμένος. [< αρχ. ἀνατρέφω, μεσν. αναθρέφω]

απλαστικός

απλαστικός, ή, ό [ἀπλαστικός] α-πλα-στι-κός επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: απλαστική αναιμία: ΙΑΤΡ. αναστολή της παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων που οφείλεται σε δυσλειτουργία του μυελού: επίκτητη ~ ~. Πβ. μυελική απλασία. Βλ. αιμο-, ερυθρο-ποίηση, μυελοπάθεια. [< αγγλ. aplastic anaemia, 1952]

διαφθορά

διαφθορά δι-α-φθο-ρά ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφθείρω: ηθική ~ (πβ. έκλυση των ηθών, εκμαυλισμός, εξαχρείωση). ~ των συνειδήσεων/της ψυχής.|| Οικονομική/πολιτική ~. Καταπολέμηση/πάταξη της ~άς (βλ. διαπλοκή, δωροδοκία, ρουσφέτι, σκάνδαλο). Πβ. αποσύνθεση, σήψη, φαυλότητα. Βλ. διαφάνεια. [< αρχ. διαφθορά]

δρεπανοκυτταρικός

δρεπανοκυτταρικός, ή, ό δρε-πα-νο-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τα δρεπανοκύτταρα: ~ή: κρίση/νόσος. ~ά: σύνδρομα. ● ΣΥΜΠΛ.: δρεπανοκυτταρική αναιμία: κληρονομική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθολογικής αιμοσφαιρίνης στα ερυθροκύτταρα, τα οποία μοιάζουν με δρεπάνι, προκαλώντας απόφραξη των τριχοειδών αγγείων, ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και βλάβη στους ιστούς: ετερόζυγη/ομόζυγη ~ ~. Βλ. αιμοσφαιρινοπάθειες. [< γαλλ. anémie falciforme, αγγλ. sickle cell an(a)emia] [< γαλλ. Drépanocytaire, αγγλ. drepanocytic]

ενάγων

ενάγων, ουσα, ον [ἐνάγων] ε-νά-γων επίθ./ουσ.: ΝΟΜ. ο διάδικος που έχει καταθέσει την αγωγή: Απορρίφθηκε το αίτημα των ~όντων για καταβολή αποζημίωσης. Πβ. εγκαλών, κατήγορος, μηνυτής. Βλ. εναγόμενος.|| (ως επίθ.) Η ~ουσα Αρχή. [< μτγν. ἐνάγων]

μεσογειακός

μεσογειακός, ή, ό με-σο-γει-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στη Μεσόγειο Θάλασσα, στις χώρες που βρέχονται ή βρίσκονται γύρω από αυτή ή/και στους κατοίκους τους: ~ός: χώρος. ~ή: βλάστηση (: αείφυλλη και σκληρόφυλλη). ~ό: ταμπεραμέντο. ~ές: ακτές. ~ά: αλίπεδα/προϊόντα (π.χ. βαμβάκι, καπνός, λάδι). (με κεφαλ. Μ) ~οί Αγώνες (: αθλητική διοργάνωση που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια και στην οποία συμμετέχουν αθλητές από ~ές χώρες). Πβ. παραμεσόγειος. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεσογειακή αναιμία: ΙΑΤΡ. κληρονομική αιμολυτική αναιμία που χαρακτηρίζεται από μειωμένο ρυθμό σύνθεσης μίας ή περισσοτέρων αλυσίδων αιμοσφαιρίνης: στίγμα ~ής ~ας. ΣΥΝ. θαλασσαιμία [< αγγλ. mediterranean anemia, 1936] , μεσογειακή διατροφή & δίαιτα/κουζίνα: η οποία είναι πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, ψάρια, ξηρούς καρπούς και έχει ως κύρια πηγή λιπαρών το ελαιόλαδο: η ~ ~ μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών νοσημάτων. [< αγγλ. Mediterranean diet, 1928] , μεσογειακό κλίμα βλ. κλίμα, οικογενής μεσογειακός πυρετός βλ. πυρετός, φώκια μονάχους μονάχους βλ. φώκια [< γαλλ. méditerranéen, αγγλ. mediterranean]

σιδηροπενικός

σιδηροπενικός, ή, ό σι-δη-ρο-πε-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στη σιδηροπενία: ~ή: δυσφαγία. ● ΣΥΜΠΛ.: σιδηροπενική αναιμία: που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό. [< αγγλ. sideropenic, 1939, γαλλ. sidéropénique]

-τέος

-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.